ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ

 




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.


Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 162-168.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Τα όσα άκουσα απ' το Στεπάν με κάνανε ν' αποφασίσω να φύγω μιαν ώρα αρχήτερα. Έτσι, άμα ήρθε η Ενταβιέ χαρούμενη και μού' φερε το πιστοποιητικό την αντίκρυσα σαν ξένη, δεν ένιωσα καμιά τύψη που θα την άφηνα. Της είπα μονάχα ένα «ευχαριστώ» και για ν' αποφύγω κάθε συζήτηση πήρα το πιστοποιητικό και βάλθηκα να το διαβάζω. «Κατ' εντολήν του διοικητού του Ικιντζί Αμελέ Ταμπουρού, Χασάν εφέντη, -έγραφε- ο στρατιώτης Μανώλης Αξιώτης, κάτοικος του χωριού Κιρκιντζέ, του νομού Αϊδινίου, παραμένει στην υπηρεσία του Αλή νταή στο χωριό Γκιουλ Ντερέ της Άγκυρας, μέχρι νεωτέρας διαταγής».


Η Ενταβιέ κάθησε κοντά μου λυπημένη και τρυφερή. Το βλέμα της έψαχνε ν' ανταμώσει το δικό μου, μα εγώ δε σήκωνα μάτι απ' το χαρτί. -Έμαθα πως σκοπεύεις να λιποταχτήσεις, είπε κόβοντας τη βαρειά σιωπή. Μην το κάνεις αυτό, Μανώλη. Μείνε κοντά μας ίσαμε να τελέψει ο πόλεμος και μετά, αν το θέλεις, έρχουμαι και γω μαζί σου στην πατρίδα σου. Τι πειράζει αν με παρουσιάσεις στην οικογένειά σου για χριστιανή; Εγώ θ' αγαπώ ό,τι εσύ αγαπάς και θα πιστεύω ό,τι εσύ πιστεύεις. Εδώ στην Άγκυρα όλες οι χριστιανές μιλούνε τούρκικα και δε βλέπω νά' χουμε καμιά διαφορά. Πες πως δε με λένε Ενταβιέ και πως με λένε Μαρία. Κακομοίρα μου Ενταβιέ!


Μου μιλούσες την αληθινή γλώσσα της αγάπης, μα πως μπορούσα να σε καταλάβω μέσα στο γιαγκίνι του μίσους, που άναφτε κάθε στιγμή ο πόλεμος; Το ίδιο κείνο βράδι, είπα αποφασιστικά στον Παναγή: -Απόψε φεύγουμε! Ξεκινήσαμε μεσάνυχτα. Συμφωνήσαμε να περπατούμε μοναχά νύχτα και να μη ζυγώνουμε ποτέ χωριό. Τα πρώτα οχτώ μερόνυχτα ήτανε τα πιο δύσκολα. Οι δρόμοι ήταν πολυσύχναστοι. Έπειτα πέσαμε στην Αλμυρή Έρημο. Νερό δε βρίσκαμε πουθενά κι αρχίσαμε να χάνουμε το κουράγιο μας. Πιπιλούσαμε πέτρες και ρουφούσαμε, όπου βρίσκαμε, καμιά σταγόνα απ' τη νυχτερινή δροσιά. -Κοράκιασα, δε θ' αντέξω άλλο, μού' κανε ο Παναγής κι αγρίεψε το μάτι του. Τού' δωκα την τελευταία γουλιά απ' το παγούρι∙ τη φύλαγα για τέτοια περίσταση.


Καθώς ξημέρωνε όμως, ένιωσα ξαφνικά μιαν υγρασία στον αγέρα. -Παναγή, σωθήκαμε. Κάπου δω πρέπει νά' χει πολύ νερό. Γρηγορέψαμε το βήμα μας. Δεν κάναμε μισή ώρα δρόμο και μουρμουρητό νερού ήρθε στ' αφτιά μας. -Ποτάμι! φωνάξαμε κ' οι δυο μαζί, καθώς αντικρύσαμε το Σαγγάριο. Αρχίσαμε να πιλαλούμε. Κι ασκέρι ν' αντικρύζαμε πάλι θα τρέχαμε στο νερό. Πέσαμε με τα μούτρα και δε χορταίναμε να πίνουμε. Βουτούσαμε το κεφάλι μας και το τινάζαμε και το ξαναβουτούσαμε. Όλα τα «αχ!» του δροσισμού βγήκαν απ' το στήθος μας. Μερέψαμε και κρυφτήκαμε παράμερα να φάμε ψωμοτύρι και να βλογήσουμε το Θεό. Η δυσκολία τώρα ήτανε πώς θα περάσουμε στην άλλη όχθη.


Κάπου βρήκαμε ένα πρόχειρο πέρασμα από στιβαγμένα βράχια. Στο σημείο κείνο ένα νησάκι έκοβε το ποτάμι στα δυο. Οι πέτρες κουνούσανε κάτω απ' τα πόδια μας και το ρέμα ήταν ορμητικό. Άξαφνα ο Παναγής έπεσε στο νερό και παρά τρίχα να χαθεί μα τον τράβηξα. Βγήκαμε στο στενόμακρο νησάκι που έμοιαζε με υποβρύχιο. Στη δεξιά του άκρη είχε μιαν ιτιά και στην αριστερή όλο θάμνα. Καθώς μελετούσα το δεύτερο πέρασμά μας, με τράβηξε ο Παναγής αλαφιασμένος. -Κοίτα! μού' κανε. Καμιά δεκαριά άντρες με όπλα κατηφορίζανε από ένα ερημωμένο χωριό. -Θά' ναι Κούρδοι λιποτάχτες, είπα στο φίλο μου κι ανησύχησα. Την προηγούμενη είχαμε ανταμώσει ένα βοσκό, μουατζίρη απ' τη Σαλονίκη, που μας έδωσε χρήσιμες ορμήνιες: «Τα μάτια σας εκατό, μας είπε, μην πέσετε στα χέρια των Κούρδων ληστών, που ρημάζουνε τούτη την περιοχή∙ δε θα μείνει, φουκαράδες μου, ούτε το κοκκαλάκι σας.


Έχουνε φάει κόσμο και ντουνιά. Το κράτος αναγκάστηκε ν' αδειάσει το χωριό τους και να στείλει τα γυναικόπαιδα στο Σιβρή Χισάρ, για να μη βρίσκουνε τροφοδότες». Παρακολουθούσαμε με κομένη ανάσα τις κινήσεις των Κούρδων. Κουβαλούσανε δυο τηλεγραφόξυλα. Τα ρίξανε στο ποτάμι και περάσανε σβέλτα στο νησάκι δίχως να βρέξουνε τα ποδάρια τους. Η ανησυχία μας τώρα μεγάλωσε. Τι θα γίνει αν κανένας τους έρθει κατά δω; Για καλή μας τύχη η βιασύνη τους ήτανε τόση που ούτε ματιά δε ρίξανε. Ανασύρανε τα τηλεγραφόξυλα, τα πετάξανε απ' την άλλη μεριά του ποταμού και περάσανε σχεδόν τρέχοντας. -Για νά' ναι τόσο βιαστικοί, πάει να πει πως τους κυνηγάει απόσπασμα. Πρέπει να φύγουμε και μεις το γρηγορότερο. Περάσαμε εύκολα πατώντας στα τηλεγραφόξυλα και πήραμε τον αντίθετο δρόμο. Μόλις ανηφορίσαμε πεντακόσα μέτρα, είδαμε το απόσπασμα να ρχεται. Πρώτη φορά βαδίζαμε μέρα.


Αλλιώς δε γινότανε, έπρεπε να φύγουμε από τούτα τα επικίνδυνα μέρη. Άρχισε να νυχτώνει κ' εμείς ανάσα δεν είχαμε πάρει. Τρεις τσοπαναρέοι κατηφόριζαν απ' την πλαγιά του βουνού. Μας είδανε και τρέξανε κατά πάνω μας. Ξέραμε πως δε θα μπορούσανε να μας κάνουνε καλά γιατί βαστούσαμε όπλο. Τους άφησα να πλησιάσουνε λίγο και τότες έβγαλα το πιστόλι και τράβηξα στον αγέρα. Με μια και μόνη πιστολιά σκορπίσανε. Τριανταέξι ώρες βαδίσαμε. Είμασταν ψόφιοι. Στην πρώτη πηγή σταθήκαμε να φάμε λίγο ψωμί. Τώρα έπρεπε ν' αναζητούμε και τροφή. Καθώς ήτανε Αύγουστος, βρίσκαμε που και που φρούτα στους μπαξέδες, μα δε χορταίναμε, λιγώναμε. Μας έλειπε το ψωμί και δεν ξέραμε πώς να κουμαντάρουμε την πείνα μας. Κάναμε δυο νύχτες δρόμο, ύστερα βρήκαμε ένα μύλο. 


Κρυφτήκαμε. Άμα νύχτωσε καλά και σιγουρευτήκαμε πως φύγανε οι χωριανοί, αποφασίσαμε να πάμε γι' αλεύρι. Είδαμε το μυλωνά και τη γυναίκα του που αμπαρώσανε τις πόρτες. Χτυπήσαμε κάμποσες φορές. Αντίς γι' απόκριση σβήσαν οι άνθρωποι τις λουσέρνες. Δυναμώσαμε τα χτυπήματα. -Ανοίχτε! φώναξα, θα βάλω φωτιά και θα σας κάψω ζωντανούς! Τότες ήρθε ο μυλωνάς με το λυχνάρι στο χέρι. -Μη με πειράξτε, και θα σας δώκω ό,τι μου ζητείστε. Τον ψάξαμε για πιστόλι, μα ήταν ξαρμάτωτος ο αχμάκης. -Βγάλε τη γυναίκα σου, από κει που την καταχώνιασεςτου είπαΜόλις άκουσε την απαίτησή μου χλόμιασεΤον λυπήθηκε η καρδιά μου!


-Μη φοβάσαι για την τιμή σου. Δεν είμαστε ληστές ούτε παλιανθρώποι. Κατσάκηδες είμαστε κ' έχουμε μέρες δίχως ψωμί. Πες στην κυρά σου να μας φτιάσει πίττες. Έβγαλε τη γυναίκα του και καθώς σιγουρεύτηκε πως, δε λέγαμε ψέματα, τον έπιασε τάση χαρά που δεν ήξερε με τι τρόπο να μας περιποιηθεί. Στρώσανε τραπέζι, σερβίρανε ιμάμ μπαϊλντί και καβουρντισμένο κρέας. Μας γεμίσαν ένα τορβά πίττες, κ' έναν παξιμάδια και τυρί κι αποχαιρετιστήκαμε σαν γκαρδιακοί φίλοι. Βαδίζαμε σ' απάτητα βουνά, εκεί κατά το Αφιόν Καραχισάρ. (Πού νά' βαζε τότες ο νους μου, πως στα ίδια τούτα τα μέρη θα ρχόμουνα σε λίγα χρόνια με τη στολή του Έλληνα φαντάρου!). Κοιμόμασταν σαν αγρίμια μέσα σε σπηλιές. Τα γένια μας είχανε μεγαλώσει κ' είμασταν άπλυτοι κι αγριεμένοι. Από φόβο μη χάσουμε το μπούσουλα και ξαναγυρίσουμε πίσω, έβαζα, πάντα πριν κοιμηθώ, τη λαβή της μαγκούρας μου κατά τη μεριά που θα πορευόμαστε.


Ο φίλος μου δεν είχε μυριστεί το κόλπο μου και τρόμαζε∙ τον έπιανε λαχτάρα μήπως και δεν τραβούμε σωστά. Στην αρχή διασκέδαζα και τον άφηνα ν' αμφιβάλλει. Άμα τον είδα όμως πως πείσμωσε και δεν ήθελε να προχωρήσει του είπα: -Μπρε, για τόσο αχμάκη μ' έχεις να πορπατώ στο βρόντο; Και του μαρτύρησα το μυστικό. Απόψε είχα σκοπό να σηκωθώ να φύγω μοναχός μου. Φτάσαμε στον ποταμό Αγάρ. Φάγαμε, κοιμηθήκαμε κι όταν νύχτωσε αρχίσαμε πάλι την πορεία. Είχαμε τόσο αποβλακωθεί που σπάνια μιλούσαμε, κι ακόμα πιο σπάνια σκεφτόμασταν. Κείνο το βράδι ο ουρανός ήτανε συννεφιασμένος∙ ούτε ένα αστράκι δε φαινότανε για παρηγοριά. Φυσούσε δυνατά και το σκοτάδι ήτανε τόσο πηχτό που ζυγώσαμε κοπάδι κ' είδηση δεν πήραμε.


Για να προστατευτούμε απ' τα σκυλιά σμίξαμε πλάτη με πλάτη και, με τις μαγκούρες έτοιμες, περιμέναμε. Δυο πελώρια μαντρόσκυλα μουντάρανε. Είμασταν τυχεροί που ο τσοπάνος έτρεξε να μας βοηθήσει. Μας μίλησε με καλοσύνη, μας φίλεψε γάλα και μας πήγε κάμποσο δρόμο για να μας δείξει σίγουρα περάσματα. -Παρακάτω, μας είπε, είναι σιδερόδρομος κ' έχει φυλάκια. Τα προχτές, πιάσανε τρεις κατσάκηδες και τους κρεμάσανε... Τον ευχαριστήσαμε.-Μπα, τι λόγος! είπε. Ανθρώποι είμαστε∙ ούλοι περάσαμε από ανάγκες και ξέρουμε. Βγήκαμε στη γραμμή Σμύρνη —Αφιόν Καραχισάρ—Άδανα. Αν δεν μας είχε ορμηνέψει τόσο καλά ο τσοπάνος, θα πέφταμε πάνω στα φυλάκια. Με το ξημέρωμα βρεθήκαμε μέσα στ' αμπέλια.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 162-168.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF