ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: Η ΝΗΣΤΕΙΑ




πὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα, ἀγαπητοί μου, ἀρχίζει ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, περίοδος πνευματικῆς ἀσκήσεως, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καλεῖ ὅλους σὲ ἕνα πνευματικὸ συναγερμό, σὲ μία ψυχικὴ ἔξαρσι πρὸς τὰ ἄνω, σύμφωνα μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου «Τὰ ἄνω ζητεῖτε, …τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολ. 3,1-2).


Ναί, πρὸς τὰ ἄνω! Δὲν εἶνε μόνο ἡ γῆ μὲ τὶς ὡραῖες πεδιάδες, τοὺς ποταμοὺς καὶ τοὺς ὠκεανούς της, μὲ τὰ πλούτη καὶ τοὺς θησαυρούς της, μὲ τὶς κατοικίες καὶ τοὺς οὐρανοξύστες, μὲ τὶς μεγάλες καὶ ποικίλες ἐφευρέσεις τῆς ἐπιστήμης, ποὺ πρέπει αὐτὴ καὶ μόνο νὰ ἑλκύῃ τὸ ἐνδιαφέρον μας. Διότι τί εἶνε ἐπὶ τέλους αὐτὴ ἡ γῆ; Ἐν σχέσει πρὸς τὸ σύμπαν δὲν εἶνε παρὰ ἕνα κουκκὶ ἄμμου. Αὐτὸ λέει ἡ ἐπιστήμη. Καὶ ὅμως γι᾽ αὐτὸ τὸ κουκκὶ τόσα ἐγκλήματα, τόσοι πόλεμοι, τόσα αἵματα. Γιατί; Γιατὶ ὅλοι εἴμαστε προσκολλημένοι στὴν ὕλη· γιατὶ πιστέψαμε πὼς οἱ θησαυροὶ τῆς γῆς εἶνε οἱ μόνοι στὸ σύμπαν· γιατὶ ποτέ δὲν ὑψώσαμε τὸ βλέμμα πρὸς τὰ ἄνω.


Μοιάζουμε μὲ τὰ λαίμαργα ἐκεῖνα ζῷα, τοὺς χοίρους, ποὺ μπαίνουν κατὰ κοπάδια στὰ ὡραῖα δάση μὲ βελανιδιές, σκύβουν διαρκῶς κάτω, ὀργώνουν μὲ τὰ ῥύγχη τους τὴ γῆ, τρῶνε ἀχόρταγα τὰ βελανίδια, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ τετράποδα αὐτὰ δὲν θὰ δῇς νὰ ὑψώνῃ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ πάνω καὶ νὰ δῇ μιὰ στιγμὴ τὰ πανύψηλα δέντρα ποὺ τοῦ δίνουν τὴν τροφή.
Σὲ μιὰ τέτοια κατάστασι βρίσκεται σήμερα καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ αἰῶνος μας. Ἀπολαμβάνει τὰ διάφορα ἀγαθά, ποὺ πηγὴ προελεύσεως σὲ τελικὴ ἀνάλυσι ἔχουν τὸν πάνσοφο καὶ πανάγαθο Θεό, ἀλλὰ δυστυχῶς, ἀπορροφημένος ἀπὸ τὴν ὕλη, ἀπὸ τὴ μανία νὰ κατακτήσῃ τὴν ὕλη, δὲν εὐκαιρεῖ, δὲν θέλει νὰ εὐκαιρήσῃ, οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο, γιὰ νὰ ὑψώσῃ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ νὰ πῇ στὸ Δημιουργὸ ἕνα εὐχαριστῶ.


λλὰ νά, μέσα στὴν ἀποκτήνωσι ποὺ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο οἱ ὑλιστικὲς ἀντιλήψεις γιὰ τὴ ζωή, ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ λέει· Ἄνθρωποι, ὣς πότε θὰ ζῆτε στὰ τέλματα; ὣς πότε θὰ κυλιέστε στὴν ὕλη; Ξεκολλῆστε, ἀπογειωθῆτε! Δὲν εἶνε ἡ ὕλη ὁ μόνος κόσμος ποὺ ἀξίζει ν᾿ ἀπορροφᾷ ὅλη τὴ ζωτικότητα καὶ δραστηριότητα τοῦ πνεύματός σας. Πέρα ἀπὸ τὰ μόρια τῆς ὕλης ἁπλώνεται ἕνας ἄλλος κόσμος, κόσμος ἀπείρως ὡραιότερος ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο ποὺ βλέπουμε κι ἀγγίζουμε μὲ τὶς αἰσθήσεις μας. Εἶνε ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος, τῶν ἀληθειῶν, τῶν ἀρχῶν, τῶν ἰδεῶν· εἶνε ὁ κόσμος τῶν ἀΰλων, τῶν ἀθανάτων πραγμάτων, ποὺ κανένας χρόνος δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλοιώσῃ καὶ νὰ ἐξαλείψῃ.


πογείωσις! Ὡραῖο εἶνε, ἀγαπητέ μου, ν᾿ ἀνεβῇς σ᾽ ἕνα ἀεροπλάνο, νὰ πετάξῃς πάνω ἀπὸ πεδιάδες, φαράγγια, πανύψηλα βουνά, κι ἀπὸ ᾽κεῖ νὰ ῥίξῃς τὸ βλέμμα σου πρὸς τὴ γῆ, ποὺ ἁπλώνεται κάτω σ᾽ ἕνα πανόραμα. Ἀλλ᾿ ἀπείρως ὡραιότερο εἶνε νὰ βρῇ ἡ ψυχή σου τὰ μέσα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ σπάσῃ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης, θὰ πάρῃ φτερὰ καὶ θὰ πετάξῃ πρὸς τὰ ἄνω, θ᾽ ἀγγίξῃ τὰ ἄστρα, θὰ περάσῃ τὰ ἄστρα, θὰ φτάσῃ στὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου, θ᾿ ἀκούσῃ ᾄσματα ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, καὶ θὰ δῇ ὁράματα ποὺ θὰ τὴν κρατοῦν σὲ θάμπος καὶ ἔκστασι καὶ θὰ λέῃ· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης» «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου» (Ἠσ. 6,3 καὶ θ. Λειτ.).


σὲ τί ὕψη μπορεῖ νὰ φτερουγίσῃ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή! Μὲ ποιά ὅμως μέσα ἡ ψυχὴ πετάει σ᾽ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ ὕψη, ἐκεῖ ποὺ ἀνέβηκαν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἅγιοι σὰν τὸν Ἰερεμία καὶ τὸν Ἠσαΐα, σὰν τὸν Παῦλο καὶ τὸν Πέτρο, σὰν τὸν Βασίλειο καὶ τὸν Χρυσόστομο; Ἕνα ἀπὸ τὰ ἀποτελεσματικὰ μέσα ποὺ ἐξυψώνουν τὴν ψυχὴ μᾶς ὑποδεικνύει τὴν περίοδο τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία μας. Εἶνε –παρακαλῶ μὴ γελάσῃ κανείς– ἡ νηστεία! Ἡ νηστεία; Ναί, ἡ νηστεία!


λλὰ ποιά νηστεία; Ὄχι ἡ νηστεία ὅπως τὴν κατήντησε ἡ ἄγνοια καὶ ἡ διαστροφὴ τοῦ γνησίου χριστιανικοῦ πνεύματος, ἀλλὰ ἡ νηστεία ὅπως τὴν δίδαξε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ὅπως τὴν παρέλαβαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, ὅπως τὴν κήρυξαν οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅπως τὴν ἐφάρμοσαν οἱ Χριστιανοὶ τῶν κατακομβῶν τῶν πρώτων αἰώνων, οἱ ὁποῖοι σὰν ἄυλα πνεύματα, σὰν ἄγγελοι, ζοῦσαν πάνω σ᾽ αὐτὴ τὴ γῆ, καὶ γι᾽ αὐτὸ τοὺς θαύμαζαν κι αὐτοὶ ἀκόμη οἱ ἐχθροί τους, οἱ δήμιοι καὶ σταυρωταί τους.


Θὰ μάκραινε πολὺ ὁ λόγος ἂν θὰ ἤθελα νὰ σᾶς παρουσιάσω ὅλα τὰ θαυμάσια διδάγματα τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας περὶ νηστείας, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ βλέπαμε τὴ νηστεία νὰ προβάλλῃ ὄχι σὰν μία ῥακένδυτη καὶ ῥυπαρὴ γυναίκα, ἀλλὰ σὰν μία ἔνδοξη βασίλισσα, ποὺ ἔρχεται ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ δώσῃ μύρια δῶρα στοὺς κατοίκους τῆς γῆς.


Τί εἶνε ἡ νηστεία; «Ἀληθὴς νηστεία», ἀπαντᾷ ὁ μέγας Βασίλειος, εἶνε «ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις» (Ἑ.Π. Migne 31,181b), ν᾿ ἀπέχῃς δηλαδὴ ὄχι ἁπλῶς ἀπὸ τροφή, ἀλλ᾽ ἀπ᾽ ὅλα τὰ κακά. Ἡ νηστεία, συνεχίζει ὁ ἴδιος πατήρ, δίνει φτερὰ γιὰ νὰ φτάσῃ ἡ προσευχὴ γρηγορώτερα στὸ Θεό. «Νηστεία οἴκων αὔξησις, ὑγείας μήτηρ, νεότητος παιδαγωγός, κόσμος πρεσβύταις (=στόλισμα τοῦ γήρατος)» (ἔ.ἀ. 31,173c), γυμναστήριο τῆς ψυχῆς, ὅπλο κατὰ τοῦ πειρασμοῦ, πολύτιμος σύντροφος σὲ ὅλη τὴ ζωή μας.


δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ ρωτάει· «Χριστιανέ, νηστεύεις; Ἐὰν νηστεύῃς ἀληθινά, δεῖξε το μὲ τὰ ἔργα σου. Ποιά ἔργα; Ἐὰν δῇς φτωχό, ἐλέησέ τον. Ἐὰν ἔχῃς ἐχθρό, συμφιλιώσου μαζί του. Ἐὰν κάποιος φίλος σου εὐδοκιμῇ καὶ προοδεύῃ, μὴ τὸν φθονήσῃς. Ἐὰν δῇς ὡραία γυναῖκα, προσπέρασε γρήγορα. Γιατὶ δὲν πρέπει νὰ νηστεύῃ μόνο τὸ στόμα ἀπὸ τὰ φαγητά· πρέπει νὰ νηστεύουν καὶ τὰ μάτια μας καὶ τ᾿ αὐτιά μας καὶ τὰ χέρια μας καὶ τὰ πόδια μας καὶ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός μας. Ἂς νηστεύουν τὰ μάτια μας ἀπὸ θεάματα ἀκολασίας. Ἂς νηστεύουν τ᾿ αὐτιά μας μὲ τὴν ἀπομάκρυνσί μας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ αἰσχρολογοῦν καὶ κακολογοῦν καὶ διαβάλλουν. Ἂς νηστεύουν τὰ πόδια μας μὲ τὴν ἄρνησι νὰ πᾶμε σὲ κέντρα ἀσωτίας καὶ διαφθορᾶς. Ἂς νηστεύῃ ἡ γλῶσσά μας ἀπὸ κάθε περιττὸ καὶ βλαβερὸ λόγο (βλ. Ἑ.Π. Migne 49,53).


Κ᾽ ἕνας ἄλλος ἀρχαῖος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας ἐκήρυττε· «Νηστεύσωμεν, ἀδελφοί, ΔΙΑ ΝΑ ΕΛΕΗΣΩΜΕΝ». Οἱ πρῶτοι δηλαδὴ Χριστιανοὶ περιώριζαν τὰ γεύματά τους, καὶ τὰ χρήματα ποὺ θὰ δαπανοῦσαν γιὰ τὰ φαγητὰ τὰ ἔδιναν σὲ ἐλεημοσύνες. Κλεῖστε, ἀδελφοί μου, κλεῖστε μιὰ στιγμὴ τὰ μάτια σας καὶ φανταστῆτε ὅλη τὴν Ἑλλάδα μας, ἀπὸ τὸν Ἕβρο μέχρι τὴν Κρήτη κι ἀπὸ τὴν Κέρκυρα μέχρι τὴ ῾Ρόδο καὶ τὴν Κύπρο, φανταστῆτε δηλαδὴ ὅλους τοὺς Ἕλληνες, ἀπὸ τὰ προεδρικὰ μέγαρα μέχρι τὶς καλύβες τῶν χωρικῶν μας, νὰ νηστεύουν ὁλοκληρωτικὴ νηστεία τὴν τελευταία ἡμέρα ἑκάστου μηνός, καὶ τὴν ἑπομένη τὰ χρήματα, ποὺ θὰ δαπανοῦσε ὁ καθένας γιὰ τὸ φαγητό, νὰ τὰ καταθέτῃ σὲ μία τράπεζα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν, ἀσθενῶν, ὀρφανῶν καὶ χηρῶν, τῶν μυρίων θυμάτων τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας. Τί πλούτη θὰ μαζεύονταν, ἂν ἐφαρμοζόταν ἡ ἁγία αὐτὴ συνήθεια τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων! «Νηστεύσωμεν, ἵνα ἐλεήσωμεν».


Πρὸ ἐτῶν, ὅταν ἡ πατρίδα μας, λόγῳ τῶν δεινῶν συνθηκῶν ποὺ εἶχαν προηγηθῆ, βρισκόταν σὲ κατάστασι ἀνάγκης, γράφτηκε στὶς ἐφημερίδες ἡ προτροπή, ὅλοι οἱ Ἕλληνες νὰ παραιτηθοῦν ἀπὸ ἕνα γεῦμα τους καὶ τὸ ἀντίτιμο τοῦ γεύματος νὰ προσφερθῇ κατὰ τὴν περιφορὰ δίσκου σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τοῦ ἐσωτερικοῦ καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ. Εἴθε ἡ ὡραία αὐτὴ ἔμπνευσι νὰ λάβῃ καὶ πάλι σάρκα καὶ ὀστᾶ. Εἴθε κατὰ τὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ποὺ καλούμεθα νὰ ἑτοιμαστοῦμε γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὰ σεπτὰ πάθη καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, εἴθε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ Ἕλληνες νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν κρισιμότητα τῶν στιγμῶν ποὺ περνάει ἡ φυλὴ καὶ ἡ πατρίδα μας, καὶ μὲ κάθε τρόπο ν᾽ ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὴν πνευματική μας ἀφύπνισι, καὶ ν᾿ ἀξιωθοῦμε νὰ δοῦμε τὸ συντομώτερο τὴν ἡμέρα τῆς χαρμόσυνης ἀναστάσεως.


Τελειώνω, ἀγαπητοί μου, μὲ τὸ ἀρχαῖο χριστιανικὸ σύνθημα, τὸ ὁποῖο πάντοτε, ἀλλ᾿ ἰδιαιτέρως τὴν περίοδο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, πρέπει νὰ συγκινῇ τὶς ψυχές μας· «Νηστεύσωμεν, ἵνα ἐλεήσωμεν». (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


*Νηστεία (εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Τυρινῆς), βιβλίον Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός, Βόλος 1950, σσ. 156-158 καὶ περιοδ. «Σάλπιγξ Ὀρθοδοξίας» 1982, σσ. 51-52. *Εκ του ιστολογίου «augoustinos-kantiotis.gr». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF