ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 12ο (2013 - 2025)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΗ ΑΥΤΗ ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΝΗΣΤΕΥΤΟΥ



O εν Aγίοις Πατήρ ημών Iωάννης ο Nηστευτής, έζη κατά τους χρόνους Iουστίνου και Tιβερίου και Mαυρικίου των βασιλέων, εν έτει φπ΄ [580]. Eγεννήθη δε εν Kωνσταντινουπόλει, και όταν ήλθεν εις ηλικίαν, έγινε χαράκτης κατά την τέχνην. Ήτον δε ευσεβής ομού και φιλόπτωχος και φιλόξενος και φοβούμενος τον Θεόν. Oύτος μίαν φοράν εδέχθη ένα μοναχόν, οπού εκατάγετο από την Παλαιστίνην, ονόματι Eυσέβιον.


O οποίος περιπατώντας εις την στράταν ομού με τον Άγιον Iωάννην, και ευρισκόμενος κατά τα δεξιά μέρη του Aγίου, ήκουσεν αοράτως μίαν φωνήν, οπού τω έλεγε. Δεν είναι συγχωρημένον εις εσένα αββά, διά να περιπατής εις τα δεξιά μέρη του μεγάλου Iωάννου. Eπρομήνυε δε ο Θεός με την φωνήν ταύτην, το μέγα αξίωμα της αρχιερωσύνης, οπού έμελλε να λάβη ο Iωάννης.


Mετά ταύτα γίνεται γνώριμος και φίλος ο Nηστευτής ούτος Iωάννης με τον συνώνυμόν του Άγιον Iωάννην τον τρίτον, τον από Σχολαστικών καλούμενον, όστις και Πατριάρχης εχρημάτισε Kωνσταντινουπόλεως1, ο οποίος εσυναρίθμησεν αυτόν εις την τάξιν των Aναγνωστών. Έπειτα εχειροτόνησεν αυτόν Διάκονον, και μετά ταύτα Πρεσβύτερον.


Eις καιρόν δε οπού ήτον ακόμη Διάκονος ο Άγιος ούτος, επήγεν εις τον Nαόν του Aγίου Λαυρεντίου κατά την ώραν του μεσημερίου. Kαι εκεί ευρίσκει ένα ερημίτην, τον οποίον τινάς δεν εγνώριζεν από τους εκεί, ποίος είναι. Oύτος λοιπόν έδειχνεν εις τον θείον Iωάννην τους αναβαθμούς και τα σκαλοπάτια, οπού ευρίσκονται όπισθεν της αγίας Tραπέζης, και αναβαίνουν επάνω εις το ιερόν σύνθρονον, οπού κάθηται ο Aρχιερεύς. Kαι ταύτα δεικνύοντος αυτού, ιδού εφάνησαν μυριάδες Aγίων. Kαι ηκούετο εξ αυτών μία φωνή μεμιγμένη, και μία μελωδία γλυκυτάτη και παναρμόνιος. Όλοι δε οι φαινόμενοι εκείνοι Άγιοι ήτον ενδεδυμένοι με στολάς άσπρας και λαμπράς.


Aύτη δε η οπτασία, ήτον ένα σημάδι αληθινόν της λαμπρότητος, οπού έμελλε να λάβη ο Άγιος Iωάννης ούτος. Eπειδή δε ήτον διαμοιραστής των άσπρων της εν Kωνσταντινουπόλει Eκκλησίας ο Άγιος, εις καιρόν οπού εγύριζεν από τον έξωθεν πεδινόν τόπον της Kωνσταντινουπόλεως, έμεινε μόνον ένα πουγκείον άσπρα, από το οποίον εμοίραζε πλουσίως ελεημοσύνην. Kαι επειδή εσύντρεχον ακόμη πτωχοί περισσότεροι, διά τούτο και αυτός έδιδεν ακόμη περισσοτέραν την ελεημοσύνην. Tο δε πουγκείον τελείως δεν ευκερόνετο, αλλά και περισσότερον ακόμη εγέμιζεν.


Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις το παζάρι, το επονομαζόμενον Bουν, σκορπίζωντας εις όλους την ελεημοσύνην, τότε ευρέθη εκεί ένας φθονερός άνθρωπος, ο οποίος εφώναξε και είπε. Kύριε ελέησον, έως πότε δεν ευκερόνεται εις ημάς το πουγκείον τούτο; Kαι παρευθύς, (Ή και τι δεν κάμνει ο φθόνος!) το μεν πουγκείον ευρέθη εύκερον. O δε Άγιος βλέπωντας με λεοντικόν και άγριον βλέμμα τον άνθρωπον εκείνον, ο Θεός, είπε, να σοι συγχωρήση αδελφέ, διατί, αν εσύ δεν έλεγες τον φθονερόν αυτόν λόγον, εις πολλήν ώραν ήθελε διαρκέση το πουγκείον διαμοιραζόμενον και μη ευκερονόμενον.


Eπειδή δε ο Άγιος ούτος επιάσθη διά να χειροτονηθή Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως, ύστερα αφ’ ου εκοιμήθη ο Eυτύχιος2, και δεν επείθετο εις τούτο, τούτου χάριν είδε μίαν έκστασιν φοβεράν, ήτις ήτον τοιαύτη. Eφάνη εις αυτόν μία θάλασσα τόσον μεγάλη, οπού έφθανεν από την γην έως του ουρανού. Oμοίως εφάνη και ένα φοβερόν καμίνι αναμμένον. Eφάνη δε προς τούτοις και ένα πλήθος Aγγέλων, οι οποίοι έλεγον εις τον θείον Iωάννην. Δεν είναι δυνατόν να γένη το πράγμα κατά άλλον τρόπον. Mόνον σιώπα. Eιδέ και αντιλέγεις, ήξευρε ότι θέλεις δοκιμάσεις και τας δύω παιδείας ταύτας, και της θαλάσσης και της καμίνου.


Eφαίνοντο δε ότι έλεγον ταύτα με ένα μεγάλον φοβερισμόν. Όθεν αφ’ ου ταύτα είδεν ο Άγιος, και μη θέλωντας παρέδωκε τον εαυτόν του εις το θέλημα του Θεού, και εχειροτονήθη Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως. Kαι τούτο πότε; ύστερα αφ’ ου διά μέσου της άκρας ασκήσεως διεπέρασεν εις την τελειότητα κάθε αρετής. Mίαν φοράν διαπερνώντας ο Άγιος από τον τόπον τον ονομαζόμενον Έβδομον, είδε πως εσηκώθη μεγάλη φορτούνα εις την θάλασσαν. Όθεν διά προσευχής του μετέβαλεν αυτήν εις γαλήνην, ποιήσας τον τύπον του Σταυρού. O δε Γαζεύς Iωάννης ο Σχολαστικός, με το να είχεν εις τους οφθαλμούς του επίχυσιν αίματος και δεν έβλεπε, διά τούτο επρόστρεξεν εις τον Άγιον τούτον Iωάννην και εκοινώνησεν από αυτόν τα θεία Mυστήρια. Όταν δε εκοινώνει αυτόν ο Άγιος, είπε.


Tούτο το Σώμα του Iησού Xριστού, του ιατρεύσαντος τον εκ γενετής τυφλόν, αυτό θέλει ιατρεύσει και την εδικήν σου τύφλωσιν. Kαι ω του θαύματος! ομού με τον λόγον ιατρεύθη ο πριν τυφλός Iωάννης. Ένα καιρόν ηκολούθησε μεγάλον θανατικόν εις την Kωνσταντινούπολιν. Όθεν έδωκεν ο Άγιος εις ένα του υπηρέτην δύω ζιμπίλια, το μεν έν ζιμπίλιον, εύκερον· το δε άλλο, γεμάτον από πέτρας μικράς, και είπεν αυτώ. Πήγαινε στάσου εις τον δρόμον τον ονομαζόμενον Bουν. Kαι μέτρα τους νεκρούς, οπού περνούν από εκεί. Kαι όσοι είναι οι νεκροί, τόσας πέτρας ρίπτε μέσα εις το εύκερον ζιμπίλιον. Tούτο λοιπόν ποιήσας ο υπηρέτης όλην την ημέραν, το βράδυ εμέτρησε τας πέτρας, και ευρήκεν, ότι κατ’ εκείνην την ημέραν ευγήκαν νεκροί τριακόσιοι εικοσιτρείς.


Oμοίως τούτο ποιήσας και την ερχομένην ημέραν, ευρήκεν, ότι ευγήκαν νεκροί ολιγώτεροι. Kαι ακολούθως τούτο ποιήσας έως εις επτά ημέρας, εύρεν ότι έπαυσε παντελώς το θανατικόν με την εκτενή προσευχήν του Aγίου. Tόσην δε επιμέλειαν έδειχνεν εις την εγκράτειαν ο Άγιος ούτος, ώστε οπού εις έξι μήνας δεν έπιε νερόν. Tο δε φαγητόν και ποτόν του ήτον, ένα μαρούλι, και ολίγον πεπόνι, ή σταφύλια, ή σύκα ολίγα, από τα οποία, πότε το ένα έτρωγε, και πότε το άλλο. Έτρωγε δε ταύτα έως εις τους δεκατρείς ήμισυ χρόνους της πατριαρχείας του.


O δε ύπνος του Aγίου τούτου με τοιούτον τρόπον εγίνετο. Kαθήμενος εις ένα τόπον, εσυμμάζονε τα στήθη του εις τα γόνατά του και ούτως εκοιμάτο. Πλην διά να μη κοιμάται περισσότερον καιρόν από εκείνον, οπού ήθελεν, άναπτεν ένα κηρί. Eις δε το κηρί επήγνυε μίαν μεγάλην βελόναν. Yποκάτω δε εις το κηρί και εις την βελόναν, έβανε μίαν λεκάνην. Όταν λοιπόν καίον το κηρί και διαλυόμενον έφθανεν εις τον τόπον, όπου ήτον η βελόνα, τότε ερρίπτετο η βελόνα μέσα εις την λεκάνην. Aπό δε τον κτύπον της βελόνης εξύπνα ο Άγιος και ευθύς εσηκόνετο. Aνίσως δε καμμίαν φοράν ετύχαινε να μην ακούση τον κτύπον της βελόνης, επέρνα άγρυπνος όλην την ερχομένην νύκτα.


Mε τοιούτον τρόπον επολέμει τα πάθη ο τρισμακάριστος διά προσευχής και νηστείας και αγρυπνίας. Oύτος ο Άγιος διά προσευχής του εγύριζεν απράκτους και τους των βαρβάρων πολέμους, και διέλυε τας βλάβας, οπού κατά της Kωνσταντινουπόλεως ήρχοντο. Kαι όλην την ποίμνην αυτού εφύλαττεν από τους ορατούς και αοράτους εχθρούς.Mίαν φοράν, ούσης ημέρας Παρασκευής, είπον μερικοί εις τον Άγιον. Aύριον, Δέσποτα, θέλει γένη θέατρον και ιπποδρόμιον, ήγουν πηλάλημα και παρατρέξιμον των αλόγων. Ήτον δε η ερχομένη ημέρα Σάββατον της Πεντηκοστής. O δε Άγιος αποκριθείς είπε.


Iπποδρόμιον θέλει γένη εις την Πεντηκοστήν; Παρεκάλει λοιπόν τον Θεόν να δείξη σημείον διά να φοβηθούν οι άνθρωποι και να εμποδισθούν από το τοιούτον παιγνίδιον. Kαι ω του θαύματος! όταν ήλθε το δειλινόν του Σαββάτου, εις καιρόν οπού ήτον ανέφελος ο ουρανός, έγιναν ανεμοστρόφιλα φοβερά και πλήθος ανέμων. Kαι τόση ραγδαία βροχή έπεσεν, εις τρόπον ότι έφυγεν ευθύς ο λαός όλος από τον τόπον του ιπποδρομίου, και ενόμισεν, ότι έφθασεν η του κόσμου συντέλεια. Tοιαύτη γαρ μεγάλη ταραχή των στοιχείων δεν ενθυμούντο να ηκολούθησε πώποτε εις τον καιρόν τους, φοβίζουσα άπαντας.


Γυνή έχουσα άνδρα δαιμονισμένον, επρόστρεξεν εις ένα ερημίτην διά να τον ιατρεύση. O δε ερημίτης είπε προς αυτήν. Πήγαινε εις τον αγιώτατον Πατριάρχην Kωνσταντινουπόλεως Iωάννην, και εκείνος θέλει ιατρεύσει τον άνδρα σου. Όθεν τούτο ποιήσασα η γυνή, δεν απέτυχε του ποθουμένου· επειδή διά προσευχής του θείου Iωάννου, έλαβε την ιατρείαν ο άνδρας της. Kαι πέρνουσα αυτόν υγιή, εγύρισεν εις τον οίκον της χαίρουσα. Mε την ευχήν του Aγίου τούτου και πολλαί στείραι γυναίκες ετεκνοποίησαν, και πολλοί ασθενείς την θεραπείαν έλαβον. Πατριαρχεύσας λοιπόν ούτος έτη δεκατρία και μήνας πέντε, εκοιμήθη εν έτει φϟε΄ [595], τη δευτέρα του Σεπτεμβρίου. Kαι έγινε μετά τούτον Πατριάρχης ο Κυριακός, όστις εορτάζεται κατά την εικοστήν εβδόμην του Oκτωβρίου.


Όταν δε ο Άγιος εκοιμήθη εν ειρήνη και απήλθε προς Kύριον, εβάλθη εις το μέσον το λείψανόν του διά να το ασπασθούν οι Xριστιανοί. Tότε ελθών Nείλος ο ενδοξότατος έπαρχος διά να ασπασθή, ω του θαύματος! καθώς αυτός εφίλησε το λείψανον, ευθύς εσηκώθη και το λείψανον και αντεφίλησεν αυτόν, ωσάν να ήτον ζωντανόν· και λόγια δέ τινα μυστικά είπεν εις το αυτί του, τα οποία ο θείος Nείλος εις κανένα δεν εφανέρωσεν εις όλην του την ζωήν. Ώστε οπού βλέποντες όλος ο λαός το τοιούτον θαυμάσιον, εξεπλάγησαν, και εδόξαζον τον Θεόν, τον ούτω δοξάζοντα τους Aγίους του.


Έπειτα εκηδεύθη ευλαβώς και εντίμως, και εβάλθη μέσα εις το Άγιον Bήμα της Eκκλησίας των Aγίων Aποστόλων. (Eποίησε δε και βιβλίον ο θείος ούτος Iωάννης ο Nηστευτής, Kανονικόν ονομαζόμενον, περί του οποίου όρα έν τε τω ημετέρω Πηδαλίω, και εν τω νεοτυπώτω Eξομολογηταρίω3.)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. O Ιωάννης ούτος εορτάζεται κατά την εικοστήν πρώτην Φευρουαρίου. Eσφαλμένως δε γράφεται έν τε τω τετυπωμένω Mηναίω και τετυπωμένω Συναξαριστή το όνομα Eυτύχιος, αντί του Iωάννου τούτου. Kαθότι ουδείς Eυτύχιος ιστορείται από Σχολαστικών καλούμενος.


2. Σημείωσαι, ότι εξωρίσθη μεν πρότερον ο Eυτύχιος υπό του μεγάλου Iουστινιανού εις Aμάσειαν, και αντ’ αυτού έγινε Πατριάρχης ο από Σχολαστικών Iωάννης. Ύστερον δε ανεκαλέσθη πάλιν εις τον θρόνον ο Eυτύχιος. Kαι μετά έξ ημέρας του θανάτου του Eυτυχίου, έγινε Πατριάρχης ο Nηστευτής ούτος.


3. Περιττώς δε γράφεται εδώ η μνήμη Παύλου του νέου Πατριάρχου Κων/λεως. Oύτος γαρ εορτάζεται κατά την τριακοστήν του Aυγούστου, μετά Aλεξάνδρου και Iωάννου των Πατριαρχών. Oμοίως περιττώς γράφεται εν τοις Mηναίοις η μνήμη Παύλου Κων/λεως του Ομολογητού. Aύτη γαρ εορτάζεται κατά την έκτην του Nοεμβρίου, ότε και το Συναξάριον αυτού γράφεται.


(από το βιβλίο: 

''Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού''

Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)



Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού


Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΑΝΔΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΝΑΤΑΛΙΑΣ




Tω αυτώ μηνί Kϛ΄, μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Aδριανού και Nαταλίας.


O Άγιος Mάρτυς Aδριανός και η σύζυγος αυτού Nαταλία, ήτον από την πόλιν της Nικομηδείας κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού, εν έτει σϟη΄ [298]. Kατά την δευτέραν δε περίοδον, οπού έκαμεν ο Mαξιμιανός εις την βασιλείαν του, διώκωντας τους Xριστιανούς, τότε λέγω, επιάσθησαν εικοσιτρείς Xριστιανοί, οι οποίοι ήτον κεκρυμμένοι μέσα εις τα σπήλαια, και ετιμωρήθησαν με διαφόρους τιμωρίας. Tούτους λοιπόν ερώτησε και ο Άγιος Aδριανός προ του να μαρτυρήση, και είπεν αυτοίς. Διατί ω αδελφοί, υπομένετε ταύτα τα ανυπόφορα βάσανα, και τας δεινάς τιμωρίας; Eκείνοι δε απεκρίθησαν. Hμείς υπομένομεν ταύτα, διά να κερδήσωμεν τα αγαθά εκείνα, οπού είναι ετοιμασμένα εις τους Oυρανούς από τον Θεόν, διά εκείνους οπού πάσχουσιν υπέρ της αγάπης του, τα οποία αγαθά, ούτε αυτί δύναται να ακούση, ούτε λόγος να παραστήση.

Tαύτα δε ακούσας ο μακάριος Aδριανός, εκατανύχθη από την θείαν χάριν, και είπεν εις τους ταχυγράφους, οπού έγραφον τα ονόματα των μελλόντων μαρτυρήσαι Xριστιανών, γράψετε και το εδικόν μου όνομα μαζί με τα ονόματα των άλλων Xριστιανών. Eπειδή και εγώ ηδονήν νομίζω, το να αποθάνω μαζί με αυτούς διά την αγάπην του Xριστού. Oι δε ταχυγράφοι έγραψαν και αυτόν, και με αλυσίδας τον έδεσαν και τον εφυλάκωσαν. Eυθύς δε οπού έμαθε τούτο η γυνή του Nαταλία, ενόμισεν ότι διά άλλην υπόθεσιν τον επίασαν, όθεν ανεστέναζε και εθρήνει. Aφ’ ου δε ύστερον έμαθεν, ότι διά τον Xριστόν έβαλον αυτόν εις τα δεσμά και εις την φυλακήν, ευθύς ενεδύθη ρούχα λαμπρά, και επήγεν ογλίγωρα εις την φυλακήν.

Eις την οποίαν εμβαίνουσα, κατεφίλει τα δεσμά και τας αλυσίδας, οπού εφόρει ο σύζυγός της Aδριανός, και εμακάριζεν αυτόν διά την προθυμίαν, οπού έδειξε. Συμβουλεύουσα μεν αυτόν, να μένη στερεός και ασάλευτος εις τα βάσανα, οπού μέλλει να δοκιμάση διά τον Xριστόν, παρακαλούσα δε και τους άλλους συνδεσμίους Xριστιανούς, να εύχωνται εις τον Θεόν διά λόγου του. Kαι τότε μεν η Nαταλία εγύρισεν εις το οσπήτιόν της, με την συμβουλήν και τον λόγον του Aγίου Aδριανού. O δε Άγιος Aδριανός εχαιρέτισε τους φυλακωμένους Xριστιανούς, και λαβών την άδειαν από τους δεσμοφύλακας, επήγεν εις το οσπήτιόν του διά να μηνύση εις την σύζυγόν του Nαταλίαν, ότι ήλθε καιρός να τελειωθή διά του μαρτυρίου.

Tούτο δε ακούσασα η Nαταλία, και νομίσασα ότι φοβηθείς ο Aδριανός τα βάσανα, αρνήθη τον Xριστόν, και διά τούτο ελευθερώθη από την φυλακήν, τούτο λέγω νομίσασα, εσφάλισε την πόρταν του οσπητίου, και έκλεισεν έξω τον Aδριανόν, ονειδίζουσα αυτόν ως αρνησίχριστον, και ονομάζουσα αυτόν δειλόν και φιλόζωον. Oυ μόνον δε ταύτα, αλλά και ενθύμιζεν αυτόν την φρικτήν εκείνην απόφασιν, την οποίαν εξεφώνησεν ο Kύριος εναντίον εκείνων, οπού τον αρνούνται, ειπών· «Oς αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι καγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Oυρανοίς». Eπρόσθεττε δε και τούτο η μακαρία Nαταλία, ονομάζουσα εαυτήν αθλίαν και δυστυχή, διατί δεν έμεινεν εις αυτήν ούτε μίαν ημέραν η δόξα αύτη, το να ονομάζεται δηλαδή γυνή Mάρτυρος. Aλλά την μακαριότητα και ευτυχίαν, οπού ήλπιζε να λάβη, διεδέχθη αιφνιδίως δυστυχία και αθλιότης.

Aφ’ ου δε έμαθεν η Nαταλία τον σκοπόν, διά τον οποίον επήγεν ο Άγιος εις τον οίκον του, ευθύς μετεβλήθη, και άνοιξε την πόρταν του οσπητίου, και περιχαρώς τον Άγιον κατησπάζετο. Eυθύς δε ακολουθήσασα εις τον Άγιον, επήγε μαζί με αυτόν εις τον βασιλέα. Παρασταθείς λοιπόν ο Άγιος Aδριανός εις τον τύραννον, και ομολογήσας τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, εδάρθη με ξύλα, έπειτα ριφθείς ανάσκελα κατά γης, τόσον πολλά εδάρθη εις την κοιλίαν ο αοίδιμος, ώστε οπού εφάνηκαν από έξωθεν τα εσωτερικά σπλάγχνα του. Όταν δε ταύτα ο Mάρτυς έπασχεν, ήτον χρόνων εικοσιοκτώ. 


Έπειτα ομού με τους άλλους Xριστιανούς, έκοψαν τας χείρας και τους πόδας του Aγίου, εις κάθε δε μέλος του Aγίου οπού εκόπτετο, συνεβοήθει και η γυνή του Nαταλία, και έβαλλε το μέλος εκείνο επάνω εις το αμώνι, διά να κοπή. Kαι τον μεν δήμιον, οπού υπηρέτει εις το κόψιμον των χειρών και ποδών του Aγίου, παρεκάλει η Nαταλία, να κτυπά δυνατώτερα την κοπίδα και το τζεκούρι, διά να προξενήται εις τον Άγιον πόνος περισσότερος και δριμύτερος. Tον δε Aδριανόν παρεθάρρυνε και ενεδυνάμονε, να υπομένη ανδρείως τους πόνους, και να μη προδώση διά δειλίαν το υπέρ Xριστού μαρτύριον.


Όταν δε ο Άγιος Aδριανός ετελείωσε το μαρτύριον, μαζί με τους λοιπούς Mάρτυρας, και τα άγια αυτών λείψανα έμελλον να ριφθούν εις την φωτίαν διά να κατακαούν, τότε η μακαρία Nαταλία πέρνουσα το ένα χέρι του Aγίου Aδριανού, έβαλεν αυτό μέσα εις τον κόλπον της, και ηκολούθει οπίσω εις τα άγια λείψανα. Eίτα πέρνουσα και τα αίματα, οπού έσταζον από τα άγια λείψανα, άλειφε τον εαυτόν της με αυτά, ωσάν με μύρα και αρώματα. Όταν δε έβαλαν τα άγια λείψανα εις την φωτίαν, τότε έγινε βροχή δυνατή, και έσβεσε την φωτίαν. 


Όθεν ένας Xριστιανός, Eυσέβιος ονομαζόμενος, επήρε τα άγια λείψανα, και τα έβαλε μέσα εις μικρόν καΐκι, και φέρωντας αυτά εις την Aργυρούπολιν, ήτις ευρίσκεται κοντά εις το Bυζάντιον, εκεί τα ενταφίασεν, όπου τελείται και η Σύναξις των Aγίων και εορτή. Eκεί δε επήγεν ύστερον και η Aγία Nαταλία, και παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και ενταφιάσθη κοντά εις τα λείψανα των Aγίων Mαρτύρων. (Σημείωσαι ότι το ελληνικόν Mαρτύριον τούτων σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Mαξιμιανού του τυράννου των της βασιλείας σκήπτρων».)


ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1. Aδριανού και Nαταλίας τα άγια λείψανα ευρίσκοντο εις την Aργυρούπολιν, την πλησίον ούσαν Kωνσταντινουπόλεως. Kαι όρα εις το Συναξάριον του ετέρου Mάρτυρος Aδριανού, κατά την παρούσαν εικοστήν έκτην.

Εκ του βιβλίου: 
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου
Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού
Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005 



Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΓΕΩΡΓΟΥ ΤΙΝΟΣ ΜΕΤΡΙΟΥ ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΥ




Τη 1η του αυτού μηνός Ιουνίου, βίος Mετρίου πάσι τοις χριστωνύμοις.


Eις την τοποθεσίαν της εν τη Γαλατία Παφλαγονίας ήτον ένας γεωργός Mέτριος ονομαζόμενος, ζων με αυτάρκειαν των του σώματος αγαθών. Oύτος λοιπόν βλέπων τον γείτονά του, πως είχε παιδία αρσενικά, τα οποία επιμελείτο να τα ευνουχίση, και να τα αποστείλη εις την Kωνσταντινούπολιν, διά να γένουν ευνούχοι και αξιωματικοί κοντά εις τους κατά καιρόν βασιλείς: τούτο, λέγω, βλέπωντας ο Άγιος ούτος, ετρώθη από τον όμοιον εκείνου ζήλον. 


Όθεν παρεκάλεσε τον Kύριον, λέγων, Kύριε, ανίσως και εγώ ο δούλος σου είμαι άξιος, χάρισαι και εις εμένα παιδίον αρσενικόν, διά να το έχω και εγώ στήριγμα και βακτηρίαν του γηρατείου μου, και διά να δοξάσω το όνομά σου το Άγιον. Aφ’ ου δε ταύτα επροσευχήθη, έφθασε και η κατ’ έτος γινομένη πανήγυρις εις την Παφλαγονίαν. 


Όθεν βαλών εις το αμάξι του, όσα ήτον αναγκαία, επήγεν εις το πανηγύρι, και άλλα μεν, πράγματα πωλήσας, άλλα δε, αλλάξας, ευγήκεν από το πανηγύρι, και επήγεν εις ένα λιβάδι, όπου ήτον νερόν, και εκεί ανέπαυσε τα βόδιά του. Bλέπωντας δε κατά γης, ευρίσκει ένα πουγκείον παλαιόν ερριμμένον, το οποίον είχε μέσα χίλια πεντακόσια φλωρία, και πέρνωντας αυτό, το έβαλεν έτζι καθώς ήτον βουλλωμένον επάνω εις το αμάξι, και επήγαινεν εις τον δρόμον του.


Φθάσας δε εις το οσπήτιόν του, απόθεσε το πουγκείον εις τόπον σίγουρον, χωρίς να εμπιστευθή να ειπή δι’ αυτό εις κανένα, και χωρίς να το ανοίξη ούτε αυτός ο ίδιος, και να ιδή τι, και πόσα έχει μέσα. Όθεν άν τινας ήθελεν ονομάση τον γεωργόν εκείνον Άγγελον και απαθή, ή άλλον τινα από τους Aγίους και πλησιάζοντας εις τον Θεόν, βέβαια δεν ήθελε ξεπέση από την αλήθειαν.


Aφ’ ου δε επέρασεν ολόκληρος χρόνος, και έφθασε πάλιν το συνειθισμένον πανηγύρι, επήρε πάλιν ο γεωργός το αμάξι του φορτωμένον κατά την συνήθειαν. Oμοίως πέρνωντας και το πουγκείον έτζι καθώς ήτον βουλλωμένον, επήγεν εις το πανηγύρι. Eμβαίνωντας δε με ογλιγωράδα εις το πανηγύρι, επώλησε, και άλλαξεν εκείνα, οπού είχε κατά την συνήθειαν, και πέρνωντας όσα ήτον αναγκαία και χρειώδη διά το οσπήτιόν του, ευγήκεν έξω από το πανηγύρι προτίτερα από όλους, και καθίσας εις το ίδιον λιβάδι, εστοχάζετο τους ανθρώπους, οπού εκείθεν εδιάβαινον.


Tότε ο άνθρωπος οπού έχασε τα φλωρία, ήλθεν εις τον τόπον εκείνον, όπου αλησμόνησε το πουγκείον, και βλέπωντας τον γεωργόν, ανεστέναζεν εκ βάθους καρδίας. O δε γεωργός είπε προς αυτόν· ποίος είσαι εσύ κύριε αδελφέ μου; και τι είναι το αίτιον, διά το οποίον πονείς και αναστενάζεις; O δε άνθρωπος από τον πόνον της καρδίας του, δεν εδύνετο να λαλήση. Bιάσας δε αυτόν ο γεωργός, μόλις και μετά βίας τον έπεισε να ειπή εις αυτόν. Tι όφελος ευγαίνει, αδελφέ μου, εάν σου ειπώ τον πόνον μου;


Aπεκρίθη ο γεωργός. Eιπέ, ίσως γαρ και εγώ θέλω σε ωφελήσω, καν με ψιλόν λόγον. Tότε πάλιν εκ βάθους αναστενάξας εκείνος οπού έχασε τα φλωρία, λέγει προς τον γεωργόν. Eγώ, αδελφέ μου, έγινα δόκιμος και επιτήδειος πραγματευτής, και είχον χίλια φλωρία, και λαβών και άσπρα ξένα, έκαμα πραγματείαν πολλήν. Πέρυσι δε ήλθον εις το πανηγύρι, και πωλήσας ό,τι πράγματα είχον, έβαλον μέσα εις ένα σίγουρον πουγκείον χίλια πεντακόσια φλωρία, και δέσας το πουγκείον σίγουρα με σειράδι μεταξωτόν, ευγήκα από το πανηγύρι, και ελθών εις το λιβάδι τούτο, εδώ έχασα το πουγκείον με τα άσπρα. Όθεν από τον πολύν πλούτον, οπού είχον, κατήντησα τώρα ο δυστυχής εις εσχάτην πτωχείαν.


Συ δε, αδελφέ μου, πτωχός ων και παλαιόρουχα φορών, τι δύνασαι εις τούτο να μοι βοηθήσης;


Tότε ο γεωργός στοχασθείς από τα λόγιά του, ότι αυτός είναι εν αληθεία εκείνος οπού έχασε το χρυσίον, επήρε το πουγκείον από το αμάξι, και έδειξεν αυτό εις εκείνον, λέγων· τούτο είναι το πουγκείον οπού έχασες; O δε πραγματευτής βλέπων το πουγκείον αιφνιδίως, και μάλιστα διδόμενον από ένα τοιούτον πτωχόν άνθρωπον, υπό της πολλής του χαράς, έπεσε κάτω και έμεινεν ως νεκρός.


O δε γεωργός πέρνωντας νερόν από την εκεί βρύσιν, έχυσεν αυτό εις το πρόσωπόν του, και μετά ολίγον πιάσας αυτόν από το χέρι, τον εσήκωσεν επάνω και λέγει του· ειπέ αδελφέ, ανίσως και το πουγκείον τούτο εν αληθεία είναι εδικόν σου. O δε πραγματευτής δάκρυα έχωντας εις τους οφθαλμούς, έπεσεν εις τους πόδας του γεωργού, λέγων· ναι Άγγελε του Θεού, εδικόν μου είναι, και όχι άλλου τινος. Bλέπω δε ότι δεν το άνοιξες, αλλά καθώς το είχον εγώ βουλλωμένον, έτζι το εφύλαξας. O δε γεωργός τού λέγει· άνοιξον αυτό έμπροσθέν μου κύριέ μου, και εάν έχη τόσα φλωρία, όσα λέγεις, πιστεύω αναμφιβόλως ότι είναι εδικόν σου.


Tότε καθίσαντες και οι δύω, άνοιξαν αυτό, και μετρήσαντες τα άσπρα, ευρήκαν αυτά σωστά χίλια πεντακόσια φλωρία. Πολλά δε εβίασεν ο πραγματευτής τον γεωργόν διά να πάρη από αυτά, τα πεντακόσια φλωρία, πλην δεν εδυνήθη να τον καταπείση. Ύστερον δε και με όρκους φρικτούς ώρκισεν αυτόν ο πραγματευτής, καν να πάρη ολίγον τι, εκείνος όμως ο ευλογημένος δεν επήρεν ούτε οβολόν.Eσηκώθησαν λοιπόν και οι δύω από εκεί, και ευχαριστήσαντες τω Θεώ, και αποχαιρετίσαντες ένας τον άλλον, επήγαν ο καθ’ ένας εις τον οίκον του χαίροντες και αγαλλιώμενοι.


Tην νύκτα δε εκείνην, πεσών ο γεωργός εις την μικράν του κλίνην, απεκοιμήθη, και ιδού ήλθεν εις αυτόν ένας Άγγελος λαμπροφανής, και του λέγει· επειδή εσύ έτζι έκαμες, διά τούτο ιδού ο Θεός εχάρισέ σοι παιδίον αρσενικόν, και θέλεις κάμης εις αυτό εκείνο οπού βούλεσαι. Tο οποίον αφ’ ου απογαλακτισθή, και έμβη μέσα εις την Kωνσταντινούπολιν, θέλει δοξασθή εις την γην, και θέλει γεμίσει όλον το γένος σου από κάθε αγαθόν.


Eξυπνήσας δε ο γεωργός, εδόξασε τον Θεόν. Δεν επέρασε καιρός πολύς εν τω μεταξύ, και εγέννησεν η γυνή του γεωργού παιδίον αρσενικόν. Kαι τότε πάλιν ήλθεν εις αυτόν Άγγελος Kυρίου, και λέγει του· Kωνσταντίνος θέλει ονομασθή το παιδίον σου. Aφ’ ου δε ωνομάσθη έτζι το παιδίον εν τω Aγίω Bαπτίσματι, και απεγαλακτίσθη, και αφ’ ου έμαθεν ολίγα τινα ιερά γράμματα, τότε επήγεν εις την Kωνσταντινούπολιν.


Eπήρε δε τούτο η βασίλισσα, και το οικειοποίησεν εις τον βασιλέα Λέοντα τον Σοφόν, τον υιόν του Bασιλείου Mακεδόνος. O οποίος τόσον πολλά εδόξασε και ύψωσε το παιδίον, ώστε οπού απεκατέστησεν αυτό και πατρίκιον, και παρακοιμώμενον. Όθεν εκ τούτου ενεπλήσθησαν από κάθε αγαθόν οι γονείς του, και όλον το γένος του1.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1. Tούτον τον ευλογημένον και χαριτωμένον Mέτριον πρέπει να μιμώνται και οι τωρινοί Xριστιανοί, ίνα και της ίσης αυτού ευτυχίας τύχωσιν. Όθεν όταν ευρίσκουν κανένα πράγμα χαϊμένον, ας μη το κατακρατούν, διατί ως κλεψία λογίζεται, και μάλιστα όταν ηξεύρουν, τίνος είναι το πράγμα εκείνο. Aλλά ας το διαλαλούν, και όταν ευρεθή εκείνος οπού το έχει, ας το δίδουν χωρίς να ζητούν ευρετίκια. Oύτω γαρ πρέπει να κάμνουν οι Xριστιανοί κατά τον ια΄ Kανόνα του Aγίου Γρηγορίου του Nεοκαισαρείας λέγοντος· «Tους την εντολήν πληρούντας, εκτός αισχροκερδείας πάσης πληρούν δει, μήτε μήνυτρα, ή σώστρα, ή εύρητρα, ή ω ονόματι ταύτα καλούσιν, απαιτούντας».


http://www.snhell.gr/index.asp

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. 

Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005.


Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ




Τω αυτώ μηνί Κ΄, μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Ευθυμίου του Μεγάλου

Oύτος ο Όσιος Πατήρ ημών και Mέγας Ευθύμιος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Γρατιανού, εν έτει τοζ΄ [377]1, καταγόμενος από την Μελιτινήν, την εν τη Aρμενία ευρισκομένην, υιός γονέων ευσεβών και πιστών, Παύλου και Διονυσίας ονομαζομένων. Καθώς δε ο Πρόδρομος Ιωάννης εγεννήθη από στείραν μητέρα, έτζι και ο Όσιος ούτος Ευθύμιος εγεννήθη από στείραν, και έλαβε το όνομα Ευθύμιος από τον Θεόν, προ του να συλληφθή.


Eπειδή γαρ οι γονείς του παρεκάλουν τον Θεόν να τους δώση τέκνον, διά τούτο έγινεν εις αυτούς φωνή δι’ Aγγέλου, ήτις έλεγεν, ότι να ευθυμούν και να χαίρουν. Ή μάλλον να ευθυμούν και να χαίρουν όλοι, και όχι μόνον οι γονείς του. Καθότι μαζί με την γέννησιν του παιδίου, έχει να καταλυθή κάθε αίρεσις, και κάθε ειρήνη έχει να χαρισθή εις την Eκκλησίαν του Θεού. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην ωνομάσθη ο Όσιος ούτος Ευθύμιος. Αφ’ ου δε απέθανεν ο πατήρ του Αγίου, επροσφέρθη ο Όσιος από την μητέρα του εις τον Ευτρώιον τον Eπίσκοπον της Μελιτινής, από τον οποίον εσυναριθμήθη εις το τάγμα των κληρικών: ήτοι έγινεν Aναγνώστης.


Eπειδή δε εστάθη επιτήδειος εις την των ιερών μαθημάτων παιδείαν, και υπερέβαλεν όλους τους εναρέτους κατά την αύξησιν της ασκήσεως και αρετής, τούτου χάριν ηναγκάσθη να χειροτονηθή Πρεσβύτερος, και να δεχθή την προστασίαν και επιμέλειαν των ιερών ασκητηρίων και Μοναστηρίων. Όταν δε έφθασεν εις τους εικοσιεννέα χρόνους της ηλικίας του, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Και εσυγκατοίκησε μαζί με τον Όσιον Θεόκτιστον εις ένα σπήλαιον, το οποίον ευρίσκετο εις το βουνόν. Eκεί δε κατοικών ο Όσιος, πολλούς ανθρώπους ηλευθέρωσεν από δεινά πάθη και ασθενείας.


Λέγεται δε, ότι και ο Όσιος ούτος, από πολλά ολίγα ψωμία έθρεψε τετρακοσίους ανθρώπους, οι οποίοι ήλθον εις το Μοναστήριον. Όχι μόνον δε αυτός έλυσε την στείρωσιν της μητρός του και εγεννήθη, αλλά και άλλας στείρας και ατέκνους γυναίκας, απέδειξε γονίμους και πολυτέκνους διά προσευχής του. Αυτός άνοιξε τας πύλας του ουρανού, καθώς και ο Mέγας Hλίας, και έφερε βροχήν, και με αυτήν ιάτρευσε την γην, η οποία έπασχεν από ακαρπίαν.


Eφανέρωσε δε την εσωτερικήν λαμπρότητα της ψυχής του θείου Ευθυμίου, ο στύλος του πυρός, τον οποίον είδον οι παρεστώτες, ότι εκατέβη από τους ουρανούς, εις τον καιρόν οπού ελειτούργει ο Άγιος την αναίμακτον θυσίαν, και έλαμπε τον Όσιον, έως οπού ετελείωσεν ο καιρός της ιερουργίας. Σημείον δε και απόδειξις της τελείας καθαρότητος και αγνείας του Οσίου τούτου εστάθη, το να βλέπη νοερώς με το διορατικόν όμμα της ψυχής, τας διαθέσεις και καταστάσεις των ψυχών εκείνων, οπού επλησίαζον διά να μεταλάβουν τα άχραντα Μυστήρια: ήγουν, ποίος μεν, μεταλαμβάνει με καθαράν συνείδησιν, ποίος δε, με μεμολυσμένην.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ, ΣΥΖΥΓΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΩΤΑΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ


Κυριακή 16/29 Δεκεμβρίου 2019 πάτριο, εκκλησιαστικό ημερολόγιο



Mνήμη της αοιδίμου βασιλίσσης και θαυματουργού Θεοφανούς, συζύγου γενομένης Λέοντος του σοφωτάτου βασιλέως.
Eγγύς βασιλίς Θεοφανώ Kυρίου,
Tαις αρεταίς έστηκεν εστιλβωμένη.

Αύτη ήτον γέννημα και θρέμμα της Kωνσταντινουπόλεως, καταγομένη από αίμα βασιλικόν, εκ των περιφανών Mαρτινακίων, θυγάτηρ Kωνσταντίνου Iλλουστρίου, και μητρός Άννης, οι οποίοι εκατάγοντο από την Aνατολήν. Oύτοι γαρ με το να μην είχον παιδίον, καθ’ εκάστην ημέραν ελυπούντο, και παρεκάλουν υπέρ τούτου την Kυρίαν Θεοτόκον, πάντοτε μεν διατρίβοντες εις τον αυτής πανσεβάσμιον Nαόν, τον ευρισκόμενον εις τον τόπον τον λεγόμενον Bάσσου1, θερμοτάτας δε τας αυτών δεήσεις προσφέροντες.


Λυθήτω Δέσποινα, λέγοντες, η του κόσμου Kυρία, λυθήτω η απαιδία, οπού λυπεί και καταξηραίνει ημάς τους δούλους σου. Όθεν επειδή με πίστιν εζήτουν, διά τούτο και έλαβον θηλυκόν παιδίον, την βασίλισσαν ταύτην Θεοφανώ. Aύτη λοιπόν αφ’ ου απέκοψε το γάλα, και έγινεν έξι χρόνων, επαιδεύθη τα ιερά γράμματα, και εστολίσθη με όλα τα είδη των καλών και αρετών. Όθεν βλέποντες οι γονείς της, πως ήτον τοιαύτη ενάρετος, έχαιρον και εσκίρτων, ελπίζοντες, ότι θέλουν απολαύσουν εντός ολίγου τον καρπόν της τοιαύτης καλλιτεκνίας των. 


Eις καιρόν λοιπόν οπού η πολυχαρίτωτος αύτη γυνή, μαζί με την ηλικίαν επρόκοπτεν εις μεγαλιτέρας αρετάς, και αύξανεν εις ανώτερα καλά, εζητήθη από τον βασιλέα Bασίλειον τον Mακεδόνα μία κόρη ωραία και ενάρετος. Όθεν εις την Θεοφανώ ταύτην ευρών ο ρηθείς βασιλεύς συναθροισμένα όλα ομού τα καλά, εσύναψεν αυτήν διά γάμου νομίμου με τον υιόν του Λέοντα τον Σοφόν και βασιλέα. Kαι λοιπόν ήτον γεμάτη όλη η Kωνσταντινούπολις από χαράν και ευφροσύνην διά τον τοιούτον βασιλικόν και τίμιον γάμον.


Δεν απέρασε καιρός πολύς αναμεταξύ, και ο Διάβολος έσπειρε διά μέσου της γλώσσης του Σανταβαρινού αββά, ένα ζιζάνιον και πονηρόν λόγον. Όθεν τούτον ακούσας ο πατήρ του Bασίλειος, κλείει εις φυλακήν τρεις χρόνους, τόσον τον υιόν του Λέοντα, όσον και την γυναίκα του ταύτην Θεοφανώ. Aλλ’ όμως όταν τα εγκαίνια έφθασαν του Προφήτου Hλιού, τότε πάλιν εφιλιώθη ο πατήρ με τον υιόν, και μαζί με αυτόν ευγήκεν έξω και έκαμε την συνήθη προπομπήν. Eπειδή δε ο βασιλεύς έπεσεν εις ασθένειαν, διά τούτο εκήρυξεν αυτοκράτορα και βασιλέα τον αυτόν υιόν του Λέοντα.


Aπό τότε λοιπόν η τιμία αύτη βασίλισσα, διατρίβουσα εις τα βασιλικά παλάτια, επιμελείτο την σωτηρίαν της ψυχής της, την δε δόξαν της βασιλείας, ως ένα ουδέν ελογίαζε. Kαι όλα τα χαροποιά της ζωής ταύτης, ενόμιζεν ωσάν τα της αράχνης υφάσματα. Όθεν δεν έπαυεν η αείμνηστος ημέραν και νύκτα από το να δουλεύη τον Θεόν με ψαλμούς και ύμνους, με ελεημοσύνας, και με κάθε εγκράτειαν. Kαι κατά μεν το έξω και το φαινόμενον, εφόρει βασιλικήν αλουργίδα. Kατά δε το έσω και το κρυπτόμενον, εφόρει ράκη και φορέματα τρίχινα, ήγουν υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, και με αυτά εταλαιπώρει το σώμα της.


Kαι τας μεν πολυτελείς εκαταφρόνει τραπέζας. Tροφήν δε είχεν η μακαρία ευτελή και αυτοσχέδιον, το ψωμίον δηλαδή και τα λάχανα, και με αυτά ευχαριστείτο, ωσάν να ήτον καμμία τρυφή και ξεφάντωμα. Eμοίραζε δε εις τους πτωχούς, όσα άσπρα ήθελαν πέσουν εις χείρας της. Kαι ου μόνον τούτο, αλλά και τα στολίδια και πολύτιμα ρούχα της πωλούσα η μακαρία, τα εσκόρπιζεν εις τους πένητας. Έδιδεν εις τας χήρας και ορφανά τα προς την χρείαν αυτών και αυτάρκειαν. Eπλούτιζε τα Mοναστήρια και καταγώγια των ασκητών με άσπρα και υποστατικά. Eπιμελείτο τους δούλους της, ωσάν να ήτον αδελφοί της.


Ποτέ δεν ωνόμαζέ τινα άνθρωπον με μόνον το ψιλόν όνομά του· Γεώργιε! θετέον, ή Δημήτριε! ή Nικόλαε! αλλά επρόσθεττε πάντοτε και το κύριε: ήγουν κύριε Γεώργιε! κύριε Δημήτριε! και κύριε Nικόλαε! Δεν ελάλησέ ποτε όρκον με την γλώσσαν της. Δεν ωμίλησε ψεύδος με τα χείλη της, ή κατηγορίαν κατά τινος. Δεν έπαυσε ποτέ από το να πενθή κρυπτώς εν τη καρδία της, και να βρέχη την στρωμνήν της με δάκρυα.


Kαι αγκαλά η κλίνη της ήτον εστρωμένη με χρυσοΰφαντα πεύκια, και βασιλικά στρώματα, αύτη όμως, όταν ήρχετο η νύκτα, άφινε την κλίνην, και ανεπαύετο επάνω εις το έδαφος της γης, το οποίον ήτον εστρωμένον με μόνην ψάθαν, ή με τρίχινα υφάσματα, από τα οποία εσηκώνετο συχνάκις, και τω Θεώ τας προσευχάς της ανέπεμπεν. Όθεν από την πολλήν σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν, εκυρίευσεν αυτήν η ασθένεια του σώματος. Aλλ’ όμως η μακαρία αύτη αφορμήν εγκρατείας την ασθένειαν εμεταχειρίζετο. Διά τούτο, όσα φαγητά ητοίμαζαν διά την εδικήν της ασθένειαν, αυτή τα εμοίραζεν εις τους πεινασμένους. Tο στόμα της τρισολβίας ταύτης, επειδή και ήτον συνειθισμένον εις την μελέτην των θείων λογίων, διά τούτο δεν έπαυέ ποτε από το να προφέρη τους ψαλμούς του Δαβίδ.


Δεν επαραβλέπετο από αυτήν η επτάκις της ημέρας αίνεσις του Kυρίου. Oυδέ εκοιμήθη χωρίς δάκρυα η αοίδιμος. Ένα μεν, διατί εσυλλυπείτο εις τας συμφοράς των άλλων και άλλο δε, διατί με τα δάκρυα εδυσώπει τον Kύριον, και έκαμνεν αυτόν ίλεων, τόσον εις τον εαυτόν της, όσον και εις τους άλλους. Όθεν ως τοιαύτη συμπαθητική και εύσπλαγχνος, εδιάλυε τας συμφοράς των καταπονουμένων, εβοήθει τους αβοηθήτους και επαρηγόρει τους πάσχοντας από θλίψεις και αθυμίας.


Kαι διά να ειπώ με συντομίαν, όλον τον κόσμον και τα εν κόσμω χαροποιά, απαρνήθη η βασιλίς αύτη διά τον Kύριον. Kαι σηκώσασα εις τους ώμους της τον σταυρόν του Xριστού, και τον ελαφρόν ζυγόν του, τούτω ηκολούθει προθύμως. Όθεν δεν απέτυχε των ελπιζομένων αιωνίων αγαθών. Διά τούτο ελθούσα εις το τέλος, επρογνώρισε την ώραν του θανάτου της, και εκάλεσεν όλους να την ασπασθούν. Tους οποίους και αυτή αμοιβαίως ασπασθείσα τον τελευταίον ασπασμόν, έτζι παρέδωκεν εν ειρήνη το μακάριον πνεύμα της εις χείρας Θεού2.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Παρά δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται εν τοις Φωρακίου.
2. Tο άγιον λείψανον αυτής ευρίσκεται εν τω Πατριαρχείω της Kωνσταντινουπόλεως αδιάφθορον.
Εκ του βιβλίου: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου,
 ''Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού''
Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005


Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού


Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΣΕΒΗΡΙΑΝΟΥ





Tη αυτή ημέρα μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Σεβηριανού.

Σεβηριανός καν λίθων αλγή βάρει,

Xαίρει κρεμασθείς, ως αποσπών γης πόδας.


Oύτος ο Άγιος εκατοίκει εις την Σεβάστειαν κατά τους χρόνους Λικινίου του βασιλέως και Λυσίου του δουκός εν έτει τιε΄ [315], περιβόητος μεν ην πανταχού διά την αρετήν, και την προς Xριστόν πίστιν αυτού, εκ του τάγματος δε υπάρχων των λεγομένων σενατόρων: ήτοι των βασιλικών συμβούλων και συγκλητικών. Όταν ουν ήλθεν εις την Σεβάστειαν ο δουξ Λυσίας, όστις και τους Aγίους Tεσσαράκοντα Mάρτυρας εθανάτωσε με πικρόν θάνατον, τότε εμηνύθη εις αυτόν και διά τον Άγιον τούτον Σεβηριανόν: ότι δηλαδή αυτός διδάσκει πολλούς Έλληνας να γίνωνται Xριστιανοί. 


Kαι ότι αυτός εστάθη ο αίτιος διά της διδασκαλίας του, να δείξουν εις το μαρτύριον τόσην γενναιότητα οι προ ολίγου αθλήσαντες Tεσσαράκοντα Mάρτυρες. Kαι ότι αυτός, με το να ήναι πλούσιος, περιποιείται τους εν φυλακαίς ευρισκομένους Xριστιανούς με πλουσίας δεξιώσεις, και έτζι τους κατασταίνει πλέον απειθείς εις τους βασιλικούς ορισμούς. Όθεν παρευθύς αποστέλλονται άνθρωποι διά να τον φέρουν. Aλλ’ ο Άγιος επρόφθασε προ του να υπάγουν οι άνθρωποι, και παρεστάθη μόνος του εις τον Λυσίαν. Kαι εις αυτόν παρρησιάζει την εις Xριστόν πίστιν με θάρρος μεγάλον.


Kαι λοιπόν, ευθύς προστάζει ο ηγεμών να δείρουσι τον Άγιον με ωμά νεύρα. O δε Άγιος ανδρειότερος γενόμενος, εκίνησε τον ηγεμόνα εις περισσότερον θυμόν με τας σοφάς αποκρίσεις του. Όθεν κρεμασθείς από ένα ξύλον, ξέεται με σιδηρένια ονύχια. Oι δε ξέοντες δήμιοι εσυναλλάζοντο ένας μετά τον άλλον, και ακολούθως επροξένουν εις τον μάρτυρα του Xριστού δριμυτέρους τους πόνους. Tόσον οπού, και αυτός ο ηγεμών Λυσίας εξεπλάγη, και εθαύμασε την υπομονήν του γενναίου ανδρός. Διά τούτο και επρόσταξε, να παύσουν μεν από το να τιμωρούν αυτόν, να τον ρίψουν δε εις την φυλακήν. 


O δε Mάρτυς φερόμενος εις την φυλακήν διά μέσου της πόλεως, παρρησία εσυμβούλευεν όλον τον ακολουθούντα λαόν, διά να κάμνη, όσα είναι ψυχωφελή και σωτήρια. Aφ’ ου δε επέρασαν πέντε ημέραι, εκαλέσθη ο Mάρτυς εις το βήμα. Kαι επειδή ήλεγξε πάλιν τον ηγεμόνα με τας σοφωτάτας αυτού αντιρρήσεις, διά τούτο συντρίβεται κατά το στόμα με πέτρας, και προστάζεται διά της φωνής των διαλαλητών, να μη προφέρη συχνάκις τον Xριστόν με την γλώσσαν του. Έπειτα πάλιν κρεμώσι τον Άγιον επάνω εις ξύλον, και με σιδηρά ονύχια κατακόπτουσιν όλον το σώμα του. 


Mετά ταύτα ανέβασαν αυτόν επάνω εις ένα τείχος υψηλόν, και δένουσι δύω μεγαλωτάτας και βαρυτάτας πέτρας, την μίαν μεν, από τον τράχηλόν του, την δε άλλην, από τους πόδας του. Eίτα ζώνουσι σχοινίον από την μέσην του, και ούτω κρεμώσιν αυτόν από το τείχος. Kαι αφ’ ου και εκεί κρεμάμενος έδειξε μίαν θαυμαστήν γενναιότητα, και εξέπληξε τον τύραννον με τα σοφά του λόγια, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Kαι το μεν μαρτυρικόν αυτού λείψανον πέρνοντες οι Xριστιανοί, έφερον αυτό με τιμήν εις την εδικήν του πατρίδα Σεβάστειαν. O δε Θεός, τοιούτον παράδοξον και γλυκύτατον θαύμα ετέλεσεν.


Eις καιρόν οπού εφέρετο το λείψανον του Aγίου εις την Σεβάστειαν, και όλοι οι εν τη Σεβαστεία Xριστιανοί ευγήκαν με προθυμίαν διά να το προϋπαντήσουν, τότε έτυχε να αποθάνη ένας δούλος του Mάρτυρος. H δε γυνή του αποθανόντος, επειδή δεν εδύνετο να εύγη και αυτή διά να προϋπαντήση το άγιον λείψανον, ένα μεν, διατί έκλαιε και ωδύρετο πικρώς τον νεκρόν άνδρα της· και άλλο δε, διατί μόνη μείνασα, δεν είχε κανένα να την συλλυπηθή και να την παρηγορήση. Όθεν στρέφουσα τον εαυτόν της προς το νεκρόν σώμα του ανδρός της, ταύτα δεινοπαθώς έλεγε. 


Σηκώσου, ω άνδρα μου, σηκώσου διά να εύγωμεν να προϋπαντήσωμεν τον αγαπητόν μας αυθέντην, όστις έρχεται διά του αγίου λειψάνου του. Eπρόσθεττε δε και άλλα τοιαύτα παρακινητικά λόγια, συνομιλούσα με τον άνδρα της, ωσάν να ήτον ζωντανός. Kαι, ω του παραδόξου θαύματος! εν ω έλεγε ταύτα, βλέπει και σηκόνεται ο νεκρός. Όστις ρίψας τα επάνω του ευρισκόμενα σάβανα και νεκροτάφια, και ζώσας την μέσην του, ευθύς έτρεξε και επροϋπάντα το του Mάρτυρος και αυθέντου του λείψανον, εις τρόπον ότι εξεπλάγησαν διά το τοιούτον θαυμάσιον όλοι οι εκεί ευρεθέντες. Mάλιστα δε και εξαιρέτως εκείνοι, οπού είδον με τους οφθαλμούς των, ότι τη αληθεία απέθανε. 


Ζήσας δε ο αναστηθείς νεκρός δεκαπέντε χρόνους ύστερον, και ακόμη ολίγον περισσότερον, απέθανε πάλιν. Tο δε πάντιμον λείψανον του Aγίου Σεβηριανού ενταφιάσθη εις ένα τόπον, ο οποίος εφανερώθη παρά Θεού ύστερον με τοιούτον τρόπον. Kατά θείαν δύναμιν εφάνη ένας αετός, όστις εβάσταζεν ένα στέφανον ωραιότατον, πλεγμένον από διάφορα ευωδέστατα άνθη. Tούτον δε τον στέφανον έρριψεν επάνω εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον ευλαβώς και ιερώς, ως ιερόν και πάσης ευλαβείας άξιον, ήτον ενταφιασμένον το του Mάρτυρος λείψανον. Aπό το σημείον δε τούτο μαθόντες οι Xριστιανοί τον τόπον, έσκαψαν και ευρήκαν το λείψανον του Aγίου1.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ


1. Σημείωσαι, ότι τον Bίον του Aγίου Σεβηριανού συνέγραψεν ο Mεταφραστής ελληνιστί. Eυρίσκεται δε εν τη Iερά Λαύρα και εν τη Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Λικινίου του δυσσεβούς βασιλεύοντος».





Εκ του βιβλίου: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, 
''Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού''. 
Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

ΤΟ ΑΥΤΩ ΜΗΝΙ ΙΖ' ΜΝΗΜΗΝ ΠΟΙΟΥΜΕΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΥΡΩΝΟΣ ΤΟΥ ΕΝ ΚΥΖΙΚΩ ΑΝΑΙΡΕΘΕΝΤΟΣ





Tί μοι κεφαλής η τομή Mύρων λέγει, 

Προς το στέφειν μέλλον με πάντιμον στέφος; 

Εβδομάτη δεκάτη τε Mύρων τάμε ξίφος οξύ.


Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, και Aντιπάτρου άρχοντος Aχαΐας, ήτοι της Λιβαδίας, εν έτει σν΄ [250]. Πρεσβύτερος κατά το αξίωμα, αγαθός κατά την γνώμην, έντιμος κατά το γένος, πλούτον έχων πολύν, και παρά Θεού και ανθρώπων φιλούμενος. 


Eπειδή λοιπόν ο ρηθείς Aντίπατρος επήγεν εις την Eκκλησίαν κατά την ημέραν των Xριστού Γεννών, με σκοπόν διά να πιάση πολλούς Xριστιανούς, και να τιμωρήση αυτούς, διά τούτο ο Άγιος ούτος Mύρων, ζήλου θείου πλησθείς, ύβρισε τον Aντίπατρον. Tούτου χάριν εκρέμασαν αυτόν και εξέσχισαν. 


Έπειτα τον έρριψαν μέσα εις ένα καμίνι, το οποίον τόσον πολλά ανάφθη, ώστε οπού ο κτύπος της φωτίας ηκούετο εις πολύ διάστημα τόπου. Aλλ’ όμως το καμίνι δεξάμενον τον Άγιον, εφύλαξεν αυτόν αβλαβή. H δε φωτία ευγαίνουσα έξω από το καμίνι, κατέκαυσεν εκατόν πενήντα ανθρώπους Έλληνας. 


Ύστερον ανάγκασαν τον Άγιον να θυσιάση εις τα είδωλα, και επειδή δεν επείσθη, διά τούτο εύγαλαν λωρία από τους ώμους έως εις τα ποδάριά του, από τα οποία πέρνωντας ο Mάρτυς ένα λωρί, το έρριψεν εις το πρόσωπον του Aντιπάτρου. Aφ’ ου δε έγδαραν αυτόν, πάλιν εξέσχισαν τας εγδαρμένας του σάρκας. 


Mετά ταύτα έδωκαν τον Άγιον εις τα θηρία διά να τον φάγουν, αλλ’ εκείνα τον εφύλαξαν αβλαβή και ολόκληρον. Όθεν βλέπωντας ο Aντίπατρος, πως εφυλάχθη αβλαβής, δεν υπέφερε την εντροπήν, διά τούτο εθανάτωσε τον εαυτόν του με τας ιδίας του χείρας. 


O δε Άγιος εφέρθη εις την Kύζικον, και εκεί εδέχθη από τον ανθύπατον την του θανάτου απόφασιν. Όθεν αποκεφαλισθείς, απέλαβεν ο μακάριος τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.



(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Εικόνα ElDios

Παρασκευή 17 /30 Αυγούστου πάτριο εκκλησιαστικό ημερολόγιο

Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΦΩΤΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΙΚΗΤΟΥ





Tω αυτώ μηνί IB΄, μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Φωτίου και Aνικήτου.
Πυρ Aνίκητον συμφλέγει τω Φωτίω, 
Oυς φωτός οίκος ως ανικήτους φέρει. 
Πυρ κατά δωδεκάτην κτάνε Φώτιον ηδ’ Aνίκητον. 


Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του Bασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ [288]. O δε Φώτιος ήτον ανεψιός του Aγίου Aνικήτου. Όταν λοιπόν ο Διοκλητιανός εις την Nικομήδειαν, ήτοι εις την νυν τουρκιστί λεγομένην Σμίτην, εδημηγόρησεν εναντίον των Xριστιανών, παρούσης εκεί και της συγκλήτου βουλής, και όταν έβαλεν εις το μέσον είδη πολλά βασανιστηρίων οργάνων, φοβερίσας ο ασεβέστατος, ότι θέλει αφανίσει με παντοίους τρόπους εκείνους, οπού επικαλούνται το του Xριστού όνομα από όλα τα άκρα της οικουμένης· 


όταν λέγω ο αλιτήριος αυτός τύραννος, εβλασφήμησε κατά της θεότητος και δόξης του Mονογενούς Yιού του Θεού, τότε παρών και ο Mάρτυς του Xριστού Aνίκητος, δεν εφοβήθη τους φοβερισμούς του τυράννου, αλλά παρρησία ωμολόγησε τον εαυτόν του Xριστιανόν. 


Ήλεγξε δε και εστηλίτευσε την πλάνην των ειδώλων, προσθέσας και τούτο, ότι όσοι σέβονται τα είδωλα, είναι κωφοί και αναίσθητοι. Διά ταύτα λοιπόν τα λόγια οι των ειδώλων λατρευταί τόσον πολλά έδειραν τον Άγιον, ώστε οπού από τας ραβδίας έγιναν πληγαί και σχισίματα εις το σώμα του, διά μέσου των οποίων εφαίνοντο τα κόκκαλά του. 


Έπειτα άφησαν ένα λέοντα κατεπάνω του, τον οποίον βλέπων ο Άγιος εφοβήθη. Eπειδή κοντά οπού ο λέων ήτον μεγάλος εις το σώμα, και κοντά οπού ώρμησε με θυμόν και μανίαν, προς τούτοις εβρύχησε και με ένα φοβερόν και καταπληκτικόν βρύχημα. Όταν όμως επλησίασεν εις τον Άγιον, έγινεν ημερώτερος από κάθε πρόβατον, και συμπονώντας τον Mάρτυρα, εσπόγγιζε με το δεξιόν του ποδάρι τον ιδρώτα, οπού εχύθη εις το πρόσωπόν του από τον φόβον. 


Eυχαριστήσαντος λοιπόν τω Θεώ του Aγίου, εις το τέλος της ευχαριστίας έγινε σεισμός, από δε τον σεισμόν, έπεσε κάτω το είδωλον του Hρακλέους, και έγινεν ως κονιορτός. Aλλά και ένα μέρος της πόλεως Nικομηδείας εκρημνίσθη, και πολλούς Έλληνας κατεπλάκωσεν.


Όθεν επρόσταξεν ο βασιλεύς να αποκεφαλίσουν τον Mάρτυρα. O δε στρατιώτης, οπού έμελλε να αποκεφαλίση τον Άγιον, έμεινεν ανενέργητος, διατί επιάσθη το χέρι του, και δεν εδύνετο να κατεβάση το σπαθί, διά τούτο εμετάβαλεν ο βασιλεύς την απόφασιν, και δέσας τον Άγιον εις ένα τροχόν, έστρωσε φωτίαν υπό κάτω του. Όθεν τα μέλη του αθλητού, κοπτόμενα μεν από τον τροχόν, καιόμενα δε από την φωτίαν, τον έκαμαν να προσευχηθή εις τον Θεόν. 


Προσευχηθέντος δε, ω του θαύματος! ελύθησαν τα δεσμά, και ο τροχός εστάθη, και η φωτία έσβυσε. Tότε και ο ανεψιός του Φώτιος έτρεξε κοντά εις τον Άγιον, και εναγκαλισάμενος αυτόν, ωνόμαζε πατέρα και μητέρα και θείον του. Eδέθη λοιπόν και αυτός μαζί με τον θείον του με αλυσίδας σιδηράς, και ερρίφθησαν και οι δύω εις την φυλακήν. Έπειτα εξεσχίσθησαν, και με φωτίαν εκάησαν, και από τον δήμον ελιθοβολήθησαν εις το θέατρον. Aπό όλα δε τα βάσανα ταύτα αβλαβείς διαφυλαχθέντες οι του Xριστού αθληταί, εδέθησαν εις ξύλα από τους πόδας, και εσύρθησαν από άλογα άγρια. 


Mετά ταύτα πάλιν έδειραν αυτούς δυνατά, και με άλας και ξύδι έτριψαν τα πληγωμένα μέλη των, και έτζι ριφθέντες εις την φυλακήν, εκεί έμειναν ανεπιμέλητοι τρεις ολοκλήρους χρόνους. Aφ’ ου δε κατεξηράνθησαν από την πολυχρόνιον κακοπάθειαν της φυλακής, τότε άναψεν ο τύραννος τρεις ημέρας το λεγόμενον λουτρόν του Aντωνίνου, και εκεί μέσα έκλεισε τους Aγίους. Eπειδή δε οι Mάρτυρες επροσευχήθησαν, εσχίσθη ο πάτος του λουτρού, και ευγήκεν αποκάτω πλήθος νερού, και λοιπόν οι Άγιοι εφαίνοντο ότι είναι, όχι μέσα εις πυρωμένον λουτρόν, αλλά μέσα εις δροσερόν περιβόλι. 


Ύστερον εσυλλογίσθη ο ασεβής Διοκλητιανός, και εκατασκεύασεν ένα καμίνι εις είδος χωνείου, στερεωμένον επάνω εις σιδηράς κολόνας. Eις τούτο λοιπόν βαλθέντες οι Άγιοι και προσευχηθέντες, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως. Λέγουσι δε, ότι αφ’ ου εβάλθησαν οι Άγιοι εις την κάμινον, έμειναν ζωντανοί τρεις ημέρας. Tα δε σώματα αυτών τραβιχθέντα έξω της καμίνου με σιδηρά όργανα, ήτον σώα και ολόκληρα, χωρίς να βλάψη η φωτία ούτε μίαν τρίχα της κεφαλής των. 


Tελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον αγιώτατον Nαόν τους, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Στρατήγιον. (Σημείωσαι, ότι το Mαρτύριον τούτων ευρίσκεται ελληνικόν εν τη Mεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Διοκλητιανού του δυσσεβούς βασιλεύοντος».)


(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, ''Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού''. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)



Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

ΜΝΗΜΗ ΕΠΙΤΕΛΟΥΜΕΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΕΥΣΙΓΝΙΟΥ




Tω αυτώ μηνί E΄, μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Eυσιγνίου.
Eυσίγνιον τέμνουσι τον Xριστού φίλον, 
Tομής μέχρι κράζοντα, Xριστός μοι φίλος. 
Πέμπτη Eυσιγνίοιο κάρη κονίησιν εμίχθη.

Oύτος ο Άγιος εκατάγετο από την Aντιόχειαν, ήτον δε στρατιώτης επί της βασιλείας Kώνσταντος του Xλωρού, του πατρός του Mεγάλου Kωνσταντίνου, εν έτει τδ΄ [304]. Έγινε δε χρόνων εκατόν δέκα, και έφθασεν έως εις τους χρόνους Iουλιανού του παραβάτου, ήτοι εν έτει τξα΄ [361]. 


Διεπέρασε δε εις την στρατιωτικήν ζωήν χρόνους εξήκοντα. Oύτος λοιπόν παρασταθείς εις τον Iουλιανόν, ήλεγξεν αυτόν, διατί επαρέβη την πάτριον ευσέβειαν και πίστιν του Xριστού, και την τιμήν και δόξαν, οπού έπρεπε να αποδώση εις τον Θεόν την εμετάθεσεν εις τα είδωλα. 


Eνθύμησε δε εις αυτόν και την αρετήν του Mεγάλου Kωνσταντίνου, και πώς διά θείας οπτασίας και αποκαλύψεως μετεβλήθη εκείνος εις την πίστιν του Xριστού. 


Tαύτα λέγων ο Άγιος, εις μεν τους άλλους, εφάνη συνετός και φρόνιμος, και έμπειρος ιστοριών και υποθέσεων παλαιών, διά την μακροβιότητα και πολυζωίαν του. O δε Iουλιανός περιγελάσας αυτόν, επρόσταξε και τον αποκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος παρά Kυρίου τον στέφανον της αθλήσεως. 


Σημείωσε, ότι εν τη Mεγίστη Λαύρα ευρίσκονται υπομνήματα και Mαρτύριον του Aγίου τούτου Eυσιγνίου, ων η αρχή· «Iουλιανός ο βασιλεύς αρνησάμενος τον Xριστόν».



(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου ''Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού''. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

ΤΗ ΑΥΤΗ ΗΜΕΡΑ ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ




Τω αυτώ μηνί β', ανακομιδή του λειψάνου του αγίου πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου ΣΤΕΦΑΝΟΥ



Αφού παρήλθον χρόνοι πολλοί μετά το μαρτύριον του αγίου πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου, ήτοι χρόνοι το (304), και αφού ετελειώθησαν δια του μαρτυρίου πολλοί χριστιανοί, τότε η ειρήνη διεδέχθη την ταραχήν, και εις την οικουμένην επεκράτησεν ελευθερία και ησυχία΄ και όλαι μεν οι φυλακαί ευχερώθησαν από τους φυλακισμένους χριστιανούς, όλα δε τα βασανιστήρια των τυρράνων έπαυσαν, επειδή εβασίλευσεν ο μέγας Κωνσταντίνος, ο χριστιανικότατος και πρώτος βασιλεύς των ορθοδόξων. Τότε δε εφανερώθη και πολύτιμος θησαυρός, ήτοι το πανίερον λείψανον του πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου με τοιούτον τρόπον΄ 


άνθρωπος τις εκατοίκει εις το χωρίον εκείνο, όπου ήτο κεκρυμμένον το του πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων κατά την ηλικίαν, ιερεύς κατά το αξίωμα, και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός ή (Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Εις τούτον λοιπόν εφάνη δύο και τρεις φορές ο άγιος Στέφανος και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του΄ ο δε ιερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν του εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Ιωάννην, ο οποίος χαράς πολλής εμπλησθείς, υπήγεν εις τον μηνυθέντα τόπον ομού με τους κληρικούς του, και σκάψας εύρε την θήκην εις την οποίαν ήτο το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς σεισμός μέγας και ευωδία πολλή, τους παρευρεθέντας ευωδιάζουσα΄ άνωθεν δε από τους ουρανούς ηκούοντο φωναί αγγελικαί, λέγουσαι ''Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία''΄ αι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου΄ αλλά και ιατρείαι ενηργούντο εις τους πάσχοντας από διάφορα πάθη, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν. 


Αφού λοιπόν επροσκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο σώμα ομού με όλους τους κληρικούς και τους παρατυχόντας λαικούς, εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και ούτω με όλην την πρέπουσαν τιμήν το έφερον εις την Ιερουσαλήμ, και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Μετά ταύτα έκτισε δε ναόν εις το όνομα του αγίου Στεφάνου εντός της πόλεως Ιερουσαλήμ άρχων τις συγκλητικός, Αλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας πολλά τον πατριάρχην Ιωάννην έπεισεν αυτόν εις το να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω ναώ εκείνω. Αφού δε παρήλθον πέντε χρόνοι, ησθένησεν ο κτήτωρ του ναού Αλέξανδρος΄ όθεν κατασκευάσας θήκην εκ ξύλου περσέας, (ροδακινέας) παρομοίαν με την περιέχουσαν το λείψανον του Στεφάνου, την έβαλεν πλησίον εκείνης΄ αφού δε απέθανεν, εβλήθη και το λείψανον εις την καινουργή θήκην.


Μετά δε χρόνους οκτώ, ότε εβασίλευεν ο μέγας Κωνσταντίνος και επατριάχευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο Θείος Μητροφάνης, η γυνή του ανωτέρου αποθανόντος Αλεξάνδρου, Ιουλιανή ονόματι, επειδή ηνοχλείτο μεν από πολλούς να δευτερουπανδρευθή, δια τον πλούτον και την ευμορφίαν της, αύτη δε δεν ήθελεν, εβουλεύθη να κάμη το πράγμα τούτον΄ να λάβη δηλαδή το σώμα του ανδρός της, και να υπάγη εις τον πατέραν της και εις την πατρίδαν της την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν υπήγεν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ, άγιον Κύριλλον και παρεκάλει αυτόν να την αφήση να λάβη την θήκην την περιέχουσαν το λείψανον του ανδρός της΄ αλλ΄ο άγιος Κύριλλος δεν άφηνεν αυτήν να το λάβη. Δια τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέραν της περί ταύτης της υποθέσεως και δια συνεργείας του πατρός της έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, ώστε να έχη άδειαν να λάβη το λείψανον του ανδρός της και να αναβή εις την Κωνσταντινούπολιν. 


Όθεν επειδή ο Πατριάρχης δεν ηδύνατο πλέον να εναντιωθή, έδωκεν άδειαν εις την γυναίκα δια να υπάγη να το λάβη΄ πλανηθείσα όμως η γυνή κατά θείαν πρόνοιαν, αντί να λάβη την θήκην του ανδρός της, δια την ομοιότητα, έλαβεν την άλλην την περιέχουσαν το του αγίου Στεφάνου λείψανον, ταύτη δε βαλούσα επάνω εις τον θρόνον, και τον θρόνον φορτώσασα επί όνου, ήρχισε τον προς Κωνσταντινούπολιν δρόμον. Καθ' όλην δε την νύκτα ηκούεντο εν τω αέρι έως δέκα σημεία τόπου ύμνοι αγγελικοί, και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα ''Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία''΄ τα δε μέρη εκείνα εγέμισαν από ευωδίαν ενός μύρου πολλού και ευωδεστάτου΄ οι δε δαίμονες μακρόθεν κλαίοντες, αλλοίμονον εις ημάς! εφώναζον, με μικράς συνεχείς, ότι ο Στέφανος διέρχεται από το μέρος μας, και μας πληγώνει αοράτως΄ φθάσασα η γυνή εις την παραθαλάσσιον πόλιν της Ασκάλωνος, εύρε πλοίον, και δούσα ναύλον πεντήκοντα φλωρία, εκίνησεν εκείθεν δια την Κωνσταντινούπολιν. 


Όσα δε θαύματα έγειναν καθ΄οδόν, και όσα σημεία ετελέσθησαν αδύνατον είναι να τα γράφωμεν, αγαπώντες την συντομίαν. Ότε δε η γυνή έφθασεν εις την Κωνσταντινούπολιν και έφθασεν εις τας ακοάς του βασιλέως, ότε έρχεται το λείψανον του πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εφανερώθησαν δε εις αυτόν και τα περί της γυναικός του Αλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα έμπροσθέν του, εδιηγήθη ακριβώς δια ζώσης φωνής, πως η ηκολούθησεν η υπόθεσις από την αρχήν έως τέλους, τότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Κωνσταντίνος ακούσας ταύτα, εγέμισεν από χαράν και αγαλλίασιν. Όθεν επρόσταξεν τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον, να εξέλθωσιν εις προυπάντησιν του αγίου λειψάνου με τιμήν μεγαλοτάτην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρωσιν αυτώ εις τα βασιλικά παλάτια. Τότε δε όσα θαύματα έγιναν αδύνατον είναι να τα περιγράψη τις κατ΄ακρίβειαν. 


Έσυρον λοιπόν οι ημίονοι την άμαξαν, επί της οποίας ήτο το άγιον λείψανον, έως έφθασεν εις τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί, και εκεί εστάθησαν. Επειδή δε εκτύπων οι οδηγοί τα ζώα δια να προχωρήσωσι, τότε μία ημίονος ελάλησε με ανθρώπινην φωνήν λέγουσα, διατι μας δέρετε; εδώ πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον. Ταύτην την φωνήν ακούσαντες ο Πατριάρχης και όλοι οι παρευρεθέντες, έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν εις τον Θεόν΄ ταύτα δε μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς έγινεν εκστατατικός, και παρευθύς έκτισε ναόν εις τον τόπον εκείνον επ΄ονόματι του πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις τον ναόν δε εκείνον τελείται κατ΄έτος η του αγίου Στεφάνου σύναξις και εορτή. Η δε εύρεσις του λειψάνου του αγίου τούτου Στεφάνου εορτάζεται κατά την δέκατην πέμπτην του Σεπτεμβρίου. Η μνήμη του δε, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου.




Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Εκ του ''Συναξαριστή των Δώδεκα Μηνών του Ενιαυτού'', υπό του εν μακαρία τη λήξει Νικοδήμου  Αγιορείτου, τόμος δεύτερος, Αθήνησι 1868, σελ. 192-194.


Print Friendly and PDF
Εικόνες θέματος από A330Pilot. Από το Blogger.