ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ

 




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετανικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.


Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 331-334.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Μας πήρε το παράπονο! Μπρε δικό μας δεν είναι τούτο το χωριό; Δικά μας δεν είναι τα σπίτια; Δικά μας δεν είναι τα χώματα, τα σπαρτά, τα δέντρα; Εδώ δε μεγαλώσαμε; Εδώ δε δουλέψαμε; Εδώ δεν είναι βαμμένα τα κόκκαλα των πατεράδων μας; Εδώ δεν είναι τα καζάντια μας, οι μνήμες μας, τα όνειρά μας; Πώς έγινε και δεν είναι πια τίποτε δικό μας; -Σύρε να φύγουμε! είπε ο σύντροφός μου. Αν μας δει μάτι, δε θα μείνει απ' το κορμί μας ουδέ κόκκαλο για τα σκυλιά! Ανηφορίσαμε για το σπίτι του κεχαγιά Σεφέρογλου.


Εκεί ξέραμε πως θα βρίσκαμε ό,τι χρειαζόμαστε∙ τραγίσια τουλούμια να τα φουσκώσουμε και να πέσουμε μ' αυτά στη θάλασσα, σκοινιά, ρούχα, φανάρια, τρόφιμα. Το σπίτι απομονωμένο στο βουνό, δεν είχε ακόμα πατηθεί. Μόνο τα κοπάδια λείπανε. Τα γιατάκια στρωμένα κάτω απ' τη γκορτσά. Οι κόττες με το που μας νιώσανε φτερακούσανε. Δε χάσαμε καιρό∙ τα κατατόπια τα ξέραμε. Ό,τι ζητήσαμε το βρήκαμε. -Για βάστα, έκανε, λαχτάρησα να μασήσω κρέας! Τρέχει τσακώνει δυο κόττες∙ βγάζει μαχαίρι να τις σφάξει μήπως και κακαρίζουνε στο δρόμο. Μα γίνεται κίτρινος, τρέμει το χέρι του∙ τις παρατάει. -Δεν μπορώ, κάνει. Πάμε!


Μόλις φτάσαμε στο δάσος βρήκαμε μιαν απόμερη σπηλιά να ξαποστάσουμε. Δοκιμάσαμε τα τουλούμια μήπως και χάνουν αέρα. Ύστερα καθήσαμε να φάμε τα κριθαρένια παξιμάδια και τα ξερά σύκα του φίλου μας του Σεφέρογλου. Ήπιαμε ρακί, στρίψαμε τσιγάρο. Ξαναπήραμε τη στράτα. Βγήκαμε σε μιαν έρημη παραλία. Ανάμεσα Τσαγκλί και Σάμο είναι ένα ερημονήσι. Αν καταφέρουμε και φτάσουμε ζωντανοί ίσαμε κει, ύστερα ένα σάλτο είναι πια η Σάμο. Θα κάνουμε σινιάλα στους ψαράδες, θα φωνάξουμε. Ένας ήταν ο κίνδυνος∙ μήπως προλάβανε οι Τούρκοι και βάλανε φυλάκια.


Αυγές ζυγώσαμε τη θάλασσα∙ η αγωνία μας κορυφώθηκε. Κάθε ήχος μας αλάφιαζε. Κάποια στιγμή ακούσαμε κουβέντες. Μπροστά μας ήταν ένας βάλτος∙ χωθήκαμε μέσα στη λάσπη. Ο Πάνος δεν άντεξε πολύ. Έβγαλε το κεφάλι του και σαν είδε πως προσπέρασαν οι Τούρκοι, μ' ανάσυρε κ' εμένα. Κρυφτήκαμε πίσω από βράχια. Αέρας τάραζε τη θάλασσα και την έκανε να σπάζει με θόρυβο πάνω στις πέτρες. Φουσκώσαμε γρήγορα τα τουλούμια κ' ετοιμαστήκαμε να πέσουμε. Την ύστατη στιγμή ο φίλος μου δείλιασε. Δεν είχε ξαναμπεί στο νερό. Για να του δώσω κουράγιο έπεσα πρώτος και με ψηλά τα χέρια τού ' δειξα πως τα τουλούμια με σηκώσανε στον αφρό.


Στεργιανός ήμουνα και γω, όμως είχα μπει σε θάλασσα πολλές φορές στο Κουσάντασι και στη Σμύρνη. Του εξήγησα πως με τα τουλούμια δεν είχαμε να φοβηθούμε τίποτα. -Πέσε! του φώναξα. Μη χάνουμε καιρό. Ο Πάνος, που δεν είχε τίποτα σκιαχτεί στη ζωή του, έτρεμε μπρος στη θάλασσα. Έκανε δυο βήματα μπρος και δέκα πίσω. Αναγκάστηκα να ξαναβγώ στη στεριά. -Δεν μπορώ! Δεν έρχομαι! Θά 'χουνε φυλάκιο οι Τούρκοι στο νησί. -Αχ, μωρέ Πάνο, εσύ τα λες αυτά! Εσύ; Θα τους ριχτούμε, θα τους τσακώσουμε απ' τ' αχαμνά! Θα τους στραμπουλίξουμε! Θα τους αρπάξουμε τα όπλα. Έλα! Άλλη ευκαιρία δε θα ξαναβρούμε. Βιάσου! Κουνήσου!


Μουλάρωσε, σφήνωσαν τα πόδια του στα βράχια∙ δεν έκανε βήμα. Τον πλησίασα, τον καλόπιασα, του αγρίεψα, τον έσυρα με το ζάρι, τίποτα∙ παρά τρίχα να 'ρθούμε στα χέρια. Δεν ήξερα τι να κάνω. Η ώρα περνούσε. Ακούσαμε κουβέντες. Μπροστά μας ήταν ένας βάλτος∙ χωθήκαμε μέσα στη λάσπη. -Τι κάθεσαι; φώναξε μπουρινιασμένος. Δε σε κρατάω γω. Πάγαινε! Γύρισα και τον κοίταξα. -Μπρε, Πάνο! Κρίμα! Κατέβασε το κεφάλι του. Τοιμάστηκα να πέσω στο νερό. Η καρδιά μου ήτανε βαρειά. -Γεια σου! είπα. Τον έπιασε συγκίνηση. -Αν πετύχεις βάρκα και μπορέσεις, έλα πάρε με. Θα στέκω εδωνά, να σε περιμένω. Κατάλαβα πως έσπασε∙ δε θα μ' ακολουθήσει. Έπεσα στη θάλασσα.


Το κύμα με δυσκόλευε. Κουνούσα αδέξια χέρια και ποδάρια. Η ανάσα μου έβγαινε λαχανιαστή. Ήξερα πως έπρεπε να κουμαντάρω και νεύρα και κινήσεις. Το μάτι μου τώρα έτρωγε το ξερονήσι. Τι θα βρώ μπροστά μου; Είχαν φυλάκιο οι Τούρκοι; Άμα ζύγωσα νόμισα πως θα λιποθυμήσω απ' την κούραση. Δυσκολεύτηκα νά 'ρθω στα συγκαλά μου. Άρχισα να σκαλώνω προσεχτικά. Αφτί, μάτι, νεύρα όλα τεντωμένα. Άκουσα θόρυβο και στάθηκα. Σα να χαρχαλεύανε ξερά κλαριά. Είπα ν' ανεβώ στην κορφή ν' αντιληφτώ τι γίνεται. Μπουσουλούσα. Το σούσουρο μεγάλωνε. Κρύος ιδρώτας με περίλουζε.


Ζερβά μου, στο γκρεμνό, βλέπω από μια κουφάλα να ξεμπουκάρουν κάμποσοι γλάροι. «Ααχ!» ανάσανα! Το νησί ήταν έρημο. Έψαξα όλες τις μπάντες. Προχώρησα λεύτερα , με μεγάλες δρασκελιές. Σκάλωσα στο πιο φανερό ύψωμα και ξαγνάντευα τη θάλασσα κατά τη Σάμο. Ένα μίλι με χώριζε απ' την Ελλάδα. Άρχισα να κουνάω ένα άσπρο ζουνάρι. Τα μάτια μου τρώγανε τις θάλασσες. Η ώρα περνούσε. Μ' έπιασε λιγούρα. Η θάλασσα ωστόσο μπουνατσάριζε. Δε γίνεται σκεφτόμουνα, κάτι θα φανεί, κάποια ψαρόβαρκα, κάποια βενζίνα. Στην ανάγκη θα πέσω πάλι στη θάλασσα, θα πάω κολυμπώντας. Αν είχε έρθει ο διάολος ο Πάνος μαζί, όλα θα μου φαινόταν εύκολα.


Το μάτι μου πήρε ένα μαύρο σημαδάκι στον ορίζοντα. Έμοιαζε με πουλί. Όχι δεν ήτανε πουλί, ήτανε βράχος. Όχι, ούτε βράχος. Κουνιέται! Κουνιέται! Είναι πλεούμενο. Είναι ψαρόβαρκα. Έχει λάσκα το πανί. Έχει κουπιά. Ναι κουπιά. -Ε! Ε! Ε! Άρχισα να φωνάζω. Κουνούσα το άσπρο ζουνάρι. Σφύριζα. Με είδανε; Μ' ακούσανε; Είπα μήπως σκιαχτούν και γυρίσουνε πίσω. Κ' έτρεξα χαμηλά στις ξέρες. Φόρεσα τα τουλούμια κ' έδωσα ένα σάλτο στα βαθειά νερά. Η βάρκα όλο και ζύγωνε. Άρχισα να μουδιάζω. Σφίχτηκα. Όταν μ' ανασύρανε οι ψαράδες δεν είχα πνοή. Η μιλιά μου δεν έβγαινε. Ένιωθα μόνο τα καυτά μου δάκρυα στα μάγουλα. Μου δώσανε νερό. Συνήρθα.


Είπα στους δυο ψαράδες, πως βρέθηκα στο ξερονήσι. Τους παρακάλεσα να πάμε πίσω να πάρουμε το φίλο μου. Σωπαίνανε. Ο μεγαλύτερος, που τον λέγανε Λέαντρο μου λέει: -Γι' άκου, πατριώτη, ξηγημένες, παστρικές κουβέντες. Στα τούρκικα νερά δε ζυγώνουμε. Καταλαβαίνεις; Έχω δέκα παιδιά να θρέψω! Ποιος Θεός το θέλει να ορφανέψουνε για να σωθεί μια ψυχή! Δεν πάω. Ο άλλος συμφώνησε. Πιάσανε κ' οι δυο τα κουπιά και κάνανε πίσω. Τους είπα τις τελευταίες κουβέντες του Πάνου. -Θα μας προφυλάξει, δε θα καούμε... Κ' εγώ τη θέλω τη ζωή μου.


Λέτε να μην τήνε θέλω, ύστερα απ' όσα τράβηξα; -Μη χάνεις τα λόγια σου. Κ' ίσαμε δω που ήρθαμε ήτανε μεγάλη κουτουράδα! Όλη τη φούρκα τους τη βάλανε στο κουπί. Όταν είδα πως ξεμακραίνουμε, το μυαλό μου μπήκε σε κίνηση∙ πηδούσε από λύση σε λύση. Τον Πάνο μια φορά δε θα τον αφήσω. Αυτός μ' έσπρωξε να το σκάσουμε, μαζί τα ξεκεφαλιώσαμε ίσαμε το Τσαγκλί. Πήρα μιαν απόφαση στα γρήγορα. Έπεσα στη θάλασσα. Τα τουλούμια είχανε κάπως ξελασκάρει. Πάλευα με το νερό. Οι ψαράδες παρατήσανε τα κουπιά σαν μετανοιωμένοι.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοσηΑθήνα 1986, σελ. 331-334.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF