ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΑΠΙΟΣ (ΜΕΡΟΣ Α')

 



Ο Ανδρέας Κρήτης γεννημένος στην Δαμασκό το 660 μ. Χ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του Βυζαντίου και αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Συνέθεσε πολλούς ειρμούς, ιδιόμελα τροπάρια και κανόνες με γνωστότερους απ' όλους τον Μέγα Κανόνα. Έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Κρήτης, όπου και υπηρέτησε επί τριάντα έτη ως αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος της δωδεκαμελούς ιεραρχίας. Κύρια πηγή για τον βίο του αποτελεί το ίδιο του το έργο, εκ του οποίου λίγες πληροφορίες αντλούμε για τις πράξεις και τα έργα του (1).


Η φιλανθρωπική του δράση ήταν σπουδαία με την ανοικοδόμηση ξενώνα, ναών αλλά και παροχής ψυχολογικής στήριξης στους κατοίκους της μεγαλονήσου κατά την περίοδο φυσικών καταστροφών και επιδρομών. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει υμνογραφικά έργα, όπως εγκώμια για αγίους και σπουδαία πεζογραφικά έργα, όπως οι πενήντα ένας ρητορικοί λόγοι, από τους οποίους δεν αμφισβητείται η γνησιότητα των σαράντα δύο. Η ευκολία χρήσης του λόγου καθώς και η ικανότητά του να επεξεργάζεται πρωτότυπα το εκάστοτε θέμα δίκαια τον κατατάσσουν μεταξύ των επιφανέστερων βυζαντινών ρητόρων.


Το Εγκώμιο του Ανδρέα Κρήτης Η μνήμη του Οσίου Παταπίου ετελείτο στην Μονή των Αιγυπτίων. Όπως διαβάζουμε στο Βυζαντινό Εορτολόγιο (2), ο ναός του Τιμίου Προδρόμου της Μονής των Αιγυπτίων βρισκόταν κοντά στο θαλάσσιο τείχος των Βλαχερνών και κτίστηκε κατά τα τέλη του 5 ου αιώνα, αρχές του 6 ου. Στα χρόνια της πατριαρχίας του Μηνά, 536, ως ηγούμενος της μονής φέρεται κάποιος Κυρίων.


Στην μονή των Αιγυπτίων οι μοναχοί είχαν την ιδιαίτερη τιμή στην εορτή του Οσίου να έχουν μαζί τους τον σπουδαίο επίσκοπο και θεολόγο αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ανδρέα. Η φήμη για το πηγαίο ποιητικό του τάλαντο και την συγγραφή έξοχων εκκλησιαστικών ύμνων είχε εξαπλωθεί παντού. Σε μία τέτοια πανήγυρη ο Ανδρέας Κρήτης βρισκόταν στην μονή όπου πλήθος κληρικών, μοναχών και λαϊκών είχε συγκεντρωθεί στην Κωνσταντινούπολη για να τιμήσει τον Όσιο. Το ιερό λείψανο του Παταπίου φυλασσόταν στον ναό του Προδρόμου, ο οποίος ήταν ο κεντρικός ναός του μεγάλου μοναστηριού, γνωστό ως μονή των Αιγυπτίων (το είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Πατάπιος όταν ήρθε από την Αίγυπτο, εξ ου και η ονομασία). Το μοναστήρι κατά την περίοδο αυτή είχε μετατραπεί σε γυναικείο, όπου μοναχές από παραπλήσιο γυναικείο μοναστήρι βοηθούσαν στον εορτασμό.


Ο λόγος του Ανδρέα αποτελεί ένα αγιογραφικό εγκώμιο, που ανήκει στο επιδεικτικό είδος της ρητορικής, γραμμένος σε λόγια γλώσσα με πολλά αττικίζοντα γλωσσικά στοιχεία. Όπως οι περισσότεροι βυζαντινοί συγγραφείς των αγιολογικών κειμένων, ομοίως και ο Ανδρέας, στηρίζονται κυρίως στα μεγάλα πρότυπα των πατέρων του 4 ου αιώνα, Βασίλειο και Γρηγόριο Ναζιανζηνό. Από καθαρά λογοτεχνική άποψη το εγκώμιο του Οσίου Παταπίου στηρίζεται στην τυπική μορφή: προοίμιο, κυρίως θέμα, επίλογος.


Το εγκώμιο αυτό, εκτός από τα βασικότερα σημεία της ζωής του Οσίου, περιλαμβάνει και περιγραφή των θαυμάτων που επιτέλεσε ο Πατάπιος στον τυφλό, τον δαιμονισμένο, την καρκινοπαθή γυναίκα και τον υδρωπικό. Το θαύμα χαρακτηρίζεται ως το αγαπημένο παιδί της πίστης. Στα μεσαιωνικά χρόνια για να δηλωθεί η υπέρτατη φυσική δύναμη και η χάρη του Θεού απαραίτητο στοιχείο ήταν το θαύμα. Σύνηθες χαρακτηρίζεται το φαινόμενο στα αγιολογικά κείμενα και στους βίους Αγίων να ενσωματώνονται θαύματα. Χαρακτηριστικοί τίτλοι τέτοιων αγιολογικών κειμένων ήταν οι «Βίος ἐν ἐπιτομῇ καὶ θαύματα» , «Βίος καὶ πολιτεία καὶ μερικὴ θαυμάτων διήγησις».


Στο προοίμιο δηλώνεται το αντικείμενο του λόγου και η σπουδαιότητα του εγκωμιαζόμενου προσώπου. Ο Ανδρέας συγκεκριμένα εκφράζει τον θαυμασμό του για την λαμπρή εορτή του Οσίου, στην οποία παρευρίσκονται κάθε λογής άνθρωποι. Όλος αυτός ο κόσμος παρευρίσκεται προσκεκλημένος από τον ίδιο τον Όσιο. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο της πανηγύρεως ο Ανδρέας εκφωνεί το εγκώμιο αυτό, καλώντας τους παρευρισκόμενους να ακούσουν περί του βίου του Παταπίου. Διά της χρήσεως των επαναλαμβανόμενων αντιθέσεων ο ρήτορας περιγράφει τις αρετές και το πόσο σπουδαίος είναι ο Όσιος «ὁ ἐπίγειος Ἄγγελος, καὶ οὐράνιος ἄνθρωπος … ὁ ἐν πίστει θερμός· ὁ ἐν ἀγάπῃ φοβερός· ὁ πόλιν οἰκῶν, καὶ τῆς ἐρήμου παντελῶς μὴ λειπόμενος» (3).


Η «υποκριτική» αδυναμία του Ανδρέα να ανταποκριθεί στο θέμα αποτελεί κοινό τόπο σε τέτοιου περιεχομένου κείμενα. Ο Ανδρέας εκφράζει τις αμφιβολίες του κατά πόσο θα καταφέρει να εγκωμιάσει επάξια τον λαμπρό βίο του Οσίου, διότι όλα όσα επιτέλεσε είναι τεράστια με την χάρη του Θεού και δεν τα χωρά ο νους του. Παρόλα αυτά, αν και το τόλμημα είναι μεγάλο, δεν θα αμελήσει να διηγηθεί όσα δύναται, διότι θα κατακριθεί για τα όσα δεν διηγήθηκε ενώ μπορούσε. Φυσικά σ' αυτό το δύσκολο εγχείρημα θα παρασχεθεί βοήθεια από τον ίδιο τον Όσιο, διά των ευχών του, ο οποίος πλέον βρίσκεται ενωμένος με την χάρη του Θεού. Μόνο τοιουτοτρόπως δύναται να εγκωμιάσει τον Πατάπιο. Ακόμα και η επίκληση στον Όσιο να του παράσχει πνευματική ενδυνάμωση αποτελεί κοινό τόπο ο οποίος μας θυμίζει τις επικλήσεις των αρχαίων ποιητών στις Μούσες (4).


Το προοίμιο συνεχίζεται με την ομιλία του αρχιεπισκόπου για τα πνευματικά κατορθώματα των εραστών της αρετής. Εδώ αντλεί χωρία από το Ευαγγέλιο τα οποία αρμόζουν άριστα, ώστε να περιγράψουν την βιωτή αυτών που αγάπησαν την αρετή. Οι εραστές της αρετής έχουν τόσο αποξενωθεί από τα γήινα, ώστε όχι μόνο εφαρμόζουν στην ζωή τους την ευαγγελική ρήση «ὁ θέλων ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτο μοι» (5), πορεύονται μ' αυτήν και κληρονομούν την ουράνια βασιλεία. Φυσικά υπάρχουν και μερικοί οι οποίοι δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν την παραπάνω οδό με αποτέλεσμα την αποξένωση από την θεία μακαριότητα. Όσοι όμως ακολουθήσουν την οδό της αρετής, της οποίας οι καρποί είναι τέλειοι και η οποία «ἀρχαγγέλους ἐλάμπρυνε, ἀποστόλους καὶ προφήτας ἐπύρσευσε, μάρτυρας ἐστεφάνωσε καὶ πάντας τοὺς κτησαμένους αὐτήν, θείων ἠξίωσε χαρισμάτων» (6), θα λάβουν στο τέλος του πνευματικού αγώνα θεία ανταμοιβή.


Μετά απ' αυτήν την εισαγωγή, επανέρχεται στον Πατάπιο, ο οποίος ήταν μεγάλος εραστής της αρετής σ' όλη του την ζωή. Αυτήν την αρετή είχε μητέρα και τροφό σ' όλη του την ζωή με την οποία εξωράισε την πολιτεία του Χριστού. Για να τονίσει περισσότερο αυτό το νόημα χρησιμοποιεί την παρομοίωση του ζωγράφου, οποίος βάζοντας περισσότερα χρώματα σ' ένα έργο δίνει ζωηρότερη και εντονότερη την εικόνα αυτού που δημιουργεί.


Ο ρόλος της μητέρας του στην παιδεία και στην εν γένει συμπεριφορά του διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο, με αποτέλεσμα να τεθούν οι βάσεις για την πνευματική προκοπή. Αυτή επαγρυπνούσε ώστε ο νεαρός Πατάπιος να μάθει τα θεία ρήματα. Το τυποποιημένο θέμα της πατρίδας το επεξεργάζεται λίγο διαφορετικά. Ο Ανδρέας επισημαίνει πως θα αποδείξει ότι ο Πατάπιος είχε δύο πατρίδες, την επίγεια και την ουράνια πολιτεία. Επίγεια πατρίδα του Οσίου ήσαν οι Θήβες της Αιγύπτου και η πνευματική η κοινή πολιτεία όλων μας, η κολυμβήθρα, η οποία αναγεννά πάντες τους πιστεύσαντες. Η δεύτερή του πατρίδα ήταν η ουράνια πολιτεία η οποία αποτελεί την ζωή την αθάνατο και την πηγή κάθε πνευματικού πλούτου.


Η μεν γήινη πατρίδα, φυσικά, του προσέφερε την πρόσκαιρη τροφή, η δε ουράνια τα αιώνια αγαθά. Η μεν Αίγυπτος του προσέφερε χρυσό και λίθους πολυτελείς, η δε ουράνια χώρα τα αγαθά του Αγίου Πνεύματος. Η Αίγυπτος, όμως, ήταν η γενέτειρα του σκότους και του ζόφου, η δε κολυμβήθρα η γενέτειρα της φωτεινής αρετής. Εν ολίγοις, κατά σάρκα ο Όσιος καταγόταν από την Αίγυπτο, κατά δε το πνεύμα από την κολυμβήθρα. Ο όσιος καταγόταν από μία χώρα πλούσια μ' όλα τα αγαθά του Θεού. Παράδοξο αποτελεί ότι αυτός ο αστέρας αρετής γεννήθηκε σε μία χώρα η οποία έβριθε από πάθη αποτελώντας το σκοτάδι της ειδωλολατρίας, εν αντιθέσει με τον Πατάπιο ο οποίος αποτελούσε τον κήρυκα της ευσεβείας. Αν και η Αίγυπτος χαρακτηριζόταν ως καταγώγιο δαιμόνων, παραδόξως προσέφερε στην ανθρωπότητα ένα συγχορευτή των αγγέλων. Τοιουτοτρόπως, παρατηρεί ο Ανδρέας, επιβεβαιώνεται η ευαγγελική ρήση «ὅπου γὰρ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερπεριέσευσεν ἡ χάρις» (7). Η αιγυπτιακή αμαρτία εσαλεύθη διά του Παταπίου, ο οποίος αγίασε όλη την γη, με αποτέλεσμα ο κόσμος της Αιγύπτου, «ὁ ἐν σκότει καὶ σκιὰ θανάτου καθήμενος, εἶδε φῶς μέγα» (8).


Τα θαύματα του Οσίου ακολουθούν. Αφού ο Ανδρέας απέδωσε την πρέπουσα ευφημία πλέον ομιλεί για τα θαύματα του Παταπίου, ο οποίος ως αληθινός άνθρωπος του Θεού φώτισε το πνευματικό σκοτάδι της Αιγύπτου, συσταυρώθηκε με τον Χριστό και πλησίασε το αληθινό φως του Χριστού. Αν και ακτήμονας, ήταν πλούσιος με την χάρη του Θεού, ώστε έλαβε «παρὰ Θεοῦ ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὅφεων καὶ σκορπίων, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ» ώστε «θεραπεύειν τε πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν» (9).


Το πρώτο θαύμα αφορά την θαυματουργική ίαση του τυφλού. Το περιστατικό περιγράφεται ζωηρά. Ο τυφλός προσέρχεται στον Πατάπιο φωνάζοντας «δοῦλε τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, Πατάπιε, ἵασαί μου τοὺς ὀφθαλμούς · ἄνοιξόν μου τὴν πήρωσιν, καὶ φώτισόν με τὸν ἐσκοτισμένον, εἴ πως διὰ σοῦ, τὴν τῶν ὀρωμένων θεασάμενος παναρμόνιον σύστασιν, καὶ θαυμάσας αὐτῶν τὸ ἐξαίρετον, ὑμνήσω διὰ τῶν κτισμάτων τὸν Κτίσαντα» (10). Βλέποντας την ακράδαντη πίστη του τυφλού ο Όσιος αποκρίνεται, φανερώνοντας δε και την ταπεινότητά του, «Γιατί ήρθες σε μένα και ζητείς την θεραπεία; Γιατί άφησες τον Δεσπότη και καταφεύγεις προς τον δούλο;» Ο τυφλός μιμούμενος εκείνον του Ευαγγελίου με μεγαλύτερη φωνή αναζητούσε την θεραπεία του. Ο Πατάπιος τον ρωτά αν πιστεύει πραγματικά. Ο τυφλός φυσικά ομολογεί την πίστη του. Ο Όσιος προσευχήθηκε: «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ τὸν τυφλὸν θεραπεύσαντος, εἰς ὃν ἐνθάδε πεπιστευκὼς παραγέγονας, ἔσῃ βλέπων τὸν ἥλιον μηδαμόθεν εἰργόμενος» (11). Αμέσως ο τυφλός έγινε υγιής σαν να μην ήταν ποτέ τυφλός. Ο πρώην τυφλός πλήρης χαράς ανυμνούσε τον Θεό και δόξαζε τον Όσιο.


Ένας άνθρωπος, ο οποίος ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, έπασχε από υδρωπικία. Αν και είχε ξοδέψει όλη του την περιουσία στους γιατρούς, εν τούτοις δεν είχε θεραπευθεί. Μη έχοντας άλλη ελπίδα παρά τον Χριστό προστρέχει στον Πατάπιο δείχνοντάς του το πάθος του. Ο Όσιος δεν χρησιμοποίησε κάποιο από τα φάρμακα που μεταχειρίζονταν οι μεγάλοι ιατροί, παρά μόνο την προσευχή ως φάρμακο και τον σταυρό ως όργανο, με τον οποίο σφράγισε την κοιλιά του ασθενούς. Λέγοντας μόνο τούτο: «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ τὸν ὑδρωπικὸν θεραπεύσαντος, ἵσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου» (12) το άλγος απομακρύνθηκε. Ο άνθρωπος αυτός πλέον δόξαζε τον Θεό για την ευεργεσία αυτή.


Η αφήγηση συνεχίζεται με την θαυματουργική λύτρωση του δαιμονισμένου. Ο νεαρός για πολλά χρόνια είχε κυριευθεί από φοβερό δαιμόνιο, το οποίο άλλοτε γυμνό τον περιέφερε στους δρόμους, άλλοτε τον οδηγούσε σε κρημνούς, όρη και ερημιές, ώστε να κινδυνεύει να πεθάνει. ’λλοτε πάλι τον έφερνε σε θάλασσα και νερά για να τον πνίξει. Μία μέρα συνάντησε ο Όσιος τον δαιμονισμένο. Αμέσως ο νεαρός άρχισε να ταράζεται και να πηδά, να βγάζει αφρούς από το στόμα του, να αγριεύει το μάτι του και να απειλεί τον Πατάπιο. Το δαιμόνιο άρχιζε να φωνάζει και να ρωτά τον Όσιο, «ἕως πότε οὐκ ἠρεμεῖς ἀφ ' ἡμῶν ; Οὐ φέρω σου, Χριστὲ, τὴν δύναμιν· οὐκ ἰσχύω τοῖς σοῖς ἀντιπαλαίειν θεράπουσιν» (13). Ο Όσιος κάνοντας στον αέρα το σημείο του σταυρού φώναξε στο ακάθαρτο πνεύμα με ήρεμη φωνή «πνεῦμα πονηρὸν καὶ ἀκάθαρτον, ἔξελθε ἐκ τοῦ κατ' εἰκόνα κτισθέντος τοῦ Κτίσαντος» (14). Το δαιμόνιο τράνταξε τον νεαρό και εξήλθε από το στόμα του ωσεί καπνός. Ο νεαρός έπεσε στα πόδια του Παταπίου και κλαίγοντας τον ευχαριστούσε.


Το τελευταίο θαύμα τελέσθηκε σε μία γυναίκα, η οποία έπασχε από καρκίνο στο στήθος. Η γυναίκα όλα τα χρόνια προσπαθούσε να βρει την θεραπεία της στους γιατρούς, με αποτέλεσμα να χάσει όλη την περιουσία της σ' αυτούς. Μη έχοντας άλλη ελπίδα και ακούγοντας για τα θαύματα που επιτελεί ο Όσιος προσέρχεται σ' αυτόν, πέφτει στα πόδια του και τον εκλιπαρεί να την θεραπεύσει. Ο Πατάπιος την ευσπλαγχνίσθηκε και την ρωτά αν πιστεύει. Εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη ομολογεί την πίστη της. Ο Όσιος της ζητά να του δείξει το άλγος της. Βάζει το χέρι του στο μαστό της, και σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού λύτρωσε την γυναίκα από τον πόνο της. Της διευκρινίζει δε ότι ο Χριστός τον οποίο εμπιστεύθηκε, δέχθηκε την πίστη της και την λύτρωσε από τον καρκίνο. Η γυναίκα πλήρης χαράς έφυγε δοξάζοντας τον Θεό για την ίαση.


Ο Όσιος έζησε φρόνιμο βίο, ώστε την δύσκολη ώρα του τέλους του έτοιμος δέχεται το άφθαρτο στεφάνι του Θεού. Ο Όσιος αν και κλινήρης μιλούσε στους αδελφούς του για την ψυχική σωτηρία, ενώ όλοι οι μοναχοί σκυθρωποί και λυπημένοι για την απώλεια του πνευματικού τους πατέρα θρηνούσαν. ’λλοι ολοφύρονταν την ώρα εκείνη, ενώ άλλοι διαμαρτύρονταν λέγοντας «ἵνα τι γάρ, Πάτερ, πάντας καταλιπών, εἰς ἀλλοδαπὴν καὶ ξένην χώραν μεθίστασαι; … Τίς ἔσται λοιπὸν ὁ πλουτίσων ἡμᾶς, ἢ ὁ θεραπεύσων τὰς νόσους» (15).


Στραφείς ο Όσιος με ήρεμο και γαλήνιο βλέμμα προς τους αδελφούς, τους ζητούσε να μην κλαίνε αλλά να προσεύχονται προς τον Θεό, ώστε να έχει παρρησία ενώπιον του φοβερού βήματος. Μιλώντας στον καθένα ξεχωριστά τον συμβούλευε ανάλογα με την ηλικία του, στους ηλικιωμένους ως ηλικιωμένους και στους νεαρούς ως νεαρούς. Μ' αυτόν τον τρόπο τον βρήκε ο θάνατος και ο Όσιος παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια των αγγέλων. Οι μοναχοί ετοίμασαν τα πάντα για την εξόδιο ακολουθία και ενταφίασαν τον Όσιο στον ναό του Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου στην μονή των Αιγυπτίων. Ο λόγος τελειώνει με μία προσευχή.


Ακολουθεί το εγκώμιο του αρχιεπισκόπου Κρήτης προς τον Όσιο. Ο Ανδρέας αφηγείται την απιστία του και την οκνηρία του να συγγράψει τον βίο του Οσίου Παταπίου. Στην συνέχεια αφηγείται ένα θαυμαστό γεγονός για να φανερωθεί η δόξα του Οσίου. Οι μοναχές πλησίασαν τον αρχιεπίσκοπο Κρήτης ζητώντας του να συγγράψει ένα βίο για τον Όσιο Πατάπιο, να εγκωμιάσει την ζωή του και την θαυματουργική δύναμή του. Σκοπός των μοναχών ήταν να διαδοθεί η χάρη του Οσίου. Φυσικά όσα ήσαν γραμμένα εκείνη την περίοδο για τον Πατάπιο κρίνονταν ανεπαρκή και ανάξια. Ο αρχιεπίσκοπος, αν και είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, ήταν ανεπαρκώς πληροφορημένος για τον Πατάπιο, και εύλογο ήταν να δυσκολευτεί με την επιμονή των μοναζουσών. Ο Ανδρέας όχι μόνο δεν γνώριζε τα του βίου του Οσίου, αλλά αμφέβαλλε και για τα χαρίσματά του. Αν και οι μοναχές έφεραν «μεμβράνες» που περιελάμβαναν κάποια εγκώμια για τον Όσιο, διηγώντας του τα θαυμαστά που επιτελεί το άγιό του λείψανο, ο Ανδρέας περισσότερο αδιαφορούσε θεωρώντας όλα αυτά αφέλειες των μοναζουσών.


Σε λίγη ώρα ο αρχιεπίσκοπος αποσύρθηκε στο κελί του για να αναπαυθεί. Η νύχτα χαρακτηρίζεται ως νύχτα φόβου και θαύματος. Όπως διηγείται ο ίδιος, ενώ κοιμόταν εμφανίστηκε ένας πολύ ωραίος και αγγελόμορφος νέος, πλήρης αίγλης και φωτός. Όμορφα ντυμένος άστραφτε σαν άγγελος. Ήταν κατανοητό ότι ανήκε στο αγγελικό τάγμα των μοναχών και οι λευκοφορεμένοι άνδρες που τον περιτριγύριζαν ήσαν και αυτοί μοναχοί. Όλοι με ήρεμο και γαλήνιο πρόσωπο είχαν στραφεί προς τον αγγελόμορφο νεαρό για τον οποίο εξάλλου βρίσκονταν εκεί. Αμέσως του γεννήθηκε η επιθυμία να πλησιάσει τον αγγελόμορφο νεαρό. Ο αρχιεπίσκοπος, παρά τους δισταγμούς του, βρέθηκε ανάμεσα στους λευκοφορεμένους. Προς έκπληξή του ξαφνικά είδε τον αγγελόμορφο νεαρό να σηκώνει το δάκτυλό του και να τον δείχνει επιτιμητικά. Τον έδειχνε κατακρίνοντάς τον και κατηγορώντας τον.


Η κατηγορία ήταν απλή: «Βλέπετε, αδελφοί μου, έζησα έτσι, ώστε με την χάρη του Θεού όλοι να με αγαπάτε, αλλά ο άνθρωπος αυτός μ' έχει σαν σκουπίδι και με περιπαίζει. Τι άραγε σημαίνει το φέρσιμό του; Είναι μήπως ανώτερος από σας και σας περιφρονεί σαν Φαρισαίος; Ή μήπως μ' εχθρεύεται (διότι με τιμάτε), αντί να διαλαλεί με θάρρος κι εγγράφως τα του βίου μου και να τα προσφέρει στον Θεό; Αν όμως θέλει, μπορεί να το αναλάβει αυτό, γιατί έχει και πολύ μυαλό και θαυμάσιο ταλέντο να εγκωμιάζει. Αλλιώς δεν θα γινόταν άξιος επίσκοπος Κρήτης, ώστε να καθοδηγεί τα λογικά πρόβατα. Και θα το αναλάβει με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος» (16). Αμέσως ο αρχιεπίσκοπος σηκώθηκε τρομαγμένος, συνήλθε τελείως και άρχισε να δοξολογεί τον Θεό. Ο φόβος όμως παρέμενε.


Όταν ηρέμησε τα εξήγησε όλα πολύ απλά. Ο αγγελόμορφος νεαρός ήταν ο Πατάπιος, ο οποίος με το χέρι του κατηγορούσε τον αρχιεπίσκοπο Κρήτης τόσο για την αμέλεια όσο και για την δυσπιστία για τα όσα του εξιστόρησαν οι μοναχές για τον οσιακό βίο και τα θαύματά του. Από την στιγμή αυτή αποφάσισε να δράσει. Το επόμενο πρωί κάλεσε, όπως ο ίδιος αναφέρει, την ηγουμένη και τις υπόλοιπες μοναχές. Ρώτησε κάθε μία ξεχωριστά για να πληροφορηθεί όλα όσα αφορούσαν την ζωή, την άσκηση και τα θαύματα του Οσίου. Δυστυχώς οι μοναχές γνώριζαν ελάχιστα για τον Όσιο. Περισσότερα γνώριζαν για το πώς οι πιστοί τιμούσαν το ιερό λείψανο και τα θαύματα. Ο Ανδρέας δίσταζε να γράψει για τις πνευματικές εμπειρίες και τις θεωρητικές αναβάσεις του Οσίου, αρκούμενος σε στοιχεία του βίου του και των θαυμάτων του. Όλα αυτά ο Ανδρέας τα έγραψε με σκοπό την πνευματική διόρθωση όσων θέλουν να ομοιάσουν και να μιμηθούν τον αγγελικό βίο του Παταπίου.


Στο τέλος εύχεται ο Θεός να του δώσει λόγο για να παραδώσει στους πιστούς τα χαρίσματα του Αγίου μετά τον θάνατό του. Συγκεκριμένα το λείψανό του, αν και γήινο, στολισμένο με την αρετή του Οσίου, συγγενεύει με τις άϋλες ουράνιες δυνάμεις παρακινώντας τους συνανθρώπους του να διορθωθούν. Μετά την κοίμηση του Οσίου ο Πατάπιος συνέχισε να επιτελεί θαύματα. Ο Πατάπιος, όσο ζούσε στην γη, εργάστηκε τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους συνανθρώπους του. Την ίδια βοήθεια εξακολουθούσε και εξακολουθεί να δίνει και μετά την κοίμησή του.


(Συνέχεια το μέρος Β')





Υποσημειώσεις (μέρος Α')



( 1) Περισσότερες πληροφορίες για τον Ανδρέα Κρήτης βλ. ΘΗΕ Β΄ 674 - 693. Το ρητορικό του έργο στον PG 97, 805 - 1444. Σχετικά με το υμνογραφικό του έργο βλ. Σωφρονίου Ευστρατιάδου , «Ἀνδρέας Κρήτης ὁ Ἱεροσολυμίτης», Νέα Σιών ΚΘ΄ 1934 σσ. 673 - 688 και Λ΄ 1935 σσ. 3-10, 147-153, 209- 217, 269- 283, 321 - 342 και 462. Επίσης Νικολάου Τωμαδάκη, Ἡ Βυζαντινή ὑμνογραφία καὶ ποίησις, σσ. 182 - 210. Κωνσταντίνος Παΐδας, Εισαγωγή στη Βυζαντινή ποίηση, σσ. 210 – 215. Για τους σαράντα κανόνες του Ανδρέα Κρήτης βλ. το έργο του G. Schir ο , Analecta Hymnica Graeca , I - XII , Instituto di Studi Bizantini e Neoellenici. Universita di Roma , Roma 1966-1980. Ύμνοι του Ανδρέα Κρήτης υπάρχουν και στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας (Μηναῖα, Εὐχολόγιον, Πεντηκοστάριον, Τριώδιον, κ.α). Παλαιότερα ο Αθ. Παπαδόπουλος - Κεραμεὺς και ο Β. Λαούρδας δημοσίευσαν κείμενα και μελέτες περί του Ανδρέα. Πρβλ. Β. Λαούρδας , στα Κρητικά Χρονικά Ε΄, 1951, σσ. 41-49. Σχετικά με τον Μέγα Κανόνα σπουδαία μελέτη δημοσίευσε ο Παν. Κ. Χρήστου , Ὁ Μέγας Κανὼν Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης , Θεσσαλονίκη 1952 (περ. Γρηγόριος Παλαμᾶς) όπου το έργο εξετάζεται θεολογικώς. Διορθώσεις στα τροπάρια του Ανδρέου Κρήτης παρουσίασε ο Εμμ. Α. Πεζόπουλος. Μεταξύ των άλλων μελετών πρέπει να σημειωθούν: Μ. Jugie , Saint Andr é de Cr è te . Tome commémoratif du millénaire de la Bibliothèque Patriarcale d'Alexandrie , Αλεξάνδρεια 1953, σσ. 170-178. Τ h. Nissen, «Diatribe und Consolatio in einer christlichen Predigt des achten Jahrhunderts», Philologus 92 , 1937, σσ. 177-198. T ου ιδίου , «Zum Text der Rede des Andreas von Kreta über die Verg änglichkeit», σσ. 382 - 385. P. Sanz , «Ein Fragment eines neuen Kanon des Andreas von Kreta», JOB 4 (1955) , σσ. 1-11. Ε. Follieri , «Un canone inedito di Andrea di Creta per l' Annunziazione», στο: Collectanea Vaticana in honorem Anselmi M. Card. Albareda, Bibliotheca Apostolica Vaticana , (Studi e testi, 219-220), Citta del Vaticano 1962. M. Arco Magri , «L' inedito Canon de requie di A. Cretese» Helikon 9-10 (1969- 1970) , σσ. 475- 513. R. Maisano , «Un inno inedito di s. Andrea di Creta per la domenica dell Palme», Rivista di Storia e Letteratura Religiosa 6 (1970) , σσ. 519- 572. Θεοδώρου Ξύδη, «Ἀνδρέας ὁ Κρήτης, ὁ πρῶτος κανονογράφος,» Νέα Ἐστία, Ἀθῆναι 1949, σελ. 13. Ν.Β Τωμαδάκη , «Μικρὸν ἀγιορειτικὸν Θεοτοκάριον», ΕΕΒΣ ΛΒ΄ 1963, σσ. 1-25.
(2) « Ὁ (τοῦ Τιμίου Προδρόμου ναὸς) ἐν τῇ μονῇ τῶν Αἰγυπτίων, οὐ μακρὰν τῶν Βλαχερνῶν κείμενος, ἐν ᾧ κατετέθη τὸ λείψανον τοῦ ὁσίου Παταπίου ἐκτίσθη κατὰ τὰ τέλη τῆς Ε΄ ἢ τὰς ἀρχὰς τῆς ΣΤ΄ ἑκατονταετηρίδος·ἴσως ἀπὸ τῆς αὐτόθι τοῦ Παταπίου διαμονῆς ὠνομάσθη τῶν Αἰγυπτίων ἡ μονὴ, διότι ὁ Πατάπιος ἦν ἐκ Θηβῶν τῆς Αἰγύπτου. Μικρῷ πρὸ τῶν μέσων τῆς ΣΤ΄ ἐκατονταετηρίδος ἐσώζετο ὁ ναὸς ἢ μάλλον ἡ μονὴ τῶν Αἰγυπτίων, ἧς ἡγούμενος ἀναφέρεται Κυρίων ἐπί τοῦ Πατριάρχου Μηνᾶ τῷ 536. Ἠγέρθη πρὸ τῆς αὐτοκρατορίας Ζήνωνος παρὰ τὸ ἐπὶ τῆς θαλάσσης τεῖχος τῶν Βλαχερνῶν ». βλ. Μανουήλ. Ιω. Γεδεών , Βυζαντινὸν Ἑορτολόγιον (στο εξής ΒΕ ). Κωνσταντινούπολη 1849, σελ. 51.
(3) βλ. PG 97,1208. c.
(4) βλ. Θ. Δετοράκη , Εισαγωγή στην σπουδή των αγιολογικών κειμένων , Ρέθυμνο 1985, σελ. 24.
(5) βλ. όπως παραπάνω (στο εξής ό. π). σημείωση 3 (στο εξής σημ.) 1212 a.
(6) βλ. ό. π. σημ. 3. 21. 97. 1213 b.
(7) βλ. ό. π. σημ. 3. 97, 1221 a.
(8) βλ. ό. π. σημ. 3. 97, 1221 b.
(9) βλ. ό. π. σημ. 3. 97, 1221 d.
(10) βλ. ό. π. σημ. 3. 97, 1224 d.
(11) βλ. ό. π. σημ. 3. 97, 1224 c.
(12) βλ. ό. π. σημ. 3. 97, 1225 b.
(13) βλ. ό. π. σημ. 3. 97, 1228 a.
(14) βλ. ό. π. σημ. 3. 97, 1228 b.
(15) βλ. ό. π. σημ. 3. 97, 1232 b.
(16) βλ. ό.π.σημ. 3, 97, 1240 a.



*Εκ του ιστολογίου «apostoliki-diakonia.». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF