ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 12ο (2013 - 2025)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ ΟΤΙ ΟΥΚ ΟΙΔΑΤΕ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑΝ ΟΥΔΕ ΤΗΝ ΩΡΑΝ




Ἀδελφέ, νὰ περιμένεις κάθε μέρα τὸ θάνατό σου καὶ νὰ ἑτοιμάζεσαι κατάλληλα γιὰ τὴν πορεία ἐκείνη. Γιατὶ τὸ φοβερὸ πρόσταγμα θὰ ἔρθει ὅταν δὲν θὰ τὸ περιμένεις. Καὶ ἀλίμονο σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ βρεθεῖ ἀνέτοιμος. Ἂν εἶσαι ἀκόμα νέος, ὁ ἐχθρὸς σοῦ σπέρνει συχνὰ λογισμοὺς σὰν κι αὐτόν: «Νέος εἶσαι ἀκόμη. Ἀπόλαυσε τὶς ἡδονές σου, καὶ στὰ γεράματά σου μετανοεῖς. Πόσους τάχα δὲν ξέρεις, ποὺ καὶ τὶς ἐπίγειες ἡδονὲς ἀπόλαυσαν καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ κέρδισαν ὕστερα μὲ τὴ μετάνοια; Τί θέλεις καὶ λιώνεις τὸ σῶμα σου ἀπὸ τόσο μικρὴ ἡλικία, μὲ κίνδυνο ν᾿ ἀρρωστήσεις.Ἐσὺ ὅμως ἐναντιώσου στὸν ἐχθρὸ καὶ πές του: «Διώκτη καὶ ἐχθρὲ τῆς ψυχῆς μου! Πάψε νὰ μοῦ βάζεις λόγια! Γιατὶ, ἂν μ᾿ ἁρπάξει ὁ θάνατος στὰ νιάτα μου καὶ δὲν προφτάσω νὰ γεράσω, τί θ᾿ ἀπολογηθῶ μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ; Νά, βλέπω πολλοὺς νεώτερους νὰ πεθαίνουν καὶ πολλοὺς ἡλικιωμένους νὰ ζοῦν πολλὰ χρόνια ἀκόμη. Ἄγνωστη εἶναι στοὺς ἀνθρώπους ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τους. Ἂν λοιπὸν μὲ προλάβει ὁ θάνατος, μπορῶ νὰ πῶ τότε στὸν Κριτὴ ὅτι μὲ πῆρε νέο, καὶ νὰ μ᾿ ἀφήσει γιὰ νὰ μετανοήσω; Μήπως πάλι δὲν βλέπω, πῶς δοξάζει ὁ Κύριος ὅσους Τὸν ὑπηρετοῦν ἀπὸ τὰ νιάτα ὡς τὰ γεράματά τους; Νά, στὸν προφήτη Ἱερεμία εἶπε: «Ἐμνήσθην ἐλέους νεότητός σου καὶ ἀγάπης τελειώσεώς σου τοῦ ἐξακολουθεῖν σε ὀπίσω ἁγίου Ἰσραήλ» (πρβλ. Ἱερ. 2:2). Ἀντίθετα, ἐκεῖνον ποὺ συνεχῶς, ἀπὸ τὰ νιάτα ὡς τὰ γεράματά του, ἀκολούθησε τὸ λογισμὸ τῆς πλάνης, πῶς τὸν ἀποδοκίμασε ὁ προφήτης, ἂν καὶ νέος; «Πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν, νῦν ἤκασιν αἱ ἁμαρτίαι σου, ἂς ἐποίεις τὸ πρότερον» (Δαν. Σως.:52). Γι᾿αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μακαρίζει ἐκείνους ποὺ σηκώνουν τὸ ζυγὸ τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴ νεότητά τους (βλ. Θρ. Ἱερ. 3:27)… Φύγε λοιπὸν ἀπὸ κοντά μου, ἐργάτη τῆς ἀνομίας καὶ πονηρὲ σύμβουλε. Ὁ Κύριος καὶ Θεός μου νὰ διαλύσει τὶς δολοπλοκίες σου καὶ νὰ λυτρώσει κι ἐμένα ἀπὸ τὶς ἐπιβουλές σου, μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη Του».Πάντα λοιπόν, ἀγαπητέ, νὰ ἔχεις στὸ νοῦ σου τὴν ἡμέρα τοῦ τέλους σου. Ὅταν φτάσεις πιὰ νὰ πέσεις στὴν ψάθα σου ψυχομαχώντας - ἀλίμονο, τί φόβος καὶ τρόμος ζώνει τὴν ψυχή σου τότε, καὶ μάλιστα ἂν ἔχει τὴ συνείδηση νὰ τὴν κατηγορεῖ!Ἂν μὲν ἔχει κάνει κάτι καλὸ σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, ἂν δηλαδὴ βάσταξε θλίψεις καὶ ἀτιμώσεις γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου καὶ ἔκανε ὅσα εἶναι εὐάρεστα σ᾿ Ἐκεῖνον, τότε μὲ πολλὴ χαρὰ ὁδηγεῖται ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους στοὺς οὐρανούς. Γιατὶ ὅπως ὁ ἐργάτης ποὺ κοπιάζει στὴ δουλειὰ ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα, μ᾿ ἀπαντοχὴ περιμένει τὴ δωδέκατη ὥρα, γιὰ νὰ πάρει τὸ μεροκάματό του καὶ νὰ ξεκουραστεῖ μετὰ τὸ μόχθο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων περιμένουν ἐκείνη τὴν ἡμέρα.Οἱ ψυχὲς ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι γεμάτες ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο μεγάλο τὴν ὥρα ἐκείνη. Γιατὶ ὅπως ὁ κατάδικος, ποὺ πιάστηκε ἀπὸ τοὺς φύλακες καὶ ὁδηγεῖται στὸ δικαστήριο, καρδιοχτυπάει καὶ τρέμει ὁλόκληρος στὴ σκέψη τῶν βασανιστηρίων ποὺ τὸν περιμένουν, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ἄδικων ἀνθρώπων συνταράζονται τότε, καθὼς βλέπουν πιὰ καθαρὰ τὸ ἀτέλειωτο μαρτύριο τῆς αἰώνιας φωτιᾶς καὶ τὶς ἄλλες τιμωρίες, τὶς παντοτινὲς καὶ ἀτερμάτιστες. Κι ἂν ὁ ἁμαρτωλὸς πεῖ τότε σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν σέρνουν, «Ἀφῆστε με γιὰ λίγο νὰ μετανοήσω», ὄχι μόνο δὲν θὰ τὸν ἀκούσει κανείς, ἀλλὰ θὰ τοῦ ποῦνε κιόλας: «Τότε ποὺ εἶχες καιρό, δὲν μετανοοῦσες. Καὶ τώρα βεβαιώνεις πὼς θὰ μετανοήσεις; Ὅταν τὸ στάδιο ἦταν ἀνοιχτὸ γιὰ ὅλους, δὲν ἀγωνίστηκες. Καὶ θέλεις ν᾿ ἀγωνιστεῖς τώρα, ποὺ κλείστηκαν ὅλες οἱ πύλες καὶ πέρασε ὁ καιρὸς τοῦ ἀγῶνα; Δὲν ἄκουσες τί εἶπε ὁ Κύριος; «Γρηγορεῖτε, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν…» (Ματθ. 25:13).Γνωρίζοντας ἀπὸ τώρα, ἀγαπητέ, αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια, ν᾿ ἀγωνίζεσαι ὅσο ἔχεις ἀκόμα καιρό. Καὶ νὰ διατηρεῖς ἄσβεστη πάντα τὴ λαμπάδα τῆς ψυχῆς σου μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν. Ἔτσι, ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Νυμφίος, θὰ βρεθεῖς ἕτοιμος καὶ θὰ μπεῖς μαζί Του στὸν νυφικὸ θάλαμο, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες παρθένες ψυχές, ποὺ ἔζησαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του (πρβλ. Ματθ. 25:1-13).



Άγιος Εφραίμ ο Σύρος

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΧΩΡΙΣ ΑΙΤΙΑ, ΕΞΕΓΕΡΘΕΝΤΕΣ ΑΝΕΥ ΛΟΓΟΥ, ΕΚ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΙ ΤΗΣ ΠΕΝΑΣ




Όταν ασχολείσαι μόνο με τα πνευματκά, το διάβασμα,την προσευχή, τις ακολουθίες,το εργόχειρο και αφήνεις την αίρεση - ενώ την βλέπεις - να δημιουργεί γάγγραινα στους ιστούς της Εκκλησίας, είναι σαν να βλέπεις τον Χριστό να τον διώκουν, κι εσύ απλώς κοιττάζεις προσευχόμενος σ' έναν δικό σου Θεό!
                 

Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δικαίως επιχαίρει κάθε που ανεβαίνει στο Αγιώνυμο Όρος. Σχεδόν όλη η κουστωδία των παρατρεχάμενων ηγουμένων συντρέχει ν' ασπαστεί το χέρι, που προγουμένως είχε, κι αυτό με την σειρά του ασπαστεί,εκείνο το χρυσοδάκτυλο του Πάπα. Ασφαλώς και βαυκαλίζεται με τις ζητωκραυγές των υπηκόων του. Δηλώνει, πως δεν είναι οικουμενιστής κι ύστερα σεριανίζει αυτοκρατορικά στις κατακόκκινες αίθουσες του Βατικανού, δίπλα στον εν Χριστώ αδελφό του, Βενέδικτο! Κι όταν φύγει, πάλι οι ίδιοι παρατρεχάμενοι αυλικοί θα χαλάσουν τόνους χαρτί για τον επάρατο οικουμενισμό και θα καταδικάζουν εκ του ασφαλούς το οικουμενιστικό θηρίο. Αυτή είναι η συνηθισμένη ιστορία, που επαναλαμβάνεται διαρκώς και διαρκώς, χωρίς να έχει κανένα τέλος. Επαναστάτες χωρίς αιτία, εξεγερθέντες χωρίς εξέγερση, οι ομονοούντες και με τον καθ' ύλην πνευματικό τους προστάμενο και με την αναπαύουσα συνειδησή τους... Όλα βαίνουν καλώς και η ζωή συνεχίζεται... Αυτό, όμως δεν είναι ορθοπραξία. Είναι μια δημοσιουπαλληλική τακτική που εξυφαίνεται χρόνια τώρα, με επαγγελματίες συνδικαλιστές, που την μια απεργούν και την άλλη συντρώγουν μαζί με την διοίκηση, αλληλοχαίροντες και αλληλοεπαινούντες. Ένα θέατρο σκιών είναι, που οι μαριονέτες κονταροχτυπιούνται για να ομονοήσουν. Κι οι μόνοι, που διέκοψαν τον μνημόσυνο του πατριάρχη, οι μοναχοί της Εσφιγμένου, οι μόνοι που αντιδρούν λόγω και έργω στην οικουμενιστική λαίλαπα, λοιδορούνται, κατηγορούνται, δημόσια διαπομπεύονται, στερούνται φαρμάκων, τροφής και νερού. Οι υπόλοιπες μονές τί κάνουν; Βλέπουν κι αυτές τον Χριστό, να τον διώκουν και απλώς κοιττάζουν, προσευχόμενοι σ' έναν δικό τους Θεό!


Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος

ΠΙΣΤΕΥΕ ΠΩΣ ΜΟΝΟ ΤΟΤΕ ΘΑ ΖΟΥΣΕ, ΟΤΑΝ ΘΑ ΤΟΝ ΕΒΛΕΠΕ ΝΕΚΡΟ



Οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στὸ στάδιο τῆς ἀθλήσεως. Τὸ πρωί, μετὰ τὴν ὁλονύκτια ὀρθοστασία τους μέσα στὴ λίμνη καὶ τὴν ἀλύγιστη καρτερικότητά τους στὴν ἀβάσταχτη παγωνιά, τοὺς τραβοῦσαν στὴν ἀκρολιμνιὰ γιὰ νὰ τοὺς συντρίψουν τὰ πόδια μὲ ρόπαλα. Ἡ μητέρα ἑνὸς ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔμενε ἐκεῖ δίπλα τους, ὅσο βασανίζονταν, παρατηρώντας τὸ γιό της. Αὐτὸς ἦταν, βλέπετε, πιὸ νέος ἀπ᾿ ὅλους στὴν ἡλικία, καὶ ἡ μητέρα του φοβόταν μήπως τὰ νιάτα καὶ ἡ ἀγάπη στὴ ζωὴ τὸν κάνουν κάποια στιγμὴ νὰ δειλιάσει καὶ νὰ φανεῖ ἔτσι ἀνάξιος τῆς στρατιωτικῆς ἰδιότητος καὶ τιμῆς. 


Στεκόταν λοιπὸν καὶ τὸν παρακολουθοῦσε προσεκτικά, μὲ τὴ στάση καὶ τὸ βλέμμα της, καὶ τοῦ ἔδινε θάρρος, τεντώνοντας πρὸς τὸ μέρος του τὰ χέρια της καὶ λέγοντας: - Παιδί μου γλυκύτατο! Τοῦ οὐράνιου Πατέρα πιὰ παιδί! Κάνε λίγη ἀκόμα ὑπομονή, καὶ θὰ γίνεις τέλειος! Μὴ φοβηθεῖς τὰ βασανιστήρια. Γιατὶ, δές, σοῦ παραστέκεται βοηθὸς ὁ Χριστός. Καμιὰ πίκρα, καμιὰ ταλαιπωρία δὲν θὰ σὲ βρεῖ πιά. Ὅλ᾿ αὐτὰ πέρασαν. Τά ᾿χεις ὅλα νικήσει μὲ τὴ γενναιότητά σου. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα χαρά, ἡδονή, ἄνεση, εὐφροσύνη... Αὐτὰ θὰ γευθεῖς, βασιλεύοντας μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ πρεσβεύοντας σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ γιὰ μένα, ποὺ σὲ γέννησα.


Μετὰ τὴ συντριβὴ λοιπὸν τῶν ποδιῶν τους, οἱ ἅγιοι παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸ Θεό. Καὶ οἱ στρατιῶτες ἔφεραν ἁμάξια καὶ ἔβαλαν σ᾿ αὐτὰ τὰ ἱερὰ σώματα, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρουν στὴν ὄχθη τοῦ γειτονικοῦ ποταμοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως παρατήρησαν πὼς ὁ νέος ἐκεῖνος, ποὺ λεγόταν Μελίτων, ἀνάσαινε ἀκόμα, τὸν ἄφησαν ἔτσι, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ζήσει. Σὰν εἶδε ἡ μητέρα του ὅτι αὐτὸς μονάχα ἔμεινε πίσω, τῆς ἦρθε βαρύ, σὰν θάνατος δικός της καὶ τοῦ παιδιοῦ της. Παράβλεψε λοιπὸν τὴ γυναικεία ἀδυναμία καὶ λησμόνησε τὴ μητρικὴ εὐσπλαγχνία. Σήκωσε τὸ γιό της στοὺς ὤμους κι ἀκολουθοῦσε γενναιόψυχα τὰ ἁμάξια, πιστεύοντας πὼς τότε μόνο θὰ ζοῦσε, ὅταν θὰ τὸν ἔβλεπε νὰ εἶναι τελειωμένος καὶ νεκρός. 


Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ τὸν κουβαλοῦσε, αὐτὸς ξεψύχησε. Τότε πιὰ ἡ μητέρα του ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὶς φροντίδες. Σκιρτώντας δυνατὰ ἀπ᾿ τὴ μεγάλη της χαρὰ γιὰ τὸ τέλος τοῦ γιοῦ της, μεταφέρει τὸν πολυαγαπημένο της νεκρὸ μέχρι τὸν τόπο, ὅπου ἦταν τὰ σώματα τῶν ἁγίων, τὸν βάζει πάνω σ᾿ αὐτὰ καὶ τὸν συναριθμεῖ μαζί τους, γιὰ νὰ μὴ χωριστεῖ ἀπὸ τὰ σώματά τους οὔτε τὸ σῶμα ἐκείνου, ποὺ τὴν ψυχή του βιαζόταν νὰ συναριθμήσει μὲ τὶς ψυχές τους.


νάβουν τότε μεγάλη φωτιὰ οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἐχθροῦ (διαβόλου) καὶ κατακαῖνε τὰ σώματα τῶν ἁγίων. Ὕστερα τὰ πέταξαν στὸ ποτάμι, ἐπειδὴ φθονοῦσαν τὰ λείψανα τῶν χριστιανῶν. Ἐκεῖνα ὅμως, ἀπὸ θεία βέβαια οἰκονομία, συγκρατήθηκαν σὲ κάποια ὄχθη καὶ διασώθηκαν. Καὶ τὰ ξαναπῆραν χριστιανικὰ χέρια, χαρίζοντάς μας πλοῦτο ἀσύλληπτο.


Ω! ΕΛΛΑΣ! ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΨΑΛΛΕΙ ΤΗΝ ΔΟΞΑΝ ΣΟΥ;




Αδελφοί! Η πατρίς μας δεν είναι χθεσινή. Αριθμεί ιστορίαν 3.000 ετών. Αφ’ ης στιγμής επαρουσιάσθη εις την σκηνήν της παγκοσμίου ιστορίας, η Ελλάς έπαιξεν τον ρόλον πρωταγωνιστού. Προς την Ελλάδα είχον στραμμένα τα βλέμματα όλοι. Από την Ελλάδα έπαιρναν φως. Το όνομα «ΕΛΛΗΝ» ήτο το πλέον τιμημένο όνομα. Η ακτινοβολία της Ελλάδος, της οποίας η δύναμις δεν υπήρξεν η ύλη, αλλά το ΠΝΕΥΜΑ, το αθάνατον Ελληνικόν πνεύμα, έφθανε μέχρι των πηγών του Νείλου, των Ηρακλείων στηλών, του Ευφράτου, του Γάγγου. Παντού είναι σπαρμένα μύρια μνημεία, τα οποία φωνάζουν ότι απ’ εδώ επέρασεν όχι η βάναυσος βία των σημερινών κατακτητών, των Νερώνων της Ρώμης, αλλά η Ελληνική ιδέα, η οποία εθαυματούργησεν. Ω Ελλάς, ποιος θα ψάλη την δόξαν σου;Αλλά ήλθεν η ημερομηνία της 29ης Μαΐου 1453. Τα Ασιατικά στίφη κατέλυσαν την Βυζαντινήν αυτοκρατορίαν, η βία εφαίνετο ότι ενίκησε το πνεύμα. Επηκολούθησε η σκλαβιά 4 αιώνων, κατά τους οποίους παν μεν άλλο έθνος δεν θα έζη αλλά θα εξηφανίζετο, όπως τόσα άλλα έθνη εξηφανίσθησαν όταν κατεκτήθησαν. Αλλά η Πατρίς μας όχι. Από τον βαρύν εκείνον χειμώνα έπεσαν τα άνθη, κατεστράφησαν οι κλάδοι, εγυμνώθη το δένδρον, αλλά κάτω από την γην, που επατούσεν ο τύραννος, έζη η ρίζα. Πού είναι η Ελλάς; Ηρώτων με ειρωνείαν οι εχθροί της ολίγα έτη προ της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Αλλά να το θαύμα. Η 25η Μαρτίου 1821. Άγγελος Κυρίου λέγει εις την Παρθένον «χαίρε»! Αλλά και άγγελος Κυρίου λέγει προς την Ελλάδα, η οποία είχε πιεί το πικρότερον ποτήριον της δουλείας, «Ελλάς, χαίρε. Ανάστα». Και η Ελλάς ξεπετάχθηκε ορθή.Αλλ’, αδελφοί! Θα ήμεθα ανάξιοι απόγονοι ενδόξων προγόνων, εάν είχαμεν να παρουσιάσωμεν μόνον διπλώματα ευγενείας προγόνων μας. Όχι! Δόξα τω Θεώ, επι των ημερών μας είδομεν το άστρον της Ελλάδος να μεσουρανή όσον ουδέποτε άλλοτε κατά την τρισχιλιετή ιστορία της Πατρίδος μας. «Στώμεν ευλαβώς». Δακρύσωμεν από χαράν, από ρήγος. Είναι 28η Οκτωβρίου 1940, κατά την οποίαν επανελήφθη το Ελληνικόν θαύμα. Ένα μυριόστομον «όχι» ηκούσθη από τα χείλη όλων των Ελλήνων. Και η ανθρωπότης είδε και εθαύμασε. Διότι εκεί εις τα Αλβανικά βουνά δεν συνετρίβη απλώς ο φασισμός, αλλ’ εκεί η Ελλάς, έδιδε την ΜΑΧΗΝ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ, της οποίας η σημασία δεν έχει κατανοηθεί πλήρως ακόμη.Αδελφοί! «Στώμεν ευλαβώς» εμπρός εις το πολυάνδριον των μυριάδων νεκρών της φίλτατης Πατρίδος, των παλαιών και των νέων, οι οποίοι εξεψύχησαν τραγουδώντας «Χαίρε, ω χαίρε, ελευθεριά!».«Στώμεν ευλαβώς! Στώμεν μετά φόβου». Εορτάζοντες εφέτος εν μέσω ερειπίων την Εθνικήν Εορτήν, ένα έχομεν καθήκον. Να ομονοήσωμεν.Ας ακουσθούν αι στροφαί του Εθνικού μας ποιητού:«Από στόμα όπου φθονάει, παλληκάρια, ας μην ’πωθή, πώς το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή.Μην ειπούν στο στοχασμό τους τα ξένα έθνη αληθινά: εάν μισούνται ανάμεσόν τους, δεν τους πρέπει ελευθερία.Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε για πατρίδα, αγκαλιασθήτε σαν αδέλφια καρδιακά.Πόσον λείπει, στοχασθήτε, πόσον ακόμη να παρθή. Πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς ακολουθή.»Αδελφοί Έλληνες, κάτοικοι της πολυπαθούς ταύτης γωνίας της Δ. Μακεδονίας. Ας δοξάσωμεν τον Θεόν των πατέρων μας δια την σημερινήν ημέραν. Αλλά ας ενισχύωμεν, ας αυξάνωμεν καθημερινώς μέσα στα στήθη μας το αίσθημα της ΕΥΘΥΝΗΣ ΟΛΩΝ ΜΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ, ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΤΑΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ. Ας γραφή εις την καρδίαν μας ότι: «Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστί η Πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρά ανθρώποις ΤΟΙΣ ΝΟΥΝ ΕΧΟΥΣΙ». Μη λησμονώμεν ότι, όπως ορθώς εγράφη, αυτήν την στιγμήν έχομεν εις τα χέρια μας ένα ένταλμα πληρωμής, και το ένταλμα αυτό λέγεται ΝΙΚΗ. Χίλιοι άνθρωποι ζητούν να πάρουν από τα χέρια μας, χίλια ξένα συμφέροντα προσπαθούν να το ακυρώσουν. Και δυστυχώς τους βοηθούμεν ημείς οι Έλληνες. Πώς; Με τα μίση μας.Λοιπόν, σύνθημά μας: ΑΣ ΑΠΟΘΑΝΟΥΝ ΤΑ ΜΙΣΗ, ΔΙΑ ΝΑ ΖΗΣΗ Η ΕΛΛΑΣ. ΑΛΛΑ ΤΑ ΜΙΣΗ ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΟΘΑΝΟΥΝ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟΝ ΟΤΑΝ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΘΕΜΕΛΙΩΘΗ ΕΠΑΝΩ ΕΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ. ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΟΣΤΙΣ ΤΗΝ ΕΔΟΞΑΣΕ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΘΑ ΤΗΝ ΔΟΞΑΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣ ΜΕΛΛΟΝ.


Απόσπασμα ομιλίας του Μακαριστού ιεράρχου π. Αυγουστίνου Καντιώτη
ΠΗΓΗ: ''Ορθόδοξος Έλληνας επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης''

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

ΕΝΑ ΚΕΡΙ ΑΝΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟ ΑΦΙΛΟ ΣΚΟΤΑΔΙ



Ξεχάσαμε τις αμαρτίες μας και πολλοί βαλθήκαμε,να ερμηνεύουμε με βουλιμία τα ουράνια,πνευματική αντίθεση στην αντιφατική ζωή μας,τί πλάνη,ν' αγωνίζεται κάποιος σθεναρά, να εντρυφήσει στην Πατερική διδασκαλία και συνάμα,να στέκει γυμνός από θεοδώρητες αρετές,να θελγόμαστε από τα υπερκόσμια και ν΄αποστρεφόμαστε ακουσίως τα πνευματικά εγκόσμια,πολλοί λησμονούμε τον καθημερινό καλλωπισμό της αμαρτόφρονης ψυχής μας,μισακόλουθοι και ανακόλουθοι στις πνευματικές μας ανάγκες,χαριεντιζόμαστε εωσφορικά στις αναγνωστικές μας κατακτήσεις,δυστηχώς, η γνώση από μόνη της είναι βιβλίο που διαβάστηκε,αλλά, ποτέ δεν πραγματώθηκε,μια ψεύτικη,πλαστικοποιημένη κούκλα που θεάται σε μια πολύχρωμη βιτρίνα,αλλά δεν έχει λόγο να μιλήσει,γιατί απλά, δεν υπάρχει Θεός να κατοικήσει,καθαίρει η προσευχή ψυχή μου,υπερβατική ανάσα σε ακατάληπτους χώρους,νοερή μετάθεση του νου,εκεί που ψάλλουν αναρίθμητες χορωδίες αγγέλλων,ανάμεσα σε νεφέλες θυμιαμάτων, που εκχέονται από τα στόματα ορθοπραττούντων χριστιανών,αυτοί που μαντρώνουν με ταπεινά λιθάρια το ποίμνιο του Χριστού,είμαστε απίστευτα μικροί στην απεραντοσύνη του Παντοκράτορος Θεού και απίστευτα μεγάλοι στην μικρότητα ττης φθίνουσας ελαχιστότητάς μας,ένας μαύρος κόμπος η χαρά μου κι ένα τρεμάμενο δάκρυ η ελπίδα μου,την κάρφωσα στην υποκρίνουσα,δονκιχωτική παρουσία μου,για να σκέφτομαι,πως στον επόμενο τόνο μπορεί να μην υπάρχω,προσευχηθείτε,είναι το καλύτερο αναλγητικό για την ψυχή μας και το καλύτερο αντισηπτικό για τους δυσώδεις λογισμούς μας,η πιο ιδεατή στιγμή της ημέρας είναι η ώρα της προσευχής το βράδυ,όταν απομονώνεσαι από τις έρπουσες ερινύες και τους ενδόμυχους λογισμούς,σ' ένα ησυχαστικό δωμάτιο που στεγάζει τον εκχεόμενο πόνο και την αιμορραούσα αμαρτία,ένα μελισσοκέρι αναμμένο στο άφιλο σκοτάδι,που γίνεται αδελφός στην πάσχουσα ψυχή και στο ανείπωτο δέος,όταν ανάμεσα στσ τριζοβολήματα της λάμψης και τις αντανακλάσεις του φωτός,γονατίζεις στην αναστημένη ελπίδα και στην ηττοπάθεια του αντάρτη Εγώ,πώς να κρυφτείς πίσω από ένα ταπεινό απόδειπνο,πώς να μην κλάψεις σ' ένα κατανυκτικό Μεσονυκτικό,άλλοι φοβούνται τον Μεγάλο Αδελφό,αλλά δεν τρέμουν στην θωριά ενός Παντοκράτορος Χριστού,άλλοι ντρέπονται τα αδηφάγα μάτια του κόσμου,αλλά θρασύδειλα παίζουν την παντομίμα μπροστά στα μάτια του Θεού.


                                                                                                         


Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος 

Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΜΙΑ ΠΟΡΝΗ




Μέγας Ἐφραίμ, ποὺ ἦταν πάντα ἀφοσιωμένος σὲ θεϊκὲς σκέψεις καὶ σχεδὸν ἀκατάπαυστα εἶχε νοερὰ μπροστὰ στὰ μάτια του τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ συνεχῶς πενθοῦσε, «ἐμάκρυνε φυγαδεύων» κι αὐτός, ὅπως ὁ ψαλμῳδός, «καὶ ηὐλίσθη ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Ψαλμ. 54:8), ἀποφεύγοντας κάθε θόρυβο καὶ φασαρία καὶ ζάλη τῆς ζωῆς. 


Καθὼς λοιπὸν πήγαινε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, γιὰ νὰ ὠφελήσει καὶ νὰ οἰκοδομήσει ψυχὲς - γιατὶ σ᾿ αὐτὸ τὸν κινοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα- ἄφησε κάποτε τὴν πατρίδα του (Νίσιβη τῆς Μεσοποταμίας) μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Ἀβραὰμ (Γέν. 12:1), καὶ ἦρθε στὴν πόλη τῶν Ἐδεσσηνῶν, τόσο γιὰ νὰ προσκυνήσει τὰ τίμια λείψανα (τοῦ ἀποστόλου Θαδδαίου) καὶ τοὺς ἱεροὺς τόπους, ὅσο καὶ γιὰ νὰ συναντήσει κάποιον λόγιο ἄνδρα, ποὺ θὰ τοῦ ἔδινε καρπὸ γνώσεως. 


Γι᾿ αὐτὸ καὶ παρακάλεσε τὸ Θεό:«Ἰησοῦ Χριστέ, Δέσποτα καὶ Κύριε ὅλων, ἀξίωσέ με, μόλις θὰ μπῶ στὴν πόλη Ἔδεσσα, νὰ συναντήσω ἕναν τέτοιον ἄνδρα, ποὺ θὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ μιλήσει μαζί μου γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴν οἰκοδομὴ τῆς ψυχῆς μου».Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσευχή, καθὼς βρισκόταν ἤδη στὴν εἴσοδο τῆς πόλης καὶ περνοῦσε τὴν πύλη της, ἦταν συλλογισμένος καὶ προσεκτικὸς καὶ ὅλος φροντίδα, ψάχνοντας, θαρρεῖς, γιὰ τὸ πῶς θ᾿ ἀντάμωνε ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο καὶ τί θὰ τὸν ρωτοῦσε καὶ ποιὰ ὠφέλεια θὰ κέρδιζε (ἀπὸ τὴ συνάντηση αὐτή).Ἔτσι λοιπὸν βάδιζε στὴν ἄκρη τῆς πόλης, ὅταν ξαφνικὰ τὸν συναντάει μία γυναῖκα, ποὺ ἦταν μάλιστα πόρνη. 


Αὐτὸ πάντως ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ πολλὲς φορές, μυστικὰ καὶ ἀνεξερεύνητα, οἰκονομεῖ (τὶς περιστάσεις, γιὰ νὰ πετύχει) ἀπὸ τὰ (φαινομενικά) ἀντίθετα πράγματα τὰ ἀντίθετά τους. Ὁ ἱερὸς Ἐφραὶμ λοιπόν, ἀφοῦ ἔτσι ἀνέλπιστα συνάντησε τὴν πόρνη, στάθηκε ἀντίκρυ της καὶ τὴν κοίταζε κατάματα, ὅλος ἀπορία, ἐνῷ ἡ ψυχή του ἦταν γεμάτη ἔνταση καὶ ταραχή, ἐπειδὴ ὄχι μόνο δὲν εἶχε πραγματοποιηθεῖ ὅ,τι εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Ἡ γυναῖκα πάλι, βλέποντάς τον νὰ τὴν παρατηρεῖ τόσο ἐπίμονα, ρίχνει κι αὐτὴ ἐπίμονη τὴ ματιά της ἐπάνω του.


ρκετὴ ὥρα κοιτάζονταν ἔτσι μεταξύ τους. Ἔπειτα ὁ μεγάλος (Ἐφραίμ) θέλησε νὰ τὴν κάνει νὰ ντραπεῖ καὶ ν᾿ ἀποκτήσει τὴ σεμνότητα ποὺ ἁρμόζει στὶς γυναῖκες. Καὶ τῆς λέει:- Τί λοιπόν, κυρά μου; Δὲν κοκκινίζεις, ἔχοντας ἔτσι καρφωμένα τὰ μάτια σου ἐπάνω μου;Μὰ ἐκείνη ἀποκρίθηκε...- Σὲ μένα ὅμως ταιριάζει νὰ σὲ βλέπω ἔτσι, γιατὶ ἔχω πλαστεῖ ἀπὸ σένα, ἀπὸ τὴ δική σου πλευρά. Ἐσύ, ἀντίθετα, δὲν πρέπει νὰ κοιτάζεις ἐμένα, ἀλλὰ τὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία πλάστηκες.


ταν ὁ Ἐφραὶμ ἄκουσε αὐτὰ τὰ ἐντελῶς ἀπροσδόκητα λόγια, καὶ τὴ γυναῖκα εὐγνωμονοῦσε πολὺ γιὰ τὴν ὠφέλεια (ποὺ τοῦ χάρισε), ἀλλὰ καὶ τὸ Θεὸ εὐχαριστοῦσε θερμά, ποὺ πολλὲς φορὲς μπορεῖ νὰ μᾶς ὠφελήσει πολὺ περισσότερο μὲ γεγονότα καὶ πρόσωπα ποὺ δὲν περιμένουμε, παρὰ μὲ ἄλλα ποὺ περιμένουμε.



ΕΥΕΓΕΡΤΙΝΟΣ


ΓΥΙΕ ΜΟΥ ΚΡΑΤΗΣΕ ΣΤΑΘΕΡΗ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣΟΥ




Ὅταν ὁ ἅγιος Κλήμης ἦταν ἀκόμα νήπιο, πέθανε ὁ πατέρας του. Ἡ μητέρα του λοιπόν, μένοντας ἔρημη ἀπὸ ἄντρα καὶ στηρίζοντας πιὰ ὅλες της τὶς ἐλπίδες, μετὰ τὸ Θεό, στὸ παιδί της μονάχα, τοῦ ἀφοσιώθηκε μὲ τόση φροντίδα, ποὺ ἔγινε γι᾿ αὐτὸ τὰ πάντα, καὶ πατέρας καὶ μητέρα καὶ δάσκαλος.Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Κλήμης βρισκόταν μέσα σὲ τέτοια χέρια καὶ μεγάλωνε μὲ καλὴ ἀνατροφὴ ἀπὸ μητέρα φιλόστοργη, ἐκείνη προαισθάνθηκε ὅτι πλησίαζε τὸ τέλος της. Ἀγκάλιασε τότε μὲ τρυφερότητα καὶ πόθο τὸ παιδί της, ποὺ δὲν εἶχε κλείσει ἀκόμα τὰ δέκα του χρόνια, τὸ φιλοῦσε γλυκὰ-γλυκὰ καί, καθὼς βιαζόταν νὰ τὸ κάνει ὄχι τόσο διάδοχο στὰ δικά της πλούτη ὅσο κληρονόμο τῶν θησαυρῶν τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ ἔδινε (συμβουλὲς καί) παραγγελίες σὰν κι αὐτές:- Παιδί μου! Παιδί μου πολυαγαπημένο! Παιδί μου, πού, πρὶν γνωρίσεις τὸν πατέρα σου, γνώρισες τὴν ὀρφάνια, μὰ πλούτισες, κάνοντας τὸ Θεὸ πατέρα καὶ χρησιμοποιώντας τὴν ὀρφάνια γιὰ τὴν εὐτυχία σου! Ἐγὼ μὲν σὲ γέννησα σωματικά, μὰ ὁ Χριστὸς σὲ μεγάλωσε πνευματικά. Γνώρισε λοιπὸν τὸν Πατέρα σου. Μὴ διαψεύσεις τ᾿ ὄνομα τοῦ γιοῦ. Τὸ Χριστὸ μονάχα λάτρευε. Στὸ Χριστὸ μονάχα ἔχε ἐμπιστοσύνη. Αὐτὸς εἶναι, πραγματικά, ἡ ἀθανασία. Αὐτὸς εἶναι ἡ σωτηρία. Αὐτός, ποὺ κατέβηκε γιὰ μᾶς ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ μᾶς ἀνέβασε μαζί Του καὶ μᾶς ἔκανε παιδιά Του καὶ θεούς. Ὅποιος λοιπὸν μπαίνει στὴν ὑπηρεσία αὐτοῦ τοῦ Δεσπότη, θὰ ξεπεράσει ὅλες τὶς δυσκολίες, καὶ ὄχι μόνο θὰ νικήσει τοὺς τυράννους καὶ τοὺς βασιλιάδες ποὺ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα, μὰ καὶ θὰ ντροπιάσει ἀκόμα κι αὐτοὺς τοὺς δαίμονες, ποὺ τιμοῦν ἐκεῖνοι, καὶ τὸν ἀρχηγὸ καὶ προστάτη τους διάβολο…Ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσε, τὰ μάτια της βούρκωσαν. Καὶ γεμίζοντας ἀπὸ τὴ χάρη, εἶδε θεία θεωρία καὶ ἄρχισε νὰ διηγεῖται προφητικὰ τὰ μελλούμενά του… Καὶ σὲ παρακαλῶ, ἔλεγε, γιέ μου πολυαγαπημένε, σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ κάνεις μία χάρη γιὰ ὅλα (ὅσα ἐγὼ ἔκανα γιὰ σένα). Ἐπειδὴ ἔφτασαν καιροὶ δύσκολοι, ἐπειδὴ φυσάει φοβερὸς ὁ ἄνεμος τοῦ διωγμοῦ τῆς ἀσέβειας καὶ ἐπειδὴ ξέρω πὼς κι ἐσὺ θὰ ὁδηγηθεῖς, ὅπως εἶπε ὁ Δεσπότης μας, «ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας» γιὰ χάρη Του (Λουκ. 21:12), κάνε μου, παιδί μου, αὐτὴ τὴν τιμή: Ἀντιστάσου γενναῖα γιὰ χάρη Του καὶ κράτησε σταθερὴ γιὰ χάρη μου τὴν ὁμολογία σου ὡς τὸ τέλος. Καὶ πιστεύω πὼς ὁ Χριστός μου, σπλάγχνο μου, πιστεύω πὼς καὶ στὸ δικό σου κεφάλι θὰ κάνει ν᾿ ἀνθήσει σύντομα τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι. Νὰ ἑτοιμάζεις λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ παρακινεῖς τὴν ψυχή σου σὲ ἀντρειοσύνη, γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖς ἀπροετοίμαστος στοὺς ἀγῶνες. Γιατὶ δὲν θὰ παλέψεις μὲ τυχαίους ἐχθροὺς ἢ γιὰ τυχαῖα πράγματα…«Τιποτένιο εἶναι, γιέ μου, τὸ νὰ πεθαίνουν θεληματικὰ οἱ στρατιῶτες γιὰ ἕναν ὁμόδουλο καὶ θνητὸ βασιλιά, κι ἐμεῖς νὰ μὴ σηκώνουμε τὸ θάνατο, ὅπως ἐκεῖνοι, γιὰ Βασιλιὰ ἀθάνατο. Καὶ μάλιστα, ὅταν ἐκεῖνοι δὲν παίρνουν ἀπ᾿ αὐτὸν κανένα ἀντάλλαγμα ἄξιο μιᾶς τέτοιας ἀφοσιώσεως. Γιατί ποιὸ δῶρο εἶναι ἰσάξιο μὲ τὴ ζωή; Ἢ ποιὰ ἀπὸ τὶς μεταθανάτιες τιμὲς γίνεται αἰσθητὴ (στὸν σκοτωμένο στρατιώτη); Ἂν ὅμως πεθάνεις γιὰ τὸν κοινὸ Δεσπότη ὅλων, τὸ Χριστό, ἀντὶ γιὰ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ θ᾿ ἀποκτήσεις τὴν ἀθάνατη. Ἀντὶ γιὰ τὴ φευγαλέα ἀπόλαυση καὶ τὴ δόξα καὶ τὸν πλοῦτο, θ᾿ ἀπολαύσεις τὴν αἰώνια μακαριότητα. Τί λοιπόν; Κι ἂν δὲν πεθάνουμε τώρα, δὲν θὰ πεθάνουμε πάντως μετὰ ἀπὸ λίγο, πληρώνοντας τὸ κοινὸ χρέος ὅλων; Ἄλλωστε, ὁ θάνατος γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ θεωρεῖται θάνατος. Γιατὶ πάντοτε, μὲ τὴν ἀνώτερη ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, χάνεται ἡ αἴσθηση (κι αὐτοῦ τοῦ θανάτου)…Μ᾿ αὐτὰ τὸν ἐμψύχωνε ἡ μητέρα του, ἔχοντας τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθινῆς Σοφίας, ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα της, μιὰ ποὺ ὁ γιός της ἦταν κιόλας -πρὶν τὴν ὥρα του- συνετὸς σὰν γέροντας, καὶ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ σοβαρότερες παραινέσεις. Στὸ τέλος μάλιστα πρόσθετε καὶ τοῦτα:- Τέτοια ἀμοιβὴ γιὰ τὴν ἀνατροφή σου δῶσε, παιδί μου, σὲ μένα, τὴ μάνα σου. Αὐτὸς ἂς γίνει ὁ μισθός μου, γιέ μου γλυκύτατε, γιὰ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασα στὴ γέννα σου, γιὰ νὰ σωθῶ κι ἐγώ, σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλο, «διὰ τῆς τεκνογονίας» (Α´ Τιμ. 2:15) καὶ νὰ δοξαστῶ μὲ τὰ μέλη τοῦ παιδιοῦ μου. Γιατὶ νά, παιδί μου, ἐγὼ φεύγω κιόλας μὲ τὴ δύναμη τῆς θείας χάριτος -αἰσθανόταν, βλέπετε, πὼς πέθαινε- καὶ τὸ αἰσθητὸ τοῦτο φῶς δὲν θὰ μὲ φωτίσει τὸ πρωί. Ἐσὺ ὅμως θὰ εἶσαι γιὰ μένα φῶς ἐν Χριστῷ καὶ ζωή. Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, σπλάγχνο μου, νὰ μὴ διαψεύσεις τὶς ἐλπίδες ποὺ στήριξα πάνω σου. Μιὰ Ἑβραία γυναῖκα ἀνέδειξε κάποτε ἑφτὰ γιοὺς μάρτυρες. Καὶ ἦταν σὰν ν᾿ ἀθλεῖσαι κι ἡ ἴδια μὲ ἑφτὰ σώματα, τὰ σώματά τους. Μὰ σὲ μένα εἶσαι ἀρκετὸς ἐσὺ μονάχα γιὰ νὰ δοξαστῶ. Καὶ εἶμαι εὐτυχισμένη μέσα στὶς μανάδες ἐγώ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς θὰ γίνω ἔνδοξη ἐξαιτίας σου. Νά, θὰ προχωρήσω μπροστά σου, γιέ μου. Σωματικὰ μὲν χωρίζομαι σήμερα κιόλας ἀπὸ τὰ ποθεινά σου μάτια. Ἡ ψυχή μου ὅμως -πίστευέ το- μόλις πεθάνω, θὰ κρεμαστεῖ γιὰ πάντα πάνω στὴ δική σου ψυχή. Μαζί της θὰ προσκυνήσω μὲ παρρησία στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ θὰ καμαρώνω γιὰ τὰ παθήματά σου. Καὶ θὰ εἶμαι στολισμένη μὲ τὶς πληγές σου. Καὶ θὰ ἔχω μερίδιο στὰ πολύτιμα ἐκεῖνα βραβεῖα καὶ στὴ χαρά σου.Αὐτὰ ἔλεγε ἡ μάνα στὸ γιό. Καὶ καταφιλοῦσε ὅλα μαζὶ τὰ μέλη του, λέγοντας πάλι ἡ μακαρία: Μαρτυρικὰ μέλη φιλῶ, μέλη ποὺ θὰ προσφερθοῦν θυσία στὸ Χριστό.Ἐνῷ λοιπὸν ἔτσι τὸν ἀγκάλιαζε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε, ἀναπαύθηκε πραγματικὰ τὴ μακάρια ἀνάπαυση, παραδίνοντας τὸ πνεῦμα στὸ Θεὸ καὶ τὸ σῶμα στὰ γλυκύτατα χέρια τοῦ παιδιοῦ της.Ἐκεῖνος πάλι ἔκανε ὅσα ἔπρεπε, σὰν γιὸς ποὺ ἀγαποῦσε τὴ φιλόστοργη μητέρα του. Καὶ ἀφοῦ παρέδωσε τὸ σῶμα της στὴ γῆ, ὁ ἴδιος διάλεξε τὸν μοναχικὸ βίο, ἐκπληρώνοντας ἀμέσως τὶς μητρικὲς παραγγελίες μὲ τοῦτο πρῶτα, τὴ φυγὴ δηλαδὴ ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ γιὰ χάρη Του θὰ ἔφευγε ἀργότερα κι ἀπὸ τὴ ζωή.

Ευεγερτινός

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑΣ




Οκτώβριος 1918



Το Αγρίνιο δεν απαριθμεί περισσοτέρους από 15.000 κατοίκους. 

Μία επάρατος νόσος, η γρίπη, έχει ενσκήψει και θερίζει, κυριολεκτικώς, 

την πόλη και την γύρω περιοχή της. 

Δεν υπάρχει οικογένεια που να μη θρηνή τα θύματά της. 

Φόβος συνέχει τους κατοίκους όλης της περιοχής – του νομού, 

αφού η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στο Μεσολόγγι και στο Αιτωλικό. 

Η επιστήμη φαίνεται ανίκανη να ανακόψη τη θανατερή πορεία της νόσου. 

Ο αριθμός των θανάτων μόνο μέσα στο Αγρίνιο φτάνει τον αριθμό των 40 έως 50 ημερησίως. 

Κανείς δεν συνοδεύει πια τους νεκρούς, 

οι οποίοι μεταφέρονται με δίτροχα κάρα από αχθοφόρους στο Κοιμητήρειο, όπου και θάπτονται. 

Οι κάτοικοι όχι μόνον δεν επιμελούνται τους νεκρούς τους, 

αλλά και τους αποφεύγουν από τον φόβο της μεταδόσεως της ασθένειας.

Όλοι αποκαμωμένοι ψυχικά λες και περιμένουν με σταυρωμένα χέρια το μοιραίο.


Μα μέσα σ’ αυτήν την παραζάλη της απελπισίας, που συνέχει όλους, υπάρχουν και μερικοί γέροντες που θυμούνται. Η μνήμη τους ξαναγυρίζει 64 χρόνια πίσω, στο 1854. Θυμούνται ότι και τότε, μια άλλη επάρατος νόσος, η χολέρα, είχε ενσκήψει στην πόλη του Αγρινίου και είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό της. Και θυμούνται τότε το θαύμα της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Η «σανίς σωτηρίας” είχε βρεθή. Ήταν η πίστη στην προστασία της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Στο θαύμα της Μεγαλόχαρης. Όταν οι γέροντες το είπαν, όλοι ζήτησαν να μεταφερθή η εικόνα της. Μα κανένας δεν αποφασίζει, δεν τολμάει να πάη στο Μοναστήρι, στον Προυσσό, για να μεταφέρη την παράκληση της πόλης στον Ηγούμενο. Ένας φόβος για την περίπτωση αυτή συνέχει όλους. Πιστεύουν ότι το θανατικό της γρίπης ήταν μια δοκιμασία εξαγνισμού που την έστειλε η Θεία Βουλή στον «παραστρατημένο” λαό. Γι’ αυτό και φοβούνται να πάνε στο Μοναστήρι, μήπως η Θεία «οργή” ξεσπάση στους απεσταλμένους.Ολόκληρη κίνηση έγινε τότε για να συγκροτηθή μια αντιπροσωπευτική επιτροπή, που θα μετέβαινε στην Ναύπακτο, για να ζητήση από τον τότε Μητροπολίτη Αμβρόσιο την άδεια μεταφοράς της Εικόνας και εν συνεχεία θα ανέβαινε στο Μοναστήρι, για να συνοδεύση την θαυματουργό Προυσιώτισσα στην πόλη. Τελικώς έγινε μια τριμελής επιτροπή, αλλά εντός της ίδιας ημέρας τα μέλη της παραιτήθηκαν, για να γίνη άλλη την επομένη και να παρουσιασθή εμπρός στην ασκητική μορφή του Μητροπολίτου Ναυπάκτου Αμβροσίου, μεταφέροντας την παράκληση της πόλης. Με την ευλογία του Αμβροσίου και με το σχετικό έγγραφο της άδειας στα χέρια, η επιτροπή αφήνει την Μητρόπολη. Η άδεια έχει δοθή.Ύστερα από μια κοπιώδη πορεία η επιτροπή-πρεσβεία, κατά το δειλινό της 22ας Οκτωβρίου, έφτανε στο Μοναστήρι, στον Προυσσό. Γονατιστοί μπροστά στην Θαυματουργό Εικόνα, οι τρεις πρεσβύτες ευχαριστούν που τους αξίωσε να φτάσουν ως εκεί και προσεύχονται. Σε λίγο το Μοναστήρι παρουσιάζει εικόνα συναγερμού ικεσίας. Οι Πατέρες μαζεμένοι όλοι στην εκκλησία, με τον Κωνσταντίνο Καθηγούμενο, αναπέμπουν Παράκληση στην Θεομήτορα, ενώ τα πρόσωπα των Αγρινιωτών, που εξακολουθούν να είναι γονατιστοί μπροστά στην Εικόνα, τα αυλακώνουν τα δάκρυα. Το άλλο πρωΐ γίνεται Δοξολογία και το βράδυ ολονύκτια Παράκληση. Η προετοιμασία για την μεταφορά της Εικόνας έχει αρχίσει. Το πρωϊ της 24ης Οκτωβρίου 1918, μετά τον Όρθρο, σχηματίζεται η πομπή και η Ιερά Θεωρία ξεκινάει…Εν τω μεταξύ στο Αγρίνιο έχουν ειδοποιηθή. Από την πόλη και τα γύρω. Χιλιάδες οι πιστοί. Μετά την Παράκληση στην Μητρόπολη, ξεκινάνε σε μια ολονύκτια πορεία μέσα στα βουνά. Τραβάνε όλοι με συντριβή και μετάνοια τόση που μεταρσιώνει προς τα Αραποκέφαλα, για να προϋπαντήσουν την Μεγαλόχαρη, την μόνη ελπίδα της σωτηρίας που τους απόμενε. Λιτανεία ψυχών είναι η πορεία τούτη με την ολονύκτια προσευχή. Το ίδιο πρωΐ οι χιλιάδες αυτές των πιστών συναντώνται με την θρησκευτική πομπή που φέρνει την Θαυματουργό Εικόνα πάνω σε μια από τις ψηλότερες κορφές των Αραποκέφαλων. Οι στιγμές αυτές, όπως τις περιγράφουν οι επιζώντες ακόμα γέροντες, είναι ασύλληπτες ως προς την κατάνυξη. Εκεί γίνεται η πρώτη μεγάλη Δέηση. Δέησις εις το όρος. Σε πέντε χιλιάδες υπολογίσθηκαν οι Χριστιανοί, που γονυπετείς γέμισαν τα γύρω φαράγγια και με δάκρυα μετανοίας πραγματικής παρακολούθησαν την Δέηση στην Παναγία. Και μετά από αυτήν ξαναρχίζει η πορεία.Η Θεία Εικόνα ακολουθουμένη από τις χιλιάδες των ευλαβουμένων προχωρεί στα προάστεια του Αγρινίου. Η πομπή τώρα προχωρεί προς την πόλη και κατευθύνεται στο Ναό της Αγίας Τριάδος, όπου αναπέμπεται ευχαριστήρια Δέηση και ακολουθεί Μεγάλη Παράκληση για την απαλλαγή του δοκιμαζόμενου λαού από την μάστιγα της τρομερής αρρώστιας. Και μετά όταν μπήκε η Εικόνα της Θεομήτορος στο Ναό, επί ένα εικοσιτετράωρο συνεχώς, οι Ιερείς δεν σταμάτησαν να ψέλνουν ομαδικές Παρακλήσεις των πιστών, ενώ άλλοι μεταλάμβαναν των Αχράντων Μυστηρίων.Μετά τις πρώτες ώρες από την άφιξη της Προυσιώτισσας στην πόλη, το κακό είχε σταματήσει. Οι άρρωστοι, και οι κατάκοιτοι ακόμα που δεν μπορούσαν να σηκωθούν από το κρεββάτι, τώρα κατά δεκάδες, τελείως υγιείς, έσπευδαν στην Αγία Τριάδα για να ευχαριστήσουν την Μεγαλόχαρη. Το θαύμα είχε συντελεσθή ομαδικά. Η ζωή στο Αγρίνιο ξανάρχιζε να παίρνη το ρυθμό της. Αλλά μόνον η πόλη του Αγρινίου είχε απαλλαγή από το κακό. Όλη η γύρω περιοχή, από όπου δεν πέρασε η προς το Αγρίνιο πορεία, το Αιτωλικό, το Μεσολόγγι, θερίζονταν ακόμα από την αρρώστια με ρυθμό συνεχώς αυξανόμενο. Το θανατικό ήταν τόσο που οι Ιερείς δεν προλάβαιναν ούτε καν μια ευχή να διαβάσουν στους νεκρούς.Οι επιτροπές που φτάνουν από τα γειτονικά χωριά και από τις δύο πόλεις, το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό, αντιδρούν. Αλληλομάχονται για την προτεραιότητα της μεταφοράς της Εικόνας.


 

Αλλά και οι Αγρινιώτες δεν εννοούν να επιτρέψουν να απομακρυνθή η Εικόνα της Παναγίας από την διασωθείσα πόλη, 

πριν προσκυνήση όλος ο λαός και πριν ψαλή η μεγάλη ευχαριστήρια Δοξολογία.

Την 1η Νοεμβρίου 1918, 

η Εικόνα φτάνει με τον σιδηρόδρομο στον σταθμό του Μεσολογγίου, 

όπου οι κάτοικοι αναμένουν από τη βαθειά νύκτα, 

παρά το γεγονός ότι έριχνε καταρρακτώδη βροχή. 

Το μέγα θαύμα συντελείται. 

Μάρτυρες παρίστανται όλοι οι κάτοικοι. 

Κατά το Μεσονύκτιο, ενώ όλοι προσεύχονταν, 

αρχίζει να πνέη σφοδρότατος άνεμος που ξερρίζωσε πολλές δεκάδες δένδρων της πόλης. 

Από το πρωϊ της 2ας Νοεμβρίου 1918 

κανένας θάνατος δεν σημειώθηκε στο Μεσολόγγι. 

Οι κάτοικοι με πρωτοφανή ευλάβεια προσέρχονταν στην Αγία Εικόνα. 

Το ίδιο θαύμα συμβαίνει και στην πόλη του Αιτωλικού! 

Η Παρθένος έσωσε τα, 

παραστρατημένα έστω, 

παιδιά της!

 


  Θαύματα Παναγίας Προυσιώτισσας


ΛΥΠΗΣΕΣ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ,ΛΥΠΗΣΕΣ ΤΟΝ ΘΕΟ.ΑΝΑΠΑΥΣΕΣ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΤΟΤΕ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΑΝΑΠΑΥΣΕΣ ΤΟΝ ΘΕΟ

Ενθυμούμαι ότι πήγα ένα Σάββατο στον Γέροντα μου, στον Γερό-Ιωσήφ, για να λειτουργήσω. Την περασμένη Τρίτη έβαλα λογισμό στο νου μου πού ήταν αντίθετος με τον Γέροντα. Κι όμως εγώ είχα δίκιο και όχι ο Γέροντας, όπως φάνηκε στον επίλογο του θέματος. Όταν όμως πήγα, μου λέει: «Παπά, έχεις ένα λογισμό πού σε χωρίζει από μένα. Να το διόρθωσης». Εγώ από την Τρίτη μέχρι το Σάββατο, το ξέχασα και ρώτησα τον Γέροντα τι είναι. Μου απήντησε: «Δεν ξέρω. Να ψάξεις σήμερα χθες, προχθές και θα το βρεις». Πάλι όμως δεν το θυμήθηκα. Αφού έκανα τη Θεία Λειτουργία, θυμήθηκα το λογισμό, ο όποιος ήταν αντίθετος με τον Γέροντα και στον όποιον εγώ είχα δίκιο. Κι όμως ο Θεός τον Γέροντα βεβαίωσε και όχι τον υποτακτικό.Αν έρχεται ένας υποτακτικός και σας λέει το λογισμό του, ποτέ να μη τον δικαιώσετε. Έχει βγει από τον Γέροντα. Έγινε ρίψασπις. Να του πείτε να κάνη υπακοή στο Γέροντα. Εκεί πού τον έταξε ο Θεός, εκεί θα σωθεί. Ο Άγιος της Μονής, ο Άγιος Νικόλαος, θα τον σώσει, αρκεί να κάνη υπομονή και υπακοή Προσέξτε από την αμέλεια, από τη ραθυμία, διότι θα έχουμε κακές συνέπειες.

 

Και μη φεύγετε μακριά από τη σκέπη του Γέροντα. Ο,τι θέλεις να κάνης, να είναι εν γνώσει του Γέροντα. Μη κάνης τίποτε κρυφά.Εχθές το βράδυ μας πρόσφεραν βερίκοκα. Ενθυμήθηκα και εγώ το δικό μου λάθος. Επειδή έχομε κήπο, είπα σε κάποιον να μου φέρει ένα δενδράκι από τη Θεσ/νίκη. Μόλις πήγα να το φυτέψω, ο Γέροντας μου μου λέει: «Έλα επάνω. Τι κάνεις εκεί; Δεν προκόπτουν έτσι πού τα φυτεύεις». Αυτό ήταν. Δεν ήταν σύμφωνος ο Γέροντας μ' αυτό το όποιον έκανα. Επτά χρόνια ένα λουλούδι έβγαλε. Γιατί ο Γέροντας δεν ήταν σύμφωνος.Πάρτε το πνεύμα του Γέροντος. «Γέροντα να κάνω αυτό;». Κοιτάξτε ποιο είναι το πνεύμα του Γέροντος. «Κάνε το παιδί μου, έχει ευλογία». Μη φοβάσθε, θα πετύχει. Αν ο Γέροντας φέρει καμιά αντιλογία, παραιτήσου, θ' αστοχήσεις. Όπως εγώ όχι μόνο στην βερικοκιά, αλλά και στις μηλιές. Είχα φυτέψει τρεις μηλιές. Το ίδιο πνεύμα ο Γέροντας: «όλο παλεύεις με τα δένδρα. Δεν σταματάς». Δεν πρόκοψαν καθόλου και αναγκάσθηκα να τις βγάλω. Τα ίδια έπαθα και με τα κλήματα. Όταν ο Γέροντας δεν είναι σύμφωνος μ' αυτό το όποιο κάνεις, να ξέρης ότι θα έχεις αποτυχία. Θέλεις να πετύχει; Βολιδοσκόπησε, ο λογισμός και ή διάθεση του Γέροντα είναι σύμφωνος; Αν ναι, μη φοβάσαι, θα πετύχεις. Αν ο Γέροντας λιγάκι δυσκολεύεται, μη τον βιάζεις. Πατέρες, εκ πείρας σας ομιλώ. Εβίασα τον Γέροντα μου για κάποιο ζήτημα.

 

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Π.ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΧΕΙ ΔΥΣΤΗΧΩΣ ΦΡΑΓΚΕΨΕΙ


 



Ὡς ἐπίλογο ἐπιθυμῶ νὰ κάνω μερικὲς ἐκσυγχρονιστικὲς σκέψεις, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσουν ζωηρά. Ὁ Μ. Φώτιος βλέπει τὴν ἑλληνικὴ παιδεία ἀθροιστικὰ καὶ ἀδιαίρετα, ἑνωτικὰ θὰ λέγαμε, κατὰ τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνος, ὅπως διαμορφώθηκε διαχρονικὰ καὶ κατὰ τὴν προχριστιανικὴ καὶ κατὰ τὴν χριστιανικὴ μακροχρόνια περίοδο. Οἱ οὐτοπικὲς διαιρετικὲς ἀπόπειρες τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου καὶ τοῦ Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστοῦ ἀποκρούσθηκαν ἀπὸ τὴν ἑλληνοχριστιανικὴ πλέον συνείδηση καὶ ἀπέτυχαν. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἔβλαψε, ἀλλὰ ὠφέλησε τὸν Ἑλληνισμό· οὐσιαστικὰ τὸν διέσωσε. Αὐτὸ σήμερα τείνει νὰ ἀγνοηθεῖ καὶ νὰ ἐκλείψει· ἰδιαίτερα τὶς τελευταῖες δεκαετίες καταβάλλονται συντονισμένες καὶ σχεδιασμένες προσπάθειες ἀποχριστιανισμοῦ τῆς παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἀπὸ κομματικοὺς κύκλους ἀθέων καὶ ἐκκλησιομάχων, χωρὶς ἀποτελεσματικὴ ἀντίδραση οὔτε ἀπὸ τὰ θεωρούμενα φιλικὰ πρὸς τὴν Ἐκκλησία κόμματα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπὸ τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ ἀφήσουμε νὰ ἀφανισθοῦν ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία μέσα στὸ χωνευτήρι τοῦ Δυτικοῦ τοῦ Φραγκολατινικοῦ πολιτισμοῦ;Ἡ δεύτερη ἐπισήμανση εἶναι ὅτι δυστυχῶς ἀπέναντι σ’ αὐτὴν τὴν πολιτιστικὴ διείσδυση, σ’ αὐτὴν τὴν πολυποίκιλη ἐμφανῆ καὶ ἀφανῆ πίεση ποὺ ἀσκεῖ ἡ Δύση, ἐδῶ καὶ δεκαετίες, δὲν ἔχουν ἐμφανισθῆ ἡγέτες, πολιτικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοί, μὲ συνείδηση ἱστορικῆς εὐθύνης γιὰ τὴν ἀποτροπὴ αὐτοῦ τοῦ κινδύνου. Πολλοὶ μάλιστα ἐργάζονται ἐνισχυτικὰ πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση. Ὁ Μέγας Φώτιος δὲν ἐπεδίωξε νὰ ἐνταχθῆ στὴν Εὐρώπη τῶν Φράγκων καὶ τοῦ πάπα οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ ἐπιτρέψει τὴν διείσδυση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ στὸ χῶρο τῆς Ρωμιοσύνης. Ἀγωνίσθηκε νὰ ἀποτρέψει αὐτὸν τὸν κίνδυνο καὶ τὰ κατάφερε.Καὶ τελειώνω μὲ μιὰ τρίτη ἐπισήμανση. Οἱ πρόγονοί μας ἐδημιούργησαν τὸν θαυμάσιο πολιτισμὸ τῆς Ρωμιοσύνης τοῦ Βυζαντίου, κορυφαῖο, μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πολιτισμό. Αὐτὸν τὸν πολιτισμὸ ἐπέλεξαν νὰ ἀσπασθοῦν καὶ νὰ ἀναπτύξουν μὲ τὶς δικές τους σημαντικὲς συμβολὲς οἱ σλαβικοὶ λαοὶ καὶ ἡ Ρουμανία, μὲ συνέπεια, ὅπως διαπιστώνει ὁ Obolensky στὸ ὁμότιτλο ἔργο του, νὰ ὑπάρχει μία «Βυζαντινὴ Κοινοπολιτεία»20 λαῶν καὶ ἐθνῶν μὲ ἑνωτικὸ στοιχεῖο τὸν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό. Δημιουργὸς ἀρχὴ καὶ ρίζα αὐτῆς τῆς ἰσχυρῆς κοινοπολιτείας εἶναι ὁ Φώτιος. Ἐμεῖς ἀντὶ νὰ ἐνισχύσουμε τοὺς δεσμούς μας μὲ αὐτοὺς τοὺς ὁμοδόξους λαούς, ἔχουμε δυστυχῶς στραμμένα τὰ μάτια μας πρὸς τὴν Δύση, πρὸς τὸν πάπα καὶ πρὸς τοὺς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι διαχρονικὰ μᾶς ἀποδέχονται μόνον ἂν φραγκέψουμε. Παλαιότερα εἶχα γράψει ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο «Φραγκέψαμε»21. Φίλος Ἁγιορείτης μοναχὸς μὲ συνεβούλευσε ὅτι ἴσως καλύτερα θὰ ἦταν ὁ τίτλος νὰ εἶχε καὶ ἐρωτηματικό, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι δὲν ἔχουν ὅλα φραγκέψει, κάτι ἔχει ἀπομείνει. Σήμερα πιστεύω μὲ τὴν ταχύτατη πορεία τῶν πολιτιστικῶν καταστροφικῶν διεργασιῶν ὅτι δὲν χρειάζεται ἐρωτηματικό, ὅτι ὄχι μόνο ἡ παιδεία μας, ἀλλὰ καὶ ἡ θεολογία καὶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὸ κίνημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὸν ἄκριτο φιλοπαπισμό, μὲ τὰ πρωτοφανῆ ἀντικανονικὰ καὶ ἀνορθόδοξα ἀνοίγματα πρὸς τὸ Βατικανὸ καὶ πρὸς τὸ προτεσταντικὸ Παγκόσμιο Συμβοὺλιο Ἐκκλησιῶν, ἔχουν δυστυχῶς φραγκέψει. Πολιτιστικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἀποδεικνυόμαστε ἀνάξιοι κληρονόμοι τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ τοῦ συνόλου τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Διδασκάλων.


Από ομιλία του Θεολόγου, π. Θεοδώρου Ζήση για τον Μ.Φώτιο

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΑΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΠΟΝΗΡΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΤΟΝ ΥΠΝΟΝ ΤΗΣ ΑΜΕΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΡΑΘΥΜΙΑΣ




Ο παπισμός είναι πρόδρομος του Αντιχρίστου, διότι κυριευθείς ο πάπας υπό αλαζονείας και επάρσεως και θέλων να γίνη ανώτερος εξουσιαστής της Εκκλησίας και πολιτείας έσχισε την Εκκλησίαν του Χριστού... Οι παπολάτραι υπέπεσαν εις πολλάς κακοδοξίας και αιρέσεις μεταστρέψαντες όλα τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. αντί του βαπτίσματος μεταχειρίζονται το ράντισμα, αντί του μυστηρίου της μεταλήψεως μεταχειρίζονται εβραϊκά άζυμα. Ανέτρεψαν τας νηστείας, ούτε ευχέλαιον , ούτε αγιασμόν δύνανται να ποιήσουν, διότι είναι αφορισμένοι, δι' αυτό και ο αγιασμός των δεν διατηρείται... Δεν παραλείπω δε να αναφέρω και εκείνο το οποίον είδον ιδίοις όμμασιν ότε μετέβην εις Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως. Ότε ο αυτοκράτωρ Κων/πόλεως Μιχαήλ και πατριάρχης Βέκκος παπολάτραι μετέβησαν κατά το έτος 1170-1200 εις το Άγιον Όρος εβίαζαν τους μοναχούς να δεχθούν τον παπισμόν και να συλλειτουργήσουν με τους παπιστάς. Όσοι εδέχθησαν και συλλειτούργησαν τα σώματά των μένουν άλυτα ως αφορισμένα πνέοντα δυσωδίαν. όσοι δε δεν εδέχθησαν και εθανατώθησαν υπό των παπιστών, τούτων τα σώματα πνέουν άρρητον ευωδίαν. Εύχομαι όπως η χάρις του Παναγίου Πνεύματος να φωτίση τον νουν σας, σας ενισχύση και αποτινάξητε τον ύπνον της πλάνης και ραθυμίας και προσέλθετε εις τας αγκάλας της Εκκλησίας.Εάν οι σημερινοί Αρχιερείς, δεν σεβασθούν τας αποφάσεις, τους κανόνας και τας παραδόσεις των θείων Αποστόλων και Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά τας καταφρονούν, ποίος που καλώς φρονεί θα σεβασθή τας ιδικάς των;» «...Και η Εκκλησία και η Πολιτεία και οι τούτων άρχοντες εις τας παρούσας πονηράς ημέρας κοιμώνται τον βαρύτατον ύπνον της αμελείας και της ραθυμίας, και εάν δεν εξυπνήσουν, εξυπνήσουν δε και τον κλήρον και τον λαόν εις μετάνοιαν, εις εργασίαν των εντολών του Θεού, των αρετών και των καλών έργων, θα δώσουν λόγον εν ημέρα κρίσεως και θα τιμωρηθούν». «Κρατείτε, αδελφοί μου, την πίστιν στερεάν και μένετε ασάλευτοι εις τας παραδόσεις των θείων Πατέρων, διότι εφθάσαμεν εις εποχήν κατά τη οποίαν και οι δυνατοί θα σαλευθούν. Αγωνιστείτε με κάθε σπουδή διότι τα καλά με κόπο και πόνο κατωρθώνονται. Δεν θα αισθανόμεθα δε τους κόπους της αρετής όταν αποβλέπωμεν εις το νέφος των μαρτύρων και οσίων και εις την μέλλουσαν να μας αποκαλυφθή δόξαν. Πόσον ευτυχείς και μακάριοι θα είμεθα, εάν δι' ολίγον κόπον αξιωθούμε να κατασκηνώσωμεν εις τα αγαπητά σκηνώματα του Παραδείσου και κληρονομήσουμε τα αγαθά της ουρανίου Βασιλείας του Θεού. Αμήν.Ο Απόστολος Παύλος, το στόμα του Χριστού παραγγέλλει: Μη συγκοινωνήτε τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε. Εις περιστάσεις κατά τας οποίας περιφρονείται και υβρίζεται η Αγία Ορθόδοξος Πίστις ημών επιτρέπεται έλεγχος ακόμη και θυμός δίκαιος δικαιώτατος, απαγορεύεται δε η σιωπή. Αλλά και ο έλεγχος να γίνεται με διάκρισιν και σύνεσιν, όχι, με ταραχήν και θυμόν υπερβολικόν, να γίνεται με θυμόν θεϊκόν... Ο Θεός δεν εγκαταλείπει την Εκκλησίαν Του, και εκείνους που την πολεμούν θα τους ταπεινώση και θα τους συντρίψη ως σκεύη κεραμέως, και μακάριοι εκείνοι οι οποίοι μέχρι θανάτου θα μείνουν πιστοί εις την Ορθόδοξον πίστιν, εις την ορθόδοξον ομολογίαν..Σας εύχομαι από καρδίας ποτέ να μην δειλιάτε αγωνιζόμενος, έστω και αν ίδητε τους εχθρούς της Εκκλησίας ενίοτε ισχύοντας... Ο αγωνιζόμενος υπέρ της αληθούς και ορθοδόξου πίστεως και της Αγίας ημών Εκκλησίας έχει σύμμαχον το παντοδύναμον Θεόν, ο δε αγωνιζόμενος υπέρ της πλάνης έχει σύμμαχον τον παμπόνηρον διάβολον, αλλά ανίσχυρον άρχοντα του σκότους, του ψεύδους και πάσης αιρέσεως, πλάνης και κακίας. Δεν είναι άλλο τιμιώτερον, σεμνότερον, αγιώτερον από το να αγωνίζεται κανείς υπέρ της πίστεως, ο τοιούτος εάν αγωνιζόμενος θανατωθή σωματικώς υπό των εχθρών, χωρίς να καμφθή είναι ο λαμπρότατος νικητής, και θα λάβη το βραβείον της άνω κλήσεως και τον αμάραντον εν ουρανοίς στέφανον. Λοιπόν μάχου υπέρ πίστεως και αγώνισαι άχρι θανάτου δια να αξιωθής να γίνης κληρονόμος της Βασιλείας των ουρανών...Εις την σημερινήν εποχήν, κατά την οποίαν η Εκκλησία πολυειδώς και πολυτρόπως πολεμείται υπό πολλών και διαφόρων πολεμίων, η προσπάθειά σας, αντιπαρατασσόμενη και αντιπολεμούσα, θα δυνηθή, Θεού βοηθούντος, να διασώση μερικούς εκ του σημερινού κατακλυσμού της αμαρτίας ... Σας συγχαίρω δια τον ζήλον σας προς διάδοσιν των χριστιανικών αληθειών και ωφέλειαν των χριστιανών. Πρέπει να γνωρίζομεν, ότι, αναλόγως του κόπου και της προθυμίας που ο καθένας εργάζεται, θα δοθούν και αι αμοιβαί παρά του μισθαποδότου Χριστού. Έως υπάρχει καιρός, ας εργασθώμεν πνευματικώς, ας σπείρωμεν με κόπον, δια να θερίσωμεν εν αγαλλιάσει...


 Μετά πατρικής αγάπης και ευχών εγκαρδίων
ο πνευματικός σας Πατήρ


Αρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος

Print Friendly and PDF
Εικόνες θέματος από A330Pilot. Από το Blogger.