ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

ΟΣΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΑΡΤΗΣ (11 ΜΑΡΤΙΟΥ)




11 ΜΑΡΤΙΟΥ


Βίος και Πολιτεία της Οσίας Μητρός Ημών Θεοδώρας, της Βασιλίσσης Άρτης



Βασίλισσα και Πολιούχος της Άρτας
Κοιμήθηκε το 1303 μ.Χ. στην Άρτα
Η μνήμη της τιμάται στις 11 Μαρτίου


Η Αγία Θεοδώρα είναι η πολιούχος της Άρτας. Έζησε στα χρόνια του ένδοξου Δεσποτάτου της Ηπείρου, και ήταν σύζυγος του Δεσπότη Μιχαήλ του Β' Αγγέλου Κομνηνού. Η καταγωγή της - τα πρώτα χρόνια της ζωής της Γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1212- 1214 μ.Χ. στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Πατέρας της ήταν ο Ιωάννης Πετραλείφας, που από το έτος 1195 μ.Χ. υπηρετούσε ως Σεβαστοκράτορας, ανώτερος δηλαδή διοικητής της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Ο πατέρας του είχε Νορμανδική καταγωγή, και η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, και αρχικά ήταν εγκατεστημένοι στο Διδυμότειχο.


Ο Ιωάννης Πετραλείφας νυμφεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη την πριγκίπισσα Ελένη, που είχε συγγένεια με την οικογένεια των Παλαιολόγων. Έφεραν στον κόσμο πέντε παιδιά· τον Θεόδωρο, το Νικηφόρο, τον Ανδρόνικο, τη Μαρία, και τελευταία τη Θεοδώρα. Οι δύο γονείς ήταν ευσεβείς και ενάρετοι άνθρωποι, με ευγένεια και καλοσύνη πολλή· αυτές τις αρετές προσπάθησαν να φυτέψουν και στις ψυχές των παιδιών τους. Τα μόρφωσαν πολύ με τα μέσα που διέθετε η εποχή, και κάθε μέρα προόδευαν τα παιδιά τους, και αυτό τους γέμιζε χαρά και ικανοποίηση.


Ήδη από καιρό η Θεσσαλονίκη είχε πέσει στα χέρια των Φράγκων, και ο Ιωάννης Πετραλείφας είχε χάσει τη θέση του. Όμως πολύ νωρίς οι δύο γονείς έφυγαν από τη ζωή, πρώτα η μητέρα των παιδιών Ελένη, και λίγο αργότερα ο πατέρας τους Ιωάννης. Τώρα όλα είναι πολύ δύσκολα για τα ορφανά παιδιά, ιδίως για τη μικρή Θεοδώρα. Ευτυχώς όμως ο Θεός δεν τα εγκατέλειψε. Τους έφερε προστάτη τους την αδελφή του πατέρα τους Μαρία και τον άνδρα της Θεόδωρο, πού ήταν Δεσπότης, ηγεμόνας δηλαδή στο κράτος το Ελληνικό που ονομαζόταν Δεσποτάτο της Ηπείρου.


Όταν το 1204 μ.Χ. οι Φράγκοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και πολλά άλλα μέρη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, μερικοί δραστήριοι ηγεμόνες κατάφεραν, πριν πάνε οι Φράγκοι, να οργανωθούν και δημιούργησαν τρία Ελληνικά κράτη. Στην Ήπειρο ο πανέξυπνος και δραστήριος Μιχαήλ Α' Άγγελος Κομνηνός, συγγενής του αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού, ήρθε από την Πελοπόννησο στην Ήπειρο, και ίδρυσε κράτος που ονομάστηκε Δεσποτάτο της Ηπείρου (στη Βυζαντινή εποχή οι τίτλοι των αξιωμάτων ήταν: 


Ο πρώτος σε αξία τίτλος ήταν Αυτοκράτωρ-Βασιλεύς, ο δεύτερος ήταν Δεσπότης, και ο τρίτος σε αξία τίτλος ήταν Σεβαστοκράτωρ), κι έκανε πρωτεύουσά του την Άρτα. Στη Μικρά Ασία ο Θεόδωρος Λάσκαρης ίδρυσε το κράτος που ονομάστηκε Αυτοκρατορία της Νίκαιας, με πρωτεύουσα την πόλη Νίκαια της Βιθυνίας· και στη Μαύρη θάλασσα ο Αλέξιος Κομνηνός δημιούργησε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα.


Στην Ήπειρο ο Δεσπότης Μιχαήλ ο Α' Κομνηνός κατάφερε με την εξυπνάδα και τη διπλωματία του να δημιουργήσει ένα πολύ δυνατό κράτος, που έφθανε από το Δυρράχιο της Ηπείρου και την Κέρκυρα, μέχρι τη Ναύπακτο και τη Θεσσαλία. Yπερασπίστηκε τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, και προφύλαξε τους υπηκόους του από τις προσπάθειες των παπικών να επηρεάσουν τους ορθόδοξους. Δυστυχώς όμως ένας κακός υπηρέτης του, ονόματι Ρωμαίος, μάλλον βαλτός από τους δυτικούς, τον σκότωσε, κι άφησε χήρα τη γυναίκα του και ορφανό το γιο του Κωνσταντίνο.


Τότε ανέλαβε Δεσπότης προσωρινά, μέχρι να μεγαλώσει ο Κωνσταντίνος, ο αδελφός του Μιχαήλ, Θεόδωρος, που είχε γυναίκα του τη Μαρία, την αδελφή του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Πετραλείφα. Όμως η δόξα της εξουσίας είναι γλυκιά και ο φιλόδοξος Θεόδωρος έβαλε στο νου του να βγάλει από τη μέση τον κανονικό διάδοχο, γιο του Μιχαήλ του Α', Κωνσταντίνο, που όταν μεγαλώσει θα του πάρει το θρόνο. Τις ύποπτες κινήσεις του κατάλαβε η χήρα του Μιχαήλ Α', και πήρε τον Κωνσταντίνο και πήγε στην Πελοπόννησο, όπου είχε συγγενείς, και μεγάλωσε εκεί το παιδί της.


Δραστήριος πολύ, αλλά και φιλόδοξος ο Θεόδωρος, βάζει στόχο του να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και να διώξει τους Φράγκους, και το καταφέρνει. Το 1224 μ.Χ. μπαίνει θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη και διαλύει το Φράγκικο κράτος της. Τότε αναλαμβάνει και την κηδεμονία των ορφανών παιδιών του Ιωάννη Πετραλείφα. Μάλιστα στέλνει το Θεόδωρο, τον μεγαλύτερο αδελφό της Θεοδώρας, στα Σέρβια της Κοζάνης να είναι διοικητής σε όλη την περιοχή, αφού ανοικοδόμησε το κάστρο που είχαν μισοκαταστρέψει οι Φράγκοι. Ο Θεόδωρος πήρε όλα του τα αδέλφια και εγκαταστάθηκε στα Σέρβια, μέσα στο κάστρο.


Ασκεί πολύ καλά τα καθήκοντά του, φροντίζοντας πάντα για το καλό των κατοίκων της περιοχής του. Βοηθά, όσες φορές τον χρειάζεται, και τον θείο του Θεόδωρο στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ανακήρυξε τον εαυτό του «Βασιλιά και Αυτοκράτορα όλων των Ρωμαίων», και έχει όνειρο, και βάζει σκοπό του να φτάσει και στην Κωνσταντινούπολη, να διώξει τους Φράγκους, και να ελευθερώσει την Πόλη. Και μπλέχτηκε σε πολέμους, για να εξουδετερώσει διάφορους ηγεμόνες, όπως τον βασιλιά της Βουλγαρίας Ιωάννη Ασάν, και ελεύθερος να στραφεί στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Όμως νικήθηκε από το Βούλγαρο ηγεμόνα και πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο Ασάν δεν τον σκότωσε, αλλά τον τύφλωσε, σύμφωνα με απάνθρωπη συνήθεια της εποχής, για να μην μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του. Τότε ανέλαβε τη Θεσσαλονίκη ο αδελφός του Θεοδώρου, Μανουήλ Κομνηνός, που ήταν γαμπρός του Βούλγαρου ηγεμόνα.


Ο γάμος της Θεοδώρας και ο ερχομός της στην Άρτα Ο Μανουήλ κάλεσε τον ανεψιό του Κωνσταντίνο, που εν τω μεταξύ είχε αλλάξει το όνομά του και το έκανε, Μιχαήλ, σύμφωνα μεσυνήθεια που υπήρχε την εποχή αυτή, για να θυμάται τον πατέρα του, και ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ο Μανουήλ του έδωσε τον τίτλο του Δεσπότη και τὸν έκανε Δεσπότη στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, επειδή ήταν ο πραγματικός διάδοχος του πατέρα του. Του υπέδειξε δε να περάσει από τα Σέρβια και να ζητήσει σε γάμο την όμορφη Θεοδώρα, την αδελφή του Θεόδωρου Πετραλείφα.


Στα Σέρβια o Μιχαήλ είδε τη Θεοδώρα, που τότε ήταν στα δεκαεπτά της, θαμπώθηκε από την ομορφιά και τα ψυχικά της χαρίσματα, και τη ζήτησε σε γάμο. Όρισαν ημέρα και ο γάμος έγινε με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και κράτησε μέρες. Ύστερα έκαναν το μεγάλο ταξίδι· πέρασαν από δρόμους, παρακλάδια της παλιάς Εγνατίας οδού της Ρωμαϊκής εποχής, κι έφτασαν από το Βουργαρέλι της Άρτας, στην πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Οι Αρτινοί, κλήρος και λαός, τους υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές, που υμνούσαν τη δόξα τους και την ομορφιά τους. Ύστερα ανακήρυξαν, οι άρχοντες της πόλης και ο λαός, επίσημα τον Μιχαήλ Β' Κομνηνό, Δεσπότη της Ηπείρου, και τη Θεοδώρα Βασίλισσα, που θα σταθεί δίπλα στο σύζυγό της και Δεσπότη τους.


Εγκαθίστανται στο ανακαινισμένο παλάτι μέσα στο μισογκρεμισμένο κάστρο της αρχαίας Αμβρακίας, με τους θεόρατους λίθους, και πιάνουν αμέσως δουλειά. Η Θεοδώρα γνωρίζει την πόλη της Άρτας με τους πλακόστρωτους δρόμους και τις πλατείες, μιλάει με τους κατοίκους με γλυκύτητα και ευγένεια, και ενδιαφέρεται για τα προβλήματά τους. Όλοι την θαυμάζουν για τα σωματική της ομορφιά και τα ψυχικά της χαρίσματα και καλοτυχίζουν τον Δεσπότη τους Μιχαήλ που έχει μια τέτοια γυναίκα! Ο Μιχαήλ κάλεσε τους άρχοντες της πόλης, ενημερώθηκε για την οικονομική κατάσταση του κράτους, για το στρατό, για τους κινδύνους που υπήρχαν στο κράτος, για την παιδεία, αλλά και για την προπαγάνδα των παπικών στα μέρη της Ηπείρου· πίστευε πως με την αγάπη του λαού και τη βοήθεια του Θεού θα τα καταφέρει.


Βυθισμένος στις Δεσποτικές του υποχρεώσεις, έλειπε πολλές φορές από την Άρτα, ακόμη και για μήνες. Άφηνε μόνη της τη Θεοδώρα, και ο ίδιος βέβαια ήταν εκτεθειμένος σε πολλούς, ηθικούς προπαντός, κινδύνους. Η Θεοδώρα όμως δεν άφηνε τον εαυτό της να αδρανήσει. Πλησίαζε περισσότερο το λαό, έκανε πράξεις φιλανθρωπίας και στήριζε τους φτωχούς και αδύναμους συμπολίτες της. Όπως λέγει ο σύγχρονός της βιογράφος μοναχός Ιώβ Μέλης, δεν παρασύρθηκε από τη δόξα, δεν αιχμαλωτίστηκε από τη νεότητά της, ούτε σπαταλούσε το χρόνο της στις απολαύσεις, ούτε από τη μεγάλη εξουσία υπερηφανεύτηκε. Μάλλον προτιμούσε να είναι κοντά στο Θεό, να φροντίζει για την αρετή, να ζει με σωφροσύνη, να ασπάζεται την ταπεινοφροσύνη, την αοργησία (το να μην οργίζεται), την πραότητα, τη συμπάθεια προς το συνάνθρωπο και την ελεημοσύνη, όσο κανένας δεν το κατόρθωσε, και ολόψυχα να υπηρετεί το Θεό.


Η Θεοδώρα στο καμίνι των θλίψεων Ο σατανάς τη φθονεί γι’ αυτό που είναι, και για τα έργα που κάνει, και προσπαθεί να την παρασύρει. Δεν τα καταφέρνει όμως, γιατί η Θεοδώρα είναι σταθερή στις αρχές της και πάντα πιστή στο σύζυγό της. Καταφέρνει όμως να παρασύρει τον άνδρα της το Μιχαήλ, στην πορνεία και ακολασία, με μέσο μια χήρα αρχόντισσα του παλατιού, που είχε το επίθετο Γαγγρινή. Αυτή με τις κολακείες της και με μάγια έστρεψε την προσοχή του στην ίδια και τον έκανε σιγά σιγά να απομακρύνεται από τη σύζυγό του Θεοδώρα. Έφτασε, για χάρη της Γαγγρινής, ακόμη και να τη δέρνει και τελικά την έδιωξε από το παλάτι, ήδη εγκυμονούσα στο πρώτο της παιδί.


Έτσι η Θεοδώρα λυπημένη έφυγε από το παλάτι, και αφού περπάτησε αρκετά, έφτασε στη Βλαχέρνα, χωριό απέναντι από την Άρτα, κοντά στον Άραχθο ποταμό. Εκεί έμεινε για λίγο καιρό, κι ύστερα απομακρύνθηκε βορειότερα, επειδή κατ' απαίτηση της Γαγγρινής ο Μιχαήλ διέταξε να απομακρυνθεί. Βρήκε καταφύγιο στο χωριό Πρένιστα, το σημερινό Κορφοβούνι, στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, όπου εκεί μάλλον έφερε στον κόσμο το πρώτο της παιδί, που αργότερα το βάπτισε Νικηφόρο. Και από το μοναστήρι, επειδή φοβόταν τους ανθρώπους του Μιχαήλ, έφυγε και βρήκε αποκούμπι κοντά στο μοναστήρι σε ένα βράχο. Ζει μέσα στο κρύο, την ταλαιπωρία, την πείνα και τη μοναξιά. Εκεί κοντά τη συνάντησε, μια μέρα που μάζευε χόρτα, ο ιερέας του χωριού, στον οποίο με δυσκολία αποκαλύφτηκε ποια ήταν. Εκείνος λυπήθηκε για την περιπέτειά της και της έδειξε μεγάλη αγάπη, παίρνοντάς την στο σπίτι του, μαζί με το παιδί της. Πέντε χρόνια έμεινε κοντά του κάτω από την προστασία του και τις συμβουλές του. Ποτέ δεν έβγαλε από το στόμα της λόγια κακίας για τον άνδρα της. Επεδίωκε να μη μαθευτεί αυτό που της συνέβηκε, για να μη θίξει τον άνδρα της. Έχει για στολίδι της τη σύνεση και την ανεξικακία. Και προσπαθεί έτσι να γαλουχήσει και το μικρό Νικηφόρο.


Ο σύζυγός της Μιχαήλ τελευταία ζούσε μέσα σε έναν εφιάλτη. Η συνείδηση άρχισε να τον κτυπά για το κακό που έκανε στη γυναίκα του Θεοδώρα. Τον πιέζουν και οι άρχοντες να ψάξει να βρει τη Βασίλισσα, αφού πρώτα έδιωξαν από το παλάτι τη Γαγγρινή, μαζί με τα δύο παιδιά της, που απόκτησε με το Μιχαήλ από την παράνομη σχέση. Και πράγματι μετανιωμένος ο Μιχαήλ έψαξε παντού και τελικά τη βρήκε στο σπίτι του ιερέα της Πρένιστας. Και την έφερε πάλι στο παλάτι, ζητώντας συγγνώμη για όσα της προξένησε. Εκείνη τον συγχώρησε μέσα από τα βάθη της καρδιάς της και του δικαιολόγησε την πράξη του ως μια ανθρώπινη αδυναμία, που πολλοί άνθρωποι μπορεί να πέσουν.


Τα παιδιά* της Θεοδώρας και η φροντίδα της γι’ αυτά Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια καινούργια ζωή για τη Θεοδώρα και τον Μιχαήλ, γεμάτη με αγάπη μεταξύ τους. Έφεραν στον κόσμο άλλα πέντε παιδιά: τρεις κόρες και δύο αγόρια· το όνομα της πρώτης κόρης δε μας διασώθηκε, δεύτερη ήταν η Άννα, τρίτη η Ελένη, και αγόρια ήταν ο Ιωάννης και ο Δημήτριος. Μεγάλωσαν τα έξι παιδιά με πολλή φροντίδα, και τους έδωσαν να έχουν στη ζωή τους αξίες και αρχές, αγάπη για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Ο δε Μιχαήλ, για να δείξει τη μετάνοιά του για όσα προξένησε στη γυναίκα του, έκτισε εκκλησίες και μοναστήρια. Μαζί με τη Θεοδώρα έκτισαν το μοναστήρι της Κάτω Παναγιάς, το ναό της Παντάνασσας, κοντά στη Φιλιππιάδα, το μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού στο Γαλαξείδι της Στερεάς Ελλάδας, την Παναγία στο χωριό Βλαχέρνα και το ναό του Αγίου Γεωργίου, στη θέση που είναι τώρα ο ναός της Αγίας Θεοδώρας. Ακόμη βοήθησε ο Μιχαήλ οικονομικά φτωχούς κι ανήμπορους ανθρώπους, και μερικούς τους απάλλαξε από τη βαριά φορολογία. Φρόντισε καλύτερα και για την παιδεία, ιδρύοντας μια ανώτερη σχολή στην Άρτα. Οικοδόμησε και το ωραίο βυζαντινό κάστρο, πάνω στα θεμέλια του κάστρου της αρχαίας Αμβρακίας με τους πελώριους λίθους.


Ο Δεσπότης Μιχαήλ είναι δυνατός, αλλ’ όμως και πολύ φιλόδοξος ηγεμόνας. Ονειρεύεται να φθάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη, να διώξει τους Φράγκους και να απελευθερώσει την Πόλη. Γι αυτό κάνει πολέμους επανειλημμένα με την αυτοκρατορία της Νίκαιας, που οι άρχοντές της πίστευαν ότι αυτοί είναι οι κανονικοί διάδοχοι του Βυζαντίου, παρόλο που η Θεοδώρα τον συμβουλεύει να είναι ειρηνικός με τα άλλα ελληνικά κράτη, και ενωμένοι να διώξουν τους Φράγκους. Κάποιες φορές κινδύνεψε να χάσει και τη ζωή του. Είναι σοφή και με πολλά διοικητικά χαρίσματα η Θεοδώρα και διπλωματικές ικανότητες. Καταφέρνει να ειρηνεύσουν τα δύο κράτη παντρεύοντας το γιο της Νικηφόρο με την εγγονή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη, τη Μαρία. Ο γάμος αυτός ήταν σύντομος, γιατί η Μαρία, η σύζυγος του Νικηφόρου, απεβίωσε νωρίς, αφήνοντας ορφανό ένα μικρό κορίτσι. Η Βασίλισσα Θεοδώρα συμπαραστάθηκε πολύ στη χηρεία του Νικηφόρου.


Διαρκής σκέψη της και φροντίδα της ήταν να διασώσει τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, που κινδύνευαν τα χρόνια εκείνα, κυρίως από τους παπικούς. Έτσι με τη σύμφωνη γνώμη και των κοριτσιών της η Θεοδώρα και ο Μιχαήλ παντρεύουν την Ελένη με τον Μανφρέδο, βασιλιά της κάτω Ιταλίας και Σικελίας, που ήταν ορκισμένος εχθρός του πάπα, και συμπαθούσε τους Ορθόδοξους. Την Άννα την πάντρεψαν με τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, πρίγκιπα της Αχαῒας στην Πελοπόννησο με έδρα την Ανδραβίδα, που τότε την κατείχαν οι Λατίνοι. Τη μεγάλη κόρη, που δε σώθηκε το όνομά της, την έδωσαν στον Αλέξιο Ραούλ, έναν ευγενή από την Κωνσταντινούπολη. Όμως το όνειρο του Μιχαήλ να μπει πρώτος στην Κωνσταντινούπολη, να διώξει τους Φράγκους και να ελευθερώσει την Πόλη, δεν πραγματοποιήθηκε. Γιατί κατάφερε να μπει πρώτος και να την απελευθερώσει ο νέος αυτοκράτορας της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ ο Παλαιολόγος. Η διπλωματία της Θεοδώρας και πάλι είναι μπροστά. Καταφέρνει να ειρηνεύσει το σύζυγό της Μιχαήλ, με το δεύτερο γάμο του Νικηφόρου της, με την Άννα Παλαιολογίνα Καντακουζηνή, ανεψιά του νέου αυτοκράτορα.


Μετά απὸ αυτά τα γεγονότα ο Μιχαήλ ο Β' αποσύρθηκε από τη θέση του, την οποία άφησε στο γιο και διάδοχό του Νικηφόρο. Η υγεία του όμως άρχισε να κλονίζεται και από τη στενοχώρια· γιατί η κόρη τους Ελένη, όταν σκοτώθηκε ο άνδρας της Μανφρέδος, σε μάχη για την κατάληψη του κράτους του από τον κόμη της Ανδεγαυίας Κάρολο, που υποκίνησε ο πάπας, κλείστηκε στη φυλακή, μαζί με τα τέσσερα παιδιά της (τρία αγόρια και ένα κορίτσι). Κράτησε την ορθόδοξη πίστη της και την ηθική της αξιοπρέπεια, παρόλες τις πιέσεις που δέχτηκε. Πέθανε στη φυλακή μάρτυρας της πίστης, όπως και τα τρία της αγόρια, μετά από χρόνια, ξεχασμένα από όλους. Μόνο η κόρη της απελευθερώθηκε, αφού πέρασε και αυτή αρκετά χρόνια στη φυλακή. Ο Δεσπότης Μιχαήλ Β' Άγγελος Κομνηνός άφησε στην Άρτα την τελευταία του πνοή, κι έφυγε μετανοημένος για όλα όσα έκανε. Τον κήδεψαν με βασιλικές τιμές και τοποθέτησαν το νεκρό του σώμα μέσα στην Παναγία των Βλαχερνών όπου σώζεται, στο δεξί μέρος του ναού, μέχρι σήμερα ο τάφος του.


Η Θεοδώρα στο μοναστήρι Τώρα η Θεοδώρα ελεύθερη από οικογενειακές και διοικητικές υποχρεώσεις, ντύνεται το μοναχικό σχήμα εκεί στο ναό του Αγίου Γεωργίου που πριν από χρόνια έκτισε, ιδρύοντας μοναστήρι. Γίνεται μοναχή μετά από αρκετά χρόνια έγγαμου βίου, σε ηλικία 54 ετών, και δόθηκε στον Ιησού που τόσο πολύ από μικρή ηλικία αγαπούσε. Εκεί στο μοναστήρι ζούσε, όπως λέγει ο βιογράφος της Ιώβ, γυμνάζοντας τον εαυτό της με κόπους, αυξάνοντας τον καρπό των αρετών με αγρυπνίες και ολονυκτίες, με ψαλμούς και ύμνους, υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές του μοναστηριού· ήταν προστάτις των αδικουμένων, των ορφανών, των χηρών και πτωχών, παρηγορούσε τους θλιβομένους, και εγίνετο τοις πάσι τα πάντα, με ταπεινή καρδιά.


Χαιρόταν, όταν μάθαινε για τις ανδραγαθίες των παιδιών της στο Βυζαντινό στρατό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου, όπου μερικά χρόνια πριν είχαν καταταχθεί να υπηρετήσουν τα δυό της αγόρια, ο Ιωάννης και ο Δημήτριος (που από τη μεγάλη αγάπη που είχε στον πατέρα του Δεσπότη Μιχαήλ, πήρε μόνος του το όνομά του και ονομάστηκε και αυτός Μιχαήλ), αφού πριν παντρεύτηκαν και δημιούργησαν τις δικές τους οικογένειες. Ζούσαν με τις αρχές και αξίες που τα ενέπνευσε η μητέρα τους, προπαντός με την αγάπη προς την ορθοδοξία, την οποία υπερασπίζονταν με κάθε τρόπο. Αντιτάχτηκαν στα ενωτικά σχέδια του αυτοκράτορα με τους παπικούς, και αυτό περισσότερο τους στοίχισε· έπεσαν στη δυσμένεια του αυτοκράτορα και των αυλικών του· τον Ιωάννη τον έκλεισε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος στη φυλακή, και μάλιστα τον τύφλωσε κιόλας. Αργότερα τον σκότωσε με την προτροπή των αυλικών του. Λυπήθηκε πολύ η τραγική μάνα για το θάνατο του παιδιού της, αλλά η υπομονή και η ανεξικακία της δεν έχουν όρια.


Η ίδια διατηρεί επικοινωνία, και παίρνει δύναμη στα προβλήματα που αντιμετωπίζει, από τον άγιο ασκητή Ανδρέα τον Ερημίτη, που ασκήτευε σε ένα βουνό, κοντά στο χωριό Χαλκιόπουλο της Αιτωλοακαρνανίας. Ο ασκητής Ανδρέας το 1271 μ.Χ παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό. Τότε η αρχόντισσα και μοναχή Θεοδώρα, με όλη τη σύγκλητο του κράτους, αφού είδαν από μακριά ένα φως και αναμμένες λαμπάδες να κατεβαίνουν από τον ουρανό, στο σημείο που ήταν το τίμιο λείψανό του, ήρθαν, προσκύνησαν το αγιασμένο νεκρό του σώμα, και το ενταφίασαν έξω από τη σπηλιά που ασκήτευε. Ύστερα έκτισε ένα μικρό ναό, που σώζεται μέχρι σήμερα, και τοποθέτησε μέσα σε λάρνακα το τίμιο λείψανό του. Η ίδια εργάζεται αδιάκοπα για το μοναστήρι της και για τις αδελφές μοναχές. Θέλει να κτίσει το νάρθηκα του ναού, και παρακαλεί τον Κύριο και τον Άγιο Γεώργιο, να της δίνουν δύναμη. Όμως τα βάσανά της από τους θανάτους των παιδιών της δεν έχουν τελειωμό. Γεύτηκε και το πικρό ποτήρι του θανάτου του Νικηφόρου της, που μαζί πέρασαν τα πρώτα δύσκολα χρόνια της θλίψης από τη κακή συμπεριφορά του άνδρα της.


Η οσιακή της Κοίμηση Ύστερα αρχίζει και για την ίδια η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή της. Έχει την μυστική πληροφόρηση από τον Κύριο πως επίκειται η ώρα να φύγει από τη ζωή. Εκείνη όμως παρακαλεί να της χαρίσει ο Θεός έξι μήνες ακόμη, τόσο χρόνο χρειάζεται, για να τελειώσει το νάρθηκα του ναού, που ξεκίνησε να κτίζει. Ο Κύριος την άκουσε και της έδωσε την παράταση που ζητούσε. Ύστερα την κάλεσε κοντά του το 1303 μ.Χ, όπως αναφέρει ο αείμνηστος αρτινός ιστορικός-ερευνητής Κ. Τσιλιγιάννης· κόντευε τότε τα 89 της χρόνια. Την κήδεψαν με τιμές στις 11 Μαρτίου, και απόθεσαν το αγιασμένο της σώμα σε μαρμάρινο τάφο, που έκτισαν στο νάρθηκα του ναού. Την έκλαψαν οι μοναχές, όλος ο λαός θρήνησε για το θάνατό της. Είχαν όλοι την αίσθηση πως κήδεψαν μια αγία. Ευτυχώς δε ζούσε να πιεί και άλλο θανατικό ποτήρι. Γιατί και ο άλλος γιος της Δημήτριος-Μιχαήλ δολοφονήθηκε, ύστερα από συκοφαντίες των αυλικών του νέου αυτοκράτορα Ανδρόνικου. Τα οστά και των δύο αδελφών μετέφερε αργότερα, μάλλον ο γιος και διάδοχος του Νικηφόρου Θωμάς, και τα εναπέθεσε σε τάφο, μέσα στο ναό της Παναγίας στο χωριό Βλαχέρνα, και μάλιστα στο αριστερό μέρος του ναού, όπου, στο δεξιό κλίτος βρίσκεται μέχρι σήμερα και ο τάφος του πατέρα τους Μιχαήλ.


Μετά το θάνατό της Μετά το θάνατό της κόσμος πολύς περνάει και προσκυνάει τον τάφο της, έχοντας την αίσθηση πως τιμά μια αγία. Η φήμη της φθάνει παντού, γιατί πάνω στον τάφο της γίνονται και θαύματα. Τότε ο μοναχός Ιώβ ο Μέλης, που ήταν ενάντια στην ένωση με τους παπικούς και βασανίστηκε γι’αυτό από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' τον Παλαιολόγο, φθάνει στην Άρτα, συγκεντρώνει στοιχεία και γράφει για το βίο της. Οι Αρτινοί την τιμούσαν πάντα, ιδιαίτερα όμως στις 11 Μαρτίου κάθε χρόνο, εκεί στο ναό του Αγίου Γεωργίου, που με τον καιρό τον ονομάζουν ναό της Αγίας Θεοδώρας. Μετά το Δεσπότη Θωμά, γιο του Νικηφόρου, διάφοροι κατακτητές εμφανίστηκαν στην Ελλάδα, Σέρβοι, Αλβανοί, Λατίνοι και κατέλαβαν και το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με τελευταίους τους Τούρκους το 1449 μ.Χ. Η Αγία Θεοδώρα όμως και όλοι οι Κομνηνοδούκες είχαν οπλίσει καλά τους Αρτινούς με όλες τις ελληνικές και ορθόδοξες αξίες, και άντεξαν όλες οι κατοπινές γενιές, ώσπου αποτίναξαν τον τούρκικο ζυγό το 1881 μ.Χ, και απελευθέρωσαν την Άρτα. Με το πέρασμα των χρόνων μερικοί αμφισβητούσαν ότι ο τάφος της Αγίας περιέχει μέσα του τα λείψανά της, γιατί υποστήριζαν πως τα έκλεψαν οι Φράγκοι, όπως συνέβηκε με πολλά άλλα λείψανα αγίων.


Έτσι ο Αρχιμανδρίτης Στέφανος Κλεόμβροτος, με την προτροπή και την ευλογία του Μητροπολίτη Σεραφείμ Ξενόπουλου (ο οποίος τότε απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη), άνοιξε τον τάφο το 1873 μ.Χ, ψάλλοντας μαζί με το λαό την παράκληση στην Αγία· Ο ναός γέμισε από ευωδία και ο πατήρ Στέφανος με πολλή ευλάβεια τοποθέτησε τα αγιασμένα λείψανα μέσα σε ξύλινη λάρνακα· ύστερα ο λαός τα προσκύνησε και τελέστηκε ολονύκτια θεία λειτουργία. Σήμερα η λάρνακα είναι ασημένια και παραμένει πάντα στο ναό, για να δέχονται οι πιστοί την ευλογία της Αγίας. Η δε 11η Μαρτίου, ημέρα της εορτής της πολιούχου Αγίας Θεοδώρας, είναι η πιο επίσημη ημέρα για την Άρτα. Πλήθος κόσμου συρρέει από όλη την Ήπειρο και άλλα μέρη της Ελλάδας, για να προσκυνήσουν τα τίμια λείψανά της και την αγία της εικόνα· ακόμη να λάβει μέρος στη λιτάνευσή τους στους δρόμους της πόλης και να πάρει την ευλογία της. Η Αγία Θεοδώρα αποτέλεσε και αποτελεί και σήμερα πρότυπο, άξιο μίμησης για όλους, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Έπαιξε όλους τους ρόλους της ζωής. Ήταν άξια σύζυγος, υπέροχη μητέρα, βασίλισσα με διπλωματικές ικανότητες, φιλάνθρωπη προς τους πάσχοντες, με ανεκτίμητη την αρετή της ανεξικακίας της. Σκεπάζει με την παρουσία της και θα σκεπάζει πάντοτε την πόλη της Άρτας και όλη την Ήπειρο· μας προσκαλεί δε όλους να μιμηθούμε τη ζωή μας.


Τα παιδιά της Αγίας Θεοδώρας, της πολιούχου της Άρτας Η Αγία Θεοδώρα, η Βασίλισσα και Πολιούχος της Άρτας, και ο Δεσπότης Μιχαήλ ο Β’, ο σύζυγός της, έφεραν στον κόσμο έξι παιδιά. Τον Νικηφόρο, την Άννα, την Ελένη, τον Ιωάννη, τον Δημήτριο και μια κόρη ακόμη, της οποίας δεν μας σώθηκε το όνομα. Τα ανέθρεψαν, κυρίως η Αγία Θεοδώρα, με μεγάλη αγάπη και στοργή, και με φόβο Θεού. Τους έδωσαν αρκετή μόρφωση, και εμφύσησαν παράλληλα στις ψυχές τους τα ελληνορθόδοξα ιδανικά. Η μητέρα τους με τις συμβουλές της, αλλά κυρίως και πρωτίστως με το καλό παράδειγμά της, εμφυσούσε μέσα τους την ευγένεια, την καλοσύνη, το σεβασμό προς τον συνάνθρωπο, τη φιλανθρωπία, την αγάπη και την πίστη στον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Τους δίδαξε την αυτοθυσία, προκειμένου να υπερασπίζονται τα ιδανικά τους. Με αυτὲς τις αρχές και αξίες όλα της τα παιδιά πορεύτηκαν σε όλη τους τη ζωή. Και κάποια θυσιάστηκαν ακόμη για την υπεράσπιση της ορθοδοξίας, για την οποία η Αγία Θεοδώρα, η μητέρα τους, αγωνίστηκε πολύ σε όλη της τη ζωή. Πέρασε βέβαια μεγάλη θλίψη, γιατί τα τέσσερα παιδιά της, η Ελένη της, ο Νικηφόρος, ο Ιωάννης, και η Άννα έφυγαν από τη ζωή πριν από την ίδια. Παρηγορούνταν όμως, γιατί έτσι ήταν το θέλημα του Θεού, και περίμενε και το δικό της τέλος, για να τα συναντήσει στην άλλη, την αιώνια πατρίδα, όπου όλοι θα πορευτούμε.


1. Νικηφόρος Α' Άγγελος, Κομνηνός, Δούκας Διετέλεσε Δεσπότης στο Δεσποτάτο της Ηπείρου από το έτος 1268 έως το 1296 μ.Χ. Γεννήθηκε στο χωριό Πρένιστα της Άρτας το έτος 1232. Τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην εξορία, στο χωριό Πρένιστα, μαζί με τη διωγμένη από το παλάτι μητέρα του. Ο Ιερέας του χωριού που τους περιμάζεψε και τους φιλοξένησε στο σπίτι του, του έμαθε, μαζί με τη μητέρα του, τα πρώτα γράμματα. Αφότου επέστρεψε στο παλάτι η μητέρα του Αγία Θεοδώρα, συμφιλιωμένη με το σύζυγό της Μιχαήλ το Β', ο Νικηφόρος έζησε με πολλή στοργή και φροντίδα από τον πατέρα του· Όταν μεγάλωσε περισσότερο, φοίτησε στη σχολή που ήταν στην Άρτα, και ασκούνταν στις πολεμικές τέχνες και την πολεμική στρατηγική, κυρίως από τον πατέρα του, διότι θα ήταν ο διάδοχός του στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Στα δεκαεπτά του χρόνια, το έτος 1249, η μητέρα του τον παίρνει και μαζί φθάνουν στη Νίκαια της Βυθηνίας, την πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους της Νίκαιας, ενός από τα ελληνικά κράτη που απόμειναν μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ. Η Βασίλισσα Θεοδώρα με τις διπλωματικές της ικανότητες προσπαθεί να κρατάει συμφιλιωμένα τα δύο κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, όπου ηγεμόνευε ο φιλόδοξος σύζυγός της Μιχαήλ, και το κράτος της Νίκαιας, που αυτοκράτορας ήταν ο Ἰωάννης Γ' Βατάτζης. Στη Νίκαια ο Νικηφόρος, με την ομορφιά του και την εξυπνάδα του, έκανε μεγάλη εντύπωση στους ανθρώπους του Βατάτζη, που έδραξε την ευκαιρία να προτείνει να μνηστευθεί η εγγονή του Μαρία με το Νικηφόρο. Ο γάμος έγινε πολύ αργότερα, το 1256 στη Θεσσαλονίκη, με κάθε λαμπρότητα από τον Πατριάρχη Αρσένιο, και τότε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Βατάτζης απονέμει στο Νικηφόρο τον τίτλο του Δεσπότη. Η Βασίλισσα Θεοδώρα νιώθει ευτυχής, γιατί κατάφερε να συμφιλιώσει τα δύο κράτη και να παντρέψει το γιο της.


Ο Νικηφόρος και η Μαρία απόκτησαν μία κόρη, που ονομάστηκε και αυτή Μαρία· αλλά δυστυχώς η πριγκίπισσα Μαρία άφησε τη ζωή πολύ νωρίς, το 1263, και έτσι έμεινε ορφανή η μικρή Μαρία και χήρος ο Νικηφόρος. Πένθησε τη γυναίκα του ειλικρινά δύο χρόνια, φορώντας άσπρα ενδύματα, όπως ήταν η συνήθεια της εποχής στην περίοδο του πένθους. Η Θεοδώρα του συμπαραστάθηκε στη δοκιμασία του και μαζί μεγάλωσαν τη μικρή Μαρία. Το 1265, μετά από εννιά χρόνια χηρείας, ο Νικηφόρος κάνει δεύτερο γάμο· Η νέα σύζυγός του είναι η Άννα Καντακουζηνή, κόρη του Ιωάννη Καντακουζηνού και της Ειρήνης, ανεψιά του νέου αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου. Γι αυτό έχει και την επωνυμία Παλαιολογίνα. Το 1268 ο Νικηφόρος με τη σύζυγό του, όπως και η μητέρα του Θεοδώρα, με όλο τον Αρτινό λαό θρηνούν το θάνατο του Δεσπότη Μιχαήλ. Με τιμές πολλές τον οδηγούν στην τελευταία του κατοικία, στον τάφο που υπάρχει μέχρι σήμερα μέσα στην εκκλησία της Παναγίας, στο χωριό Βλαχέρνα της Άρτας. Λίγο πριν από το θάνατο του πατέρα του, ανέλαβε την εξουσία ως Δεσπότης ο Νικηφόρος. Πρώτιστο καθήκον του στη διάρκεια της διακυβέρνησης του κράτους του ήταν να διαφυλάξει τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία που διαρκώς επιβουλεύονταν οι δυτικοί. Γι' αυτό αντιτάχτηκε στις επιδιώξεις του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη (ο οποίος εν τω μεταξύ είχε απελευθερώσει, από το 1261, την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους) να ενώσει τη Ορθόδοξη εκκλησία με τους ρωμαιοκαθολικούς, εις βάρος των Ορθόδοξων.


Μαζί με την ευσεβή σύζυγό του έκτισαν το μεγαλοπρεπή ναό της Παναγίας της Παρηγορήτισσας, που μέχρι σήμερα αποτελεί την αρχόντισσα εκκλησία της Άρτας και το κόσμημά της. Από το δεύτερο γάμο του ο Νικηφόρος απόκτησε τρία παιδιά, την Θαμάρ, τον Θωμά, που ήταν και ο διάδοχός του, και τον Μιχαήλ. Ως ηγεμόνας προσπάθησε να κρατήσει μια ισορροπία μεταξύ ανατολής και δύσης, φροντίζοντας ιδιαίτερα για τον Ορθόδοξο λαό του κράτους του, όπως έμαθε από τους γονείς του. Μετά από πολλούς αγώνες και αγωνίες για το λαό του, ο Νικηφόρος το 1296 πέθανε στην Άρτα. Τον έκλαψε η συνετή σύζυγός του Άννα, η ήδη μοναχή μητέρα του Θεοδώρα, τα παιδιά του και όλος ο αρτινός λαός. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Θωμάς, που μέχρι να ενηλικιωθεί ασκούσε την εξουσία η Βασίλισσα Άννα, η μητέρα του. Ο Θωμάς Α' Κομνηνός Δούκας, ως Δεσπότης, τίμησε τους γενναίους προγόνους του και κράτησε με αποφασιστικότητα ανεξάρτητο το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Υπήρξε ο τελευταίος Έλληνας και μάλιστα Αρτινός ηγεμόνας στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα.


2. Ο Ιωάννης Δούκας Είναι ο δεύτερος γιος του Δεσπότη Μιχαήλ του Β' και της Αγίας Θεοδώρας. Γεννήθηκε στην Άρτα μετά το 1237· Γαλουχήθηκε και αυτός με τις χριστιανικές αρχές και αξίες, και με την αγάπη για τον ελληνισμό. Του άρεσαν πολύ οι στρατιωτικές γνώσεις και μαθήτευσε σε αυτές κοντά στον πατέρα του. Γι' αυτό, όταν μεγάλωσε, η μητέρα του τον πήρε μαζί της στην Νίκαια, όπου πήγε για δυο κυρίως σκοπούς. Με τις συζητήσεις της με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Η' Παλαιολόγο, να συμφιλιώσει τα δύο ελληνικά κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με το κράτος της Νίκαιας. Γιατί οι φιλοδοξίες και των δύο ηγεμόνων, του Δεσπότη Μιχαήλ Β', του άνδρα της, και του Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου της Νίκαιας δεν είχαν τελειωμό. Κατάφερε βέβαια με τις διπλωματικές της ικανότητες να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης τα δύο κράτη. Άφησε όμως, ως εγγύηση αυτής της συνθήκης και φιλίας των δύο κρατών, το γιο της Ιωάννη στην Νίκαια, να καταταγεί στο Βυζαντινό στρατό, και ακόμη να βρει κάποια πριγκίπισσα για το γάμο του. Και επέστρεψε στην Άρτα.


Χαιρόταν πολύ, όταν μάθαινε για τις ανδραγαθίες του Ιωάννη της στις διάφορες εκστρατείες του Βυζαντινού στρατού, που τον έκαναν να ξεχωρίζει από πολλούς άλλους. Οι ικανότητές του βέβαια πολύ νωρίς προκάλεσαν τη ζηλοτυπία και το φθόνο πολλών ανθρώπων του παλατιού. Και μπήκε στο στόχαστρο. Όταν όμως ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Η' Παλαιολόγος τάχτηκε φανερά υπέρ της ένωσης της Ορθόδοξης εκκλησίας με τη Ρωμαιοκαθολική, εις βάρος βέβαια των Ορθόδοξων και την υποταγή τους στον Πάπα, ο Ιωάννης αντέδρασε και τάχτηκε ανοικτά ενάντια στην ψεύτικη ένωση. Ἐτσι έπεσε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα, που με την παρακίνηση και των αυλικών φυλάκισε τον Ιωάννη, και μάλιστα έδωσε εντολή να τον τυφλώσουν. Όλα αυτά τα έμαθε η μοναχή πια μητέρα του Θεοδώρα και στενοχωρούνταν πολύ. Μάλιστα με επιστολή της παρακαλούσε τον αυτοκράτορα να τον απελευθερώσει. Εκείνος της υποσχόταν, αλλά ποτέ δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Τελικά τον δολοφόνησε με την προτροπή και πολλών ζηλότυπων αυλικών του. Ο Ιωάννης άφησε πίσω χήρα τη γυναίκα του, και την κόρη του Ελένη ορφανή. Υπερασπίστηκε όμως μέχρι το τέλος της ζωής του την Ορθοδοξία, έτσι όπως τον δίδαξε η μητέρα του, και υπηρέτησε με συνέπεια στο βυζαντινό στρατό, κάνοντας πράξη την αφοσίωσή του στον ελληνισμό.


3. Δημήτριος Δούκας, Κομνηνός Ήταν ο νεότερος γιος του Δεσπότη Μιχαήλ Β', που έτρεφε γι' αυτόν ιδιαίτερη αγάπη. Γεννήθηκε στην Άρτα γύρω στα 1250 μ.Χ., και μεγάλωσε παίρνοντας όλη τη μόρφωση της εποχής, και ιδιαίτερα διακρίθηκε στις πολεμικές τέχνες· Διδάχτηκε δε όλες τις ελληνοχριστιανικές αξίες, τις οποίες έμαθε, από τη μητέρα του κυρίως, να τις υπερασπίζεται, ακόμη και με θυσία του εαυτού του. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ανέλαβε ως διάδοχός του ο μεγαλύτερος γιος, ο Νικηφόρος. Ο δε Δημήτριος έμεινε κοντά στο Δεσπότη Νικηφόρο, τον αδελφό του, περίπου δέκα χρόνια, και τον βοηθούσε στα διοικητικά του καθήκοντα, χωρίς ο ίδιος να έχει ενεργό ρόλο στο κράτος. Απὸ μεγάλη δε αγάπη προς στον πατέρα του, που δεν ζούσε πια, άρχισε ο Δημήτριος να ονομάζει τον εαυτό του Μιχαήλ, ως μια πράξη πίστης και τιμής στη μνήμη του. Ο δε αδελφός του, Δεσπότης Νικηφόρος, του έδωσε και την προσωνυμία Κουτρουλής. Βαρέθηκε όμως δέκα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του, να βρίσκεται σε αυτή την αδράνεια. Η ήδη μοναχή μητέρα του Θεοδώρα τον συμβούλεψε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για ανώτερη μόρφωση που την αγαπούσε. Όμως εκείνος προτίμησε να μεταβεί στην Πόλη, να καταταγεί στο Βυζαντινό στρατό, και για ένα ακόμη λόγο. Γιατί ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' ο Παλαιολόγος του έστειλε μήνυμα να πάει στην Πόλη, για να νυμφευτεί την κόρη του Άννα Παλαιολογίνα Κομνηνή.


Ο γάμος έγινε με κάθε επισημότητα στην Κωνσταντινούπολη, και ο Δημήτριος από τον γάμο του αυτόν απόκτησε δύο παιδιά, τον Κωνσταντίνο και τον Ανδρόνικο. Στα πεδία των μαχών που έκανε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ διακρινόταν για τις πολεμικές του ικανότητες και τις ανδραγαθίες του. Ατύχησε όμως στην οικογενειακή του ζωή, γιατί έχασε τη σύζυγό του Άννα, γεγονός που τον πίκρανε πολύ. Αργότερα κάνει και δεύτερο γάμο, με την κόρη του ηγεμόνα της Βουλγαρίας Τερτέρ. Ήδη στον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, μετά το θάνατο του Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου, βρίσκεται ο Ανδρόνικος ο Β'. Είναι άνθρωπος ήπιων τόνων και μάλλον ανθενωτικός, πράγμα που χαροποιούσε πολύ τον Δημήτριο, και τη μοναχή μητέρα του Θεοδώρα. Ο φθόνος όμως των αξιωματούχων του παλατιού για τις διακρίσεις και τα ανδραγαθήματα του Δημητρίου είχε ως αποτέλεσμα να τον συκοφαντούν και να προτρέπουν τον αυτοκράτορα να στραφεί εναντίον του.


Τον κατηγόρησαν, επειδή έκανε δεύτερο γάμο με την κόρη του Βούλγαρου ηγεμόνα, γιατί αυτό θα έβλαπτε τα συμφέροντα του κράτους τους· όμως ο Δημήτριος- Μιχαήλ αντίθετα, έβλεπε και προσπαθούσε να τους δώσει να καταλάβουν ότι ο γάμος αυτός θα ευνοούσε το κράτος τους. Εδώ ο φθόνος και η ζηλοτυπία είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Έπεισαν τελικά τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο και έκλεισε στη φυλακή τον Δημήτριο το 1304 μ.Χ., αφού του δήμευσε την προικώα περιουσία του και το ανάκτορο στο οποίο ζούσε. Είναι δε άγνωστος ο τόπος και ο τρόπος του θανάτου του. Δεν ζούσε πια η μητέρα του μοναχή Θεοδώρα, για να πιεί και αυτό το θανατικό ποτήρι. Πάντως μέσα στο ναό της Παναγίας στο χωριό Βλαχέρνα, απέναντι από την Άρτα, βρίσκεται ο τάφος των αδελφών Ιωάννη και Δημητρίου, που σύμφωνα με την δυσανάγνωστη επιγραφή, πέθαναν με βίαιο θάνατο. Ίσως πολύ αργότερα από το θάνατό τους ο διάδοχος του Νικηφόρου, Δεσπότης Θωμάς Δούκας Κομνηνός, βρήκε και μετέφερε τα οστά τους από την Κωνσταντινούπολη στην Άρτα και τα τοποθέτησε μέσα στο ναό της Παναγιάς, όπου βρίσκεται και ο τάφος του πατέρα τους.


4. Ανώνυμη κόρη Της πιο μεγάλης κόρης της Αγίας Θεοδώρας και του Μιχαήλ Β' δε γνωρίζουμε το όνομα, ούτε έχουμε πληροφορίες για τη ζωή της. Ξέρουμε μόνο από τους συγγραφείς, πως, όταν μεγάλωσε, δέχτηκε την πρόταση του πατέρα της να παντρευτεί έναν ευγενή από την Κωνσταντινούπολη, τον Αλέξιο Ραούλ· Ήταν βέβαια πολύ μεγαλύτερός της στην ηλικία, αλλά η κόρη, όπως και η μητέρα της Θεοδώρα, τον δέχτηκαν με χαρά αυτό το γάμο.


5. Άννα Αγγελίνα Κομνηνή Η Άννα γεννήθηκε στην Άρτα. Σύμφωνα με τον Δωρόθεο Μονεμβασίας, ήταν νέα με έξαιρετική ομορφιά και πολλά φυσικά χαρίσματα. Από την εφηβική της ηλικία εκδήλωσε την επιθυμία να γίνει μοναχή· Ο πατέρας της όμως, ο Δεσπότης Μιχαήλ, είχε διαφορετική άποψη. Για λόγους διπλωματικούς και για ωφέλεια του κράτους και της Ορθόδοξης πίστης, και συγκράτηση και αποφυγή των βλέψεων που είχαν οι παπικοί έναντι των Ορθόδοξων του Δεσποτάτου της Ηπείρου, φροντίζει και παντρεύει την Άννα με τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο, Γάλλο πρίγκιπα της Αχαΐας, με έδρα του την Ανδραβίδα· (τότε όλη η Πελοπόννησος, που την είχαν οι Λατίνοι, αποτελούσε το Πριγκιπάτο της Αχαΐας)· Ο Γουλιέλμος είχε γεννηθεί στην Πελοπόννησο και γνώριζε άπταιστα την Ελληνική γλώσσα· συμφωνεί γι' αυτό το γάμο και η Βασίλισσα Θεοδώρα. Έτσι ο γάμος έγινε με κάθε μεγαλοπρέπεια στην Πάτρα το 1258, και η Άννα παραδόθηκε στο Βιλλεαρδουΐνο με κάθε επισημότητα από τον αδελφό της Νικηφόρο.


Η ωραία Ελληνίδα Πριγκίπισσα, που μετά το γάμο της ονομάστηκε και Αγνή, ήρθε να κατοικήσει στο νέο κάστρο του Μυστρά, που ο ίδιος ο Γουλιέλμος είχε κτίσει· εκεί επιδόθηκε σε έργα φιλανθρωπίας προς τους έχοντες ανάγκη συνανθρώπους της και ζούσε παίρνοντας δύναμη από την προσευχή· μιμούνταν δε κατά πάντα την μητέρα της Θεοδώρα. Το χειμώνα τον περνούσαν στην πρωτεύουσα του κράτους, την Ανδραβίδα. Απόκτησε με το Γουλιέλμο Βιλλεαρδουῒνο δύο κόρες, την Ισαβέλλα και τη Μαργαρίτα. Ο άνδρας της απεβίωσε το Μάιο του 1276. Η δε Άννα έφυγε από τη ζωή δέκα χρόνια αργότερα, και κηδεύτηκε στην Ανδραβίδα, όπου σώζεται μέχρι σήμερα ο τάφος της. Σε όλη της τη ζωή φρόντιζε να ζει χριστιανικά δίνοντας το καλό παράδειγμα στους κατοίκους του κράτους, έχοντας πάντοτε ως πρότυπό της τη μητέρα της Θεοδώρα.


6. Ελένη Δούκαινα, Χοενστάουφεν, Βασίλισσα των δύο Σικελιών (1259-1266) Ήταν η μικρότερη κόρη της Αγίας Θεοδώρας και του Δεσπότη Μιχαήλ Β'· Γεννήθηκε στην Άρτα το έτος 1242· και οι δύο γονείς έτρεφαν μεγάλη αδυναμία στην Ελένη. Είχε απαράμιλλη ομορφιά και χάρη και σεμνότητα, φερόταν με πολλή ευγένεια προς τον απλό λαό και εισέπραττε την αγάπη όλων των ανθρώπων. Οι αρετές της πήγαζαν κυρίως από την καλή ανατροφή που έλαβε από τη μητέρα της Αγία Θεοδώρα, η οποία φρόντισε όλα της τα παιδιά να λάβουν ελληνοχριστιανική αγωγή, εμπνέοντας τις αξίες αυτές κυρίως με το παράδειγμά της. Βασική της φροντίδα, αλλά και του Μιχαήλ, ήταν πάντοτε πώς θα προφυλάξουν την ελληνικότητα του κράτους και την Ορθοδοξία, που πάντοτε επιβουλεύονταν οι παπικοί με την προπαγάνδα τους. Και επεδίωκαν να κάνουν τους γάμους των παιδιών τους με τρόπο που θα βοηθούσε σε αυτό το σκοπό. Έτσι για την Ελένη τους βρήκαν για σύζυγο τον Μανφρέδο, ο οποίος ήταν γιος του Βασιλιά της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας Φρειδερίκου Β', που προερχόταν από τη Γερμανική Δυναστεία των Χοενστάουφεν. Όταν ο Φρειδερίκος πέθανε, με διαθήκη του άφησε στο Μανφρέδο το βασίλειο των δύο Σικελιών. Ο Μανφρέδος, όπως και ο πατέρας του, ήταν ενάντια στις επεκτατικές επιδιώξεις του Πάπα, και γι' αυτό εκείνος τους αφόρισε. Έτσι ο Μανφρέδος έτρεφε μεγάλη συμπάθεια προς τους Ορθόδοξους και σε ό,τι ήταν εναντίον του Πάπα. Η Ελένη, η κόρη της Αγίας Θεοδώρας, ήταν μόλις δεκαέξι χρόνων, όταν έγινε το προξενιό. Ο δε Μανφρέδος ήταν είκοσι έξι χρόνων, πολύ όμορφος με μαλλιά ξανθά, και πολύ γενναίος στα πεδία των μαχών. Πιθανόν να ομιλούσε και την Ελληνική γλώσσα, γιατί αυτή ομιλούνταν στα μέρη αυτά της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας (και μέχρι σήμερα ομιλείται). Ήταν και μουσικός· έγραφε ο ίδιος ποιήματα, τα οποία μελοποιούσε.


Ο γάμος έγινε τελικά στο Τράνο της Ιταλίας, πόλη παραθαλάσσια απέναντι από το Δυρράχιο της Βορείου Ηπείρου, μέσα στο κάστρο, με κάθε επισημότητα, και κράτησε μέρες. Η Ελένη έγινε έτσι Βασίλισσα της Σικελίας, Δούκισσα της Απουλίας και Πριγκίπισσα της Καπύης. Λατρεύει το σύζυγό της, αγαπά περίσσια και το λαό, και όλοι τη θαυμάζουν για την ομορφιά της, τη γλυκύτητα και την καλοσύνη της. Πιστεύει πολύ στο θεσμό της οικογένειας. Έφερε στον κόσμο τέσσερα παιδιά, σε σύντομο χρονικό διάστημα, το ένα μετά το άλλο. Πρώτα τον Ερρίκο το 1262 μ.Χ., μία κόρη, τη Βεατρίκη, το Φρειδερίκο και τον Αντζολίνο (Αγγελίνο), που ήταν το μικρότερο παιδί της. Πολύ νωρίς όμως ο Μανφρέδος μπήκε σε περιπέτειες· αιτία ήταν ο πάπας της Ρώμης. Μισούσε το Μανφρέδο και προσπαθούσε να του δημιουργεί προβλήματα. Ο κόμης της Ανδεγαυίας Κάρολος, τελευταίος γιος του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Η' του Λέοντα, ήταν πολύ φιλόδοξος και κίνησε ουρανό και γη να βρει ένα θρόνο κάπου για τον εαυτό του. Ο Πάπας τότε τον ξεσήκωσε. Τον ανακήρυξε βασιλιά της Σικελίας, και ο Κάρολος ήρθε με τη δύναμη των όπλων να πάρει το κράτος του Μανφρέδου. Έτσι σε μια μάχη, κοντά στην πόλη Μπενεβέντο της Κάτω Ιταλίας, οι δυνάμεις του Μανφρέδου, στις 26 Φεβρουαρίου του έτους 1266 έπαθαν ολοκληρωτική καταστροφή. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Μανφρέδος.


Το θλιβερό νέο έμαθε η Ελένη, ενώ βρισκόταν στην πόλη Νοκερία της Καμπανίας, μαζί με τα παιδιά της, όπου ήταν υπό την προστασία του διοικητή της πόλης. Ο Κάρολος κατέλαβε το κράτος του Μανφρέδου, την δε Ελένη σχεδόν όλοι οι αυλικοί την εγκατέλειψαν. Αυτοί που της έμειναν πιστοί, τη συμβούλεψαν να φύγει με τα παιδιά της στην Ήπειρο, να πάει στην Άρτα, στο σπίτι των γονέων της. Τη συνόδεψαν μέχρι το λιμάνι του Τράνου, όπου έφθασαν νύχτα, αλλά δεν μπόρεσαν να αποπλεύσουν, γιατί είχε μεγάλη τρικυμία. Έτσι κατέφυγαν στο κάστρο κρυφά, και ο φρούραρχος τους δέχτηκε με καλοσύνη. Μαθεύτηκε όμως ότι βρίσκονται εκεί, και ο πάπας παρήγγειλε στο φρούραρχο να τους κρατήσει, ώσπου ήρθαν ιππείς του Καρόλου και τους συνέλαβαν. Αρχικά την Ελένη τη φυλάκισαν στην πόλη του Τράνου, μαζί με την κόρη της Βεατρίκη, τα δε μικρά της αγόρια τα πήραν και τα οδήγησαν σε φυλακή, σε άγνωστο φρούριο, με σκοπό να ξεχαστούν από τους ανθρώπους· γιατί, αν τα αφήσει ελεύθερα, αυτά, όταν μεγαλώσουν, μπορεί να του πάρουν το θρόνο, ως νόμιμοι διάδοχοι του πατέρα τους Μανφρέδου. Εκεί πέρασαν τη ζωή τους, δεμένα με βαριές αλυσίδες στα πόδια, για να μην μπορούν να κινηθούν, και πιθανόν και στα χέρια, μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση.


Τη δε μητέρα τους Ελένη και την κόρη της Βεατρίκη ο Βασιλιάς Κάρολος αργότερα τις μετέφερε και τις έκλεισε στο φρούριο της Νοκερίας, που βρισκόταν ανάμεσα από βουνά, και ήταν ένα από τα οχυρότερα φρούρια του βασιλείου του Καρόλου. Εκεί η θλίψη της ήταν μεγάλη· πρώτα γιατί έχασε το σύζυγό της, τον οποίο υπεραγαπούσε, και δεύτερο γιατί δεν ήξερε ποια τύχη είχαν τα μικρά της αγόρια. Παρακάλεσε πολλές φορές τον Κάρολο να της πει πού βρίσκονται τα παιδιά της, αλλά ποτέ δεν εισακούστηκε. Με επιστολές τους παρακάλεσαν και οι γονείς της, όταν έμαθαν τα συμβάντα, τον πάπα και τον Κάρολο, να απελευθερώσει την κόρη τους Ελένη μαζί με τα παιδιά της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Την ίδια ο Κάρολος την πίεσε πολλές φορές να παντρευτεί κάποιον καθολικό πρίγκιππα Ισπανό, αλλά δε δέχτηκε, για να μην προδώσει τη μνήμη του άνδρα της, αλλά και να μην διακινδυνεύσει την Ορθόδοξη πίστη της, για την υπεράσπιση της οποίας ήταν πρόθυμη και τη ζωή της ακόμη να δώσει. Η στενοχώρια της γινόταν μεγαλύτερη, επειδή δεν έμαθε ποτέ για την τύχη των παιδιών της. Έτσι από τη θλίψη της πέθανε στη φυλακή νεότατη, σε ηλικία μικρότερη των τριάντα χρόνων το έτος 1271. Έφυγε μάρτυρας για την πίστη της στην Ορθοδοξία και στην οικογένειά της.


Η κόρη της Βεατρίκη έμεινε φυλακισμένη μέχρι τα δεκαοκτώ της χρόνια. Ύστερα απελευθερώθηκε, και αργότερα παντρεύτηκε, χωρίς να μάθει ποτέ για την τύχη των αδελφών της. Αυτά παρέμειναν ξεχασμένα από όλους στη φυλακή, χωρίς να λάβουν καμία μόρφωση. Πέθαναν πολύ αργότερα, μετά από τριάντα δύο χρόνια, ύστερα από περιπέτειες σε διάφορες φυλακές. Πρώτα έφυγε ο Αντζολίνο και ο Φρειδερίκος· ο δε Ερρίκος πέθανε πολύ αργότερα, σε ηλικία πενήντα έξι ετών και έξι μηνών, έρημος, ξεχασμένος από όλους, αφού από τις κακουχίες και τα γηρατειά έχασε το φως του. Αυτό το θλιβερό τέλος είχε η μικρότερη κόρη της Αγίας Θεοδώρας Ελένη. Ο δε καθηγητής και συγγραφέας Μιχαήλ Δένδιας (γεννήθηκε το έτος 1899 στους Παξούς και πέθανε το 1977 στην Αθήνα) στο βιβλίο του «Ελένη Αγγελίνα Δούκαινα Βασίλισσα Σικελίας και Νεαπόλεως», γράφει σε κάποιο σημείο:


«Είναι κρίμα ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία εσκέφθη να αγιάσει την μητέρα αυτής Θεοδώρα μόνην, ουχί δε και την Ελένην. Ο λόγος είναι ότι η Εκκλησία αύτη υπήρξε μακράν της θυγατρός της Αγίας Θεοδώρας, δεν εγένετο μάρτυς της εμμονής αυτής εις την αρετήν, δεν εγνώρισε ποτέ την χριστιανικήν αυτής εγκαρτέρησιν εν τη θλίψει, εν τω πόνω, εν τη συμφορά, εν τη ταλαιπωρία, δεν επληροφορήθη ποτέ τα κατά την στάσιν αυτής απέναντι των εν Ιταλία αντιπροσώπων της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας. Η «κόρη του ευγενούς ανδρός Μιχαλίτση» εμαρτύρησεν αληθώς υπέρ της πίστεως, υπέρ της αρετής, υπέρ της ευγενείας του έθνους αυτής. Εις το κάστρον της Νοκερίας, όπου το θλιβερόν αυτής φάσμα θα πλανάται, διήγαγε εν απολύτω υπομονή ημέρας λυπηροτάτας. Τίνας μείζονας δοκιμασίας ηδύνατο να υποστή;» Αυτά ήταν με συντομία τα σχετικά με τη ζωή των έξι παιδιών της Αγίας Θεοδώρας, τα οποία έζησαν σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες που η αγία μητέρα τους τα ενέπνευσε, κυρίως με το παράδειγμά της. Οι γονείς ας την έχουν πρότυπό τους στην ανατροφή των παιδιών τους. *Πηγή: «Βίος και Πολιτεία της Οσίας Μητρός Ημών Θεοδώρας, της Βασιλίσσης Άρτης». Εκ του ιστολογίου «tideon.org». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF