ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΓΙΑΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΠΕ Ο ΙΔΙΟΣ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΣ;




«
Ποιοί λοιπὸν εἶναι οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους καὶ ὁ ἴδιος καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἔχουν πεῖ πολλὰ ταπεινὰ γιὰ αὐτόν; Ὁ πρῶτος λόγος καὶ ὁ σπουδαιότερος εἶναι, τὸ ὅτι αὐτὸς φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα καὶ θέλει νὰ βεβαιώσει καὶ τοὺς τότε καὶ ὅλους τοὺς μεταγενεστέρους, ὅτι αὐτὸ ποὺ βλέπεται δὲν εἶναι οὔτε κάποια σκιά οὔτε ἁπλῶς κάποιο σχῆμα, ἀλλὰ εἶναι πραγματικὴ φύση.


Διότι, ἐάν, μολονότι τόσα πολλὰ ταπεινὰ καὶ ἀνθρώπινα ἔχουν πεῖ γιὰ αὐτὸν, καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅμως κατόρθωσε ὁ διάβολος νὰ πείσει μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἄθλιους καὶ ταλαίπωρους ἀνθρώπους, νὰ ἀπαρνηθοῦν τὴν αἰτία τῆς κατ’ οἰκονομίαν ἐνανθρωπήσεως αὐτοῦ καὶ νὰ τολμήσουν νὰ ποῦν, ὅτι δὲν ἔλαβε σάρκα, καὶ ἔτσι νὰ βλάψουν τὴν ὅλη ὑπόθεση τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν δὲν ἔλεγε τίποτα ἀπὸ αὐτά, πόσοι δὲν θὰ ἔπεφταν στὸ βάραθρο αὐτὸ τοῦ διαβόλου; Δὲν ἀκοῦς ἀκόμη καὶ τώρα τὸν Μαρκίωνα ποὺ ἀρνεῖται τὴν κατ’ οἰκονομίαν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, καθὼς καὶ τὸν Μανιχαῖο καὶ τὸν Οὐαλεντίνο καὶ πολλοὺς ἄλλους;


Γιὰ αὐτὸ λέει πολλὰ ἀνθρώπινα καὶ ταπεινά καὶ ὑπολείπονται πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπόρρητη ἐκείνη οὐσία, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν αἰτία τῆς κατ’ οἰκονομίαν ἐνανθρωπήσεώς του. Καθ’ ὅσον ὁ διάβολος κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὴν τὴν πίστη, γνωρίζοντας ὅτι, ἂν ξεριζώσει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὴν τὴν πίστη στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, θὰ ἐξαφανιστεῖ τὸ μεγαλύτερο μέρος ὅλων ἐκείνων ποὺ συνιστοῦν τὴν πίστη μας.


πάρχει καὶ ἄλλη μετὰ ἀπὸ αὐτὴν αἰτία, ἡ πνευματικὴ ἀδυναμία τῶν ἀκροατῶν, καὶ τὸ ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ δεχτοῦν τὶς ὑψηλότερες ἀλήθειες τῆς πίστης, τότε ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν ἄκουγαν. Καὶ ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι δική μου σκέψη, θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ παρουσιάσω καὶ νὰ τὸ ἀποδείξω ἀπὸ τὶς Γραφές, ὅτι δηλαδὴ, ὅταν κάποτε συνέβαινε καὶ ἔλεγε κάτι τὸ μεγάλο καὶ ὑψηλὸ καὶ ἄξιο τῆς δόξας του. Καὶ γιατί λέω μεγάλο καὶ ὑψηλὸ καὶ ἄξιο τῆς δόξας του;


ὰν κάποτε ἔλεγε κάτι, ποὺ ἦταν ἀπάνω ἀπὸ τὶς δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης, θορυβοῦνταν καὶ σκανδαλίζονταν, ἐὰν πάλι κάποτε ἔλεγε κάτι τὸ ταπεινὸ καὶ ἀνθρώπινο, τότε ἔτρεχαν κοντά του καὶ δέχονταν τὰ λόγια του. Καὶ ποῦ, λέει, μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε αὐτό; Κατ’ ἐξοχὴν στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη· διότι, ἀφοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «ὁ Ἀβραὰμ ὁ πατέρας σας αἰσθάνθηκε ἀγαλλίαση, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δεῖ τὴν ἡμέρα μου, καὶ τὴν εἶδε καὶ χάρηκε», τοῦ ἀπαντοῦν ἐκεῖνοι· «Δὲν εἶσαι οὔτε σαράντα χρονῶν ἀκόμη καὶ εἶδες τὸν Ἀβραάμ;»(Ιω. 8,56,57).


Βλέπεις, ὅτι συμπεριφέρονταν ἀπέναντί του σὰν νὰ ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος; Τί ἀπαντᾶ λοιπὸν αὐτός; «Ἐγὼ ὑπάρχω», λέει, «προτοῦ γεννηθεῖ ὁ Ἀβραάμ. Καὶ πῆραν πέτρες, γιὰ νὰ τὶς ρίξουν ἐναντίον του»(Ιω. 8,58). Καὶ ὅταν τοὺς ἀπηύθυνε μακροὺς λόγους γιὰ τὰ μυστήρια, λέγοντας, «Καὶ ὁ ἄρτος ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ εἶναι ἡ σάρκα μου»(Ιω. 6,51), αὐτοὶ ἔλεγαν· «Εἶναι σκληρὸς αὐτὸς ὁ λόγος· ποιός μπορεῖ νὰ τὸν ἀκούει; Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητές του ἔφυγαν καὶ δὲν πήγαιναν πλέον μαζί του» (Ἰω. 6, 60-66). Πές μου λοιπόν, τί ἔπρεπε νὰ κάνει; Νὰ μιλᾶ συνέχεια μὲ ὑψηλοῦ περιεχομένου λόγια, ὥστε νὰ ἀπομακρύνει τὸ θήραμα καὶ ὅλοι νὰ ἀποκρούσουν τὴν διδασκαλία του; Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἦταν γνώρισμα τῆς φιλανθρωπίας του.


Καθ’ ὅσον καὶ πάλι, ἐπειδὴ εἶπε, «Ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει τὸν λόγο μου, δὲν θὰ γευτεῖ θάνατο στὸν αἰῶνα»(Ιω. 8,52), ἔλεγαν ἐκεῖνοι· «Δὲν λέγαμε πολὺ σωστὰ, ὅτι ἔχεις δαιμόνιο; Ὁ Ἀβραὰμ πέθανε καὶ οἱ προφῆτες πέθαναν καὶ σὺ λὲς, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει τὸν λόγο μου δὲν θὰ γευτεῖ ποτὲ θάνατο;» (Ἰω. 8,52-53). Καὶ τί τὸ παράξενο ἐὰν τὸ πλῆθος ἔδειχνε τέτοια συμπεριφορὰ ἀπέναντί του, τὴν στιγμὴ βέβαια, ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ ἄρχοντες εἶχαν τὴν ἴδια γνώμη;


Πράγματι λοιπὸν ὁ Νικόδημος, ποὺ ἦταν ἄρχοντας καὶ ἦρθε πρὸς αὐτὸν μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ τοῦ εἶπε, «Γνωρίζουμε ὅτι ἦρθες σὰν δάσκαλος ἀπὸ τὸν Θεό»(Ιω. 3,2), δὲν μπόρεσε νὰ δεχτεῖ τὸ λόγο του γιὰ τὸ βάπτισμα, διότι ἦταν πολὺ πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὴν πνευματική του ἀδυναμία. Διότι, ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε, ὅτι «Ἂν κάποιος δὲν γεννηθεῖ ἀπὸ νερὸ καὶ Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ», σὲ τόσο χαμηλὲς σκέψεις ἔπεσε, ὥστε νὰ πεῖ «Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ γεννηθεῖ ἐνῶ εἶναι γέρος; Μήπως μπορεῖ γιὰ δεύτερη φορὰ νὰ μπεῖ στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του καὶ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὸν οὐρανό;».


Τί λοιπὸν ἀπαντᾶ ὁ Χριστός; «Ἐὰν σᾶς μίλησα γιὰ τὰ ἐπίγεια καὶ δὲν πιστέψατε, πῶς, ἐὰν σᾶς μιλήσω γιὰ τὰ ἐπουράνια, θὰ πιστεψετε;» (Ἰω. 3,3-4.12). Εἶναι σὰν νὰ ἀπολογεῖται κατὰ κάποιο τρόπο καὶ νὰ λέει, γιὰ ποιό λόγο δὲν τοὺς μιλοῦσε συνέχεια γιὰ τὴν οὐράνια γέννηση. Πάλι κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη τοῦ σταυρικοῦ θανάτου του, μετὰ ἀπὸ ἄπειρα θαύματα, μετὰ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐκείνη ἀπόδειξη τῆς δυνάμεώς του, ὅταν εἶπε,


«Θὰ δεῖτε τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται ἐπάνω στὰ σύννεφα» ((Μάτθ. 26,64), μὴ ὑποφέροντας ὁ ἀρχιερέας τὰ λόγια αὐτά, ξέσχισε τὰ ροῦχα του. Πῶς λοιπὸν ἔπρεπε νὰ ὁμιλεῖ πρὸς αὐτούς, ποὺ δὲν μποροῦσαν τίποτα ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ νὰ ἀνεχτοῦν; Τὸ ὅτι λοιπὸν γενικὰ δὲν εἶπε γιὰ τὸν ἑαυτό του κάτι τὸ μεγάλο καὶ ὑψηλό, δὲν εἶναι καθόλου ἄξιο θαυμασμοῦ, ἐφόσον μιλοῦσε πρὸς ἀνθρώπους ποὺ σύρονταν κάτω καὶ ἦταν τόσο ἀδύναμοι πνευματικά.


Θὰ ἀρκοῦσαν λοιπὸν καὶ τὰ ὅσα ἔχουν λεχθεῖ νὰ δείξουν, ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία καὶ ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο τὰ τότε λεγόμενα λέγονταν μὲ τρόπο ταπεινό, ἀλλὰ ἐγὼ θὰ προσπαθήσω νὰ καταστήσω αὐτὸ φανερὸ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο. Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ εἴδατε αὐτοὺς νὰ σκανδαλίζονται, νὰ θορυβοῦνται, νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ κοντά του, νὰ τὸν βρίζουν καὶ νὰ φεύγουν, ἐὰν κάποτε ὁ Χριστὸς ἔλεγε κάτι τὸ μεγάλο καὶ ὑψηλό, ἔτσι θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δείξω, ὅτι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἔτρεχαν κοντά του καὶ δέχονταν τὴν διδασκαλία του, ἐὰν κάποτε ἔλεγε κάτι τὸ ταπεινὸ καὶ εὐτελές.


Διότι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ κοντά του, ὅταν ἐκεῖνος τοὺς εἶπε πάλι «Τίποτα ἀπὸ μόνος μου δὲν κάνω ἀλλὰ μιλῶ, ὅπως μὲ δίδαξε ὁ Πατέρας μου»(Ιω. 8,28), ἀμέσως ἔτρεξαν κοντά του. Καὶ θέλοντας ὁ εὐαγγελιστὴς νὰ μᾶς δείξει, ὅτι πίστεψαν ἐξ αἰτίας τῆς ταπεινότητας τῶν λόγων, ἐπισημαίνει αὐτὸ λέγοντας· «Ἀφοῦ αὐτὸς εἶπε αὐτὰ, πολλοὶ πίστεψαν σὲ αὐτόν»(Ιω. 8,30)· καὶ ἀλλοῦ πολλὲς φορὲς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ βρεῖ νὰ συμβαίνει αὐτό.


Γιὰ αὐτὸ, πολλὰ πολλὲς φορὲς τὰ εἶπε μὲ ἀνθρώπινο τρόπο, καὶ ἄλλοτε πάλι ὄχι μὲ ἀνθρώπινο τρόπο, ἀλλὰ μὲ τρόπο θεοπρεπῆ καὶ ἄξιο τῆς ὑψηλῆς καταγωγῆς του, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος δείχνοντας συγκατάβαση στὴν ἀδυναμία τῶν ἀκροατῶν, ἀπὸ τὸ ἄλλο φροντίζοντας γιὰ τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων. Γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ, δηλαδή, ἐφαρμόζοντας πάντα τὴν συγκατάβαση στὰ λεγόμενά του, νὰ βλάψει τους μεταγενέστερους ὡς πρὸς τὴν πίστη στὸ ἀξίωμά του, οὔτε γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἔδειξε ἀδιαφορία, ἀλλά, ἂν καὶ γνώριζε ἀπὸ πρίν, ὅτι δὲν θὰ τὰ ἀκούσουν, ἀλλὰ καὶ θὰ τὸν χλευάσουν καὶ θὰ φύγουν ἀπὸ κοντά του, ὅμως τὰ εἶπε, ἐπιδιώκοντας αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ εἶπα καὶ γιὰ νὰ δείξει τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ἀνέμιξε σὲ αὐτὰ καὶ ταπεινὰ λόγια. Ἡ αἰτία αὐτὴ ἦταν, τὸ ὅτι δὲν μποροῦσαν ἀκόμη νὰ δεχτοῦν τὸ μέγεθος τῶν λεγομένων.


ὰν δὲν ἦταν αὐτὴ ἡ ἐπιδίωξή του, τότε ἦταν περιττὴ ἡ διδασκαλία τῶν ὑψηλῶν δογμάτων πρὸς ἐκείνους ποὺ δὲν θὰ τὸν ἄκουγαν, οὔτε θὰ τὸν πρόσεχαν. Τώρα ὅμως, ἂν καὶ ἐκείνους δὲν τοὺς ὠφελοῦσε καθόλου, ὅμως δίδασκε ἐμᾶς καὶ μᾶς ἀσκοῦσε νὰ ἔχουμε τὴν πρέπουσα πίστη γιὰ αὐτόν καὶ μᾶς ἔπειθε, ὅτι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ἀκόμη ἐκεῖνοι νὰ δεχτοῦν τὸ μέγεθος τῶν λεγομένων, μετέφερε τὸ λόγο σὲ ταπεινότερα. Ὅταν λοιπὸν δεῖς αὐτὸν νὰ λέγει ταπεινά, πίστευε, ὅτι ἡ συγκατάβαση δὲν ὀφειλόταν στὴν εὐτέλεια τῆς οὐσίας του ἀλλὰ στὴν πνευματικὴ ἀδυναμία τῶν ἀκροατῶν.


Θέλετε νὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ τρίτη αἰτία; Διότι πολλὰ ταπεινὰ ἔκανε καὶ ἔλεγε, ὄχι μόνο διότι φόρεσε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, οὔτε ἐξ αἰτίας τῆς πνευματικῆς ἀδυναμίας τῶν ἀκροατῶν, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ διδάξει τοὺς ἀκροατές του νὰ δείχνουν ταπεινοφροσύνη. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ τρίτη αἰτία. Διότι ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει ταπεινοφροσύνη, διδάσκει αὐτὴν ὄχι μόνο μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς πράξεις, δείχνοντας μετριοφροσύνη καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ πράξεις. Διότι λέει «Μάθετε ἀπὸ μένα, ὅτι εἶμαι πρᾶος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά»(Ματθ. 11,29) καὶ πάλι ἀλλοῦ λέει, «Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦρθε γιὰ νὰ ὑπηρετηθεῖ ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει».


κεῖνος λοιπὸν ποὺ διδάσκει νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ, καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε τὰ πρωτεῖα ἀλλὰ νὰ καταδεχόμαστε παντοῦ νὰ εἴμαστε κατώτεροι, καὶ μᾶς ὁδηγοῦσε σὲ αὐτὸ μὲ λόγια καὶ πράξεις, εἶχε πολλοὺς λόγους ποὺ μιλοῦσε μὲ λόγια ταπεινά.
Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναφέρω καὶ τέταρτη αἰτία, ὄχι κατώτερη ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ προαναφέρθηκαν. Ποιά εἶναι αὐτή; Γιὰ νὰ μὴν φθάσουμε κάποτε νὰ σκεφτοῦμε, ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης καὶ ἀπερίγραπτης ἐγγύτητας τῶν ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πατέρα, ὅτι ἕνα εἶναι τὸ πρόσωπο αὐτῶν, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ καὶ τώρα, ἂν καὶ λίγες μόνο φορὲς, μίλησε γιὰ κάτι παρόμοιο, ἤδη μερικοὶ παρασύρθηκαν πρὸς τὴν ἀσέβεια αὐτή.


Σαβέλλιος δηλαδὴ ὁ Λίβυς, ἐπειδὴ ἄκουσε αὐτὸν νὰ λέει, «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου εἴμαστε ἕνα»(Ιω.10,30) καὶ «Ἐκεῖνος ποὺ εἶδε ἐμένα, εἶδε καὶ τὸν Πατέρα»(Ιω. 14,9), ἅρπαξε τὴν ἐγγύτητα αὐτὴ τῶν ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα, ποὺ φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ, καὶ διατύπωσε τὴν ἀσεβῆ σκέψη, ὅτι ἕνα εἶναι τὸ πρόσωπο καὶ μία ἡ ὑπόσταση αὐτῶν. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια μόνο αὐτὲς οἱ αἰτίες, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν σκεφτεῖ κανένας, ὅτι αὐτὸς (ὁ Υἱὸς) εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἀγέννητη οὐσία καὶ τὸν θεωρήσει ἔτσι ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Πατέρα.


Καθ’ ὅσον καὶ ὁ Παῦλος αὐτὸ ἀκριβῶς φαίνεται νὰ φοβᾶται, μὴ τυχὸν κανεὶς κάποτε σκεφτεῖ αὐτὸ τὸ ἀσεβὲς καὶ πονηρὸ δόγμα. Ἀφοῦ εἶπε δηλαδὴ, «Πρέπει αὐτὸς νὰ βασιλεύει μέχρι ποὺ νὰ θέσει τοὺς ἐχθροὺς κάτω ἀπὸ τὰ πόδια αὐτοῦ», καὶ πρόσθεσε, ὅτι «ὅλα τὰ ὑπέταξε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια αὐτοῦ», συμπλήρωσε λέγοντας, «Ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ὑπέταξε σὲ αὐτὸν τὰ πάντα»(Α Κόρ. 15,25-27)· δὲν θὰ προσέθετε αὐτό, ἐὰν δὲν εἶχε τὸ φόβο, μήπως δημιουργηθεῖ κάποτε αὐτὴ ἡ διαβολικὴ σκέψη.


Καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις καταπραΰνοντας τὸν φθόνο τῶν Ἰουδαίων, κατεβάζει τὸ ὕψος τῶν λεγομένων του, καὶ πολλὲς φορὲς πάλι ἀπαντᾶ, ἀνάλογα μὲ ἐκεῖνα ποὺ σκέφτονταν οἱ ἀκροατὲς τοῦ, ὅπως ὅταν λέει, «Ἐὰν ἐγὼ δίνω μαρτυρία γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ἡ μαρτυρία μου δὲν εἶναι ἀληθινή»(Ιω.5,31). Αὐτὸ τὸ εἶπε ἀπευθυνόμενος πρὸς ἐκεῖνο ποὺ σκέφτονταν· διότι βέβαια δὲν θέλησε νὰ δείξει αὐτό, ὅτι δηλαδὴ δὲν εἶναι ἀληθινὴ ἡ μαρτυρία του, ἀλλά, λέει, ὅπως ἐσεῖς νομίζετε καὶ ὑποπτεύεσθε καὶ δὲν θέλετε νὰ μὲ παραδεχτεῖτε, ὅταν μιλῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου.


Μποροῦμε ὅμως καὶ ἄλλες περισσότερες αἰτίες νὰ βροῦμε. Τῆς ταπεινότητας τῶν λόγων του βέβαια θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πολλὲς αἰτίες, σὺ ὅμως πὲς μία ἄλλη ἀκόμη αἰτία τῶν ὑψηλῶν δογμάτων του, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνην ποὺ ἀνέφερα (Καὶ αὐτὴ ἡ αἰτία ἦταν, τὸ ὅτι ἤθελε νὰ μᾶς δείξει τὴν ὑψηλὴ καταγωγή του)· ἀλλὰ ὅμως δὲν θὰ μποροῦσες νὰ πεῖς ἄλλη. Διότι ὁ μεγάλος θὰ μποροῦσε καὶ κάτι μικρὸ νὰ πεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, χωρὶς γιὰ αὐτὸ νὰ μπορεῖ νὰ κατηγορηθεῖ (καθ’ ὅσον αὐτὸ λέγεται ἀπὸ μετριοφροσύνη), ἐνῶ ὁ μικρός, ἐὰν κάποτε πεῖ κάτι τὸ μεγάλο γιὰ τὸν ἑαυτό του, δὲν θὰ ἀποφύγει τὴν κατηγορία (διότι αὐτὸ εἶναι δεῖγμα ἀλαζονείας). Γιὰ αὐτὸ, τὸν μὲν ἀνώτερο ὅλοι τὸν ἐπαινοῦμε, ὅταν λέει ταπεινὰ λόγια γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῶ τὸν ἀσήμαντο κανένας δὲν θὰ τὸν ἐπαινέσει, ἐὰν κάποτε πεῖ κάτι τὸ μεγάλο γιὰ τὸν ἑαυτό του.


πομένως, ἐὰν ὁ Υἱὸς ἦταν πολὺ κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὅπως ἐσεῖς ἰσχυρίζεστε, δὲν ἔπρεπε νὰ λέει αὐτὸς τέτοια λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα ἔδειχνε τὸν ἑαυτό του ἴσο μὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸν γέννησε (διότι αὐτὸ ἦταν ἀλαζονεία)· ὅμως τὸ νὰ εἶναι ἴσος μὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸν γέννησε καὶ νὰ λέει ὁρισμένα ταπεινὰ καὶ εὐτελῆ, δὲν ὑπάρχει καμία μομφὴ οὔτε κατηγορία, διότι αὐτὸ εἶναι ἄξιο ἐπαίνου καὶ μεγάλου θαυμασμοῦ». *(Περὶ Ὁμοουσίου Λόγος Ζ, παράγραφος 3-5, σελ. 233-245) Ε.Π.Ε. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τόμος 35ος. *Εκ του ιστολογίου  «orp.gr» της 10.12.2024. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF