«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»
Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 12ο (2013 - 2025)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 12ο (2013 - 2025)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine
«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».
Κωστής Παλαμάς
Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014
Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014
Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΑΜΝΩΝ
Κόρακας, κοράκου μάτι δεν βγάζει
και αν περιμένει κανείς, την δαιμονοθελική ένωση στο κοινό ποτήριο
για να κηρηχθεί αυτή ως αίρεση,
τότε, το μόνο που πλέον θα χρειάζεται,
θα είναι μια βαριά, επικήδεια ταφόπλακα στον εαλωμένο λάκκο της πνευματικής μας αναισθησίας,
μια αυτοαναίρεση μέσα από την πτώση και μια πτώση μέσα από την Πατερική φυγή.
Δείτε τις σχεδόν καθημερινές, έκπτωτες επιτάσσεις ανορθόδοξων Οικουμενιστών,
τους έκπτωτους πνευματικά μετεωρισμούς τους στο απόλυτο Πουθενά,
που βεβαίως πάντα οδηγεί στον λάκκο με τα φίδια,
εκεί,
που η πνευματικά, χαμένη αγέλη των αμνών
οδηγείται στον κρημνό,
περιφρουρούμενη μέσα από την άτακτη, ανοική Σιωπή της.
Εκεί που η μεγαλεπίβολη πλάνη σκηνοθετεί έκπτωτους ηθοποιούς του μπουλουκιού
σε ταινία τρόμου με προκαθορισμένο Τέλος.
Όταν ο ''ποιμενικός'' γραικυλισμός βαφτίζεται ως ταπεινόφρονη υποταγή στην Εκκλησία, όταν ο ενδοτισμός και η υποτέλεια καμουφλάρονται άκομψα πίσω από χριστεπώνυμους, διαιρετικούς διαλόγους, κι όταν οι καινοτόμοι καθημερινά αποποιούνται σθεναρά τις Πατερικές παρακαταθήκες της, τότε αυτοί, οι πνευματικά ανέξοδοι φιλενωτικοί αγαπολόγοι μπορούν να επιχαίρουν, πως αυτή, η σημερινή εκκλησιαστική μόρφωση δεν είναι τίποτα άλλο, από αυτό που πραγματικά ήθελαν να σμιλέψουν οι τιτουλάριοι ταγοί τους, ύστερα από έναν σχεδόν αιώνα καθολικής λυκοφιλίας και προτεσταντικής ερωτοπρέπειας. Δηλαδή ένας άνομος, δύσμορφος κι ανέραστος ''αρραβώνας'' ανάμεσα σε έναν βουλιμικό, αιμοδιψούντα λύκο και σ' ένα πτωτικό, εριφίζων πρόβατο, που μπορούν στωικά να βαυκαλίζονται, πως αυτό, που εννοούν πια ως Ορθοδοξία, δεν είναι τίποτ' άλλο από μια επηρμένη, ανοική Πολυδοξία, που εντελώς διεστραμένα αντικατέστησε το Πατερικό ''Πιστεύω'' με την θεωρία των κλάδων και τις δι-αιρετικές συνομιλίες με ''γαμήλιες,'' ερωτοτροπούσες συνευρέσεις. Ας μην γελιόμαστε υπερφίαλα, για ποιές χριστιανικές ''ομολογίες'' διατεινόμαστε, αιρέσεις είναι και μάλιστα αρνημένες την απτή διδασκαλία του Νυμφίου μας. Ακόμα και οι ίδιοι, οι φιλενωτικοί, πατριαρχικοί πιστοί, που περισσώς διακηρύττουν, πως πρέπει να συνέλθει Σύνοδος για να κηρρύξει τις ''ομολογίες'' ως αιρέσεις, ας έχουν υπόψιν τους, πως κόρακας, κοράκου μάτι δεν βγάζει και αν περιμένει κανείς, την δαιμονοθελική ένωση στο κοινό ποτήριο για να κυρηχθεί αυτή ως αίρεση, τότε, το μόνο που πλέον θα χρειάζεται, θα είναι μια βαρειά, επικήδεια ταφόπλακα στον εαλωμένο λάκκο της πνευματικής αναισθησίας μας. Μια αυτοαναίρεση μέσα από την πτώση και μια πτώση μέσα από την φυγή. Δείτε τις σχεδόν καθημερινές, έκπτωτες επιτάσσεις ανορθόδοξων Οικουμενιστών. Ο Μητροπολίτης Αλεξανδρούπολης κ. Άνθιμος μέσα από την ιστοσελίδα της Μητρόπολής του ζήτησε την κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών και ο Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος ζήτησε την κουρά Ρωσόφωνων ιερέων για την ανάπτυξη... του θρησκευτικού τουρισμού στα Δωδεκάννησα. Όλα αυτά όμως προσπερνιούνται πνευματικώς φυγόδικα μέσα από υποκριτικές ταπεινολογίες και υπάκουες, ανορθόδοξες γονυκλισίες. Ποιός επιτέλους είπε, να κάνουμε υπακοή στην Αίρεση; ποιός Χριστός και ποιός Πατέρας είπε, να λέμε Ναι σε ό,τι προτάσσει κάθε αιρετικός ψευδοποιμένας; εκείνον, τον λόγο του Αγίου Μάρκου του ανθενωτικού Πατέρα μας, κανείς δεν τον ακούει; ''Φεύγετε ουν και υμείς αδελφοί, την προς τους ακοινωνήτους κοινωνίαν και το μνημόσυνον των αμνημονεύτων.΄Ιδε εγώ Μάρκος ο αμαρτωλός, λεγω υμίν, ότι ο μνημονεύων του Πάπα ως Ορθοδόξου αρχιερέως, ένοχος εστί πάντα τον Λατινισμόν εκπληρώσαι, μέχρι και αυτής της κουράς των γενείων, και ο λατινοφρονών μετα των Λατίνων κριθήσεται και ως παραβάτης της Πίστεως λογισθήσεται....''... Αυτήν λοιπόν την κοινωνία ποιούν σήμερα οι εκ του Φαναρίου ορμώμενοι, χαμένοι οδοιπόροι, αυτοί, οι ίδιοι είναι που μνημόνευσαν τον Πάππα, ως ''Αγιότατον επίσκοπο Ρώμης''! Σ' αυτούς λοιπόν, τους εν πλάνη και εν σκότη ψευδοειδώς ορθοδοξούντες, ημιμαθείς πιστούς ταιριάζει να επαναλάβουμε τους κατηχητικούς λόγους από το μυστήριο του Βαπτίσματος... ''Αποτάσση τον Σατανά; Καί πάσι τοις έργοις αυτού; Καί πάση τη λατρεία αυτου; Καί πάσι τοις αγγέλοις αυτού; Καί πάση τη πομπή αυτού;» Το αποτάσσομαι τον σατανά έχει και την σημασία του αποτάσσομαι οιονδήποτε φέρει την διδασκαλία και τα έργα αυτού, αποτάσσομαι οιονδήποτε ερμηνεύει δαιμονόπληκτα τις Τριαδικές Γραφές, αποτάσσομαι οιονδήποτε Πατριάρχη και Επίσκοπο και Πρεσβύτερο, που συντάσσεται τω διαβόλω μέσα από την Αίρεση και τις πλάνες αυτής. Τί απερίφραστη Πτώση αλήθεια, οι φιλενωτικοί υποστηρίζουν την τυφλή υπακοή ακόμα και στην αίρεση υπό τον φόβο του σχίσματος, κανείς όμως από δαύτους δεν μας εξήγησε ποτέ, ποιοί είναι οι Σχίστες της Εκκλησίας, ποιοί καινοτομούν αχάριστα έναν αιώνα τώρα στο ήδη τραυματισμένο και πολύπαθο και τραυματισμένο Σώμα της; Έχουν κάνει copy paste επιλεκτικά σημεία του Ευαγγελίου απομονώνοντας εωσφορικά κινούμενοι, το όλον της Γραφής. Ο συνειδησιακά Ορθόδοξος δεν είναι δούλος του διαβόλου, για να υποτάσσεται άκριτα και ενεξέταστα σε έσωθεν, πλανερές κακοδοξίες και σε νεωτεριστικές, οικουμενιστικές καινοτομίες. Ο Θεός μας θέλει πνευματικά ελεύθερους μέσα από την τέλεια υπακοή στην Τριαδική Ορθότητα,το ''Ερευνάτε τας Γραφάς'' ανήκει δίκαια σε ορθοπραττούντες κατά λόγον και βίον Ορθοδόξους,το ''Πίστευε και μη ερεύνα'' μάλλον ανήκει στην άκρως επικίνδυνη, πνευματικά αγέλη της Σιωπής των χαμένων Αμνών. Έτσι,όπως τους θέλουν αυτοί,που απεργάζονται την Πανθρησκεία του Αντιχρίστου μέσα από τους οικουμενιστικούς κρημνούς και τους έρποντες, αιρετικούς μετεωρισμούς. Κάποιος Γέροντας -αιωνία του η μνήμη!- έλεγε,'' περισσότερη προσοχή και λιγότερη προσευχή,'' όχι ασφαλώς για να υποδαυλίσει την ανεκτίμητη αξία του αδιαλλείπτως προσεύχεσθαι, αλλά για να καταδείξη και την μονάκριβη τιμή της Προσοχής, που μέσα από την Ορθότητα της Πίστης ποιμένει ευχαριστιακά τους αληθινά Ορθοδόξους, αναπαύει τέλεια τους κατ' επίγνωσιν ζηλωτές και οδηγεί τους ανυπάκουους, Πατερικά οφειλέτες, στο Ταμείο του πνευματικού τους Θέρους.
Υ.Γ. Όταν μιλάμε για αιρέσεις είμαστε οι πρώτοι που θα τις χαραχτηρίσουμε, ως τέτοιες.
Όταν όμως η αίρεση μπει μέσα στο σπίτι μας, δηλαδή στην Εκκλησία, εκεί βλέπεις χαμηλωμένα κεφάλια, κλεισμένα μάτια και σφραγισμένα χείλη.
Εκεί ακριβώς αρχίζει η Σιωπή των Αμνών.
Εκεί αποσαθρώνεται η Πίστη και ευδοκιμεί η Πλάνη.
Εσχάτως φοριέται πολύ το επισφαλές ''ένδυμα'' μιας υποκριτικής ταπεινολογίας, που λέει:
''Ποιοί είμαστε εμείς που θα κρίνουμε έναν Πατριάρχη, έναν επίσκοπο ή έναν ιερέα;''
Υπερφίαλες αιτιάσεις ηθικιστικής σεμνοτυφίας...
Ποτέ δεν κρίνουμε κανέναν για την βιοτή του, τα πάθη του, τις περιφέρουσες κατά κόσμον αμαρτίες του.
Όμως σε θέματα Πίστης δεν λογίζεται η κρίση ως κατάκριση.
''Μή κρίνετε, ίνα μή κριθήτε περί βίου εστίν, ού περί πίστεως,''Ιερού Χρυσοστόμου, PG.63,232).
Ή, ''Οράς, ότι ού περί δογμάτων εστίν ο λόγος, αλλά περί βίου καί έργων;
Διότι περί πίστεως ισχύει ή εντολή, την δικαίαν κρίσιν κρίνατε Ιωάν. ζ΄ 24.
Του ιδίου.
''Πώς ουν Παύλος φησίν, πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε;
Ανωτέρω ειπών ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής, τότε είπε πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών
και υπείκετε τι ουν;
φησίν, όταν πονηρός ή και μη πειθώμεθα;
Πονηρός πώς λέγεις;
Ει μέν πίστεως ένεκεν φεύγε και παραίτησαι:
μη μόνον αν άνθρωπος ή, αλλά καν άγγελος εξ ουρανού κατιών.
Ει δε βίου ένεκεν, μη περιεργάζου.PG. 63, 232.
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014
ΕΧΘΡΟΙ ΚΑΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ
᾿Επιτιμήσαι σοι Κύριος ! ...» «῎Αγγελος Κυρίου ἐπετίμα αὐτοῖς...
Είναι ἀλήθεια ἐκ πείρας βεβαιωμένη, ὅτι ὁ εὐσεβὴς Χριστιανός, ἀγωνιζόμενος μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν βοήθεια τῶν ῾Αγίων γιὰ νὰ φθάση ἀπὸ τὸ παρὰ φύσιν στὸ κατὰ φύσιν καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ ἀναβιβασθῆ στὸ ὑπὲρ φύσιν, πολεμεῖται νυχθημερὸν ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, τοὺς ἐκπεσόντας αὐτοὺς,πρώην φωτεινοὺς ἀγγέλους.Ο φθόνος τῶν δαιμόνων ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀπερίγραπτος, διότι βλέπουν οἱ δυστυχεῖς αὐτοί, ὅτι οἱ ἐν Χριστῷ ἁγιασμένοι ἄνθρωποι, ἂν καὶ θνητοὶ καὶ ὑλικοί, κληρονομοῦν τοὺς τόπους τοῦ Φωτὸς καὶ τῆς Δόξης καὶ τῆς Μακαριότητος, ἀπὸ τοὺς ὁποίους αὐτοὶ γιὰ τὴν ἔπαρσί τους ἐξέπεσαν καὶ τώρα κληρονομοῦν τὸν σκοτεινὸ ἅδη καὶ τὸ αἰώνιο πῦρ τῆς κολάσεως.
῾Η ἔλλειψις πνευματικῆς πείρας, ἡ ὀλιγοπιστία καὶ τὸ νέφος τῶν παθῶν δὲν ἐπιτρέπουν συνήθως νὰ κατανοήσουμε τοὺς πραγματικοὺς ᾿Εχθρούς μας, οἱ ὁποῖοι νυχθημερὸν καὶ μὲ ποικίλα τεχνάσματα πολιορκοῦν τὴν ψυχή μας, προκειμένου νὰ τὴν χωρίσουν ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ τὴν ὑποτάξουν στὰ σκοτεινὰ πάθη. «῎Ελεγον περί τινος Γέροντος, ὅτι ἐδεήθη τοῦ Θεοῦ ἰδεῖν τοὺς δαίμονας. Καὶ ἀπεκαλύφθη αὐτῷ ὅτι· Οὐ χρείαν ἔχεις ἰδεῖν αὐτούς. ῾Ο δὲ Γέρων παρεκάλει λέγων· Κύριε, δυνατὸς εἶ σκεπάσαι με τῇ χάριτί Σου. ῾Ο δὲ Θεὸς ἀπεκάλυψε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εἶδεν αὐτοὺς [τοὺς δαίμονας], ὅτι ὥσπερ μέλισσαι κυκλοῦσι τὸν ἄνθρωπον βρύχοντες τοὺς ὀδόντας αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτόν, ὁ δὲ ῎Αγγελος Κυρίου ἐπετίμα αὐτοῖς». ΤΕΛΙΚΑ ὅμως, ὅταν ξεπεράσουμε τὸν πειρασμὸ τῆς ὀλιγοπιστίας καὶ πεισθοῦμε, ὅτι κατ᾿ οὐσίαν οἱ μοναδικοί μας ᾿Εχθροὶ εἶναι τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ἀντιμετωπίζουμε πλέον μὲ περισσότερη ἔντασι τὸν πειρασμὸ τῆς ἀδημονίας, τῆς λύπης, τῆς ἀνυπομονησίας καὶ τῆς ἀγανακτήσεως, διότι ὁ πόλεμος, ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά, εἶναι βαρύτατος, ἀπαράκλητος καὶ ἀδιάλειπτος: λογισμοί, φαντασίες καὶ αἰσθήματα, ὡσὰν νέφος σκοτεινό, καλύπτουν τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ μας· ἔχουμε ἔντονη τὴν αἴσθησι, ὅτι οἱ ἄνθρωποι, ἡ φύσις, οἱ καταστάσεις ἐξεγείρονται ὅλα ἐναντίον μας!... Ενας ἄμεσος κίνδυνος, τὸν ὁποῖο διέρχονται ἰδίως οἱ ἀρχάριοι στὴν ἐν Χριστῷ ζωή, εἶναι νὰ βλασφημήσουν τὸν σατανᾶ! Καλὸ θὰ εἶναι στὶς κρίσιμες αὐτὲς στιγμές, ὅπου ἡ ἔντασις τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀγῶνος κορυφώνεται, νὰ ἐνθυμούμεθα πῶς ἐνήργησε ὁ Αρχιστράτηγος᾿ Μιχαήλ:«῾Ο δὲ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅτε τῷ διαβόλῳ διακρινόμενος διελέγετο περὶ τοῦ Μωσέως σώματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ᾿ εἶπεν· ἐπιτιμήσαι σοι Κύριος» (᾿Ιούδα, στχ. 9).Δηλαδή: ῾Ο Αρχάγγελος᾿ Μιχαήλ, ὅταν συνδιαλεγόταν μὲ τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος διεκδικοῦσε μὲ ὑπερήφανη γνώμη καὶ ἤθελε νὰ πάρη ὑπὸ τὴν ἐξουσία του τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ θεόπτου Μωϋσέως, δὲν ἀπετόλμησε νὰ καταδικάση αὐτὸν μὲ ὕβρεις καὶ βλασφημίες, ἀλλὰ εἶπε στὸν διάβολο: «᾿Απὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸ εὕρης... ῾Ο Κύριος νὰ σὲ ἐπιτιμήση... ῾Ο Κύριος νὰ σὲ καταργήση γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ ἀποτολμᾶς...». Καὶ ἔτσι, ἔγινε ἄφαντος ὁ διάβολος...«Καὶ στοχάσου», σχολιάζουν οἱ ῞Αγιοι, ὅτι «ὁ ῎Αρχων Μιχαὴλ ἐδίωξε μὲν τὸν διάβολον, ὄχι ὅμως ἐξου- σιαστικῶς καὶ αὐθεντικῶς, ἀλλὰ παραχωρήσας [ἐν ταπεινώσει] τὴν κρίσιν πᾶσαν καὶ τὸν διωγμὸν τοῦ διαβόλου εἰς τὸν τῶν ὅλων Θεόν». ῾Ο Αρχάγγελος᾿ λοιπὸν Μιχαὴλ μὲ τὸ παράδειγμά του μᾶς ἔδειξε, ὅτι δὲν πρέπει νὰ βλασφημοῦμε, καταρώμεθα καὶ ἀναθε- ματίζουμε οὔτε τὸν ἴδιο τὸν σατανᾶ, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο μᾶς διδάσκουν καὶ τὰ ῾Ιερὰ Κείμενα τῆς Πίστεώς μας:«᾿Εν τῷ καταρᾶσθαι ἀσεβῆ τὸν σατανᾶν, αὐτὸς καταρᾶται τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν» (Σοφ. Σειρ. καʹ 27). Οἱ ῞Αγιοι ἑρμηνεύουν τὴν στάσι αὐτὴ ὡς ἑξῆς: «Καὶ γὰρ καὶ αὐτὸν τὸν σατανᾶν ἐὰν ἀναθεματίσω, ἐφ᾿ ὅσον ποιῶ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ἐμαυτὸν ἀναθεματίζω». ΕΝΑΣ δεύτερος κίνδυνος, τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει ὁ ἀγωνιζόμενος τὸν καλὸν ἀγῶνα, εἶναι ὅτι λησμονεῖ τοὺς πνευματικούς του Συμμάχους: τοὺς φωτεινοὺς Αγγέλους᾿ τοῦ Θεοῦ! Στὴν ἀποκάλυψι ποὺ εἶχε ὁ προαναφερθεὶς ὁσιώτατος Γέρων, μὴ λησμονοῦμε ποτὲ αὐτό!, εἶδε μὲν τοὺς δαίμονας νὰ κυκλώνουν ἀγριεμένοι τὸν ἄνθρωπο, ἀλλά: «῎Αγγελος Κυρίου ἐπετίμα αὐτοῖς»!...Οταν σὺν τῷ χρόνῳ μᾶς δοθῆ πνευματικὴ καθαρότης ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας, τότε θὰ ἀποκτήσουμε οἰκειότητα μὲ τὸν Φύλακα ῎Αγγελό μας καὶ θὰ ἀκοῦμε νοερῶς τὴν ἁγία φωνή Του νὰ μᾶς διαβεβαιώνη: «Εἶμαι ἐδῶ!.... Μὴν ἀποθαρρύνεσαι!.... Αρκεῖ᾿ νὰ προσέχης!....». Οἱ ῞Αγιοι μᾶς διδάσκουν καὶ ἡ πεῖρα ἐπιβεβαιώνει, ὅτι ὅταν ἡ ψυχὴ διέλθη θλίψεις καὶ πειρασμούς, ἀλλὰ μὲ ὑπομονή,ταπείνωσι καὶ εὐχαριστία, τότε ὁ Πανάγαθος Θεὸς οἰκονομεῖ νὰ παρηγορηθῆ ἡ ψυχὴ «διὰ τῶν νοητῶν ῾Ιερέων, τουτέστι τῶν Αγγέλων,᾿ ἀνακτωμένων (οἱ ὁποῖοι ῾῾τονώνουν᾿᾿) αὐτὴν θερμοτάτῃ γλυκυθυμίᾳ δακρύων, καὶ λεπτοῖς νοήμασι, καὶ ἀρετῶν ἰσχύϊ».Πρέπει νὰ ἔχουμε ἀκράδαντη τὴν πίστι, ὅτι ἐφ᾿ ὅσον ἐμεῖς παραμένουμε σταθεροὶ στὴν ἐργασία τῶν ἀγαθῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου μας, δεχόμεθα μυστικῶς τὴν σφραγῖδα τοῦ θείου Αγγέλου καὶ ἔτσι δὲν ἔχει ἐπάνω μας ἐξουσία τὸ μελίσσι τῶν βρυχομένων δαιμόνων· θὰ μᾶς προσβάλλουν, ἀλλὰ θὰ γίνουν ἄφαντοι· θὰ ἔλθουν καὶ θὰ παρέλθουν, ἐπιτιμημένοι. «῾Υμεῖς δέ», λέγουν οἱ ῞Αγιοι, «ἐὰν μείνητε ἐν τῷ ἀγαθῷ, πέμπει ὁ Θεὸς τὸν ῎Αγγελον Αὐτοῦ καὶ σφραγίζει ὑμᾶς, ὥστε τὸν ἐρχόμενον καὶ βαστάζοντα τὴν ῥομφαίαν, παρελθεῖν ὑμᾶς, εὐχαῖς ἁγίων. Αμήν»!
῞Οταν τὸ βάρος τοῦ ἀγῶνος μᾶς συνθλίβη,
ἂς μὴ λησμονοῦμε ποιοὶ εἶναι οἱ ᾿Εχθροί μας,
ἀλλὰ καὶ ποιοὶ εἶναι οἱ Σύμμαχοί μας!
Οἱ πρῶτοι, εἶναι σκοτεινοὶ καὶ μοχθηροί, ἀλλὰ ἀδύναμοι...
Οἱ ὑποχωρήσεις καὶ οἱ συμβιβασμοί μας εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὅποῖα δίδουν δύναμι εἰς αὐτοὺς καὶ μᾶς πληγώνουν,
εἴτε μὲ συγγνωστὰ εἴτε μὲ θανάσιμα ἁμαρτήματα.
Οἱ δεύτεροι, εἶναι φωτεινοὶ καὶ ἀγαθοί...
῾Η καθαρότητα τοῦ βίου μας καὶ ἡ εὐωδία τῆς Χάριτος,
ἡ ῾Οποία σκηνώνει στὴν καρδιά μας διὰ μέσου τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τοὺς προσελκύει
καὶ μᾶς προστατεύουν καὶ μᾶς παρηγοροῦν καὶ μᾶς καθοδηγοῦν στὰ ὕψη τῆς θεώσεως.
Μακαριστός Μητροπολίτης Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανός Α'
Η ΔΥΝΑΜΗ ΜΟΥ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΣΟΥ
Η κακοκαιρία συνεχίστηκε για μέρες τόσο άγρια,
που κάθε ελπίδα σωτηρίας των ταξιδιωτών χάθηκε.
Και τότε ο Παύλος, αφού κάλεσε κοντά του το πλήρωμα και τους επιβάτες, τους είπε:
« … Σας συνιστώ να μη χάσετε το θάρρος σας,
γιατί, εκτός από το πλοίο, που θα βουλιάξει,
κανένας σας δε θα χάσει τη ζωή του.
Την περασμένη νύχτα μου φανερώθηκε άγγελος του Θεού, στον οποίο ανήκω και τον οποίο λατρεύω και μου είπε:
«Μη φοβάσαι, Παύλε!
Πρέπει, σύμφωνα με το σχέδιο της θείας πρόνοιας, να παρουσιαστείς στον αυτοκράτορα.
Για χάρη σου, λοιπόν, ο Θεός θα σώσει όλους όσοι είναι μαζί σου στο πλοίο»» (Πραξ. 27: 22-24).
Τον Παύλο, τον εκλεκτό του Χριστού και διδάσκαλο της οικουμένης, που τόσο σκληρά ταλαιπωρήθηκε
αλλά και τόσο θαυμαστά ευεργετήθηκε,
ας έχουμε πάντα στο νου μας.
Θυμηθείτε τι έγινε κατά τη μεταγωγή του αποστόλου Παύλου στη Ρώμη. Ενώ το πλοίο, με το οποίο ταξίδευαν αυτός και οι συνοδοί του στρατιώτες, έπλεε κοντά στις ακτές της Κρήτης, ξέσπασε σφοδρή θαλασσοταραχή. Η κακοκαιρία συνεχίστηκε για μέρες τόσο άγρια, που κάθε ελπίδα σωτηρίας των ταξιδιωτών χάθηκε. Και τότε ο Παύλος, αφού κάλεσε κοντά του το πλήρωμα και τους επιβάτες, τους είπε:« … Σας συνιστώ να μη χάσετε το θάρρος σας, γιατί, εκτός από το πλοίο, που θα βουλιάξει, κανένας σας δε θα χάσει τη ζωή του.
Την περασμένη νύχτα μου φανερώθηκε άγγελος του Θεού, στον οποίο ανήκω και τον οποίο λατρεύω και μου είπε : «Μη φοβάσαι, Παύλε! Πρέπει, σύμφωνα με το σχέδιο της θείας πρόνοιας, να παρουσιαστείς στον αυτοκράτορα. Για χάρη σου, λοιπόν, ο Θεός θα σώσει όλους όσοι είναι μαζί σου στο πλοίο»» (Πραξ. 27: 22-24).Τον Παύλο, τον εκλεκτό του Χριστού και διδάσκαλο της οικουμένης, που τόσο σκληρά ταλαιπωρήθηκε αλλά και τόσο θαυμαστά ευεργετήθηκε, ας έχουμε πάντα στο νου μας. Γιατί είναι πολύ ωφέλιμη η ενθύμηση των ευεργεσιών του Θεού στους ανθρώπους.
Όπως, όταν θυμηθούμε τα καλά που μας έκανε κάποιος φίλος μας, η αγάπη μας σ’ αυτόν γίνεται θερμότερη, έτσι και όταν σκεφτούμε από πόσους κινδύνους μας γλύτωσε ο Θεός, η ευλάβειά μας στο πανάγιο Πρόσωπό Του γίνεται βαθύτερη, ο αγώνας μας για την ευαρέστησή Του εντονότερος, η προθυμία μας για την απόκτηση της αρετής μεγαλύτερη.Πόσες και πόσες δοκιμασίες, λοιπόν, δεν πέρασε ο Παύλος! Τις αναφέρει ο ίδιος συνοπτικά, γράφοντας στους Κορίνθιους: «Φυλακίστηκα πολλές φορές, χτυπήθηκα με αφάνταστη αγριότητα, κινδύνεψα να θανατωθώ.
Πέντε φορές μαστιγώθηκα από τους Ιουδαίους με τριάντα εννέα μαστιγώματα. Τρεις φορές ραβδίστηκα. Μια φορά πετροβολήθηκα. Τρεις φορές ναυάγησα κι ένα μερόνυχτο έμεινα ναυαγός στο πέλαγος. Έκανα πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες. Διάβηκα επικίνδυνα ποτάμια. Κινδύνεψα από ληστές. Κινδύνεψα από τους ομογενείς μου Ιουδαίους. Κινδύνεψα από τους ειδωλολάτρες. Κινδύνεψα από ανθρώπους που υποκρίνονταν τους αδελφούς. Κοπίασα και εμόχθησα πολύ. Πολλές φορές ξαγρύπνησα, πείνασα, δίψασα.
Πολλές φορές μου έλειψε ολότελα το φαγητό. Ξεπάγιαζα και δεν είχα ρούχα να φορέσω. Εκτός από τα άλλα, είχα και την καθημερινή πίεση των εχθρών μου …» ( Β΄ Κορ. 11:23-28).Ακούτε τι τράβηξε ο μακάριος απόστολος για το κήρυγμα του Ευαγγελίου; Έφτανε ένα μόνο κακό απ’ όλα αυτά, για να καταθλίψει, να συνταράξει, να συντρίψει την ψυχή του. Και όμως, κανένα δικό του ατύχημα, καμιά δική του περιπέτεια δεν τον στενοχώρησε, δεν τον αποκάρδιζε, δεν τον λυπούσε. Τί τον λυπούσε μόνο; Το γράφει ο ίδιος:
«Ποιός από τους χριστιανούς είναι άρρωστος σωματικά ή ψυχικά, και δεν υποφέρω κι εγώ μαζί του; Ποιός πέφτει στην αμαρτία, και δεν καίγομαι κι εγώ στο καμίνι του πόνου;» (Β΄ Κορ. 11: 29). Για τα δικά του παθήματα όχι μόνο δεν νοιαζόταν, αλλά και καυχιόταν – «αν πρέπει να καυχηθώ, θα καυχηθώ για τα παθήματά μου», έλεγε (Β΄Κορ. 11:30). Για τους αδελφούς του χριστιανούς, όμως, και νοιαζόταν και λυπόταν, όταν μάθαινε πως δεν ήταν καλά ή λύγιζαν σε πειρασμό. Τότε, όπως έλεγε, καιγόταν κι αυτός στο καμίνι του πόνου.
Και επειδή ποτέ δεν έλειπαν από την Εκκλησία εκείνοι που είχαν το ένα ή το άλλο πρόβλημα, ποτέ δεν έσβηνε κι από την ψυχή του Παύλου η φλόγα της οδύνης, που τον έκαιγε. Και ο πόνος του γινόταν ακόμα μεγαλύτερος, όταν έβλεπε τους Ιουδαίους να εμμένουν στην απιστία τους. Έφτανε στο σημείο να λέει: «Θα ευχόμουν να χωριστώ εγώ αιώνια από τον Χριστό, φτάνει να πήγαιναν κοντά Του οι ομοεθνείς αδελφοί μου, οι απόγονοι του Ισραήλ» (Ρωμ. 9:3-4).
Θα προτιμούσε, μ’ άλλα λόγια, να πέσει στη φωτιά της κολάσεως, παρά να βλέπει τους Εβραίους να μένουν στην απιστία. Και αν ήταν πρόθυμος να κολαστεί για τη σωτηρία των αδελφών του, είναι φανερό πως, αφού δεν κατόρθωνε να τους οδηγήσει στο Χριστό, δοκίμαζε θλίψη μεγαλύτερη απ’ όση θα δοκιμάζουν οι κολασμένοι.Ας θυμηθούμε, όμως, κι άλλο ένα περιστατικό από τη ζωή του αποστόλου Παύλου. Τον βασάνιζε μια χρόνια ασθένεια. Τρεις φορές παρακάλεσε τον Κύριο να τον θεραπεύσει.
Μα η απάντησή Του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην αδυναμία σου» (Β΄ Κορ. 12:9). Γιατί, αλήθεια, η δύναμη του Θεού φανερώνεται μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία; Επειδή, όταν ο άνθρωπος με τις δικές του δυνάμεις δεν μπορεί να κατορθώσει σπουδαία πράγματα, με την ενίσχυση του Θεού μπορεί να επιτελέσει έργα μεγάλα και θαυμαστά: Να αναστήσει νεκρούς, να θεραπεύσει τυφλούς, να καθαρίσει λεπρούς, να κάνει θαύματα πολλά και εξαίσια. Ας μη ζητάει, όμως, και την απαλλαγή από τους κινδύνους, από το φόβο, από τις ασθένειες.
Όλα αυτά τα παραχωρεί ο Θεός, για να μην υπερηφανεύεται ο άνθρωπος.Μήπως, πάλι, πονάει και υποφέρει ψυχικά, επειδή πολλοί είναι εκείνοι που τον επιβουλεύονται, τον καταδιώκουν, τον χτυπούν; Ας μη νομίσει πως τα παθήματά του οφείλονται σε αδυναμία του Θεού. Γιατί αυτά ακριβώς είναι που αποδεικνύουν τη δύναμή Του: Το να καταδιώκεται κανείς και να καταβάλλει τους διώκτες του το να βασανίζεται και ν’ αποδεικνύεται πιο ισχυρός από τους βασανιστές του το να φυλακίζεται και να μεταστρέφει τους δεσμοφύλακές του το να χλευάζεται και να συγχωρεί, όπως ο Χριστός, τους χλευαστές του.
Γνωρίζω, βέβαια, πόσο φοβερή και δυσβάσταχτη είναι η χλεύη, η κοροϊδία, η συκοφαντία, η κάθε λογής κακολογία. Όταν, μάλιστα, μας κατηγορεί και μας βρίζει άνθρωπος που τον έχουμε ευεργετήσει, τότε η προσβολή γίνεται ανυπόφορη τότε, αν μας λείπουν η ταπείνωση και η μακροθυμία, μπορεί να πνιγούμε από τη λύπη και την οδύνη.Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ας μη νοιαζόμαστε για το αν μας κατηγορούν κάποιοι, αλλά για το αν μας κατηγορούν δικαιολογημένα.
Αν, λοιπόν, δικαιολογημένα μας κατηγορούν, πρέπει να κλαίμε και να μετανοούμε. Αν, πάλι, μας κατηγορούν άδικα, πρέπει εκείνους να κλαίμε και τους εαυτούς μας να μακαρίζουμε, φέροντας στο νου μας τα λόγια του Κυρίου: «Μακάριοι είστε όταν σας χλευάσουν και σας καταδιώξουν και σας κακολογήσουν με κάθε ψεύτικη κατηγορία» (Ματθ. 5:11). Όχι λύπη και αθυμία, αλλά χαρά και αγαλλίαση ας αισθανόμαστε τότε, γιατί η ανταμοιβή μας στους ουρανούς θα είναι μεγάλη.
Γιατί, αλήθεια, η δύναμη του Θεού φανερώνεται μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία;
Επειδή, όταν ο άνθρωπος με τις δικές του δυνάμεις
δεν μπορεί να κατορθώσει σπουδαία πράγματα, με την ενίσχυση του Θεού μπορεί να επιτελέσει έργα μεγάλα και θαυμαστά:
Να αναστήσει νεκρούς, να θεραπεύσει τυφλούς,
να καθαρίσει λεπρούς, να κάνει θαύματα πολλά και εξαίσια.
Ας μη ζητάει, όμως, και την απαλλαγή από τους κινδύνους, από το φόβο, από τις ασθένειες.
Όλα αυτά τα παραχωρεί ο Θεός, για να μην υπερηφανεύεται ο άνθρωπος.
Μήπως, πάλι, πονάει και υποφέρει ψυχικά,
επειδή πολλοί είναι εκείνοι που τον επιβουλεύονται, τον καταδιώκουν,
τον χτυπούν;
Ας μη νομίσει πως τα παθήματά του οφείλονται σε αδυναμία του Θεού.
Γιατί αυτά ακριβώς είναι που αποδεικνύουν τη δύναμή Του:
Το να καταδιώκεται κανείς και να καταβάλλει τους διώκτες του το να βασανίζεται
και ν’ αποδεικνύεται πιο ισχυρός από τους βασανιστές του το να φυλακίζεται
και να μεταστρέφει τους δεσμοφύλακές του το να χλευάζεται και να συγχωρεί,
όπως ο Χριστός, τους χλευαστές του.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014
ΤΟ ΦΙΛΟΔΩΡΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ
Το 1987, για άλλη μια φορά δοκιμάζονταν οι ήδη διαταραγμένες σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας.
Αφορμή ο νόμος Τρίτση για την εκκλησιαστική περιουσία και η σύσταση του περίφημου ΟΔΕΠ,
Οργανισμός Διαχείρισης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας, με πρόεδρο τον π. Γεώργιο Πυρουνάκη.
Νεόκοπος συντάκτης σε αθηναική εφημερίδα τότε,
καλούμαι να ταξιδέψω στην Φλώρινα,
για να πάρω επείγουσα συνέντευξη από τον μακαριστό Μητροπολίτη, π. Αυγουστίνο Καντιώτη,
σχετικά με το εξελισσόμενο ζήτημα.
Είχαν φροντίσει κάποιοι συνάδελφοι του εκκλησιαστικού ρεπορτάζ,
να μου τονίσουν ιδιαίτερα για τον ''πληθωρικό'' πράγματι,
χαραχτήρα, αυτού του ανθρώπου,
που εξ' αντικειμένου υπήρξε ένας μη στατικός,
πνευματικά ασυμβίβαστος και εκκλησιαστικά Πατερικός.
''Είναι σκληρός, αυστηρός,ανυποχώρητος, πονηρός,
εθνικόφρων, αδιάλλακτος, όχι συνηθισμένος επίσκοπος,
μου έλεγαν...
και άλλοι βαρύγδουποι, επιθετικοί προσδιορισμοί,
που στην πορεία φάνηκαν ανέξοδα λόγια βουτηγμένα στην ερμητικά πεταμένη,
πεζοδρομιακή λάσπη της ημιμάθειας και της έρπουσας αργολογίας.
Στην Φλώρινα τον αγαπούσαν ιδιαίτερα. Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι, που τον μάχονταν, επειδή μιλούσε συχνά για την μαμά Πατρίδα και κάποιοι άλλοι εκ των έσω, που δυσανασχετούσαν, γιατι...΄''βρε παιδί μου, δεν είναι σαν τους άλλους... Αντί να κυττάζει μόνο τα γραφειοκρατικά ζητήματα της Μητρόπολης,χώνεται παντού...΄΄ όπως μου τόνισε κληρικός της πόλης. Είχα συγκεντρώσει αρκετά στοιχεία, προκειμένου να του εκμαιεύσω ειδήσεις ή βαρυσήμαντες δηλώσεις, τον είχα στοχοποιήσει με αφελή απόλυτότητα εκ μέρους μου, μιας και τότε, ως μη έχων ουδεμία σχέση με Εκκλησία και Χριστό ,χαροποιούσα ανέκφραστα το υπερφίαλο Εγώ μου, δηλώνοντας και άθεος... Έπρεπε να περάσουν λίγα μόλις χρόνια,για να συνειδητοποιήσω, πως έξω από την Εκκλησία, τα πάντα είναι Θάνατος! Σάββατο στις 10 το πρωί, Μάρτιος μήνας, ανέβαινα τα σκαλιά της Μητρόπολης Φλωρίνης. Ο πρωτοσύγγελός του, με εμφανή ευγένεια και καλοσυνεμένη δεχτικότητα, με πήγε στο γραφείο του. Όταν άνοιξε η πόρτα, αυτό που αντίκρυσα ήταν σαν πορτραίτο σχολαστικού ζωγράφου, με εμμονή στην λεπτομέρεια... Ένα χαμογελαστό, ανέκφραστα επιβλητικό πρόσωπο, που κρυβόταν πίσω από κάτι θολά, καφετί γυαλιά, που θύμιζε ασπρόμαυρη, φωτογραφική φιγούρα βγαλμένη από την εποχή του Μεσοπολέμου! ''Παίρνα κυρ - δημοσιογράφε,'' μου είπε,΄΄Τι νέα από την Αθήνα;΄''. ΄΄Καλά Σεβασμιώτατε,'' του είπα με ύφος στιγμιαίας ανακούφισης. Είχε ένα κουτί γλυκά, εργολάβους θυμάμαι και μου τα πρόσφερε, όπως είπε ''για ευλογία.'' Ευγενικά αρνήθηκα, γιατι ήταν ακόμη νωρίς. Τότε ήρθε η πρώτη ''σφαλιάρα'', που θα ακολουθούσαν και άλλες ακόμη, περισσότερο επώδυνες, που μ' έκαναν, να αισθανθώ σαν τον μακαρίτη,τον Αλέκο Τζανετάκο στις ταινίες του αγαπημένου Φίνου. Μου λέει...''Αγαπητέ μου,όταν ένας ιερεύς σου δίνει κάτι για ευλογία, σου προσφέρει ευλογία,ο ίδιος ο Χριστός!'' Έμεινα, δεν τα είχα ξανακούσει αυτά. Στην συνέντευξη που ακολούθησε, προσπαθούσα επίμονα να στρέψω την κουβέντα στα εσωτερικά της Εκκλησίας, κυνηγώντας, όπως πάντα την φιλόδοξη αποκλειστικότητα και τους διθυραμβικούς υπέρτιτλους στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας. Είς μάτιν...''Πρέπει, να ξέρεις αγαπητέ μου, πως, όταν έχω κάτι περισσότερο, να πω, δεν βάζω κάγγελα στο στόμα μου! Είμαι ένας παππάς, που νοιάζεται για τα παιδιά του κι έγινα κατά λάθος επίσκοπος, από υπακοή στην Εκκλησία!'' Τον κυττούσα αποσβολωμένος, αρχίζοντας να καταλαβαίνω, πως αυτός ο άνθρωπος ήταν διαφορετικός, είχε μια ακριβή αυθεντικότητα κι έναν ανείπωτο ρεαλισμό, που συχνά-πυκνά αναδυόταν μέσα από μια παιδικόφρονη ευαισθησία κι ένα ζεστό χαμόγελο, σαν εκείνα,που ''σκάνε'' τα βρέφη μες στην κούνια τους. Μιλούσε σαν να με ήξερε χρόνια, υπερτονίζοντας συχνά τις λέξεις κάθαρση και Ελλάδα, πομπώδης και λεπτομερής στον λόγο του, χρησιμοποιώντας και κάποιους στίχους ποιητών, που μ'εκαναν, ν' ανασηκώνομαι συχνά από την καρέκλα. Ένιωθες, πως ήταν πραγματικός επαναστάτης, που έβλεπε την ανατροπή στην μιζέρια του εφησυχασμού, μέσα από τον Ευαγγελικό λόγο και την αντίδραση στην πνευματικοφανή, ''αυλική γάγγραινα,'' μέσα από τις Πατερικές εντολές και τους Αποστολικούς κανόνες. Φοβερά ενημερωμένος, σχημάτιζε με τον λόγο του κατά συρροήν, λίαν εκφραστικές, ζωντανεμένες παραστάσεις, σαν να έβλεπες ταινία μικρού μήκους σε υπαίθριο, επαρχιακό κινηματογράφο. Ξύλινος λόγος ανύπαρκτος, ''διπλωματική'', δηθενική ευφυία μηδενική, ουσιαστικός, γρήγορος στην σκέψη και στην έκφραση, που δεν προλάβαινες τα χειμαρρώδη λόγια του, που έβγαιναν αβίαστα μέσα από τον καθ'όλα μη στατικό και Πατερικό του λόγο. Όταν τελειώσαμε, τον ευχαρίστησα όλως ιδιαιτέρως, μια και δεν θα τον ξανάβλεπα. '''Θα έρθεις να σου δώσω ένα φιλοδώρημα για... ευλογία,'' μου είπε, γελώντας στα σκαλοπάτια, ενώ έφευγα...Τι εννοούσε, δεν κατάλαβα, το αντιλήφθηκα όμως, την άλλη μέρα το πρωί, όταν διαπίστωσα, πως έλειπε το πορτοφόλι από την τσάντα μου...Κυριακή, σχεδόν μεσημέρι,σε μια άγνωστη πόλη, με άγνωστους ανθρώπους, χωρίς καθόλου χρήματα, για να επιστρέψω στην Αθήνα με το ΚΤΕΛ της γραμμής και μια εφημερίδα, που περίμενε το κλεισμένο ''σαλόνι'' για να τυπωθεί η συνέντευξη...Στον δρόμο, που ακροβατούσα ανάμεσα στην λύπη και την θλίψη, ένας περαστικός μου φώναξε...''Σας περιμένει ο Σεβασμιώτατος, πηγαίνετε! ''Πήγα. Ήταν και τα τελευταία λόγια, που μου είπε...''Πάρε αυτό το...φιλοδώρημα για να πας στο σπίτι σου, παιδί μου. Είναι δύο χιλιάδες δραχμές. Ένα χιλιάρικο για το εισιτήρο και ένα χιλιάρικο για να πάρεις κάτι να φας!Ξέρω...με πήρε τηλέφωνο, ο κυρ-Γιάννης που δουλεύει στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου και μου είπε, πως έχασες το πορτοφόλι...'' Κι έτσι έφυγα...
Δύο μέρες μετά, κι αφού δημοσιεύθηκε η συνέντευξη του πατρός Αυγουστίνου,
που βέβαια ήταν ποταμός,
κι αυτό οφειλόταν κυριολεκτικά στον ίδιο,
κάτι... δεν μου πήγαινε καλά για τον κυρ Γιάννη,
που τον πήρε τηλέφωνο, όπως είπε,
για να τον ενημερώσει.
Σχημάτισα γρήγορα τον αριθμό του τηλεφώνου στην μικρή πανσιόν που έμενα
και στην άλλη άκρη της γραμμής άκουσα ευχάριστα τον ίδιο ν' απαντάει.
Τον ρώτησα,
πως και πήρε τηλέφωνο τον Σεβασμιώτατο για να του πει για την ατυχία μου.
Άκουσα συντετριμμένος τον κυρ-Γιάννη να μου λέει...
''Εγώ δεν πήρα κανένα τηλέφωνο,
είχα φύγει απ' το βράδυ για το Αμύνταιο...
Πέθανε ο κουνιάδος μου και πήγα στην κηδεία του...
Υ.Γ. Είναι δείγμα υγιούς, πνευματικής ανδρείας να αναγνωρίζεις τον ορθώς εννοούμενο, καλό ποιμένα, από τον πνευματικά αδιάφορο και πατερικά ερμαφρόδιτο.
Ο Αυγουστίνος Καντιώτης δεν υπήρξε ουσιαστικά, ποτέ επίσκοπος.
Ήταν ένας καλογερόπαπας, όπως μου είπε,
που έπασχε ανυπόκριτα για τα παιδιά του,
πενθούσε τις άλογες, εκκλησιαστικές εκτροπές από την Πατερική Παράδοση
και ασφυκτιούσε στον υπνωτισμένο εφησυχασμό σύγχρονων συνεπισκόπων του.
Η ρητορική του δυνότητα ήταν καθ' όλα ανυπόκριτη και διαχρονικά επίκαιρη.
Δεν ήξερε από επικοινωνιακά τερτίπια και δεικτικούς, προσδιορισμένους λόγους,
για να πιάσει απ' τον λαιμό, τον συναισθηματισμό του Έλληνα.
Ήξερε όμως να είναι εκπληκτικά αυθεντικός,
απροσδόκητα πηγαίος και ευχάριστα χρυσοστομικός!
Στην κηδεία του πήγαν πολλοί από αυτούς,
που τον μάχονταν και τον λοιδωρούσαν, όσο ήταν στην ζωή,
ενώ τις τελευταίες μέρες της ζωής του, πήγαιναν και φωτογραφίζονταν μαζί με τον παππούλη.
Αν μιλούσε, είμαι σίγουρος, πως θα τους έλεγε:
''Ουαί της υποκρισίας θεομπαίχτες''...
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
ΠΡΩΤΟΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος,αμήν!
Σήμερα, ἀδελφοί καί ἀδελφές, εἶναι ἡ ἁγία Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, μία ἀπό τίς πενήντα δύο Κυριακές τοῦ ἔτους πού ὀνομάζεται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.Μεγάλη καί ἁγία Κυριακή. Κυριακή, κατά τήν ὁποία ἑορτάζεται ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον κάθε ψεύδους, ἐναντίον κάθε ἀναλήθειας, ἐναντίον κάθε αἱρέσεως, ἐναντίον κάθε ψευδοθεοῦ· νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον κάθε ψευδοῦς διδασκαλίας, ἐναντίον κάθε ψευδοῦς φιλοσοφίας, ἐπιστήμης, πολιτισμοῦ, εἰκόνος. Ἁγία νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί αὐτό σημαίνει ἁγία νίκη τῆς Παναληθείας.Ποιός ὅμως εἶναι ἡ Παναλήθεια σέ αὐτόν τόν κόσμο; Ποιός εἶναι ἡ Ἀλήθεια σέ αὐτόν τόν κόσμο; Αὐτός πού εἶπε γιά τόν ἑαυτό Του: Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια! Ὁ Ἰησοῦς Χριστός.Ὁ Θεός ἐν σαρκί. Νά, αὐτή εἶναι ἡ Ἀλήθεια στόν γήινο κόσμο μας, αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἄνθρωπο. «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἔλαβε σῶμα, ὥστε μέ τό σῶμα μας νά εἰπῇ σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους τί εἶναι ἀλήθεια, πῶς ζῆ κανείς ἐν ἀληθείᾳ, πῶς πεθαίνει γι’ αὐτήν, καί πῶς δι’ αὐτῆς ζῆ αἰωνίως. Ὁ Χριστός συνεκέντρωσε ὅλες τίς ἀλήθειες καί μᾶς ἔδωσε τήν Παναλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. [σελ. 81-82]Ὅταν ὁ Θεός κατέβηκε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, Αὐτός ἔγινε ὁρατός γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός ἔγινε ὁρατός. Καί ἐμεῖς βλέποντάς Τον, στήν πραγματικότητα βλέπουμε τόν Ζῶντα Θεό. Αὐτός εἶναι ἡ ζῶσα Εἰκών τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.Διαφυλάσσοντας τήν ζῶσα Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεφύλαξε τόν ἄνθρωπο, διεφύλαξε τόν Χριστό ὡς ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά βρῆ σ’ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους τήν θεία Εἰκόνα, τήν ζῶσα θεία Εἰκόνα, τήν ὁποία ἐμεῖς ἀμαυρώσαμε μέ τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, τήν παραμορφώσαμε, τήν καταξέσαμε ὅλη μέ τήν ἁμαρτωλή ζωή μας.Ὅπως λέγεται στούς θαυμάσιους ἐκκλησιαστικούς ὕμνους, ὁ Κύριος κατέβηκε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα τήν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ Εἰκόνα», νά ἀνακαινίσῃ τήν Ἰδική Του Εἰκόνα στόν ἄνθρωπο· «φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι», πού ἐφθάρη δηλαδή μέ τά ἐλαττώματά μας καί μέ τίς ἁμαρτίες μας, καί ὁ ἄνθρωπος ἔγινε μία παραμορφωμένη, μία δύσμορφη, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Θεός, κατεβαίνοντας σέ αὐτόν τόν κόσμο σάν καθαρή, ὁλοκάθαρη Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡς Θεός, ἔδειξε τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος, πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτόν τόν κόσμο. [σελ. 83]Πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτόν τόν κόσμο; Ἐμεῖς σέ αὐτόν τόν κόσμο πραγματικά πολεμᾶμε, συνέχεια πολεμᾶμε γι’ αὐτήν τήν θεία Εἰκόνα πού εἶναι μέσα στήν ψυχή μας.Ποιός μᾶς τήν κλέβει;Ὅλοι οἱ εἰκονομάχοι.Πρῶτος εἰκονομάχος εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία δέν θέλει τόν Θεό. Δέν θέλει τόν Θεό οὔτε μέσα στόν ἄνθρωπο, οὔτε μέσα στόν κόσμο γύρω ἀπό τόν ἄνθρωπο. Καί διά τῆς ἁμαρτίας κατεξοχήν εἰκονομάχος εἶναι ὁ Σατανᾶς καί οἱ ἄγγελοί του, οἱ ἀπαίσιοι δαίμονες. Ἐκεῖνοι εἶναι πού κλέβουν τήν ψυχή μας, πού σωρεύουν ἁμαρτίες στήν ψυχή μας καί κατακαλύπτουν τήν θεία Εἰκόνα πού εἶναι μέσα μας. Μέ τό μαῦρο κατράμι τῆς ἁμαρτίας ἀλοίφουν τήν θεία Εἰκόνα πού εἶναι μέσα στήν ψυχή μας. Καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ζῆ ἀμετανόητος μέσα στήν ἁμαρτία, ὅταν δέν πολεμᾶ κατά τῶν ἁμαρτιῶν του, ὅταν μένει σέ αὐτές, ὅταν δέν τίς ἐξομολογῆται, τί ἀπομένει ἀπό τήν ψυχή του; Ἀπομένει ἡ θεία Εἰκόνα πασαλειμένη μέ τό μαῦρο πῦον τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν, τοῦ θανάτου. Φρικτό θέαμα, φοβερή ντροπή!Τί σημαίνει λοιπόν νά εἶσαι Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ;Σημαίνει, ἀδελφοί, τό ἑξῆς:Ἐμεῖς ἔχουμε νοῦ, ἀλλά ὁ νοῦς μας εἶναι εἰκόνα τοῦ νοῦ τοῦ Θεοῦ μέσα μας.Ἐμεῖς ἔχουμε θέλησι, ἀλλά ἡ θέλησις εἶναι εἰκόνα τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ μέσα μας.Ἐμεῖς ἔχουμε αἴσθησι, ἔχουμε καρδιά, ἀλλά αὐτά εἶναι εἰκόνα θείων αἰσθήσεων μέσα μας.Ἐμεῖς ζοῦμε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά αὐτό εἶναι εἰκόνα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ.Ἐμεῖς εἴμαστε ὡσάν εἰκόνες τοῦ Θεοῦ ἀθάνατες, ἀλλά αὐτό εἶναι εἰκόνα τῆς ἀθανασίας τοῦ Θεοῦ.Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε θεοειδεῖς, γιά νά ζοῦμε μέσα σέ αὐτόν τόν κόσμο δι’ Αὐτοῦ, γιά νά σκέπτεται πάντοτε ὁ νοῦς μας: πρόσεχε ἀπό Ποιόν εἶσαι, εἶσαι ἀπό τόν Θεό, νά κάνῃς καθαρές σκέψεις, σκέψεις θεϊκές.Τότε τό θέλημά μας εἶναι τέλειο καί ὑγιές, ὅταν εὐθυγραμμίζεται πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρός τό πρωτότυπό του. Ἡ αἴσθησίς μας τότε εἶναι καθαρή, ὑγιής, θεϊκή, ὅταν εὐθυγραμμίζεται πρός τήν αἴσθησι τοῦ Θεού. Ἄς μᾶς καθαρίσῃ Αὐτός ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀπό κάθε πάθος, ἀπό κάθε θάνατο. Ἄς μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό κάθε διάβολο, γιά νά μποροῦμε νά εἴμαστε πραγματικά ζῶσες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, γιά νά μπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ἐπί τῆς γῆς ἕνα θεῖο μεγαλεῖο.Ἄνθρωπε! Ἀδελφέ! Ποτέ μήν ξεχνᾶς ὅτι εἶσαι μικρός Θεός μέσα στήν λάσπη! Μέσα στήν λάσπη τοῦ σώματός σου ἐσύ ἔχεις τήν ζῶσα Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Πρόσεχε πῶς ζῆς. Πρόσεχε τί κάνεις μέ τήν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι μέσα σου. Πρόσεχε, –ἄνθρωπε! ἄνθρωπε! ἄνθρωπε! Διότι ἡ ζωή μας ξεκινᾶ ἀπό τήν γῆ καί καταλήγει στό πάμφωτο πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, γιά νά δώσουμε ἐκεῖ ἀπολογία τί κάναμε μέ τήν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὅσο ἤμασταν σέ αὐτόν τόν κόσμο.Εὔχομαι ὁ Ἀγαθός Κύριος νά χαρίσῃ στήν καρδιά τοῦ καθενός μας ὅλα τά οὐράνια δῶρα, ὅλες τίς εὐαγγελικές ἀρετές: τήν πίστι καί τήν ἀγάπη καί τήν ἐλπίδα καί τήν προσευχή καί τήν νηστεία καί τήν ὑπομονή καί τήν πραότητα καί τήν ταπείνωσι, ὥστε νά μπορέσουμε νά ἀντέξουμε ὅλο αὐτόν τό φοβερό ἐπίγειο ἀγῶνα, νά διαφυλάξουμε στήν ψυχή μας τήν θεία μορφή καί νά μετατεθοῦμε ἀπό τόν κόσμο αὐτό πρός τόν Ἀναστάντα Κύριο σέ ἐκεῖνο τόν κόσμο.Ἀλλά μέχρι τότε ἡ ἁγία νηστεία ἄς μᾶς ὁδηγῇ πρός τό Ἅγιον Πάσχα, τήν Ἁγία Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, γιά νά προσκυνήσουμε, ὅσο εἴμαστε ἀκόμη μέ τό σῶμα μας, Αὐτόν, τόν Ἀναστάντα Κύριο, τόν Νικητή τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καί τοῦ διαβόλου, Αὐτόν πού ἐξασφάλισε τήν Αἰώνιο Ζωή γιά τό σῶμα μας καί γιά τήν ψυχή μας.Σέ Αὐτόν, μόνο σέ Αὐτόν, ἀποκλειστικά σέ Αὐτόν, ἀνήκει αἰώνιος δόξα καί τιμή, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Αμήν!
π. Ιουστίνος Πόποβιτς
Η ΕΑΥΤΟΝ ΘΥΣΙΑ ΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
Ξαφνικά του ήρθε κάποια έμπνευση.
-Βλέπεις κι εσύ η ίδια, είπε στην πονεμένη μητέρα, πως δεν μου έμεινε πια τίποτε για να ανακουφίσω τη δυστυχία που μας βρήκε από τις αμαρτίες μας.
Ό,τι διαθέτω αυτή τη στιγμή είναι ο εαυτός μου.
Ευχαρίστως τον προσφέρω για να πάρεις πίσω το παιδί σου.
Η απαρηγόρητη γυναίκα τα έχασε προς στιγμής.
Νόμιζε πως ο Επίσκοπος ήθελε να την ξεγελάσει και ξέσπασε σε ασυγκράτητο οδυρμό.
Ο Παυλίνος της είπε τότε να τον ακολουθήσει.
Πήγαν στον βάρβαρο που κρατούσε το γυιο της και για μεγάλη της ανακούφιση είδε πως κατώρθωσε να κάνει την ανταλλαγή.
Μαζί με πολλούς άλλους αιχμαλώτους ωδηγήθηκε και ο Παυλίνος στην Αφρική.
Την εποχή που Βάνδαλοι, σαν πραγματική θεομηνία, σάρωναν αλύπητα τις χώρες της Ευρώπης κι άφηναν μόνο ερείπια στο πέρασμά τους, η Ιταλία πέρασε τα πιο πολλά δεινά. Οι ωραίες πόλεις της αφανίζονταν η μία μετά την άλλη. Οι άνθρωποι ωδηγούντο, σαν κοπάδια, αιχμάλωτοι στα βάθη της Αφρικής.Τα δύστυχα αυτά χρόνια ο Παυλίνος, ο Επίσκοπος μιας πόλεως της Καμπανίας, ξώδευσε την περιουσία του κι όλα τα χρήματα της Εκκλησίας για την εξαγορά αιχμαλώτων. Το κακό όμως ήταν τόσο μεγάλο, που, αν και έμεινε μόνο με τα ρούχα που φορούσε, ο φιλάνθρωπος Επίσκοπος, δε μπόρεσε να επαρκέσει για όλους.Μια μέρα πήγε και τον βρήκε μια φτωχή χήρα με σπαραγμένη καρδιά. Έπιασαν το μοναχογυιό της αιχμάλωτο και ζητούσε από τον καλό Επίσκοπο να τον απελευθερώσει. Οι θρήνοι της ράγιζαν ακόμη και τις πέτρες.Ο Παυλίνος τη συμπόνεσε, έκλαψε μαζί της. Έψαξε και ξανάψαξε το αδειανό του σπίτι. Απελπισμένος διαπίστωσε πως δεν είχε μείνει πια τίποτε για να δώσει. Ξαφνικά του ήρθε κάποια έμπνευση.-Βλέπεις κι εσύ η ίδια, είπε στην πονεμένη μητέρα, πως δεν μου έμεινε πια τίποτε για να ανακουφίσω τη δυστυχία που μας βρήκε από τις αμαρτίες μας. Ό,τι διαθέτω αυτή τη στιγμή είναι ο εαυτός μου. Ευχαρίστως τον προσφέρω για να πάρεις πίσω το παιδί σου.Η απαρηγόρητη γυναίκα τα έχασε προς στιγμής. Νόμιζε πως ο Επίσκοπος ήθελε να την ξεγελάσει και ξέσπασε σε ασυγκράτητο οδυρμό.
Ο Παυλίνος της είπε τότε να τον ακολουθήσει. Πήγαν στον βάρβαρο που κρατούσε το γυιο της και για μεγάλη της ανακούφιση είδε πως κατώρθωσε να κάνει την ανταλλαγή.Μαζί με πολλούς άλλους αιχμαλώτους ωδηγήθηκε και ο Παυλίνος στην Αφρική. Όταν έγινε η διανομή, αυτόν τον κράτησε στην υπηρεσία του ο γαμπρός του Ηγεμόνος των Βανδάλων και τον έβαλε να καλλιεργεί τον κήπο του.Με μεγάλη επιμέλεια επεδόθηκε ο Άγιος Επίσκοπος στη δουλειά που του ανέθεσαν να κάνει. Κάθε μέρα έφερνε στο τραπέζι του αφέντη του καλοπεριποιημένα λαχανικά και φρούτα. Με την καλωσύνη και την εργατικότητά του κέρδισε την εκτίμησή του. Συχνά πήγαινε στον κήπο και κουβέντιαζαν μαζί χίλια δυο πράγματα. Ο βάρβαρος θαύμαζε τη σοφία και την πολυμάθεια του δούλου του. Συν τω χρόνω δημιουργήθηκε μια στενή φιλία μεταξύ του ξένου αιχμαλώτου και του νεαρού δουκός.Ύστερα από πολύ καιρό είπε μια μέρα, εκεί που συνομιλούσαν στον κύριό του ο Παυλίνος, κάπως αινιγματικά:-Είναι καιρός να φροντίσετε για τη μελλοντική διοίκηση του βασιλείου σας.-Γιατί το λες αυτό, Παυλίνε; ρώτησε ο νεαρός δούκας.Στην αρχή ο Παυλίνος αρνήθηκε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις. Ύστερα όμως εξαναγκάστηκε να του φανερώσει, πως του είχε αποκαλύψει ο Θεός, ότι θα πέθαινε πολύ γρήγορα ο γερο-βασιλιάς. Ο δούκας, αν και δεν το πολυπίστεψε, το είπε στο πεθερό του. Εκείνος πάλι θέλησε από περιέργεια να γνωρίσει αυτόν τον παράξενο άνθρωπο που άκουγε, καθώς έλεγε, τον Θεό του να του ομιλή.-Έλα αύριο να φάμε μαζί το μεσημέρι και θα τον δεις στο τραπέζι μου, του είπε ο γαμπρός του.Την άλλη μέρα ο βασιλιάς πήγε στο παλάτι του δουκός. Ο Παυλίνος, όπως συνήθιζε πάντοτε, έφερε φρέσκα φρούτα στο τραπέζι.
Σαν τον είδε ο βασιλιάς ταράχτηκε.-Κάποιο μυστήριο κρύβει ο άνθρωπος αυτός, ψιθύρισε στ' αυτί του γαμπρού του.Όταν ο Παυλίνος απομακρύνθηκε, του διηγήθηκε ένα παράξενο όνειρο που είχε δει την περασμένη νύχτα.-Μου φάνηκε πως με πήγαιναν δεμένο στο κριτήριο, για να δικαστώ τάχα για όλες μου τις πράξεις. Ανάμεσα στους δικαστές μου, που ήταν πολλοί, βρισκόταν και τούτος ο άνθρωπος. Έδειχνε πως κατείχε ξεχωριστή θέση, γιατί πρόσταξε να πάρουν το σκήπτρο από τα χέρια μου και μ' αυτό να με δείρουν. Για ρώτησέ τον να σου φανερώσει ποιος είναι. Μα την αλήθεια, δεν μου φαίνεται συνηθισμένος άνθρωπος.Παραξενεμένος ο δούκας απ' όσα άκουσε από το στόμα του πεθερού του, πήρε παράμερα τον αιχμάλωτό του κι άρχισε να τον εξετάζει για την πατρίδα και την καταγωγή του.-Είμαι δούλος του Θεού, έλεγε ο Παυλίνος, που συ δέχτηκες να τον κρατήσεις αντί του γιου της χήρας.Ο δούκας όμως, δεν ήθελε πια να πεισθεί. Τον ώρκισε λοιπόν με όρκους φοβερούς να του φανερώσει την αλήθεια.Έτσι ο Παυλίνος αναγκάστηκε να φανερώσει, πως ήταν Επίσκοπος και πως θεληματικά παραδόθηκε αιχμάλωτος για την αγάπη του πλησίον του. Σαν άκουσε αυτές τις αποκαλύψεις ο κύριός του, τόσο τον ευλαβήθηκε, που έπεσε στη γη και του φιλούσε τα πόδια. Ύστερα τα διηγήθηκε όλα στο βασιλιά κι οι δυο μαζί φώναξαν τον Παυλίνο και του είπαν:
-Ζήτησέ μας ό,τι θέλεις, για να σε στείλουμε με πολλά δώρα, όπως σου ταιριάζει, πίσω στην πατρίδα σου, γιατί είναι άπρεπο να κρατάμε εδώ αιχμάλωτο έναν άνθρωπο σαν κι εσένα.Ο Παυλίνος τους ευχαρίστησε για τις καλές τους διαθέσεις, αλλά δεν δέχτηκε να πάρει δώρα.Σε τίποτε δεν θα μου χρησιμεύσουν, έλεγε. Αν όμως επιθυμείτε πραγματικά να κάνετε κάποιο καλό, ελευθερώστε όλους τους συμπατριώτες μου που κρατάτε εδώ αιχμαλώτους.Οι ηγεμόνες δέχτηκαν ευχαρίστως να κάνουν για χατήρι του αυτή την προσφορά. Έγιναν έρευνες σ' όλο το βασίλειο, για να βρεθούν οι συμπατριώτες του Παυλίνου. Αφού τους συγκέντρωσαν όλους, τους έστειλαν με πλοία πίσω στην πατρίδα τους μαζί με τον Επίσκοπό τους και με πολλά τρόφιμα και δώρα από τον βασιλιά.Ύστερα από λίγο καιρό πραγματοποιήθηκε η προφητεία του Παυλίνου. Ο γερο-βασιλιάς πέθανε και τον διαδέχθηκε ο νεαρός δούκας, που σ' όλη του τη ζωή θυμόταν τον άγιο Επίσκοπο και το φωτεινό παράδειγμά του!
Μου φάνηκε πως με πήγαιναν δεμένο στο κριτήριο, για να δικαστώ τάχα για όλες μου τις πράξεις. Ανάμεσα στους δικαστές μου, που ήταν πολλοί, βρισκόταν και τούτος ο άνθρωπος. Έδειχνε πως κατείχε ξεχωριστή θέση, γιατί πρόσταξε να πάρουν το σκήπτρο από τα χέρια μου και μ' αυτό να με δείρουν.
Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών
ΤΟ ΛΙΒΑΝΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Του Γιάννη Πρόφη
Λαογράφου-συγγραφέα
Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό η θεία Κούλα ξύπνησε με τα κοκόρια κι άρχισε να ετοιμάζεται για τη λειτουργία που θα έκανε μαζί με τη μητέρα της, τη γιαγιά Χρυσούλα, στο ξωκλήσι της Παναγίας του Σκουπέρη. Είχανε από μέρες κανονίσει με τον παπά-Δημήτρη τη μέρα και την ώρα της λειτουργίας, μέρα καθημερινή. Αυτός θα πήγαινε στο ξωκλήσι με το γαϊδούρι του, αυτές ποδαρόδρομο. Μάνα και κόρη είχανε από τότε συνεννοηθεί ποια από τα χρειαζούμενα της λειτουργίας θα έπαιρνε μαζί της η καθεμιά: Η μάνα θα έπαιρνε το μπουκάλι με το γλυκό κρασί για τη θεία κοινωνία, το λάδι και το πρόσφορο. Η κόρη τα κεριά, τα λουμίνια, τα σπίρτα, το λιβάνι, τα καρβουνάκια κι ένα κλωνάρι βασιλικό. Κι από το προηγούμενο βράδυ ετοίμασε η καθεμιά στο σπίτι της τα πράματα που έπρεπε να πάρει μαζί της, ώστε αύριο το πρωί να τα είχε έτοιμα. Η θεία Κούλα ετοίμασε τα κεριά από «ντίλα», όπως έλεγαν τη κερήθρα, και τ’ άλλα πράματα που είχανε συμφωνήσει, τα έβαλε στο ταγάρι κι έπεσε νωρίς να κοιμηθεί.Το πρωί ξύπνησε πριν καλά – καλά ξημερώσει, πλύθηκε, έκανε το σταυρό της και φόρεσε ρούχα καθαρά. Πήρε στο χέρι της το ταγαράκι με τα πράματα της λειτουργίας και ξεκίνησε για το σπίτι της γιαγιάς. Το σπίτι της μητέρας της δεν ήταν μακριά, σ’ ένα λεφτό έφτασε. Η γιαγιά την περίμενε. «Καλημέρα, μητέρα», «καλημέρα, Κούλα μου». Άρχισε τις ερωτήσεις η γιαγιά: «Πήρες τα κεριά;» «Πήρα». «Πήρες λουμίνια;» «Πήρα». «Πήρες σπίρτα;» «Πήρα». «Πήρες λιβάνι;» «Λιβάνι; Αχ, όχι, δεν πήρα… Τ΄ ήταν αυτό που έπαθα; Και δεν έχω καθόλου στο σπίτι μου. Έλεγα να πήγαινα χτες το απόγεμα ν’ αγόραζα, αλλά το ξέχασα εντελώς… Μήπως έχεις εσύ;» «Ούτε κι εγώ έχω, μου έχει τελειώσει… Τι θα κάνουμε τώρα; Πώς θα γίνει η λειτουργία χωρίς λιβάνι;», είπε η γιαγιά. Μάνα και κόρη μείνανε για λίγο αμίλητες και στεναχωρημένες. «Είναι και που θ’ αργήσουνε ν’ ανοίξουνε τα μαγαζιά για να πήγαινα ν’ αγοράσω τώρα, απάντησε η θεία Κούλα και συνέχισε: Κι ο παπάς δε θα μας περιμένει. Άμα αργήσουμε, θα φύγει». Η γιαγιά σκέφτηκε λίγο και είπε: «Πήγαινε ξανά στο σπίτι σου και ψάξε καλά μήπως σου βρίσκεται πουθενά λίγο λιβάνι. Κι άμα δε βρεις, κοίταξε μήπως έχει ξυπνήσει καμιά γειτόνισσα, να της ζητήσεις». Έτρεξε η θεία Κούλα στο σπίτι της, όπως της είπε η γιαγιά. Άνοιξε συρτάρια, άνοιξε κουτιά, άνοιξε ντουλάπια, αλλά λιβάνι πουθενά. Ούτε για δείγμα. Με άδεια χέρια πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Βγαίνοντας από το σπίτι, κοίταζε στις γειτονικές αυλές, μήπως έβλεπε κάποια γειτόνισσα που είχε ξυπνήσει, για να της ζήταγε λιβάνι. Τίποτα. Όλες κοιμόντουσαν. Τέτοια ώρα άλλες φορές όλο και κάποια φαινότανε στην αυλή ή έξω στο δρόμο που σκούπιζε με το θυμάρι το μέρος μπροστά από την αυλόπορτά της. Σήμερα καμιά, λες και το ‘καναν επίτηδες. Αλλά δεν ήτανε και σωστό να πάει να χτυπήσει ξένη πόρτα από τα χαράματα.Με βαριά καρδιά συνέχισε τον δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς. Της ερχόταν να βάλει τα κλάματα από τη σταναχώρια και βάδιζε με το κεφάλι σκυφτό. Όμως, όταν έφτασε στην αυλόπορτά της, μια πιθαμή μπροστά από το κατώφλι, είδε πάνω στο χώμα, ανάμεσα σε μερικά χαλικάκια, ένα τοσοδά μικρό πραματάκι, που δεν έμοιαζε με πέτρα, αλλά μάλλον κάτι άλλο ήτανε. Η θεία Κούλα παραξενεύτηκε και σταμάτησε για λίγο για να δει τι ήταν αυτό το πράμα. Με την άκρη του παπουτσιού της το μετακίνησε λίγους πόντους πιο πέρα. Αυτό κύλισε και τότε είδε καθαρά ότι ήταν ένα πολύ μικρό χωνάκι από φτηνό μπεζ χαρτί, μάλλον ήταν από κομμάτι παλιάς χαρτοσακούλας. Το απάνω μέρος του χωνιού ήταν γυρισμένο και πιεσμένο, ώστε μα μη χυνόταν το περιεχόμενό του. Στο μυαλό της θείας Κούλας πέρασε τότε σαν αστραπή η ιδέα και η ελπίδα πως μέσα σ’ αυτό το μικρό χωνάκι κρυβόταν αυτό που με λαχτάρα αναζητούσε: Το λιβάνι. Έσκυψε γρήγορα και το πήρε στα χέρια της. Άνοιξε τις γυρισμένες άκρες του και τι να δει: Το χωνάκι ήταν γεμάτο με μικρούς κόκκους όπως του λιβανιού ή της χιώτικης μαστίχας. Με τρεμάμενα χέρια το έφερε τώρα στη μύτη της για να μυρίσει το περιεχόμενό του. Ένα άρωμα μοσχολίβανου πλημμύρισε τα σωθικά της. Δάκρυσε τώρα η θεία Κούλα. Γύρισε τα μάτια της στον ουρανό, έκανε τον σταυρό της και είπε: «Σ’ ευχαριστώ, Παναγία μου, που μου έβγαλες αυτή τη σταναχώρια».Όταν μπήκε στην αυλή, η γιαγιά την περίμενε. «Βρήκες λιβάνι, μόι Κούλα;» τη ρώτησε με αγωνία. «Βρήκα, αλλά από θάμα το βρήκα», απάντησε εκείνη, δείχνοντάς της το χωνάκι. «Δηλαδή τι θάμα;», ξαναρώτησε η γιαγιά. «Να το βρήκα πεταμένο χάμω, έξω από την αυλόπορτά σου».
Η γιαγιά δεν την πίστεψε: «Αλήθεια λες; Μήπως το είχες φέρει εσύ και σου έπεσε από το ταγάρι την ώρα που ερχόσουν;» Όχι, καλέ μητέρα, αφού σου είπα ότι χτες ξέχασα εντελώς να πάω ν’ αγοράσω. Και στο σπίτι που πήγα προηγουμένως δε βρήκα ούτε ένα κόκκο». «Και τότες ποιος λες να έβαλε το λιβάνι απ’ έξω από την αυλόπορτα;», ρώτησε η γιαγιά. Η θεία Κούλα ύψωσε τα δυο της χέρια, κοίταξε ψηλά και είπε: «Η Παναγία… Αυτή μας το ‘φερε… Ποιος άλλος;» Η γιαγιά πήρε τώρα στο χέρι της το χωνάκι και το μύρισε. «Ναι, λιβάνι είναι, μοσχολίβανο… Και μυρίζει πολύ ωραία», είπε στην κόρη της και μονολόγησε: «Καλά λες… Η Παναγία μάς το ‘φερε». Έκανε κι αυτή τον σταυρό της με ανακούφιση. «Εμπρός, πάμε τώρα στην εκκλησία, γιατί αργήσαμε», είπε στο τέλος.Οι δυο γυναίκες πιάστηκαν αγκαζέ και ξεκίνησαν για το ξωκλήσι, την ώρα που η ανατολή ρόδιζε από το φως του ήλιου. Στο δρόμο δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα. Είχανε στο μυαλό τους αυτό που τους συνέβη εκείνο το πρωινό. Και τα πρόσωπά τους φωτίζονταν από ένα μικρό χαμόγελο. Όσο για το θάμα, δεν το είπανε ούτε του παπά… Το διηγήθηκε μετά από μερικά χρόνια η ίδια η θεία Κούλα. Και συμπλήρωσε με αφοπλιστική πεποίθηση: «Δε μου το βγάζεις από το μυαλό ότι αυτό που μου συνέβη τότε ήτανε θάμα!
Πηγή: Άγια Μετέωρα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)