ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΑΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟ ΣΑΜΑΡΕΙΤΩΝ (1 ΜΑΡΤΙΟΥ)

 





«ΟΙ ΒΙΟΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ»



ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΓΑΛΑΝΟΥ (1868-1948)



Τί είναι οι βίοι των αγίων, ή καλύτερα, τί μας προσφέρουν; Κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς αποτελούν «το εφαρμοσμένο Ευαγγέλιο», την ορθροπρακτική θεώρηση της αγάπης προς τον γλυκύτατον Ιησού μας, το βιωματικό απαύγασμα του Ορθόδοξου λόγου και της Χριστολογικής, βιωματικής πρακτικής. Στα χρόνια που διανύουμε, -για τους πολλούς- αποτελεί σημείο αναφοράς θρησκοληψίας, μεσαιωνισμού και γραφικότητας. Για τους ολίγους εμάς σηματοδοτούν αληθινά μαρτυρολόγια επίγειων αγγέλων, βιογραφήματα χριστιανικής ζωής ανυπόκριτης και πνεύματος ομολογίας και μαρτυρίας του πανσέπτου Ευαγγελίου του Τριαδικού Θεού μας! Δεν αποτελούν ευφάνταστες, παραμυθικές ιστορίες ή βερμπαλιστικά αναγνώσματα για αγράμματους, προβληματικούς ή λαϊκούς ανοήτους, όπως μας προσάπτουν. Το κυρίαρχο κοσμικό πνεύμα του εγωκεντρισμού, του αυτοπροσδιορισμού και της εκφυλιστικής εγωπάθειας που λειτουργούν, ως τοξικές εξαρτήσεις και διαχρονική αναπαραγωγή των ειδεχθών ιδιοτήτων του έκπτωτου ανθρώπου αδυνατούν, να συλλάβουν την ευαγγελική ζωή, την οδό του επίγειου, εκούσιου μαρτυρίου και της βιοτικής μετάθεσης προς την αληθινή ζωή, την μετακοσμική και μεταγήϊνη ζωή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος! Αντιθέτως, είναι οι ίδιοι έκπτωτοι άνθρωποι όμως, που πιστεύουν στη μεταφυσική, την ουφολογία, τις μαντικές δαιμονοληψίες, την αστρολογία, τη γιόγκα και άλλες όντως μικρόψυχες, αρχαίες δοξασίες και πρακτικές. Τα συναξάρια έρχονται για να λειτουργήσουν πραγματικά ως σωτηριολογικά επιθέματα, ως έξαψη και σεισμός της συνείδησης, ως το Φως, που χρόνια αγωνιζόμασταν να βρούμε μέσα στο Σκοτάδι! Κάθε συναξάρι μάρτυρος έχει να προσδώσει στον καλοπροαίρετο αναγνώστη, τον έχοντα ''γην αγαθήν'', το κάτοπτρο του αναγεννημένου ανθρώπου, την εικόνα του ολοκληρωμένου -πνευματικά και ψυχικά- αγωνιστή, την προσδοκία, την ελπίδα και το όνειρο του κουρασμένου -από την κολασμένη κοσμικοποίηση- ασώτου. Με την μερική ηλεκτρονική μεταφορά των βίων των αγίων προσδοκούμε κι εμείς, ως άλλοτε έτεροι, πεπλανημένοι άσωτοι να συμπράξουμε μαζί με τους αναγνώστες μας στην ψηλάφιση, την επιδαψίλευση και την πνευματική τέρψη, που προσφέρουν τα μαρτυρολόγια των αληθινών αγωνιστών της Ζωής και του Φωτός. Η καθαρεύουσα δε που χρησιμοποιείται, βοηθά έτι περισσότερο στην ευχάριστη ανάγνωση και στη διαμόρφωση ενός κατανυκτικού, όσο και ανατρεπτικού κλίματος ευφροσύνης και ψυχικής ανάτασης! «Οι Βίοι των Αγίων» του Μιχαήλ Γαλανού (1868-1948) εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1906 στην προπολεμική Αθήνα και εμείς μεταφέρουμε αυτούσια τα κείμενα (ορθογραφικά και συντακτικά) από την γ' έκδοση του 1988. Ευχόμαστε στο αναγνωστικό μας κοινό, στους ορθοδόξους πατέρες και μητέρες, στους αδελφούς και τις αδελφές την «Καλή Ανάγνωση» του μαρτυρολόγιου και της ομολογίας, από πνευματικούς αθλητές που θεώρησαν τη ζωή αυτή ως μια πνευματική παλαίστρα έναντι του αντιδίκου, προκειμένου να νικήσει και να θριαμβεύσει το Καλό, στο πρόσωπο του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Εύχεσθε!




Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος





Εκ του Τετρατόμου του νομικού, πολιτικού και ιεροκήρυκα
Μιχαήλ. Ι. Γαλανού (1868-1948)
«Οι Βίοι των Αγίων»,
εκδόσεις «Αποστολικής Διακονίας», έκδοση γ' 1988, τόμος 1ος, μήνας Μάρτιος, σελ. 3-9.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»




ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟ ΣΑΜΑΡΕΙΤΩΝ



(1 ΜΑΡΤΙΟΥ)


Η ιστορία της μερίζεται τα τελευταία έτη του πρώτου από Χριστού αιώνος και την πρώτην δεκαπενταετίαν του δευτέρου αιώνος. Κατήγετο από την Σαμάρειαν, κατοικούσεν εις την Ηλιούπολιν της Κοίλης Συρίας. Θρησκευτικώς ήτο ειδωλολάτρις. Η εκθαμβωτική καλλονή της, κυνηγημένη από θαυμαστάς, απεπλανήθη μέχρι του να καταντήση εταίρα, του αριστοκρατικού τύπου των αρχαίων εταίρων.


Αρκετά μορφωμένη, είχε το σαλόνι, όπου εδέχετο κοινωνικώς διακεκριμένους φίλους Ηλιουπολίτας, των οποίων η πόλις, η λαμπροτέρα της Συρίας, με μνημεία περικαλλή, ήτο από τας πρώτας πόλεις του κόσμου. Το θείον έλεος κάμνει ώστε και εις ψυχάς, που εξωλίσθησαν ηθικώς, να μη χάνεται ολότελα η ηθική συναίσθησις και να μη μένη κάτι τι από τον ηθικόν πόθον. Αποτελεί τούτο μίαν ηθικήν λαβήν, η οποία ημπορεί να χρησιμοποιηθή εις το να μετανοήση η ψυχή που ημάρτησε και να ανορθωθή από την πτώσιν της.


Και έτσι δύνανται να εξηγηθούν αι μετάνοιαι και αι ανορθώσεις αμαρτωλών γυναικών, αι οποίαι, πόρναι και μοιχαλίδες, ήλθον διά του Ιησού εις την ανάνηψιν και εις την εξάγνισιν. Η Ευδοκία, η από Σαμαρειτών, είχε το ευτύχημα ν' ανήκη εις αυτάς τας ψυχάς. Δεν είχε δράμη εις τον βόρβορον' είχεν αποπλανηθή' και ήρχοντο στιγμαί, που η αποπλανημένη είχε την τύψιν και την εντροπήν της αποπλανήσεώς της. Αλλ' αφού ήτο ειδωλολάτρις;


Η πολυθειστική θρησκεία είχεν εντός της πολλάς αντιφάσεις και αντιθέσεις. Εις τας λατρείας της συναντάται η πάνδημος Αφροδίτη, η θεά των εταίρων και του ελευθέρου έρωτος, αλλά συμπολιτεύεται και η Αφροδίτη η ουρανία, που εθεωρείτο προστάτις του νομίμου γάμου και της οικογενείας. Και η ευδοκία, θύμα μάλλον εις την εξολίσθησίν της, ώκτειρε πολλάκις τον εαυτόν της που ενέπεσεν εις την Αφροδίτην την πάνδημον, ενώ θα ήτο τόσον ευτυχής, αν εδίδετο εις την Αφροδίτην την ουρανίαν.


Η θεία ευσπλαχνία, που βλέπει εις τας καρδίας και ευνοεί τους πόθους τους καλούς και γνωρίζει να εργάζεται διά την επιστροφήν των ψυχών, που απεπλανήθησαν, διά την Ευδοκίαν την από Σαμαρειτών εξέλεξε την οδόν βαρυτάτης ασθενείας. Μακρά υπήρξεν η ασθένειά της και μακρά η ανάρρωσίς της. Οι φίλοι εθορυβήθησαν και κατεβλίθησαν και ήρχοντο εναγώνιοι να μάθουν διά την κατάστασίν της' και με την παράτασιν της ασθενείας της την εθεώρησαν απηλπισμένην και απεσύρθησαν, όταν υπάρχη το χρήμα, αι νέαι φίλοι θα ευρεθούν.


Όταν η Ευδοκία εμβήκεν εις βεβαίαν ανάρρωσιν, επληροφορήθη την στάσιν των φίλων, μετά προσωρινήν θορύβησιν, ησθάνθη είδος ανακουφίσεως, σχεδόν ευχαρίστησιν' και διέταξε να κρατηθή μυστική η ανάρρωσίς της. Έπειτα απέλυσε το προσωπικόν της, αφού το εφιλοδώρησε γενναία, και με την συνοδίαν μιας μόνης θεραπαίνης της, της πλέον καλής και εμπίστου, εξηφανίσθη. Κάποιος φίλος, εκ περιεργείας, ήλθε να μάθη τι απέγεινεν. Επληροφορήθη ότι, ασθενής ακόμη, ανεχώρησεν άγνωστον που.


Μετά απουσίαν έτους, επέστρεψεν εις την Ηλιούπολιν πολύ κυματοισμένη. Δεν ήθελεν επιστροφήν εις τον πριν βίον της' αλλά αι ηθικαί επιστροφαί των αμαρτωλών γυναικών, τόσον γνώριμοι εις τους κόλπους της χριστιανικής θρησκείας, ήσαν άγνωστοι εις τας εταίρας του ειδωλολατρικού κόσμου. Εποθούσε την ηθικήν και κοινωνικήν της αποκατάστασιν, αλλά δεν ήξευρεν πως. Επί τέλους θα έβλεπε τι είχε να κάμη. Προς το παρόν ηθέλησε να μείνη εις την Ηλιούπολιν αγνοουμένη. Και κατώκησεν εις ένα άκρον της πόλεως, σχεδόν ερημικόν.


Ήσαν εκεί ολίγιστα άλλα σπίτια, με ένα αντίκρυ εις το ιδικό της. Ποίοι το κατοικούσαν; Δεν εγώριζε, της είχαν όμως ειπή ότι ήταν πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Και ησθάνετο ένα είδος ασφαλείας με το ότι θα είχε καλούς γείτονας. [...] Και μία νύκτα, μεσάνυκτα σχεδόν, ήκουσε να ψάλλουν' πού άραγε; Ηνόησεν ευθύς ότι εις το αντικρυνό σπίτι. Τότε η Ευδοκία ηνόησεν. Η συνάθροισις ήτο χριστιανική. Και εκείνος λοιπόν, ο καταφρονητής του κάλλους της, θα ήτο εξάπαντος χριστιανός. Και κάποτε, ενώ ο ύμνος ηκούετο και πάλιν, η Ευδοκία έλαβε την απόφασίν της.


Επήγε σκεπσμένη με πέπλον, και άκουσε την θύραν της αντικρυνής οικίας. Ο ύμνος τότε έπαυσε. Ποιός είνε; Εκείνη δεν έδωκε το όνομά της. Και ήτο τούτο αξιοσημείωτον διά την νέαν ψυχολογίαν της. Η απόκρυψις ήτο οιονεί αναγνώρισίς τις, ότι δι' αυτήν υπήρχεν ενοχή τις και αισχύνη, ένεκα της οποίας μία οικία, σεβομένη τον εαυτόν της, ώφειλε να της κλείση την θύραν της. Και όμως υπεβάλλετο εις το ενδεχόμενον τοιαύτης προσβολής αυτή η περικαλλής Σαμαρείτις, της οποίας την θύραν διήρχοντο οι επισημότεροι της πόλεως, κατόπιν παρακλήσεως, επαναλαμβάνοντας τας ικεσίας των, και όταν απεπέμποντο.


Ευρήκε λοιπόν προστυχόν όνομα, κρατούσα ακόμη σκεπασμένην την κεφαλήν της, προσπαθούσα να μη φανερωθή πριν ή εισέλθη. Οι καλοί άνθρωποι της άνοιξαν και την εδέχθησαν φιλοφρόνως. Την ωδήγησαν δε εις εν δωμάτιον, όπου μόνοι παρουσιάσθησαν οι οικοδεσπόται. Εκείνη τότε απέβαλε τον πέπλον, εστάθη ντροπαλή, σχεδόν τρέμουσα. [...] Την ακόλουθον ημέραν έμεινεν εντελώς μόνη. Ποίος να ήτο αυτός ο Ιησούς, προς τον οποίον ήθελαν να την φέρουν; Το άλλο αυτό άγνωστον της έδιδεν, άλλην ανησυχίαν. 


Παρηγορείτο όμως λέγουσα ότι, αν δεν τον εγνώριζεν, αλλ' ηδύνατο να επαναπαύεται ως εκ των οδηγών, που ανελάμβαναν να την φέρουν προς αυτόν. Η φίλη της χριστιανή, εις την συνάντησίν των κατά την επιούσαν, διηύθυνε αποτελεσματικότερα την ψυχήν της. Και όταν εν τέλει προσηυχήθη δι' αυτήν, ενώ και η Σαμαρείτις, γονατιστή, επεκαλείτο τον Ιησούν να την σώση, ο ήλιος του φωτισμού έρριπτεν ήδη τας ακτίνας του επί την κεφαλήν της. Το έργον της σωτηρίας υπεβοήθησαν και οι δύο άνδρες τότε, ιδία δε ο άγνωστος χριστιανός, ο φιλοξενούμενος των γειτόνων της.


Με πολλήν της χαράν ήκουσεν η Ευδοκία, ότι ο σεβάσμιος εκείνος ανήρ, ο τόσον ανώτερος από τα θέλγητρα και τους πειρασμούς του κόσμου, ήτο ο χριστιανός ιερεύς του μικρού χριστιανικού ποιμνίου της Ηλιουπόλεως, Τέλος η Ευδοκία εβαπτίσθη, ανεκλάλητος δε υπήρξεν η χαρά των χριστιανών της Ηλιουπόλεως διά το κέρδος, το οποίον έγεινεν υπέρ της Εκκλησίας με την επιστροφήν και τον αγιασμόν εκείνης, ήτις τόσον αμαρτωλά είχε ζήσει προηγουμένως.


Και τότε ήρχισεν η νέα ζωή της οσιομάρτυρος Ευδοκίας. [...] Εις την νέαν ταύτην κατάστασιν ένα και μόνον εχθρόν είχεν ακόμη, την έξοχον πάντοτε ωραιότητά της. Όσο και αν προσεπάθει να την κρύπτη, όσο και αν ηγωνίζετο να την μαράνη, το κάλλος εκείνο ανθούσε πάντοτε και κατηύγαζε, αγνόν τώρα, αλλά διά τους φιλοσάρκους πάντοτε περιπόθητον και περιμάχητον. Δεν ήργησε λοιπόν να γίνεται περί αυτής λόγος εις τους φιλήδονους κύκλους' πράγμα που την έκαμε να αλλάξη κατοικίαν και να μείνη σχεδόν έγκλειστος. Αλλά δεν ήτο δυνατόν να κρύπτεται πάντοτε.


Την ωσφράνθησαν λοιπόν κι εις το νέον της ερημητήριον' ήλθε δε ημέρα, κατά την οποίαν επί την ήσυχον ζωήν της ήρχισε να συμπηκνώνηται θύλλα. Την εδείκνυαν ημέραν τινά εις ένα νέον Ηλιουπολίτην παρεπιδημούντα εις την πόλιν εκείνην. Αυτός δε εστάθη έκπληκτος προ της ανακαλύψεως. Ανεγνώρισε την Ευδοκίαν. Ο σαρκοθήρας εκείνας ανεφλέχθη εις το αντίκρυσμά της' την παρηκολούθησε δε και προσεπάθησε να ανανεώση την ένοχον φιλίαν. Αλλ' η εξαγνισθείσα χριστιανή του απέκοψε κάθε ελπίδα. Αυτός δε, μη ημπορέσας να επιτύχη τον σκοπόν του, απήλθεν ορκισθείς, ότι έμελλε να την εκδικηθή.


Μετ' ολίγας ημέρας πολλοί από τους Ηλιουπολίτας εραστάς της ήλθον να την αναζητήσουν. Και προσέπεσαν εις τους πόδας της, και έθεταν θησαυρούς εις την διάθεσίν της, και την ήλεγχαν διά την αφάνειαν, εις την οποίαν κατεδίκασε την νεότητα και το κάλλος της' αλλ' εκείνη εξέφρασε την αισχύνην της διά  το ακόλαστον παρελθόν και εζήτησε να κινήση, εις μετάνοιαν τους συντρόφους εκείνους των άλλοτε ανομημάτων της. Προ της ακάμπτου επιμονής της οι πεπωρωμένοι  ειδωλολάτραι κατελήφθησαν υπό λύσσης και απεφάσισαν να την εξοντώσουν.


Ήτο δε τότε κεκηρυγμένος ο κατά των Χριστιανών επί Τραϊανού διωγμός (98-117). Την κατήγγειλαν λοιπόν ως χριστιανήν και την ωδήγησαν εις το κριτήρον. Όταν ενεφανίσθη, ο ειδωλολάτρης έπαρχος εθαμβώθη από το κάλλος της. Και λυπούμενος να δώση τον θάνατον εις πλάσμα τοιούτο, το οποίον θα ηδύνατο να χρησιμεύση ως τελειώτατον πρότυπον εις τον ζωγράφον και τον γλύπτην, προσεπάθησε με μυρίους λόγους να την πείση, όπως θυσιάση εις τα είδωλα. Η Ευδοκία έμεινεν αμετάπειστος.


Του είπεν ότι αδιαφορεί διά νεότητα, της οποίας το αύριον είναι η ρυτίς, ότι μισεί δε μάλλον τα κάλλη της, τα οποία την επερικύκλωσαν άλλοτε με τόσον διεφθαρμένους φίλους, και του εδήλωσεν ότι, ευρούσα την σωτηρίαν της διά του Χριστού, εις αυτόν έδωκεν ολόκληρον την ψυχήν της, έτοιμος νω δώση με όλην την προθυμίαν και την χαράν και αυτήν την ζωήν της.


Τότε την υπέβαλαν εις βασανιστήρια, τα οποία υπέστη με θαυμαστήν καρτερίαν. Και τέλος απεκόπη η κεφαλή της υπό τον σπαθισμόν του δημίου,  ενώ μειδίαμα εφώτιζε τα χείλη της με την ελπίδα ότι το αμαρτωλόν παρελθόν της, αν και καθαρθέν διά του βαπτίσματος και της πίστεως, ελάμβανε πρόσθετον λουτρόν διά του μαρτυρικού της αίματος.



Εκ του Τετρατόμου του νομικού, πολιτικού και ιεροκήρυκα
Μιχαήλ. Ι. Γαλανού (1868-1948)
«Οι Βίοι των Αγίων»,
εκδόσεις «Αποστολικής Διακονίας», έκδοση γ' 1988, τόμος 1ος, μήνας Μάρτιος, σελ. 3-9.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF