ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΜΕΡΟΣ

 




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.


Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 218-222.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Δεν πρόλαβα ν' αρραβωνιαστώ με την Κατίνα και το χειρότερο δεν κατάφερα να την αποχαιρετήσω. Ο παπα Φώτης φρόντισε να τη φευγατίσει για το Αϊντίνι πριν την ανταμώσω. Έπρεπε λέει να πάει να υπογράψει κάτι χαρτιά για να πάρει πίσω το τσιφλίκι του πατέρα της. Πρόλαβε και μού 'στειλε κρυφά ένα γράμμα όλο αγάπη. Άρχισα να υποπτεύουμαι πως ο παπά Φώτης δεν ήθελε το γάμο μας κ' έκανε ό,τι μπορούσε να μας χωρίσει. Με κατηγορούσε πως δε φέρθηκα σαν πατριώτης στο ζήτημα της στρατολογίας και δεν ήθελε, λέει, να με ξαναδεί στα μάτια του.


Είχα εμπιστοσύνη στην Κατίνα∙ ήταν η μόνη που μπορούσε να τον κάνει ν' αλλάξει γνώμη. Της έστειλα από τη Σμύρνη ένα μεγάλο γράμμα. Της ζητούσα να κάνουμε τον αρραβώνα μας πριν φύγω για το μέτωπο. «Η αγάπη σου, είναι για μένα φυλαχτό, Κατίνα, της έγραφα. Κάνε τι θα κάνεις ν' ανταμώσουμε». Δεν ξέρω τι απόγινε. Δεν πήρα απάντηση ούτε σ' αυτό, ούτε σε άλλα δυο γράμματα που της έστειλα. Κ' εγώ δεν ξανάγραψα. Φοβήθηκα μήπως η Κατίνα μεγαλοπιάστηκε που πήρε πίσω το τσιφλίκι του πατέρα της και μετάνοιωσε.


Όμως, μέσα μου είχα μια κρυφή ελπίδα, μου χρειαζότανε. Και περίμενα... Μας προγυμνάσανε μόνο εικοσιπέντε μέρες και μετά μας στείλανε στο μέτωπο. Η βιασύνη του στρατηγείου δε μ' άρεσε. Με το τσιρίσι κολλήσανε μερικά ανεξάρτητα συντάγματα∙ μικρασιάτες οι φαντάροι, παλιολλαδίτες οι αξιωματικοί. Έπεσα στο ανεξάρτητο σύνταγμα που αργότερα το βαφτίσανε 31ο. Μας στείλανε στην Πέργαμο σε μια υπηρεσία ασφάλειας και στους τρεις μήνες η διμοιρία μου πήγε στο Δονταρλή.


Την περιοχή του Δονταρλή την όριζε ένας ξακουστός τσέτης, ο Κιορ Μεμέτ, που τάραζε το στρατό. Ένα βράδι μας κράτησε άγρυπνους και μας έφαγε κάμποσα παιδιά. -Ξέρεις κάτι; ήρθε και μού 'πε εμπιστευτικά ο λοχίας. Έχω την πληροφορία, από σίγουρη μεριά, όπως ο Κιορ Μεμέτ κρύβεται σ' ένα χωριό. Σκέψου επιτυχία να τον πιάσουμε από δική μας βουλή! -Ωραία τα λες, του είπα. Μα τούτες οι δουλειές θέλουν ψήσιμο. Πρέπει να ξέρουμε πόσα παλικάρια έχει κοντά του, τι μέτρα παίρνει, τι συνήθειες έχει και τι οπλισμό. Δεν κάνει να γυρίσουμε ντροπιασμένοι.


Αν γυρίσουμε δηλαδή και δεν μας πεταλώσουνε ζωντανούς... Ο λοχίας πειράχτηκε που δεν του είχα εμπιστοσύνη. -Δεν κάνω κουτουρού εγώ τίποτα, είπε. Έχω μάθει πολλά για τον Κιορ Μεμέτ. Η δουλειά τούτη θέλει μόνο παλικαριά! Όσο για παλικαριά, δε μας λείπει. Επιτάξαμε πέντε άλογα, πήραμε και τον Τούρκο καταδότη, που ήτανε αγροφύλακας και ξεκινήσαμε άγρια μεσάνυχτα. Σ' ολόκληρη τη διαδρομή δεν ανταμώσαμε κανένα ελληνικό χωριό. Κανένας χριστιανός από την Πέργαμο δεν ξεμυτούσε σε τούτα τα μέρη. Μπήκαμε, σα να λέμε, μέσα στου λύκου το στόμα.


Η επιχείρηση, που σκαρφίστηκε ο λοχίας, θα μπορούσε να πετύχει αν είχαμε ένα γερό απόσπασμα. Εμείς είμασταν όλοι κι όλοι πέντε και ξεκινούσαμε χωρίς σχέδιο, χωρίς να το ξέρουνε οι ανώτεροί μας. Είπα στο λοχία να βιαστούμε πριν χαράξει και βγουν οι Τούρκοι στα χωράφια. Αφήσαμε δυο φαντάρους στο έμπα του χωριού∙ τους είπαμε να βαρούν συνέχεια ντουφεκιές. Εμείς οι άλλοι, με τον καταδότη, προχωρήσαμε κατά το πατρικό σπίτι του Κιορ Μεμέτ. Ειδοποιήσαμε τον κόσμο να μείνει κλειδωμένος στα σπίτια του, γιατί όποιος τολμήσει και βγει ακόμα και στο παραθύρι θα τον σκοτώνουμε.


Οι χωριάτες από το σαματά που κάναμε φανταστήκανε πως είμασταν ασκέρι και πως είχαμε κυκλώσει το χωριό∙ δεν ξεμυτήσανε. Ψάξαμε στα γρήγορα το σπίτι του Κιορ Μεμέτ. Βρήκαμε το γαμπρό του. Του είπαμε να μας ακολουθήσει ίσαμε το Δονταρλή, όπου ο αξιωματικός είχε κάτι «μικροπραματάκια» να τον ρωτήξει. Το δέχτηκε. Μας προσκάλεσε μάλιστα να πιούμε ένα φλασκούνι, μα του απαντήσαμε πως βιαζόμαστε. Ούτε μια στιγμή δεν πέρασε απ' το μυαλό μας το τι είχαμε νιώσει εμείς, όταν μπουκάρανε οι ζαπτιέδες απρόσκλητοι στα σπίτια μας για έρευνες και συλλήψεις.


Ούτε και θυμόμαστε πως μόλις χτες κατηγορούσαμε τους Τούρκους πως ήτανε θηρία. Τώρα ο πόλεμος είχε βάλει στα δικά μας χέρια τα βάρβαρα όπλα του. Ήμασταν κυρίαρχοι! Στο δρόμο ο γαμπρός του Κιορ Μεμέτ ήτανε ομιλητικός. Μόνο στην ανάκριση έσφιξε τα δόντια και δεν μπορούσες να του πάρεις κουβέντα για τον Κιορ Μεμέτ και τους αντάρτες του. Ο λοχίας πείσμωσε, αγρίεψε. -Έννοια σου, κερατά, και ξέρω γω τον τρόπο να σε κάνω να τα ξεράσεις ούλα με μιας... Άρχισε το ξύλο, τα βασανιστήρια.


Ύστερα κουράστηκε και τον έδωσε σ' ένα πρώην χωροφύλακα. Αυτός είπε να δοκιμάσει άλλο τρόπο, πονηρά. Τον κέρασε, τάχα κρυφά, ένα καφεδάκι. Τού 'ταξε πως δε θα τον πειράξει. Ο γαμπρός του Κιορ Μεμέτ τον άκουγε με δυσπιστία. Σήκωνε κάθε τόσο το κακοτράχαλο χέρι του, παραμέριζε το αίμα που έτρεχε από μύτη και στόμα, το τίναζε σα μύξα. Και δεν έβγαζε τσιμουδιά. Το βραδάκι πήγε πάλι ο χωροφύλακας με φαΐ και με συμβουλές. -Άσκημα κάνεις που κλείνεις το στόμα σου. Εμείς έτσι κι αλλιώς τα ξέρουμε όλα με το νι και με το σι. Έχουμε τους ανθρώπους μας στις γραμμές σας.


Ποιο τ' όφελος να σωπαίνεις; Μόνο που αγριεύει ο λοχίας και αύριο θα σου ανοίξει τα ποδάρια με το ξουράφι και θα σου τα παστώσει αλάτι. Του μιλούσε ώρα πολλή κ' ύστερα βγήκε και μας είπε: -Εδώ είστε κ' εδώ είμαι. Αύριο ο Τουρκάλας θα τα ειπεί όλα. Ξέρω κόλπα εγώ! Τα ξημερώματα, πριν το εγερτήριο, ο Τούρκος αποπειράθηκε να δραπετεύσει. Ζήτησε απ' το σκοπό την άδεια να πάει για την ανάγκη του. Κείνος ανύποπτος τον έβγαλε όξω. Όπου αυτός του δίνει μια σπρωξιά, τον πετάει χάμω κι αρχίζει να τρέχει σα δαιμονισμένος.


Πρώτος εγώ άκουσα τις φωνές και πετάχτηκα γυμνός. Τον πρόκανα στην ανηφοριά πριν πέσει σε ντερεδιές και τον χάσω. Αρχίσαμε μιαν άγρια πάλη. Δυσκολεύτηκα να τον κάνω ζάφτι, γιατί 'ταν χεροδύναμος κι αποφασιστικός∙ μα κι εγώ ήμουν αδίστακτος. Τα κορμιά μας κουβαριαστήκανε. Αγκομαχούσαμε. Το γόνατο του Τούρκου, σίδερο σωστό, ήρθε και στρίμωξε το ξεγυμνωμένο στήθος μου και το κρατούσε καρφωμένο. Μ' είχε στο χέρι. Το μάτι του, άγριο, μεθυσμένο αντικρύστηκε με το δικό μου. Κείνη τη στιγμή θά 'λεγες πως αντιπάλευε η Τουρκιά με την Ελλάδα...


Έτσι που μ' είχε χάμω μπορούσε ν' αρπάξει μια πέτρα και να μου λυώσει το κεφάλι. Δεν το σκέφτηκε. Όμως ο δικός μου νους δούλευε. Υπολόγισα πως θα συγκεντρώσω σε μια κίνηση όλη μου τη δύναμη να τον αναποδογυρίσω. Πάνω στην ώρα, να κι ο λοχίας με δυο άντρες. Σηκώνει τ' όπλο να χτυπήσει τον Τούρκο∙ αυτός με μια πιδέξια κίνηση τ' αρπάζει, πηδάει ορθός με τη μπούκα γυρισμένη κατά πάνω του, έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη. Όπως ήμουνα γερτός τον αρπάζω απ' τα ποδάρια. Η σφαίρα του αστόχησε.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 218-222.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF