ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΙΤΙΔΗ: «ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ» 1899 (ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟΝ)

 



Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη. Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, «ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ» σελ. 80-88.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»




ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ



ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:



«ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ»



(1899)





-Μπούκα! Ακούομεν αίφνης την φωνήν του πλοιάρχου μας. Εγειρόμεθα όλοι. Οι ναύται τρέχουν εις τας θέσεις των. -Μόλα-μπουρίνα -τίρα-μόλα! Εισήλθομεν εις τον Ελλήσποντον, διά χειρισμού δεξιού αποφεύγοντες το ισχυρόν ρεύμα. Δεξιά μας το Κουμ-καλέ, αριστερά το Συτίλ- Μπαχάρ, ορθάνοικτα φύλλα της πόρτας του γαλάζιου πορθμού. Άνεμος δροσερός μας αναρριπίζει όλους. Αύραι ζωνταναί, αι αύραι του Ελλησπόντου. Τας βλέπεις σχεδόν πνεούσας κυανάς από το Τσανάκ- καλέ, αόρατον όπισθεν μιας κυανής άκρας της ασιατικής παραλίας. Τα ιστία αναταράσσονται κατ' αρχάς χαρμοσύνως ως μανδήλια της σκούνας επισειόμενα προς χαιρετισμόν επί τω αισίω κατάπλω και πλαταγούσιν ηδέως ως πτερά όρνιθος ετοιμαζομένης να καθήση. Συρίζουν δε και τα καρχήσια εν αγαλλιάσει και τα «δίνουμε» σκιρτώντες διά τ' Άσπρα Γιάρια. Το ρεύμα ροχθούν, αφρίζον, περιδινούμενον μεθ' ορμής κατέρχεται προς τα κάτω, καθιστών αδύνατον τον περαιτέρω ανάπλουν.


-Μπρούλια τρίγκο. -Μάϊνα κόντρα! Μάϊνα φλέσι! -Μάϊνα γάμπιαις! -Μάϊνα φλόκια! Αι διαταγαί του πλοιάρχου αλλεπάλληλοι αντηχούσαν εν τω κυανώ του Ελλησπόντου όρμω. Ο δρόμος ανακόπτεται και η σκούνα πλήττουσα τα κύματα, ως καλή οικοκυρά εισέρχεται εις τον θάλαμόν της ν' αναπαυθή μετά τόσον κοπιώδη πλουν. -Πόντισον! Τελειόνει τας διαταγάς του ο πλοίαρχος και τρίβων τας χείρας του βηματίζει επί της πρύμνης· αμέριμνος πλέον ως εργάτης σχολάσας από την εργασίαν του. Σχοινία και ιστία, τα πολύπλοκα άρμενα όλα αναμίξ επί του καταστρώματος και άλλα επί των ιστών. Οι ναύται ερπύζοντες ανέρχονται επί των κεραιών και περιμαζεύουσι περιδένοντες πάντα εν τάξει.


Σκάφη παντοία ηγκυροβολημένα εν αταξία, καθώς ηυκολύνοντο, επλήρουν τ' Άσπρα Γιάρια, ένα μέγαν λιμένα του Ελλησπόντου προς την Ανατολήν. Τριίστια μπάρκα και σκούναι κομψαί και μπάρκα- μπέστια και τσερνίκια και τρεχαντήραι παμμέγισται λαδάδικαι, φορτωμένα και κενά. Μαύρα, φαιά, πράσινα, γαλάζια, με άσπρα μπούρδα, κατάμαυρα. Στιλπνά, καινουργή, παληοκάραβα ανθρακοφόρα. Αυστριακά παμπάλαια, του πετρελαίου μπάρκα, Σκιαθίτικα, Κασσώτικα, Χιώτικα, καράβια Γαλαξειδιώτικα, Ψαριανά καράβια όλα φύρδην μίγδην ανέμενον άλλα μεν να πνεύση νότος, ίνα πλεύσωσι προς την Προποντίδα, άλλα δ' εκαρτέρουν τα ρυμουλκά να τα ρυμουλκήσωσι δύο- δύο, τρία-τρία μέχρι του Αναγαρά.


Καταγάλανα τα κύματα του Ελλησπόντου εχόρευον γύρω μας και αι ακταί αμμώδεις εξετείνοντο καθαραί, απαστράπτουσαι, ευωδιάζουσαι. Τα μαγαζάκια έξω του χωριού μέσα εις καταπρασίνους κήπους, γεμάτα πλοιάρχους, εγελοκοπούσαν, κ' η βάρκες εκουβαλούσαν πρωί-βράδυ τροφάς νωπάς, σφακτά τετράπαχα και δροσερά λαχανικά διά τον αραγμένον στολίσκον, ου τα πλείονα πλοία προωρισμένα διά την Μαύρην θάλασσαν ήθελαν ν' αποχαιρετίσωσι τα δροσερά της Ανατολής ζαρζαβατικά. Τινές δε πλοίαρχοι και συνεπλήρουν την αποθήκην των τροφών, ευρίσκοντες αυτόθι ευθηνότερα και καλλίτερα τα πράγματα.


Η Θρακική Χερσόνησος απέναντι μας με τα θαμνώδη βουνάκια της εσκοτίνιαζεν ήδη. Ο κάβο-Φονιάς, επικίνδυνος, εις αβαθή ύδατα, άκρα, μας έκρυπτε το Τσανάκ-καλέ, όπου έπρεπε να παρουσιάση ο πλοίαρχός μας τα χαρτιά του κατά την τάξιν. Χαριεστάτη διήλθεν είτα η πρώτη της νυκτός φυλακή. Ο γλαυκός Ελλήσποντος ποικιλοτρόπως αντήχει από τους διαφόρους γλωσσικούς ιδιωτισμούς των ναυτικών Ελληνικών πόλεων, συγχεομένους όλους εις μίαν δροσερωτάτην αρμονίαν. Πλοίαρχοι και ναύται εκουβέντιαζαν από τα διάφορα πλοία ξεκουραζόμενοι μετά τον επίπονον πλουν, διηγούμενοι προς αλλήλους τα κατά τον πλουν και ερωτώντες «για της δουλιαίς πώς πάνε».


Πρωί-πρωί, οξύτατος συριγμός ρυμουλκού με αφύπνισεν. Ανήλθον. Γαλανή θάλασσα, γαλανά βουνά, γαλανός ουρανός, γαλανόν το ρυμουλκόν που μας ετραβούσε προς την Προποντίδα, εμάς και δύο άλλα τρεχαντήρια, ένθεν και ένθεν. Έτρεχε το ρυμουλκόν μετά δυνάμεως, και έφευγον επ' εδώ κ' απεκεί χειροπιασμένα ως εν χορώ βουνά και κάμποι και κάστρα και χωριά. Βουνά με τα δένδρα των και χωριά με τα σπίτια των όλα έφευγον, ως να τα είχε παρασύρει το ρεύμα του Ελλησπόντου ακατάσχετον.


Έτρεχε το ρυμουλκόν ολοταχώς, έτρεχε και η σκούνα μαζί όπισθέν του, καμαρώνουσα, δεμένη, χαίρουσα. Νεόνυμφη που την εχόρευε ο μικρός κουμπάρος της, το ρυμουλκόν με συρματένιο μανδήλι. Καμμιά φορά ότε το ρεύμα ήτο ισχυρόν ήσθμαινε το ρυμουλκόν, εκοντοστέκετο και η σκούνα με τα δυο τρεχαντήρια ένθεν και ένθεν αρνουμένη να προχωρήση - κατάδικοι που τους επήγαινον να τους κρεμάσουν... Ατμόπλοια διάφορα, φορτωμένα και κενά παραπλέουσι αναβαίνοντα και καταβαίνοντα σιωπηλά, βωβά, μη ανταλλάσσοντα ουδέ χαιρετισμόν από την βίαν των.


-Έτσι μπορώ να ταξειδεύω με κάθε καιρό! Έλεγεν η Νεροφίδα, ξαπλωμένος ο γέρων ναύτης, - έλεγε πώς ήτο αδιάθετος -παρά το μαγειρείον, οπόθεν εξήρχετο ευώδης η ορεκτική οσμή του παρασκευαζομένου αλιπάστου κρέατος διά το πρόγευμα. Περί αυτόν οι ναύται έξαινον στυππείον, διότι ο πλοίαρχος είχεν επαναλάβει πάλιν ειπών ότι «η μόνη τέχνη που δεν περνά είναι η τεμπελιά». - Σαν αποχτήσω, βρε παιδιά, εξηκολούθησεν η Νεροφίδα, κ' εγώ καμμιά σκούνα, και γένω καπετάνιος, θα πάρω κ' ένα ρυμούλκι, να με τραβά πάντα. Κ' εγώ ξαπλωμένος θα φουμάρω το τσιμπουκάκι μου. Να με βλέπουν που λέτε η θάλασσαις και τα πέλαγα και να λένε: «-Να καπετάνιος μια φορά!» Να με βλέπουν οι σκούναις και τα μπάρκα και να λένε: «-Να καπετάνιος μια φορά!» Να με βλέπουν και η Μαυροθαλασσίτισσαις και μελαχροιναίς και να λένε και αυταίς: «-Να καπετάνιος μια φορά!»


Και θωπεύων εγγύς του τον Αράπην, τον μπογαζιανόν σκύλλαρον της σκούνας, έλεγε χαριεντιζόμενος, θεωρών το ρυμουλκόν αφανές από τους αφρούς, έλκον ολοταχώς την σκούναν. -Γεια σου, ξεφτέρι μου! | Κ' εξηκολούθει: -Έπρεπε να σας είχα, μωρέ σεις παιδιά, με τούτη τη σκούνα. Εταξειδεύσαμε πάλι για τον Ποταμόν άδειοι. Ξανοίξαμε από τον Μαρμαρά και εκάμναμε μια μεγάλη βόλτα από την Ραιδεστό ς' την Καλόλημνο. Μόλις που ετεραμολάραμε, να τα γυρίσουμε, απάνω, που λέτε, ς' την στροφή, ς' την Καλόλημνο, να και πετιέται ανατολικά μπροστά μας πράσινο φανάρι, θηρίο ανήμερο ολοταχώς. Θάλασσα-κιαμέτι. Δεκέμβριος μήνας. Ο καπετάνιός μας, μόλις που άφησε τα κιάλια από τα χέρια του κι' ανάσανε γιατί τα πήραμε καλά, ακούει από την πλώρη: -Πράσινο φανάρι! -Πράσινο φανάρι! επαναλαμβάνει και ο πλοίαρχος σαν χαζός και γυρεύει πάλι τα κιάλια του. Από την πλώρη η βάρδα ξαναφωνάζει πάλιν: -Πράσινο φανάρι!


Αχ, μωρέ παιδιά μου, ένα πράσινο φανάρι! Το είδαμε κ' ηρχόντανε με θυμό κατεπάνω μας, να μας φάη. Ημείς διπλαρωμένοι ακόμα. Το είδαμε όλοι πλεια. Πάει μας τρακάρισε! φωνάζω με απελπισία. Έπρεπε να δείχνη κόκκινο, για να είνε σε τάξι. Το είδε κι' ο καπετάνιος το πράσινο φανάρι που ηρχότανε με βογγυτό. Εσάστισε. -Άη-Νικόλα μ'! ασημένια σου την χαρίζω! Αυτό μονάχα πρόφθασε να ειπή ο καπετάνιος. Οι ναύταις όλοι βλέπαμε το πράσινο φανάρι που ερχότανε με κρότο. -Ε! από το βαπόρι! Ε! από το βαπόρι! φωνάζαμε όλοι, αλλά ο αγέρας έπαιρνε προς τα κάτω της φωναίς μας. Ούτε ξεχώριζαν διόλου από την βοή του βοριά. Την καμπάνα! την καμπάνα! Ακούμε τότε μια φωνή, και αμέσως ακούμε και την καμπάνα που εβούιζεν άγρια ς' την πλώρη μας σαν σε λείψανο. Απάνω ς' το χτύπημα της καμπάνας ακούμε και δυνατό σφύριγμα, σφύριγμα μηχανής. Κ' ένα ξεθύμασμα βαθύ κατόπιν. Η σκούνα μας τα γύρισε και το πράσινο φανάρι σταμάτησε μπροστά μας, ένα θηρίο, ένα θεοπάπουρο!


Ποιος φώναξε: -την καμπάνα; -Κανείς από μας δεν φώναξε. Πώς χτύπησεν η καμπάνα; Κανείς από μας δεν χτύπησεν. Ο μάγειρός μας, ένας που έκαμε σε μοναστήρια, έλεγε πως είδεν ένα γεροντάκι ζωηρό με άσπρα γένεια στρογγυλά σαν τον Άη-Νικόλα, που εχτύπησε μονάχος του την καμπάνα. Σ' την μέση θα μας έκοβεν, αν δεν μας εγλύτωνεν ο Άη-Νικόλας. Και μετ' ευλαβείας η Νεροφίδα διακόψας την διήγησιν έκαμε τον σταυρόν του. Όλοι τον εμιμήθημεν. -Είδατε, μωρέ παιδιά, το ασημένιο καραβάκι; Εξηκολούθησε πάλιν η Νεροφίδα. Εκείνο το ασημένιο καραβάκι που κρέμεται από τον μεγάλον πολυέλαιον ς' τον Άη-Νικόλα; ς' την πατρίδα; Είν' η σκούνα μας αυτή που την έταξεν ασημένια ο καπετάνιος μας ς' τον Άη-Νικόλα τότες που μας εγλύτωσε. Όλη από καθαρό ασήμι, καλοδουλεμένο, της Ρωσίας ασήμι. Μισή οκά ασήμι. Σε πρώτο ταξείδι, όταν φθάσαμε με το καλό ς' το Ταϊγάνι, ο καπετάνιος μας αμέσως επαράγγειλε μια ασημένια σκούνα, μισή οκά, με τα κατάρτια της, με τα πανιά της ανοιχτά, με τα ξάρτια της, όλα ασημένια. Μπροστά 'ς την πλώρη ένα ασημένιο γεροντάκι με στρογγυλά ασημένια γένεια, ο Άης-Νικόλας, σημαίνει την καμπάνα την ασημένια. Πίσω ο καπετάνιος. Δεν λείπει κι' αυτός. Γονατιστός, ξεσκούφωτος, ασημένιος.


Είνε τώρα κρεμασμένη 'ς τον πολυέλαιο του Άη-Νικόλα. Και όταν ανάφτη ο γέρω-Συμβίας της λαμπάδες, ς' την πανήγυριν, σ' την αγρυπνία και τον κουνή κατόπιν τον πολυέλαιο, κουνιέται κ' η σκούνα η ασημένια μαζί του πέρα-δω, ς' την αγρυπνία, κ' είνε μια χαρά να την βλέπης. Θαρρείς και ταξειδεύει ς' τη Μαύρη Θάλασσα.


Το ρυμουλκόν, αφού μας εξήγαγεν έξω από τα ρεύματα, μας άφησε πλέον. Επεράσαμεν τα Γαλατάρια. Αφήσαμεν οπίσω τον Αναγαράν. Εχώνεψεν η Καλλίπολις με τους μιναρέδες της, θαλασσωμένη μέσα εις τα γλαυκά της Προποντίδος κύματα. Χάθηκε το Λαμψάκι το ιστορικόν και το Τσαρδάκι δεν φαίνεται πλέον. Έκλεισεν ο Ελλήσποντος κ' ήνοιξεν η Προποντίς, ο κατακύανος Μαρμαράς και κατάκρυος. Θαρρείς και ανήλθες εις κυανούν της Μεσογείου θαλασσοπέδιον, υψηλά, προς τας κρυεράς αύρας, προς τα ολόδροσα μελτέμια. Η σκούνα, με όλα τα πανιά, χαριέντως κλίνουσα προς την μίαν πλευράν, ως επί κυανής κλίνης με το πλευρόν νύμφη, λοξοδρομούσα, προσεγγίζει οτέ μεν προς την Θράκην, οτέ δε προς την Ανατολήν.


Ο Μαρμαράς, κατάξηρος, με τα λατομεία του και με τους κολιούς του τους μαρμαρινούς. Ατμόπλοια, γολέταις, τρεχαντήρια, βρίκια αναιβοκαταιβαίνουν σαν πουλιά ταξειδιάρικα. Χορταίνει η καρδία καθαρόν αέρα και η όρασις καταπρασίνην χλόην των αμπελώνων και φυτειών, αίτινες παχείαι περιβάλλουσι τα ονομαστά Γανόχωρα της Θράκης. Αφίνομεν την Ραιδεστόν, χαιρετίζομεν την Καλόλημνον ως πάπιαν εν μέσω της Προποντίδος παίζουσαν και ούτως εν χαρά πλέον με τα πανιά γιαλό-γιαλό από τον Άγιον Στέφανον ς' τους δύο Τσεκμετζέδες παραπλέοντες αράξαμεν μίαν αυγήν από κάτω από τα Ψωμαθειά της Πόλεως. Βόμβος αόριστος, ως ανέμου μακρυνού βόμβος, έφθανε προς ημάς, η βοή της μυριοποθήτου Βασιλευούσης. Όταν ανήλθον επί του καταστρώματος, έτριβον κ' επανέτριβον τους οφθαλμούς μου, έκθαμβος προ του πανοράματος εκείνου του ζωντανού, το οποίον ξετυλίσσετο ευφρόσυνον ενώπιόν μου. Σαν όνειρον, σαν χιλιόχρωμον ζωγραφίαν επί κυανού εδάφους εθεώρουν εν θαυμασμώ την μυριάνθρωπον Πόλιν, με την ανατολήν του ηλίου αναθρώσκουσαν από μέσα από την ομίχλην, ως αναδυομένην από των κυμάτων, σύμπλεγμα πολύμορφον κυπαρίσσων και μιναρέδων και θόλων, παλατίων και ναών.


-Είδες την Πόλιν, βρε Γιαννάκη; Έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον έφηβον υιόν του, εν σιγή θεωρούντα την απροσδόκητον εκείνην οπτασίαν του χρυσού και φωτός και αφρού, άτινα μυστηριωδώς στερεοποιούμενα μετεμορφούντο εις την μυθοπλαστουμένην Πόλιν, την Πόλιν των αγαθών και του πλούτου, την Πόλιν της αναπαύσεως του κεκμηκότος ναύτου, εις τα δροσερά κύματα της οποίας γλυκαινόμενον το πλοίον, επαναλαμβάνει τον προς την Μαύρην θάλασσαν πικρόν πλουν. -Σαν ψεύτικη, πατέρα! Είπε μετά ώραν, αφηρημένος προς το θέαμα ο έφηβος, με παλμούς ανυπομονησίας καρτερών πότε ν' απολαύση εγγύτερον, να ψαύση την εύμορφον εκείνην ζωγραφίαν της αιχμαλώτου μητροπόλεως του Γένους. -Ινανμάσι γκελ ταμπάκ! Ετραγωδούσεν εκείνην την ώραν γλυκύτατα ο πωλητής του αφράτου μουχαλεμπιού από της υψηλής των Ψωμαθειών ακτής. -Σαν δεν πιστεύης έλα να ιδής!...


Μαύρα δάκρυα έχυσα την ημέραν, καθ' ην έμελλον ν' αποχωρισθώ πλέον της αγαπημένης μου σκούνας. Ναυαγός εάν ήμην, δεν θα έκλαιον τόσον την απολεσθείσαν περιουσίαν μου. -Γιατί να μη έχω μίαν σκούναν ιδικήν μου! Έλεγεν ο λογισμός μου παραπονούμενος. -Να ταξειδεύω! Να ταξειδεύω! Πάντα να ταξειδεύω! Επανελάμβανον οι πόθοι μου ορφανοί, πενθηφορούντες. Επί πολύν χρόνον μετά ταύτα, τας νύκτας, τα όνειρά μου εσχηματίζοντο εν μέσω σχοινίων κ' ιστών και ιστίων εν μέσω πελάγους και αφρού και κυμάτων. Πλέοντα, λοξοδρομούντα, καραβίζοντα όνειρα. Γαλήνης και τρικυμίας όνειρα. Με τα πανιά όνειρα!


Έως ου αφυπνίσθην μίαν πρωίαν με υπολευκάζοντα τον βαθύν πώγωνα. Το λευκόν μοι επροξένησε ρίγος. Ο λογισμός μου δεν έχει πόθους πλωτούς πλέον. Μ' αρέσει τώρα να βλέπω την θάλασσαν από μακράν, έως ου έλθη καιρός να βλέπω και τον κόσμον από μακράν... Και μόνην ευχαρίστησιν πλέον αισθάνομαι να εκκλησιάζωμαι εις τον ναόν του αγίου Νικολάου -επάνω εις τα Κοτρόνια- εις την υψηλήν πετρώδη της νήσου κορυφήν. Και όταν ο Γέρω-Συμβίας ο κορακοζώητος, ανάπτη τον μέγαν πολυέλαιον και σείη αυτόν, μ' αρέσει να βλέπω να σείεται μετ' αυτού και η ασημένια σκούνα, η οποία κρέμεται από τον μέγαν του ναού πολυέλαιον, υπό τον θόλον, τάξιμον ευλαβές του πλοιάρχου μου.


Απαράλλακτη η σκούνα μου, η καταπράσινη, που μια φορά κ' έναν καιρόν ήταν αραγμένη εις τον βοσπορίζοντα λιμένα της νήσου. Με τα κατάρτια, με τα πανιά, με τα σχοινιά, με τάρμενα. Απαράλλακτη. Αλλά δεν είνε πρασίνη πλέον, ουδέ μεγάλη. Είνε μικρά και ασημένια όλη, τάξιμον ευλαβές του πλοιάρχου μου, που εγλύτωσε μια φορά από τράκο μέσα 'ς τη θάλασσα του Μαρμαρά, θαρρείς και είνε η ψυχή της καταπρασίνης σκούνας, μικρά, ασημένια σκουνίτσα. Και όταν σείεται ο πολυέλαιος και σείεται κι' αυτή μαζί της πέρα- δω, θαρρώ πως είμαι μέσα κ' εγώ, και ταξειδεύει, ο νους μου ακόμη με τα πανιά...



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη. Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, «ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ» σελ. 80-88.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF