ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 12ο (2013 - 2025)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

ΙΑΤΡΟΣ ΑΠΙΣΤΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑΣ ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟΝ ΤΟΥ



Ιατρός τις άπιστος, 

συναντήσας λαϊκόν ιεροκήρυκα 

εις τι χωρίον της Βοιωτίας ομιλούντα εις 

συγκέντρωσιν απλών χωρικών, 

διακόψας αυτόν με σχετικήν ειρωνείαν 

περί την πίστιν προς τον Χριστόν και την ψυχήν, 

είπε: 

Πράγματι, κύριε, κηρύττεις διά να σώσης ψυχάς; 

Απο­κριθείς καταφατικώς ο ιεροκήρυξ, 

εσυνέχισεν ο ιατρός: 

Είδες ποτέ ψυχήν; Όχι, απήντησεν ο ιεροκήρυξ. 

Ήκουσες ποτέ ψυχήν; Όχι, επανέλαβεν ο ιεροκήρυξ. 

Οσφράνθης ποτέ ψυχήν; Όχι.



Έπιασες ποτέ ψυχήν; Όχι. Εγεύθης ποτέ ψυχήν; Όχι. Άρα ψεύδεσαι ότι κηρύττεις περί σωτηρίας ψυχής καθ' ην στιγμήν αποδεικνύεται, ότι δεν υπάρχει καν τοιαύτη. Απόδειξις ότι ουδεμία των πέντε αισθήσεων σου, ως ομολόγησες, σε επληροφόρησε ποτέ περί της υ­πάρξεώς της. Αντιλαμβάνεσθε τι έγινε. Ο απλούς λαός του χω­ρίου ετάχθη αμέσως (πριν ή προλάβει να άνοιξη το στό­μα του ο ιεροκήρυξ), με το μέρος του ιατρού. Επιστή­μων βλέπετε, αυτός ξέρει καλύτερα... και ετοιμάζονται να διαλυθούν. Πάντως, ο ιεροκήρυξ επρόλαβεν, καθησύχασεν τους χωρικούς, και παρεκάλεσεν, τόσον αυτούς όσον και τον ιατρόν, να ακούσουν την απάντησιν. Στραφείς δε προς τον ιατρόν, εις επήκοον των χωρι­κών είπε: Αγαπητέ μου· πληροφορούμαι ότι είσθε ια­τρός, ναι; Μάλιστα είμαι ιατρός και δι' αυτό η γνώμη μου έχει βαρύτητα. 


Σας ερωτώ λοιπόν και εγώ με την σειράν μου. Σαν ιατρός που είσθε ενδιαφέρεσθε διά την θεραπείαν του πόνου των ασθενών; Μάλιστα, αυτή είναι η αποστολή της ιατρικής, διά να θεραπεύη τον πόνον. Τότε πείτε μας, λόγω της ειδικότητός σας, να ακού­σω τόσον εγώ, όσον και οι χωρικοί εδώ. Είδατε ποτέ πό­νον; Όχι απήντησεν ο ιατρός μετά το σχετικό ξεροκατάπημα. Ηκούσατε ποτέ πόνον; Όχι, απήντησεν ο ιατρός πάλιν με δισταγμόν, διότι ήρχισε να αντιλαμβάνεται την γκάφα του. Οσφράνθητε ποτέ πόνον; Όχι. Επιάσατε πο­τέ πόνον; Όχι. Εγεύθητε, διά της γεύσεώς σας πόνον, ιατρέ; Όχι, απήντησε διά πέμπτην φοράν ο άπιστος, ο υλιστής, ο αρνητής των πάντων ιατρός. Άρα ιατρέ (συνεχίζει ο ιεροκήρυξ) ψεύδεσθε ότι θε­ραπεύετε τον πόνον, καθ' ην στιγμήν δεν υπάρχει τοιού­τος. Απόδειξις ότι ουδεμία των πέντε αισθήσεων σας σάς επληροφόρησέ ποτέ την ύπαρξίν του. Συγχωρέστε με, αλλά αυτά είναι λόγια δικά σας. Καθώς αντιλαμβάνε­σθε ιλαρότης εις το ακροατήριον και ψυχρολουσία εις τον ιατρόν. Και συνεχίζει ο ιεροκήρυξ. 


Όπως λοιπόν σεις, ια­τρέ, τρέχετε διά τον πόνον και την θεραπείαν του παρ' ό­τι αι πέντε αισθήσεις σας ποτέ δεν σας επληροφόρησαν την ύπαρξίν του, έτσι και εγώ τρέχω διά την θεραπείαν της ψυχής παρ' ότι αι πέντε αισθήσεις μου αρνούνται την ύπαρξίν της. Διότι όπως υπάρχει πόνος και είναι γε­γονός αναμφισβήτητον η ύπαρξίς του, έτσι υπάρχει και ψυχή, ιατρέ, διά την οποίαν θα δώσωμεν λόγον μίαν ημέραν και πρόσεξε. Γνώριζε δε, ότι η ψυχή είναι πνεύμα και αι αισθήσεις είναι ύλη, και ουδέποτε είναι εις θέσιν τα υλικά να ανακρίνουν τα πνευματικά. Ο ιατρός ανεχώρησεν... ροδαλός - ροδαλός και ο ιε­ροκήρυξ συνέχισε το κήρυγμά του. Ο Θεός να μας φυλάττη από τυχόν άθεον, άπιστον ή υλιστήν επιστήμονα.



Τότε πείτε μας, λόγω της ειδικότητός σας, 

να ακού­σω τόσον εγώ, όσον και οι χωρικοί εδώ. 

Είδατε ποτέ πό­νον; Όχι απήντησεν ο ιατρός μετά το 

σχετικό ξεροκατάπημα. 

Ηκούσατε ποτέ πόνον; Όχι, απήντησεν ο ιατρός πάλιν με δισταγμόν, 

διότι ήρχισε να αντιλαμβάνεται την γκάφα του. 

Οσφράνθητε  ποτέ πόνον; Όχι. Επιάσατε πο­τέ πόνον; 

Όχι. Εγεύθητε, διά της γεύσεώς σας πόνον, ιατρέ; 

Όχι, απήντησε διά πέμπτην φοράν ο άπιστος, ο υλιστής, 

ο αρνητής των πάντων ιατρός. 

Άρα ιατρέ (συνεχίζει ο ιεροκήρυξ) ψεύδεσθε 

ότι θε­ραπεύετε τον πόνον, 

καθ' ην στιγμήν δεν υπάρχει τοιού­τος. 



Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη", Θεσσαλονίκη. 
Πρωτότυπος τίτλος: ''Η άπιστος Επιστήμη μέγας κίνδυνος των αγνοούντων''. 
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Δημήτριος Παναγόπουλος


Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

ΘΕΟΣ ΕΙΣΑΙ, Ο,ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΚΑΝΕΙΣ




Κάποιος ιερεύς, προ του 1940, 

καθώς μου διηγείτο ένας εγγονός του, 

πήγε ένα πρωινό, 

πού ήταν γιορτή, 

στην Εκκλησία, για να λειτουργήσει. 

Τα καντήλια ήταν όλα σβηστά, 

γιατί από κάποιο σπασμένο τζάμι έμπαινε αέρας. 

Τα είχε σβήσει όλα, ακόμα και το ακοίμητο καντήλι. Στενοχωρήθηκε ο παππούλης, 

γιατί ήταν ευλαβής.



Ψάχνεται για σπίρτα, δεν είχε. Κοιτάζει στο παγκάρι, κοιτάζει στα ντουλάπια, ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, δεν βρίσκει τίποτα. Του ‘ρθαν δάκρυα στα μάτια, γιατί έπρεπε να πάει πάλι πίσω στο σπίτι. Ήταν όμως χειμώνας, έβρεχε, φυσούσε δυνατός αέρας, παγωμένος βοριάς, επικρατούσε μεγάλη κακοκαιρία… Ξαφνικά λοιπόν, γυρίζει πίσω του, κοιτάζει… το θυμιατό ήταν αναμμένο! ‘ Υπήρχαν μέσα κάρβουνα ολοκόκκινα!(Την παλαιά εποχή είχαν κάρβουνα. Τα πρόλαβα κι εγώ βέβαια. Είχαμε ένα μικρό μαγκάλι, άναβε ο καντηλανάφτης από πολύ πρωί τα κάρβουνα, κοκκίνιζαν αυτά και παίρναμε έπειτα με τη μασιά, βάζαμε στο θυμιατό και πάνω σ’ αυτό ρίχναμε το θυμίαμα.) Αφού είδε λοιπόν το θυμιατό αναμμένο και το κοίταζε με έκπληξη, έβαλε ένα χαρτάκι, το άναψε, μ’ αυτό άναψε ένα κερί και με το κερί άναψε πρώτα το ακοίμητο καντηλάκι και υστέρα όλα τ’ άλλα καντήλια. Κάθε τόσο γύριζε και κοίταζε το θυμιατό. και έλεγε: 


Μπρε, μπρε, μπρε, τι θαύματα κάνει ο Θεός! Όταν θέλει, κάνει θαύματα!… τι θαύμα ήταν πάλι τούτο! Ήρθε κατόπιν ο ψάλτης, άρχισε ο Όρθρος, το θυμιατό παρέμενε ολοκόκκινο! Στην ενάτη ωδή, την «Τιμιωτέραν», το παίρνει για να θυμιάση και βλέπει μέσα από το θυμιατό να βγαίνουν ευώδεις στήλες καπνού, σαν να είχε ρίξει μέσα θυμίαμα! - Μα, εγώ, λέει, δεν έβαλα θυμίαμα! Κύριε, ελέησον! Τέλος πάντων, είπε, και, γυρνώντας προς την Αγία Τράπεζα, πρόσθεσε: - Θεός είσαι, ό,τι θέλεις κάνεις! Σε λίγο ήρθε ο εγγονός του. - Μην το πειράξεις, του λέει, καθόλου το θυμιατό. Άφησέ το έτσι, γιατί ο Θεός ό,τι θέλει κάνει, αγοράκι μου, ό,τι θέλει κάνει!… 


Καλά, παππού, είπε το παιδάκι. Όσες φορές λοιπόν χρειάστηκε να θυμιατίσει από την Πρόθεση μέχρι το τέλος της Θείας Λειτουργίας, το θυμιατό ήταν ολοκόκκινο, με αναμμένα τα κάρβουνα και πάντοτε έτοιμο για θυμιάτισμα, έβγαζε από μόνο του και μπροστά στα μάτια του εγγονού θυμίαμα ευώδες! Μόλις το έπαιρνε, έβγαιναν ευωδέστατοι καπνοί μυρίων αρωμάτων, οι όποιοι απλώνονταν σε ολόκληρο τον Ναό. 



Όλος ο Ναός ευωδίαζε! 

Έκανε εντύπωση και στους χριστιανούς και, 

όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, 

του έλεγαν: 

- «Ε, παπά μου, 

πού το βρήκες αυτό το καλό θυμίαμα; 

Στον εγγονό του είπε τα εξής: 

- Μην το πεις πουθενά, μόνο όταν πεθάνω. 

Θεός είναι, ό,τι θέλει κάνει. Θεός είναι, 

ό,τι θέλει κάνει!… 

Αυτά έλεγε ο παπα Γιάννης από τον Τσεσμέ…




Εκ του βιβλίου του π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου: 
''Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία''. 
Πρωτότυπος τίτλος: ''Παπα - Γιάννης από το Τσεσμέ: Θεός είσαι, ό,τι θέλεις κάνεις''. 
Εκδόσεις: ''Κοράλι - Γιώργος Γκέλμπεσης''. 
Αθήνα 2006. 
Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


ΒΥΖΑΝΤΙΟ: Η ΑΡΧΟΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ



 Τί ἤτανε, ἀληθινά, ἐκεῖνο το Βυζάντιο, ἐκείνη ἡ Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένιος κόσμος! Ὄχι μοναχά ἡ ἀρχαία πολιτεία, μά κι ἡ καινούρια, ὡς τοῦ σουλτάν-Χαμίτ τά χρόνια. Εἶχα γνωρίσει ἕναν χριστιανό Ἀνατολίτη κοσμογυρισμένον, πού ἔζησε πολλά χρόνια στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀμερική, στή Λόντρα, στό Παρίσι, στή Ρώμη, στή Νέα Ὑόρκη. «Ὅλες αὐτές οἱ μεγάλες πολιτεῖες, μοῦ ἔλεγε, εἶναι σπουδαῖες, μά σάν τήν Κωνσταντινόπολη δέν ὑπάρχει ἄλλη στήν οἰκουμένη, κι οὔτε βρίσκεται στόν ντουνιά τέτοια ἐπίσημη ἀρχοντικιά καί βασιλική πολιτεία». Στά χρόνια τῶν Βυζαντινῶν «ἡ βασιλεύουσα Πόλις» θά εἶχε μιά ἐξωτική κι ἀλλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλιοι κουμπέδες (τροῦλλοι) κατάχρυσοι λαμποκοπούσανε μέσα στή βλογημένη αὐτή ἀφεντοπολιτεία. Στή μέση στεκότανε, σάν ἥλιος, ἡ Ἁγιά Σοφιά, καί γύρω της ἤτανε σκορπισμένες οἱ ἄλλες ἐκκλησίες μέ τούς χρυσούς κουμπέδες, σφαῖρες οὐράνιες, πού λές καί γυρίζανε γύρω στόν ἥλιο. 


του Φώτη Κόντογλου


Δὲν φαινόντανε πὼς ἤτανε κτίρια κανωμένα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σὰν νὰ κατεβήκανε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ σταθήκανε ἀπάνω στὴ γῆ. Κι ἀπὸ μέσα ἤτανε καταστολισμένες μὲ ψηφιά, μὲ χρωματιστὰ μάρμαρα, μὲ σμάλτα, μὲ ζωγραφιές, ποὺ θαρροῦσε κανένας πὼς μπαίνει σὲ οὐράνια παλάτια. Εἴχανε δίκιο οἱ παλιοὶ Κινέζοι ποὺ λέγανε πὼς αὐτὰ τὰ κτίρια ἤτανε «κάποια παλάτια μεγάλα καὶ λαμπερά, ποὺ ἀπὸ μέσα μοιάζανε σὰν τὰ χρυσὰ φτερὰ τοῦ φασιανοῦ τὴν ὥρα ποὺ πετᾶ». Ἀνάμεσα στὶς ἀκαταμέτρητες ἐκκλησιές, στὰ παλάτια καὶ στὰ μοναστήρια, ποὺ σκεπάζανε ἀνεξερεύνητα μυστήρια, ἤτανε χτισμένα τὰ σπίτια καὶ τὰ ἀμέτρητα παζάρια ποὺ μερμήγκιαζε ὁ κόσμος, κόσμος καλοπερασμένος, τὰ χάνια, τὰ μαγαζιά, φωλιὲς γεμάτες ζωὴ καὶ κίνηση. Ἐδῶ κι ἐκεῖ πρασινίζανε κάποια περιβόλια μὲ ψηλὰ δέντρα μέσα στὴν πολιτεία, μὰ ἕνα γύρω τὴ ζώνανε, σὰν ὁλόδροσο στεφάνι, ἀνθισμένοι κῆποι, δάση μὲ πλατάνια, μὲ δρῦς, μὲ κυπαρίσσια, μὲ καβάκια (λεῦκες), ποὺ ρίχνανε τὸν πυκνὸ ν ἴσκιο τους ἀπάνω σὲ ξωτικὰ κιόσκια, σὲ βρύσες μὲ κρυσταλλένια νερά, ἐνῶ ἀπὸ παντοῦ χλιμιντρούσανε χαρούμενα τὰ λυγερὰ ἄτια (ἄλογα) τῆς Ἀνατολῆς, κι ἀκουγόντανε κάτι τραγούδια ποὺ μοιάζανε μὲ ψαλμῳδίες. Ἀνάμεσα στὰ δέντρα βοσκούσανε ζαρκάδια. 


Μὰ σὰν γύριζε κανένας τὴ ματιά του κατὰ τὴ θάλασσα, εὐφραινότανε ἀκόμα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ πανόραμα. Ὁ Βόσπορος, αὐτὸς ὁ ἐξαίσιος θαλασσινὸς ποταμός, δρόσιζε μὲ τὰ νερά του τὰ πόδια τῆς πολιτείας, ρεματίζοντας ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὴ καὶ στὴν καταπράσινη Ἀνατολή, μὲ τὴ Χρυσούπολη καὶ μὲ τὰ παλάτια ποὺ παραθερίζανε οἱ Κωνσταντινουπολίτες. Ὅπου νὰ στεκότανε ἄνθρωπος ἔβλεπε μπροστά του ἕνα μαγικὸ θέαμα, τὶς ἥμερες ἀκρογιαλιὲς τοῦ μπογαζιοῦ ἀνάμεσα στὰ δέντρα ποὺ βουΐζανε ἀπὸ τὸ γλυκὸ φύσημα τ᾿ ἀγεριοῦ. Ἀκαταμέτρητο πλῆθος ἀπὸ καράβια λογιῶν λογιῶν, ἀπὸ βάρκες, ἀπὸ μαοῦνες, ἀπὸ καΐκια, ἀπὸ μπιαντάδες, ἀρμενιζανε παντοῦ, ἀλλὰ μὲ πανιὰ κι ἀλλὰ μὲ κουπιά. Τὰ λιμάνια ἤτανε γεμάτα ἀπὸ καράβια ἀραγμένα στοὺς μόλους ἢ φουνταρισμένα ἀνοιχτά. Κάστρα θεόρατα, τρίδιπλα κι ἀκατάλυτα, ζώνανε τὴν ἀξετίμητη πολιτεία, ἀπὸ στεριὰ κι ἀπὸ θάλασσα, μὲ χίλιες καστρόπορτες, μ᾿ ἀμέτρητες τάμπιες καὶ πύργους, ὅλα ἀρματωμένα καλὰ μὲ στρατό, μὲ βάρδιες ποὺ ξαγρυπνούσανε. 


Τὸ Σαββατόβραδο, κατὰ τὸ δειλινό, ἡ ἀτμόσφαιρα γέμιζε ἀπὸ τὴ γλυκειὰ βουὴ ποὺ κάνανε χιλιάδες καμπάνες καὶ ποὺ ἀνέβαινε σὰν ψαλμωδία ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἁγιασμένη πολιτεία, ἀπὸ τὴ Νέα Σιών, «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων». Πανηγυρικὴ μεγαλοπρέπεια! Μοναχὰ τὸ Βυζάντιο κατέβασε στὴ γῆ τὴν οὐράνια ἁρμονία. Γιὰ τοὺς Βυζαντινούς, ἡ πατρίδα τοὺς ἤτανε ἡ Κιβωτὸς τῆς ἀληθινῆς θρησκείας, καὶ εἴχανε πόθο νὰ τραβήξουνε μέσα σ᾿ αὐτὴ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, καὶ νὰ τὰ σώσουνε φωτισμένα ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Γι᾿ αὐτό, ἕνας αὐτοκράτορας μιλώντας στοὺς στρατηγούς του ποὺ πηγαίνανε νὰ πολεμήσουνε καταπάνω σὲ βάρβαρους λαούς, τοὺς παράγγελνε νὰ φέρνονται μὲ εὐσπλαγχνία στοὺς νικημένους καὶ νὰ μὴν τοὺς βιάζουνε νὰ πληρώνουνε φόρους. «Ἐμεῖς, ἔλεγε, δὲν θέλουμε νὰ σκλαβώσουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἡ δόξα μας κι ἡ τιμή μας εἶναι νὰ γίνουνε εὐτυχισμένοι κι ἐλεύθεροι μαζί μας». 


σοι ἀλλόθρησκοι πηγαίνανε στὴν Πόλη ἀπὸ ξένες χῶρες ἀπορούσανε πὼς γινότανε οἱ χριστιανοί, ποὺ εἴχανε τέτοια πλούσια καὶ μεγαλόπρεπη πολιτεία, νὰ λατρεύουνε γιὰ θεό τους ἕναν ταπεινόν, τυραννισμένον, καρφωμένον ἀπάνω σ᾿ ἕνα ξύλο, ἐνῷ περιμένανε νὰ δοῦνε νὰ προσκυνᾶνε κάποιο εἴδωλο χρυσοντυμένο, μὲ περήφανη ὄψη, μὲ κορμὶ γίγαντα. Στὸ Βυζάντιο ἡ θρησκεία βασίλευε ἀπάνω σὲ ὅλα. Μὲ ὅλη τὴ ζωηρὴ δραστηριότητα ποὺ εἴχανε οἱ Βυζαντινοὶ στὰ ἐγκόσμια, ἡ σκέψη τους κι ἡ καρδιά τους ἤτανε πάντα γυρισμένη στὴν ἄλλη ζωή, στὴν αἰώνια ζωή. Στὸ νοῦ τους εἴχανε μέρα νύχτα τὰ λόγια του Παύλου: «Οὐ γὰρ .εχομεν ὦδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Τούτη ἡ ἀφοσίωση στὴ μέλλουσα ζωή, στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔκανε ὥστε καὶ τὸ σύστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους νὰ πάρει κάποιον χαρακτῆρα αἰωνιότητας, σὰν μιὰ ἀτελὴς προεικόνιση «ἐκείνου τοῦ καινοῦ αἰῶνος, τοῦ θαυμαστοῦ». Ὄχι μοναχὰ τὰ θρησκευτικὰ αἰσθήματά τους, μὰ καὶ τὰ κοσμικά, εἴχανε χαρακτῆρα λειτουργικόν. Γιὰ ὅποιον εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσει καλὰ τί εἶναι αὐτὸ τὸ «λειτουργικό», ποτὲς ἄλλη φορὰ ἡ ὁμαδικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων δὲν ἔφταξε σ᾿ ἕνα τέτοιο πνευματικὸ ὕψος. 


σοι θελήσανε καὶ θέλουνε νὰ κρίνουνε τὸ Βυζάντιο μὲ τὸν συνηθισμένον χονδροειδῆ ἀντιπνευματικὸν τρόπο καὶ μὲ τὶς γνωστὲς ἀνόητες εὐφυολογίες, καὶ νὰ τὸ γελοιοποιηθοῦνε σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ ὀνομάζουνε «βυζαντινισμὸ» κάθε ἀφηρημένη συζήτηση καὶ οὐτοπία, αὐτοὶ φανερώνουνε μ᾿ αὐτὸ πόσο ἀνίδεοι εἶναι ἀπὸ ἀληθινὴ πνευματικότητα, μὲ ὅλους τοὺς ψεύτικους τίτλους τῆς σοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης ποὺ εἶναι στολισμένοι. Τὸ Βυζάντιο εἶναι πολὺ λεπτὸ πρᾶγμα γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ τὸ πιάσουνε τὰ χοντροκανωμένα ἐργαλεῖα τους. Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ θρησκεία, ἀνάμεσα στὰ ψεύτικα καὶ ἐλεεινὰ παραμορφωμένα ὁμοιώματά της, ποὺ τὰ φτιάξανε λαοὶ βάρβαροι καὶ ὑλιστές, ἀνίκανοι νὰ τὴν καταλάβουνε καὶ νὰ τὴν αἰσθανθοῦνε. 


Γιὰ τοῦτο, τὸ Βυζάντιο κρίνεται ἀπὸ τοὺς λεγόμενους σοφοὺς τοῦ κόσμου ὅπως κρίνεται τὸ Εὐαγγέλιο, δηλ. σὰν μωρία, μπροστὰ στὴ δική τους γνώση, κι ἡ γνώμη τους ἴσια-ἴσια, πὼς τὸ Βυζάντιο εἶναι «μωρία», πιστοποιεῖ πὼς ἀληθινὰ στάθηκε ἡ Νέα Σιών, ἡ ἔμψυχος κιβωτός, ποὺ μέσα σ᾿ αὐτὴ φυλάχθηκε ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους πὼς θὰ γίνουνε τέκνα του, καὶ «ἡ μακαρία ἐλπὶς τῆς αἰωνίου ζωῆς». Ὅσο νοιώσανε οἱ ὑλικοὶ ἄνθρωποι τί λέγει ὁ Παῦλος γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ γιὰ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ἄλλο τόσο νοιώσανε κι οἱ ἱστορικοὶ κι οἱ ἐπιστήμονες τῆς κοσμικῆς γνώσης, «οἱ συζητηταὶ τοῦ αἰῶνος τούτου» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, τί εἶναι τὸ Βυζάντιο. Νά, τί λέγει ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ψεύτικη σοφία τους καὶ γιὰ τὴν ἀληθινή του Θεοῦ: «Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι, καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν». 


Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενωμένα ἐξελέξατο ὁ Θεὸς καὶ τὰ μὴ ὄντα (τὶς οὐτοπίες καὶ τὶς θρησκοληψίες), ἵνα τὰ ὄντα (τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες, τὸν ὀρθολογισμό, καὶ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση) καταργήσῃ». «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τὸν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων. Ἀλλὰ λαλοῦμεν σοφίαν τοῦ θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν, ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν». (Νομίζει κανεὶς πὼς αὐτὰ τὰ λόγια τὰ λέγει τὸ Βυζάντιο). «Μηδεὶς ἑαυτὸν ἐξαπατάτω. Εἴ τις δοκεῖ σοφὸς εἶναι, μωρὸς γενέσθω, ἵνα γένηται σοφός. Ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου, μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν». «Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ. Ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί. Ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι». Ἀπάνω στὸ Βυζάντιο ἤτανε γραμμένος ὁ λόγος τοῦ Παύλου: «ὁ καυχώμενος, ἐν Κυρίῳ καυχάσθω». 


λες οἱ καρδιές, ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ ὡς τὸν πιὸ φτωχὸν καντηλανάφτη ἡ βαρκάρη, ἡ στρατιώτη ἢ ξωχάρη, αὐτὰ τὰ λόγια εἴχανε μέσα. Ἡ προσευχὴ ἤτανε ἡ ζωή τους. Κι ἡ τυπικὴ ἀκόμα εὐσέβεια σὲ κάποιους αὐτοκράτορες ἢ ἄρχοντες, δείχνει πὼς ὑποταζόντανε στὸν πνευματικὸ νόμο τῆς θρησκείας κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἤτανε σὲ θέση νὰ τὸν νοιώσουνε καὶ νὰ εὐφρανθοῦνε ἀπὸ τὴ γλυκύτητα «τοῦ ζῶντος ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲ μπορούσανε νὰ νικήσουνε τὴ φυσικὴ κακία τους, ἤτανε εὐλαβεῖς, ἕνα πρᾶγμα παράδοξο. Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἔκανε κάθε μέρα τὴν προσευχή του, καὶ στὸν πόλεμο φοροῦσε ἀπὸ μέσα, κάτω ἀπὸ τὸν θώρακά του ἕνα παλιόρασο τοῦ θείου του ἀσκητῆ Γεωργίου τοῦ ἐν τῷ Μαλεῷ ποὺ εἶχε ἁγιάσει, γιὰ νὰ τὸν φυλάγει. Ὁ Ἀλέξιος Κομνηνὸς ὅποτε ἤτανε νὰ πάγει σὲ καμμιὰ ἐκστρατεία, ἔβαζε τὰ πολεμικὰ σχέδιά του κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, κι ὅλη τὴ νύχτα προσευχότανε γονατιστὸς ἀπάνω στὰ σκαλοπάτια τοῦ ἱεροῦ, καὶ τὸ πρωὶ ἔπαιρνε τὸ σχέδιο ποὺ ἔβγαινε κάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα τῆς ἁγίας Τράπεζας, γιατὶ πίστευε πὼς τοῦ τὸ ἔδινε ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ. 


Ἰωάννης Τσιμισκὴς γονάτιζε σὰν παιδὶ μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας παρακαλώντας μὲ δάκρυα νὰ τοῦ δώσει ὁ θεὸς ἕναν ἄγγελο φύλακα ποὺ νὰ τὸν φωτίζει κατὰ τὸν πόλεμο. Ὅσο σφίγγεται τὸ Βυζάντιο ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, κι ὅσο ἡ ψυχὴ ὑποφέρνει καὶ πονᾷ, τόσο γυρίζει τὰ μάτια του κατὰ τὸν οὐρανό. Ὁ βασιλιὰς Θεόδωρος Δούκας ὁ Λάσκαρις σύνθεσε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν Κανόνα στὴν Παναγία, ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ συντριβή, ταπείνωση καὶ πίστη. Ὁ Λέων ὁ Σοφὸς ἐποίησε τὰ ἐξαίσια Ἑωθινὰ ποὺ τὰ ψέλνουνε στὸν Ὄρθρο κάθε Κυριακὴ κι ὁ γυιός του Κωνσταντῖνος φιλοτέχνησε τὰ Ἐξαποστειλαρια. Κι ἄλλοι πολλοὶ βασιλιάδες ψέλνανε ἢ ὑμνογραφούσανε. Ἄλλα κι οἱ ὁμιλίες ποὺ κάνανε στοὺς στρατιῶτες καὶ στὸν λαό, εἴχανε κι ἐκεῖνες ὕφος θρησκευτικὸ κι ἤτανε γεμάτες εὐλάβεια καὶ πίστη. Ὁ πικραμένος λόγος ποὺ ἔβγαλε ὁ τελευταῖος βασιλιὰς τοῦ Βυζαντίου, Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος, ἤτανε σὰν νεκρώσιμο τροπάρι. Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ προεικόνιση ἀπάνω στὴ γῆ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅσο ἤτανε δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀτέλεια μέσα στὸν κόσμο τῆς φθορᾶς. 


Σὰν μπήκανε οἱ Σταυροφόροι σ᾿ αὐτὴ τὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, δὲν καταλάβανε τίποτα ἀπὸ τὸν μυστικὸν πλοῦτο ποὺ ἔκλεινε μέσα της, μ᾿ ὅλο ποὺ λεγόντανε Χριστιανοί. Αὐτοὶ θαμπωθήκανε ἀπὸ «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηριοῦ καὶ τῆς παροψίδος», ἀπὸ τὰ κτίρια, ἀπὸ τὰ πλούτη της, ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα ποὺ κρύβανε ἀπὸ κάτω τους τὰ πνευματικὰ μυστήρια, ὅπως ἡ στολὴ τοῦ ἀρχιερέως συμβολίζει, μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὶς πολύτιμες πέτρες, τὴν πνευματικὴ μεγαλοπρέπεια τῆς λατρείας. Ἐκεῖνοι οἱ βάναυσοι τυχοδιῶκτες κυττάζανε μὲ λαιμαργία τὰ ἀκριβὰ στολίσματα τῆς Πόλης, καὶ θέλανε νὰ τ᾿ ἁρπάξουνε γιὰ νὰ τὰ φᾶνε. Ποῦ νὰ καταλάβουνε πὼς ἐκείνη ἡ μεγάλη ἐκκλησιὰ ἤτανε ἐκκλησιὰ τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ. Κανωμένη κατὰ τὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ποὺ τὸν στόλισε μὲ ὅ,τι ἀκριβὸ καὶ θαυμαστὸ εἶχε ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ τιμήσει τὸν Θεό. Ποῦ νὰ καταλάβουνε ἐκείνη τὴν ἀρχιτεκτονική, ἐκείνη τὴν ἁγιογραφία, τὰ σκεύη, τὴν ψαλμῳδία, τὴν ὑμνῳδία, ποὺ ὅλα ἤτανε ἦχοι ποὺ βγαίνανε ἀπὸ σάλπιγγες πνευματικές. 


Αὐτοὶ ἅρπαξανε τὰ μαλάματα, τὰ δισκοπότηρα, τ᾿ ἀρτοφόρια, τὰ ἄμφια, τὰ καπάκια ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, ἀκόμα καὶ τὰ χρυσὰ ψηφιὰ ἀπὸ τοὺς τοὺς τοίχους. Τὰ βιβλία, ποὺ εἶχε μυριάδες, τὰ κυττάζανε μὲ ἀπορία, σὲ τί θὰ μπορούσανε νὰ χρειασθοῦνε, καὶ τὰ πετούσανε. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ ἐξαίσια εἰκονίσματα, ἔργα ἀξετίμητα, τὰ καίγανε ἀπὸ φανατισμό, ἢ λιανίζανε κρέας ἀπάνω τους. Τέτοιος εἶχε καταντήσει ὁ Χριστιανισμὸς σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ὑλόφρονες βαρβάρους, ποὺ καταβρωμίζανε τὴν πηγὴ ἀπ᾿ ὅπου τὸν πήρανε. Ύστερα ἀπὸ αἰῶνες οἱ ἀπόγονοί τους ἡμερέψανε, χτίσανε μεγάλες πολιτεῖες, ἀνοίξανε πανεπιστήμια, κάνανε βιβλιοθῆκες, μουσεῖα, ἀκαδημίες. Μὰ μὲ ὅλα αὐτά, δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσουνε πάλι τί εἶναι τὸ Βυζάντιο, ὄχι στὴν ἐξωτερική του δψῆ, ἀλλὰ στὴ βαθειὰ οὐσία του, τὴν πνευματική. Γι᾿ αὐτοὺς εἶναι κεκλεισμένη ἡ Πύλη ἡ κατὰ Ἀνατολάς. Γιατὶ ἐργάζονται «διὰ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην», ἐπειδή, κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, «ὁ ὢν ἐκ τῆς γῆς, ἐκ τῆς γῆς ἐστι καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ». Ἐρευνοῦν ἐξωτερικὰ μὲ «τὸν νοῦν τῆς σαρκὸς αὐτῶν», χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ πᾶνε πιὸ βαθειὰ ἀπ᾿ ὅ,τι νοιώθουνε οἱ σαρκικὲς αἰσθήσεις. Δὲν ἔχουνε «πνευματικὸν ὀφθαλμόν, οὔτε πνευματικὸν οὖς» καὶ «ψηλαφοῦσι τοῖχον ἐν τῷ σκότει». 


Οὔτε κὰν ὑποπτεύονται, μέσα στὴν ἀλαζονεία τους, πὼς ὑπάρχει τίποτα «τὸ τιμιώτατον», κάτω ἀπὸ τὴν ταφόπετρα ποὺ τὴν ψάχνουνε καὶ ποὺ τὴ μελετοῦνε μὲ τὸ ἐγκόσμιο σύστημά τους. Δὲν ἔχουνε αὐτὶ γιὰ νὰ ἀκούσουνε «τοὺς ἀλαλήτους στεναγμοὺς τοῦ Πνεύματος», ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὰ νεκρὰ καὶ ξερὰ κόκκαλα ποὺ σκαλίζουνε σὰν τυμβωρῦχοι. 



Ἕνας ἅγιος γράφει: «Αἰσχρόν ἐστι τους φιλοσάρκους περί τῶν πνευματικῶν πραγμάτων ἐρευνῆσαι, 

ὥσπερ καί πόρνην περί σωφροσύνης λαλῆσαι. Οἱ ἔχοντες τήν πεποίθησιν αὐτῶν ἐν τοῖς σαρκικοῖς,

 οἱ τοιοῦτοι ὡς ἐν νυκτομαχίᾳ διάγουσι, καί σκότος ψηλαφοῦσιν, ἔξωθεν ὄντες τῆς χώρας τῆς ζωῆς καί τοῦ φωτός. 

Ἐκείνη γάρ ἡ χώρα τοῖς ἀγαθοῖς καί ταπεινόφροσι, καί τοῖς καθαρίσασι τάς ἑαυτῶν καρδίας κεκλήρωται».

 Το Βυζάντιο εἶναι ὅπως «ἡ Ἱερουσαλήμ καί ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ,ἡ ἐντός ἡμῶν κεκρυμμένη.

 Αὐτή ἡ χώρα νεφέλη ἐστί τῆς δόξης τοῦ θεοῦ, εἰς ἣν μόνον οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ εἰσελεύσονται τοῦ θεάσασθαι

 τό πρόσωπον τοῦ Δεσπότου καί καταυγασθῆναι τούς νόας αὐτῶν διά τῆς ἀκτῖνος καί λαμπηδόνος τοῦ φωτός Αὐτοῦ».



Εκ του βιβλίου ''Μυστικά Άνθη'', 
κείμενα γύρω από τις αθάνατες αξίες της Ορθόδοξης ζωής. 
Εκδόσεις ΑΣΤΗΡ Παπαδημητρίου, Αθήνα 1992. 
Σελ. 93 - 99. 
Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ. 

Φώτης Κόντογλου


Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΘΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙΣ




Η χώρα αυτή τελεί σε νεκροφάνεια. 

Οι άνθρωποί της ημιθανείς, 

αφασιοπαθείς και αιθεροβάτες 

κατηφορίζουν αυτοματοποιημένοι έναν δρόμο 

που φτιάχθηκε με ημιτασιόν υλικά κατασκευής. 

Ζούμε μέχρι μυελού οστέων το ψέμμα του αιώνα 

που παρήλθε και αυτού, 

που μόλις νυμφευθήκαμε ανύποπτοι κι ανέραστοι 

σε ετοιμοπαράδοτη παράγκα. 


Ψάξαμε το ευ ζην στην κόκκινη κορδέλα ενός ιδανικού περιτυλίγματος, στο μαρκαριστό λογότυπο μιας πιστωτικής, μεταχειρισμένης κάρτας, στις κραυγές του αρχηγού που ασελγούσε στην πλατεία, στα γύφτικα μπουλούκια εκμαυλισμένων γυρολόγων που πουλούσαν προστασία. Σ' αυτά που έπονται και σ' αυτά που θα'ρθουν οδεύουμε τηλεκινητοί διαβάτες, που κάνουν ανερμήνευτα τον γύρο του θανάτου, ελπίζοντας ακόμα σε κάποια -από μηχανής- παράτα. 


Η μετάνοια μοιάζει με καταθετημένα χρήματα σε Τράπεζα, απλώς για ώρα ανάγκης. Μόλις αυτή παρέλθει, επενδύουμε ανάπαλιν στην κοσμική, εξαρτησιογόνο έξη. Αύγουστος μήνας, οι δρόμοι άδειοι και τις νύχτες η πόλη καλά κοιμάται. Δεν είναι πως δεν έχουμε καλούς πολιτικούς, είναι που δεν είναι Έλληνες! Κι εμείς πάλι δεν είναι, πως δεν είμαστε Έλληνες, απλά είμαστε ραγιάδες. Ο ραγιαδισμός, η δουλοφροσύνη κι η υποτέλεια, ως πνευματικοί νόσοι αφορούν πλήρως εκκοσμικευμένους, κλινήρεις αποστάτες, που ευδοκιμούν ανάμεσα σε πάνδημα εξαπλώσιμους ιούς ευρείας δαιμονοήθειας. 


Για τους περισσότερους, ο επερχόμενος πόλεμος μοιάζει σαν έναν ιδανικό αυτόχειρα, που ποθεί να ξαναζήσει. Νοούν τον πόλεμο ως μια κινηματογραφική ταινία μεγάλου μήκους, που μόλις αυτή τελειώσει, θα δουν ανακουφισμένοι το ''Τέλος'' ν'αναγράφεται στους τελευταίους τίτλους. Θα προμηθευθούν ρύζια και μακαρόνια, καπουτσίνο και εσπρέσσο, αντιβιοτικά για τα παιδιά και lexotanil για τους μεγάλους και θαρρούν, πως θά'ναι καθόλα έτοιμοι για το μεγάλο πανηγύρι. 



Πού πάτε ματαιόδοξοι, 

αεροβάμμονες, 

γυμνοί και χαμελαίοντες; 

Το 1965, 

ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε με συνετή ακρίβεια 

αυτούς 

-τους ενδεικτικά αρμοσμένους στην πνευματική μας ένδοια- 

στίχους: 

''Στρατιώτη μου, τη μάχη θα κερδίσει,

/όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει.

/Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,

/στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει''. 

Υπό μια ελεύθερη, πνευματική επεξήγηση 

σημαίνει αυτό ακριβώς: 

''Αν πεθάνεις, πριν πεθάνεις, 

δεν θα πεθάνεις, όταν θα πεθάνεις''! 

Όπερ γαρ εστί Μετάνοια.

Εύχεσθε! 



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος


«...ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΕΠΤΩΣΕΥΣΑΝ ΚΑΙ ΕΠΕΙΝΑΣΑΝ...!»




Τό ἀκοῦμε νά ψάλλεται στίς Ἐκκλησίες μας

καί δεν τοῦ δίνομε τήν δέουσα προσοχή...! 

Ὁ ἂνθρωπος, 

εἰδικῶς στίς ἡμέρες αὐτές, 

νομίζει πώς ἡ οἰκονομική δύναμη, 

εἶναι τό ...πᾶν γιά μιά εὐτυχισμένη καί χαρούμενη ζωή...! 

Ἡ λατρεία τῆς ὓλης, 

ἒχει γίνει πλέον τό πιό «διαδεδομένο... σπόρ» γιά τόν ἂφρονα θνητό, 

πού σέρνεται ἐπάνω στήν γῆ, 

χειρότερος ἀπό σκουλίκι καί ἀπολύτως γελοίος 

μέσα στήν ἀλαζωνεία 

πού τοῦ δημιουργεῖ ἡ ψευδαίσθηση 

πώς ...«ἒχει τά πάντα..», 

ὃταν στίς «τσέπες» του 

ἒχει ἀρκετό χρυσάφι...! 


του π. Ευθυμίου Μπαρδάκα

Καί ἡ τραγωδία εἶναι, πώς γιά νά ἀποκτήση αὐτό τό χρυσάφι, ΑΔΙΚΕΙ, ΠΟΔΟΠΑΤΑ, ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙ, ΛΗΣΤΕΥΕΙ, ΚΑΤΑΚΛΕΒΕΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ, ΨΕΥΔΕΤΑΙ, ΕΞΑΠΑΤΑ, ΣΚΟΤΩΝΕΙ (ναί, καλά διαβάσατε, ΣΚΟΤΩΝΕΙ) καί γίνεται συνειδητό ὂργανο τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, χαρίζοντας τήν πολύτιμη καί ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΗ ψυχή του, προκειμένου νά αἰσθανθῆ τήν «δύναμιν τοῦ χρήματος..!» στίς ...τσέπες του...! 


Τό σημερινό κατάντημα τῶν κοινωνιῶν, ἡ ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΚΑΤΑΠΤΩΣΙΣ καί ΚΑΤΑΡΡΑΚΩΣΙΣ κάθε ἀνθρωπίνου ἰδανικοῦ πού παρατηρεῖται τήν ἐποχή μας καί ὁδηγεῖ στήν υἱοθέτηση ἑνός τρόπου ζωῆς πού δέν διαφέρει ἀπό αὐτήν τῶν... ζώων, θά ἒπρεπε νά ἒχει σημάνει ΣΥΝΑΓΕΡΜΟ στίς συνειδήσεις μας, καί νά μᾶς ἒχει προειδοποιήσει πώς ὁ δρόμος τόν ὁποῖον ἀκολουθοῦν οἱ κοινωνίες, μέ τήν σαρκολατρεία, τήν λατρεία καί ἐπιδίωξη ἀντί πάσης θυσίας τῆς ὑλικῆς δυνάμεως, τόν εὐδαιμονισμό, τίς παντοῖες παρά φύσιν δραστηριότητες καί τήν ΑΡΝΗΣΙΝ Τοῦ Θεοῦ, ὁδηγεῖ μέ μαθηματική ἀκρίβεια σέ πλήρη ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ κάθε πιθανότητος νά ὀρθοποδήσωμε καί νά ξεπεράσωμε τίς μύριες ὃσες δυσκολίες, τίς ὁποῖες μόνοι μας ἐδημιουργήσαμε, μέ τήν ἀλόγιστη συμπεριφορά μας καί τόν ἀσίγαστο εγωισμό μας...! Ἐδῶ, πρέπει νά ξεκαθαρίσωμε κάποια πράγματα, πρός ἀποφυγήν παρεξηγήσεων καί γιά νά μή θεωρήσουν κάποιοι, πώς παραγνωρίζομε τήν ἀνάγκην γιά ἐπιβίωσιν καί πώς δέν ἀποδεχόμεθα ὡς θεμιτή τήν προσπάθεια τῶν ἀνθρώπων νά κερδίσουν τά πρός τό ζῆν καί νά παράσχουν στήν οἰκογένειάν των τήν δυνατότητα γιά προκοπή...! 


μιλοῦμε γιά τούς «κυνηγούς» τῆς ὓλης, αὐτούς πού ἒχουν κάνει ΑΥΤΟΣΚΟΠΟΝ των τήν συσσώρρευσιν χρημάτων στά χρηματοκιβώτιά τους καί οἱ ὁποῖοι πιστεύουν πώς ἒχοντας πλοῦτον, εἶναι ...εὐτυχεῖς...! Εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι σκέπτονται νά... γκρεμίσουν τίς ἀποθῆκες τους, γιά νά κτίσουν πιό μεγάλες, προκειμένου νά ἀποθηκεύσουν τά πλούτη των...! Ὃλοι ξέρομε τήν χαρακτηριστική «ἱστορία» μέ τόν πλούσιο της Ευαγγελικης Παραβολης ὁ ὁποῖος ἀγωνιοῦσε καί ἦταν πάντοτε σκεπτικός καί χωρίς χαρά, ἒχοντας τό πρόβλημα τῆς διαφυλάξεως τοῦ πλούτου του καί ὁ ὁποῖος, κυριολεκτικῶς, δέν ἐγνώριζε τό τί εἶναι ΧΑΡΑ καί ΓΑΛΗΝΗ ΨΥΧΗΣ, σέ ἀντίθεση μέ τόν φτωχό, ὁ ὁποῖος, κάθε βράδυ, τραγουδοῦσε καί χαιρόταν μέ τά παιδιά του, παρά τίς μύριες ὃσες δυσκολίες πού ἀντιμετώπιζε...! Πρέπει νά σημειώσω πρός ἀποφυγήν παρεξηγήσεων, πώς γνωρίζω ἂριστα τίς δύσκολες συνθῆκες τίς ὁποῖες ἀντιμετωπίζει ὁ σημερινός οἰκογενειάρχης, μέσα ἀπό τήν οἰκονομικήν δυσπραγία τήν ὁποίαν μᾶς ἒχουν δημιουργήσει ἐντέχνως... κάποιοι, μέ σκοπό τήν κάμψη τοῦ Ἠθικοῦ τοῦ Λαοῦ μας καί τήν ὑποταγήν του στίς θελήσεις τῶν ΥΛΙΣΤΩΝ πού ἐπιδιώκουν νά μᾶς ἐπιβάλλουν τήν παγκοσμιοποίηση καί τόν οἰκουμενισμό, καί νά μᾶς καταστήσουν μέ τόν τρόπο αὐτό ἓρμαια τῶν θελήσεών των...! 


Τοῦτος ὁ Λαός, ὁ ΠΑΝΑΞΙΟΣ, ὁ ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ, ὁ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΣ, μέ τά χίλια προτερήματα (καί τά ἂλλα τόσα, βεβαίως, ... ἐλαττώματα, τά ὁποῖα ὃμως δέν τόν ἐμποδίζουν νά ὀρθοποδήση τελικῶς) πού ξεπερνᾶ πάντοτε τίς δυσκολίες μπροστά στίς ὁποῖες ἂλλοι Λαοί, κυριολεκτικῶς, διαλύονται, πού δέν γνωρίζει τό τί θά πῆ ἀδιαμαρτύρητη ὑποταγή, ἒχει συμβάλει, ἂθελά του βεβαίως, στήν δημιουργία τῶν συνθηκῶν πού τόν ὡδήγησαν στήν δύσκολη σημερινή κατάσταση, μέ τό τεράστιο λάθος πού ἒκανε (χωρίς βεβαίως νά εἶναι αὐτός ὁ μοναδικος φταίχτης γιά τίς όσες αιτίες τόν ἒφεραν ἐδῶ) νά καταστῆ μιμητής τῶν ξενόφερτων συνηθειῶν καί τοῦ ξενόφερτου τρόπου ζωῆς, τοῦ γεμάτου ΨΕΥΤΙΚΗ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ, καί ὁ ὁποῖος, κατέστησε ΔΥΝΑΣΤΕΣ ἀνελέητους τόν ὑπερκαταναλωτισμό, τόν ὑλισμό καί τήν «μόδα», πού ὡδήγησαν σταδιακῶς σέ χαλάρωση καί τελική ἀποδυνάμωση τῶν ἠθικῶν παρακαταθηκῶν μας καί ἒγιναν, τελικῶς οἱ ΔΙΑΦΘΟΡΕΙΣ του...! 


Τά πολύ δύσκολα χρόνια πού πέρασαν οἱ πιό παλιοί, ἒγιναν ἀφορμή νά προσπαθήσουν νά δώσουν στά παιδιά τους ὑλικά ἀγαθά πού οἱ ἲδιοι στερήθηκαν...! Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία μιᾶς γενιᾶς, πού δέν μπορεῖ εὒκολα νά ξεπεράση τίς δυσκολίες πού τῆς παρουσιάζονται καί ἡ ὁποία, αὐτές πού οἱ πιό παλιοί τίς ξεπέρασαν μέ ἱδρῶτα καί αἷμα, ἀλλά τις ξεπέρασαν, νά τίς βλέπη σήμερα ὡς βουνά αξεπέραστα...! Ὁ μέγας κίνδυνος πού ἐμφανίζεται σήμερα, δέν προέρχεται ἀπό τό (υπαρκτό βεβαίως) οἱκονομικό πρόβλημα, ἀλλά ἀπό τήν ΗΘΙΚΗ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ καί τήν ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ...! Τά πολύ πιό δύσκολα χρόνια τοῦ παρελθόντος, τοῦτος ὁ ἲδιος Λαός, τά αντιμετώπισε μέ ἀποφασιστικότητα, ἀμεσότητα, προσπάθεια καί ἀγώνα, ἀλλά ἒχοντας, πέραν ἀπό τά προτερήματά του καί μιά βοήθεια, τήν ὁποίαν σήμερα τήν ...ΑΠΟΔΙΩΚΕΙ ἀπό μόνος του...! Στό κτύπημα τῆς γλυκόλαλης καμπάνας, οἱ Ἓλληνες ἒκαναν τόν Σταυρό τους καί ξεκινοῦσαν γιά τήν Ἐκκλησία, ἀνταποκρινόμενοι στήν πρόσκλησίν της γιά Προσευχή...! 


Τί ὡραία εικόνα, τά μικρά παιδιά νά τρέχουν χαρούμενα νά φιλήσουν τό χέρι τοῦ Παππᾶ τους, ὁ ὁποῖος, μέσα στήν ἁπλότητά του καί πολλές φορές στήν ἁπλοϊκότητά του, ἐπέβαλε μέ τήν καλοσύνη καί τήν εύλάβειά του τήν ἀπροσποίητη, τόν σεβασμό καί τήν πλήρη έκτίμηση τοῦ ποιμνίου του...!Περιφρονήσαμε τήν Γῆ, ξερριζώσαμε τά δέντρα μας μέ τήν προτροπή τῶν ξένων καί μέ ἀντίτιμο κάποια...«ἀργύρια»..!, ξεχάσαμε νά ψαρεύωμε, ξεχάσαμε τί θά πῆ «μαντρί» καί μάθαμε τίς... «μάρκες τῶν πολυτελῶν αὐτοκινήτων» καί μέσω τῆς τρισκατάρατης τηλεοράσεως (τήν καταράστηκε καί ὁ Ἃγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός κατά τρόπο προφητικό..! ), μάθαμε τά πάντα γιά τήν... «μόδα», γιά τά «τενεκεδένια, λαμπερά εἲδωλά της», καί γιά τόν σαρκολατρικό, ὑλιστικό καί ἐγωιστικό ξενόφερτο τρόπο ζωῆς καί γιά τά... «καλά» καί τήν «ἂνεση» πού ...προσφέρει ἡ ζωή μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀπό τόν «σκοταδισμό τῶν Παπάδων» καί ἀπό τήν ...«ἀνάπαυσιν τῶν Κυριακάτικων πρωϊνῶν», πού ἐνῶ θά ἒπρεπε νά εἶναι ὃλοι ταπεινοί Προσκυνηταί είς τόν Οἶκον Τοῦ Θεοῦ, μετά ἀπό τήν πρόσκλησιν τῆς γλυκόλαλης Καμπάνας, (τῆς ὁποίας ἡ φωνή, «ἐνωχλεῖ» τούς... «ξενύχτηδες γλεντζέδες», ἐνῶ ήχεῖ ὡς γλυκεία μελωδία στά αὐτιά τῶν ξωμάχων τῆς γῆς, τῆς θάλασσας καί τοῦ βουνοῦ...!), «χοζουρεύουν» στά ζεστά τους σκεπάσματα, κλείνοντας τά αὐτιά τους μέ τά χέρια τους ἐνωχλούμενοι ἀπό τήν, διά νόμου καταργηθεῖσαν, ἢχησιν τῆς Καμπάνας...! 


Κύριός μας, διά στόματος τῶν Ὑμνωδῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, μᾶς δηλώνει στήν συνέχεια τοῦ ψαλμοῦ τοῦ τίτλου μας: «... οἱ δέ ἐκζητοῦν τες Τόν Κύριον, οὐκ ἐλαττωθήσωνται παντός ἀγαθοῦ...!» Ἂς μή περιμένωμε λοιπόν νά ὀρθοποδήσωμε, νά ἀντιμετωπίσωμε τήν λαίλαπα στήν ὁποία μᾶς ἒχουν ὁδηγήσει οἱ ΥΛΙΣΤΑΙ «ἂρχοντες τοῦ γηίνου κόσμου», ἂν δέν στρέψωμε τά μάτια μας, γεμᾶτα ἀπό δάκρυα μετανοίας, πρός τόν Οὐρανό, παρακαλοῦντες Τόν Κύριόν μας νά μᾶς συγχωρήση καί νά μή μᾶς τιμωρήση ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΣΚΛΗΡΑ ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΑΞΙΖΕΙ...! Δέν βλέπομε, τό τί γίνεται γύρω μας; Σεισμοί, Πλημμύρες, Φωτιές, Πόλεμοι, Δυστυχία, Πεῖνα, Λιμοί, Ἀσθένειες μαστίζουν τήν Οἰκουμένη, καί ὃλα αὐτά εἶναι ἀπότοκος τῆς ἀποκοπῆς μας ἀπό Τόν Κύριόν μας, ἀλλά ἐμεῖς δέν θέλομε νά ἀντιληφθοῦμε τά μηνύματα. Ἐπαναλαμβάνω γιά νά γίνουν ἀντιληπτά τά ὃσα σημειώνω καί νά μή δοθοῦν σ’ αὐτά νοήματα λανθασμένα. Οἱ δυσκολίες πάμπολλες. Οἱ καιροί γιά τόν Οἰκογενειάρχη γεμᾶτοι «ἀγκάθια» Ἀνεργία, οίκονομική καταπίεσις ἐκ μέρους τῶν...«ἰσχυρῶν» κ.λπ., δημιουργοῦν καταστάσεις πολύ δύσκολες πού ἀπαιτοῦν πολλά πράγματα...! 


παιτοῦν ὂχι μόνον ψυχικό σθένος καί σκληρή προσπάθεια, ἀλλά καί ΠΛΗΡΗ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΝ ΜΑΣ ἐνώπιον Τοῦ Κυρίου μας, Προσευχή, συμμετοχή εἰς τά Ἃγια Μυστήρια καί ἐπανασύνδεσή μας μέ τούς τομεῖς πρωτογενοῦς παραγωγῆς πού εἶναι ἡ ζωή, ἡ δημιουργία, ἡ εργασία (ἐμπεριέχεται σ’ αὐτήν ὁ ὃρος ΕΡΓΟΝ) καί ὂχι ἁπλῶς ἡ Δουλειά πού δέν εἶναι παρά ὁ ὃρος Δουλεία μέ ...κατεβασμένον τόν τόνο ἀπό τό «..εία» στο «...ειά»...! Ἐπάνοδος στήν Θείαν Ὀρθοδοξίαν, Προσευχή, Ἐκκλησιασμός, Συμμετοχή εἰς τά Ἃγια Μυστήρια, ἀποφυγή ἀπληστίας, ὀλιγάρκεια, λογική, ἀπόρριψις ξενόφερτων ἠθῶν καί ἐθίμων, ἀπόρριψις «ἀρρωστημένων» συνηθειῶν τῶν ...«πολιτισμένων...λαῶν» πού θέλουν νά μᾶς ἐπιβάλλουν ἓναν αρρωστημένο τρόπο ζωῆς καί γιά τόν λόγο αὐτόν, μέσω καταλλήλως ἐπιλεγμένων «φορέων», μᾶς πιέζουν παντοιοτρόπως καί κυρίως «κτυπῶντας» μας στήν οἰκονομική δυσπραγία, εἶναι μερικά ἀπό τά βασικά «ΟΠΛΑ» μας ...! Δέν πρέπει νά κρίνωμε, τό «τί θά γίνη στήν διάρκεια τῆς δικῆς μας ζωῆς». Τό ἒχω ξαναπεῖ, ἀλλά εἶναι χαρακτηριστικό παράδειγμα καί τό ἐπαναλαμβάνω. 


ταν πέθανε ὁ Καντακουζηνός ἒνδοξος στόν Θρόνο του, ἀσφαλῶς θά εἶπε: «Τί ἒνδοξη καί δυνατή Ἑλλάδα, πού αφήνω πίσω μου»...!». Ὃταν σκοτώθηκε στά τείχη τῆς Βασιλεύουσσας ὁ Κων/νος Παλιολόγος, θλιμμένος θά εἶπε: «..Πάει ἡ Ἑλλάδα..! Διαλύθηκε...!» καί ὃμως..! ΑΜΦΟΤΕΡΟΙ ΕΙΧΑΝ... ΑΔΙΚΟ...! Ἒκριναν μή ἀναλογιζόμενοι πώς ἂνθρωποι, καταστάσεις κ.λπ. ἒρχονται και παρέρχονται. Στό διάβα τῶν αἰώνων, σύνορα ἀλλάζουν, Λαοί πολεμοῦν, καταστάσεις ἀντιστρέφονται χωρίς ουδέποτε νά σταθεροποιοῦνται καί γενικῶς, τίποτα δέν παραμένει αιωνίως ἀμετάβλητον...! Ὃλα, λοιπόν, περνοῦν. Μποροῦμε νά ἀντιμετωπίσωμε τίς δυσκολίες κάθε ἐποχῆς, μέσω τῶν δυνάμεων πού ἒχομε ὡς Ἒθνος, ἀλλά κυρίως, μέ τήν χρησιμοποίησιν τῶν ΑΚΑΤΑΒΛΗΤΩΝ «ΟΠΛΩΝ» ΜΑΣ πού εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ Ζέουσα Πίστις, ἡ Προσευχή καί ἡ Ταπείνωσίς μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου...!



Ἂς ἀκούσωμε τόν Ψαλμωδό μας

νά δέεται πρός τόν Ἃγιον Νικόλαο, λέγοντας: 

«...διά τοῦτο καί έκτήσω, 

τῇ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΙ ΤΑ ΥΨΗΛΑ, 

τῇ ΠΤΩΧΕΙᾼ ΤΑ ΠΛΟΥΣΙΑ....», 

δίδοντάς μας τήν «ἀλάνθαστον Συνταγήν» 

διά τῆς ὁποίας θά ἐπιτύχωμεν τήν πλήρη καί απόλυτον ἀντιμετώπισιν τῶν ἐπιθέσεων 

τῶν ΠΑΣΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΕΧΘΡΩΝ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ. 

Καί οὐδέποτε νά λησμονοῦμε πώς: 

«ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, 

όσο βάλλονται, τόσο θριαμβεύουν». 

Ψηλά λοιπόν τό κεφάλι, Πίστη, Προσευχή, Ὑπομονή, Ἐλπίδα, Προσπάθεια 

καί ὃλα θά πάνε καλά!



Αρχιμανδρίτης π. Ευθυμιος Mπαρδάκας

Εφημέριος Ι. Ν. Παναγίας Προυσσιωτίσσης, Τσακού Αγίας Παρασκευής



Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Η ΑΚΑΛΑΙΣΘΗΣΙΑ ΟΜΙΛΟΥΣΑ ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ



'' ...  Ας φαντασθεί όποιος θέλει, 
αν μπορεί να σταθεί πια τίποτε ελληνικό, 
από τη μέρα που θα εμφανισθεί ο παπάς στο χωριό με σακάκι και με πανταλόνι, 
με γραβάτα και με ρεπούμπλικα, 
ξουρισμένος και μαδημένος, 
όπως είναι μερικοί που έρχουνται από το εξωτερικό και αηδιάζει κανένας να βλέπει ξουρισμένους σβέρκους, 
μάγουλα σαν καθαρισμένα αυγά, 
προγούλια, 
έκφραση τραπεζίτη ή οπερατέρ του κινηματογράφου, 
χειρονομίες και φωνές της πιάτσας ... ''

    Φώτης Κόντογλου


Στην αντίχριστη εσχατιά του χρόνου τούτου γινόμαστε νυχθημερόν αυτόπτες, 

-εκπληκτικά απορούντες- αυτόπτες οφθαλμοσκόποι 

της εξωτερικής ασχημοσύνης κληρικών,

όπου το αισθητικόν της έξωθεν εμφάνισης αλλοιώνεται,
μεταμορφώνεται και εν τέλει διαμορφώνεται με εκείνο ενός εκμοντερνισμένου, ''κεκοσμημένου'' αναγεννησιακού ''φραγκόπαπα'',
κατά την ρήση του αειμνήστου Φώτη Κόντογλου.
Κόμη επιμελώς κουρεμένη,
ξυρισμένοι, λαμποκοπούντες κι ανάλαφροι λαιμοί,
γενειάς ελαφρά παρμένη με διλέπιδη, ξυριστική μηχανή ''αποσχηματίζουν'' το καλαίσθητον και το ιεροπρεπές ενός παραδοσιακού Ορθοδόξου Ιερέως και τον μεταβάλλουν σε μια λατινογενή, φωτογυαλισμένη κόπια.
Κι όμως;
Οικουμενιστής αρχιμανδρίτης -εκ Γερμανίας ορμώμενος- γνωστός από αρθρολογήματα -λαικού ως και λαικίστικου τύπου- γράφοντας τελευταίως σε γνωστό, υπότροπο, οικουμενιστικό ιστολόγιο τόνισε ευθαρσώς και αναισχύντως:
''...Προσωπικώς ανήκω κι εγώ στους κληρικούς που στην καθημερινότητά τους χρησιμοποιούν πολιτική περιβολή,
δεν έχω κοτσίδα,
αν και να ήθελα φυσικοί λόγοι δεν μου το επιτρέπουν,
το δε μήκος της γενειάδας μου ποικίλει στις διάφορες χρονικές περιόδους...''



του Γιώργου Δ. Δημακόπουλου 

Αυτή η θρησκευτική, φραγκοβαλεντίνικη σέχτα έκπτωτων πνευματικά ανθρώπων βασίζεται πάντα στην ίδια οικουμενιστική πλατφόρμα, που εισήγαγε το εσβησμένο -από χρόνια- λατινοκρατούμενο Φανάρι: Αλλοιώνουμε και αποδυναμώνουμε τις Ιερές Παραδόσεις, γραπτές ή άγραφες των Ορθοδόξων και εισχωρούμε στρατηγικά και σταθερά στο δόγμα. Και επειδή ο Οικουμενισμός πλέον δογματοποιήθηκε και Συνοδικώς με τον τραγελαφικό ''κουκλοθέατρο'' του Κολυμπαρίου και την παραδοχή των ''Έτερων Χριστιανικών Εκκλησιών'', αποδομώντας έτσι την 7η και 8η Οικουμενική Σύνοδο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, οι όπου γης Συγκρητιστές προχωρούν ακάθεκτοι στην ομοιομορφοποίηση και ομονογενοποίηση με τους και -Συνοδικά καταδικασμένους- αυτάδελφούς τους εωσφορίζοντες αιρετικούς. 


Ο εν λόγω Αρχιμανδρίτης επιχειρεί να αμφισβητήσει την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας και κυρίως -επιλεκτικά- να αποσβήσει και να αδρανοποιήσει τις διαχωριστικές γραμμές που, μας αποσυνδέουν απ' την Αίρεση. Επί παραδείγματι, Παράδοση της Εκκλησίας είναι να κτίζονται οι Εκκλησίες μας προς ανατολάς, ο σχηματισμός του σημείου του τιμίου Σταυρού, ο νηπιοβαπτισμός, η τριττή κατάδυση του νηπίου στην κολυμβήθρα, η χρήση και η σφράγιση του βαπτισθέντος με τον Άγιον Μύρον. Εκτός από την Αποστολική, όμως υπάρχει και η Εκκλησιαστική Παράδοση σαν δεύτερη πηγή της Ορθόδοξης Πίστης. Στα πρακτικά της 7ης Οικουμενικής Συνόδου προστέθηκε -όχι τυχαία- ο εξής λόγος: ''... Οι προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οἰκουμένη ως συμπεφώνηκεν… ο Χριστός ως εβράβευσεν, ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν… 


Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξε... '' Αυτή λοιπόν την παραδοθείσα -λόγω και έργω Πίστη- των Αγίων Πατέρων, οι Οικουμενιστές και πάσης φύσεως νεωτεριστές, δίαυλοι και δαιμονοαγωγοί του Παπισμού δυσκολεύονται να... ''καταλύσουν''... Το ράσο, που είναι σύμβολο μαρτυρίας του κληρικού, δημόσιας ομολογίας, ''ένδυση μαρτυρίου'', έμβλημα του εθνικού, απελευθερωτικού αγώνα, οι Οικουμενιστές το ευτελίζουν με μια τέτοια αναίσχυντη και ιταμή δαιμονοφροσύνη, ώστε να το γελοιοποιούν και εν τέλει να το απαξιώνουν. Κι ας ομολογεί η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, πως Μοναχοί και Μοναχές απαγορεύεται να κόβουν τα μαλλιά τους, μάλιστα υπάρχουν γνωστά παραδείγματα Αγίων, που όταν τους έπεφτε κάποια τούφα, την περιμάζευαν, γιατι αυτή είχε αγιασθεί κατά την κουρά τους! Τέτοια πίστη είχαν! Διαβάζουμε στον Ιεζεκιήλ 44.20: ''... και τας κεφαλάς αυτών ου ξυρήσονται και τας κόμας αυτών ου ψιλώσουσι, καλύπτοντες καλύψουσι τας κεφαλάς αυτών. Αργότερα συνέβη και η εξής πρωτοτυπία: Άφηναν τελείως την γενειάδα των, αλλά ξύριζαν το πάνω μέρος της κεφαλής των, ώστε να σχηματίζεται ένα μικρό ''στεφάνι'', γι΄αυτό και ονομαζόντουσαν ''στεφανίτες''. 


Σύντομα όμως αυτή η παράδοση εξαλείφθηκε και από τότε Μοναχοί και οι εν τω κόσμω Κληρικοί άφηναν τα μαλλιά τους και την γενειάδα τους, ως σημείο -προς Θεόν- αφιέρωσης! Η κόμη λοιπόν και η γενειάς προσδίδουν στον Ιερέα μια πνευματική ιεροπρέπεια, έναν σοφό, έκδηλο και αναβλύζον σεβασμό και τον διαχωρίζουν σαφώς από τους λαικούς, εξυψώνοντάς τους σε αισθητικά, πνευματικά μεγέθη, άξια προς μίμηση. Ο Θείος Παύλος έγραφε στην Α' Κορινθίους Επιστολή του (6,12) έναν εδεικτικά, ιδανικό λόγο, που αρμόζει ελεγκτικά στις νεωτεριστικές αντιλήψεις του εν λόγω Αρχιμανδρίτη: ''... Πάντα μοι έξεστιν, αλλ' ου πάντα συμφέρει...'' Μπορεί -δηλαδή- κάτι να μην απαγορεύεται, αλλά πνευματικά να μην με συμφέρει! Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Ισαποστόλου, Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, σε μία από τις πολλές περιοδείες του στην τουρκοκρατούμενη, κατοχική Ελλάδα, όπου απευθυνόμενος προς κάποιους χωρικούς, τους είπε: ''... Είπα και ένα λόγον διά τους άνδρας. Φυσικόν είναι του ανδρός όταν πηγαίνη πενήντα χρονών να βγάνη τα γένεια. 


Και εγώ βλέπω εδώ και είναι εξήντα και ογδοήντα χρονών γέροντες και ακόμη ξυρίζονται. Δεν το εντρέπεστε να ξυρίζεστε; Δεν ήξευρεν ο Θεός οπού έδωκε τα γένεια; Και καθώς είναι άπρεπον μία γυναίκα γερόντισσα να στολίζεται και να βάνη φτιασίδια, ομοίως και ένας γέρων, όταν ξυρίζεται. Το σιτάρι, όταν παίρνη και ασπρίζη, τι θέλει; Θερισμόν. Ομοίως και ο άνθρωπος, τον παίρνη και ασπρίζη, τι φανερώνει; Τον θάνατον...'' Οι Οικουμενιστές και γενικότερα οι νεοτερίζοντες και οι νεοτεριστές ακριβώς λόγω του αδιαλείπτου συναγελασμού τους με τους πάσης φύσης αιρετικούς και έχοντες τόσο ασθενική, ως και ανοική παρα-πίστη θεωρούν το ράσο και την γενειάδα, ως σιδηρά κάγκελα έσωθεν φυλακής! Το να αποβάλλει κανείς όμως τον Σταυρό της Ιερωσύνης είναι εκούσια εν Χριστώ λιποταξία και συνεπώς άρνηση αυτού, του ίδιου του Χριστού μας. Το του Παύλου ''... μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω...'' Ρωμ. 12,2 αποτελεί πάντοτε μια διαχρονική ενθύμηση και υπόμνηση προς πάντας, τους έρποντες προς την εκκοσμίκευση και κακοδοξία κληρικούς. 


Ο δυστηχής όμως ούτος Αλαμανοτραφής Αρχιμανδρίτης θεωρεί φυσικό, αυτονόητο -συνεπώς και επιτρεπτό- πως όποιος διαμένει εις τας Ευρώπας, φυσικό είναι να ''ταυτισθεί'' εν μέρει και αισθητικά με τους αιρετικούς ταγούς της χώρας!... Τον Άγιο Ιωάννη τον Μαξίμοβιτς της Εκκλησίας της Ρωσικής Διασποράς, που όργωσε ανυπόδυτος Σερβία, Η.Π.Α., Κίνα και Κορέα, τον γνωρίζει; Κι εκείνος εις την αλλοδαπήν ήταν! Σεβόταν τους κανόνες της χώρας που εφιλοξενείτο, μα υπεράνω όλων σεβόταν την υπερπολύτιμη, ανεκτίμητη και αδιαπραγμάτευτη Πίστη του! Ξένος και περιπίδημος δεν διανοήθηκε ν' αποβάλλει το τιμημένο ράσο του, ούτε να κόψει τρίχα απ' τα μαλλιά του! Τον Άγιο Φιλάρετο, Μητροπολίτη Ν. Υόρκης και Ανατολικής Αμερικής, Ρώσον της ιδίας Συνόδου, που το σώμα του βρέθηκε αύθαρτο και ευωδιάζων, τον γνωρίζει; Βρέθηκε σε ξένη γη, σε πέτρινα χρόνια και καιρούς χαλεπούς, δεν συναγελαζόταν όμως με πολυπληθείς και πολυειδείς αιρετικούς, γιατι προτίμησε από την εθυμοτυπική, δι-αιρετική συνεύρεση, την κατά Χριστόν συνεύρεση με την αποκλειστικότητα της Ορθής Πίστης! 


Τελειώνοντας ο παραληρών Αρχιμανδρίτης δίδει και τα ύστερα διαπιστευτήρια της έκπτωτης και λυπηρής -πραγματικά- πνευματικής του κατάστασης. Γράφει: ''... Ναι, όλοι αυτοί οι πανάθλιοι προκειμένου να πετύχουν το στόχο τους επιστράτευσαν και τις "τρίχες". Ποιος αλήθεια μπορεί να πάρει στα σοβαρά όσους ασχολούνται με τρίχες; Όσο πονηρά και καταχθόνια κι αν είναι τα σχέδια που εξυπηρετούν, έχουν διαλέξει λάθος τρόπο, ο οποίος όμως συμφέρει την Ορθοδοξία γιατί έτσι και αποκαλύπτονται και γελοιοποιούνται''!



Δεν διακατεχόμαστε από καμμία ανοική ιδεοληψία και από κανέναν εντολοδόχο
και -εκ του πονηρού- αυτοσκοπό,
αγαπητέ Αρχιμανδρίτα.
Ας ήταν το Φανάρι ορθόδοξο και οι περί αυτού κοινωνούντες,
Ορθοτομούντες πράγματι τον λόγον της Αληθείας
της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας
και δεν θα υπήρχε ουδείς λόγος
να διυλίζουμε και να ελέγχουμε
την εωσφορική σας πτώση και την αλαζονική σας έπαρση.
Από την στιγμή, όμως,
που στα της Πίστης βάλλεσθε υπό ακαθάρτων πνευμάτων
και διεκδικείτε τον ρόλο αυτών που αφορίσθηκαν, αποβλήθηκαν και αναθεματίσθηκαν
κατά το ''Συνοδικόν'' της Εκκλησίας μας,
τότε οφείλουμε απέναντι στην Ορθότητα,
την Μοναδικότητα και την Αποκλειστικότητα της Ορθοδοξίας,
ως της μόνης Σωτήριας Νεώς,
να υπερασπισθούμε λόγω και έργω αυτά,
που μας παραδόθηκαν από τους Πατέρας!
Ακόμα και τις τρίχες! 



Θεωρώ υποχρέωσή μου να διαβάσετε το κείμενο του Οικουμενιστή Αρχιμανδρίτη ΕΔΩ. Ο τίτλος του άρθρου είναι παρμένος από το κάτωθι κείμενο του Φώτη Κόντογλου. Παραθέτω   ένα μόνο μικρό απόσπασμα από το γραπτό του μαστρο - Φώτη ''Το Ράσο και τα Γένεια'', προς ευάρεστον και πνευματικήν τέρψιν του Αρχιμανδρίτη κι ας μας αποκαλεί πανάθλιους! ''... Αλλά και κάποιοι ιερείς μας που πήγανε σε ξένες χώρες χριστιανικές της Ευρώπης και της Αμερικής, με τα ράσα και τα γένεια, όπως κάνουνε ο Ρώσοι, ήτανε σεβάσμιοι για τους ντόπιους, ενώ στους κουρεμένους φραγκοφορεμένους δικούς μας δεν δείχνανε κανένα σεβασμό σαν σε θρησκευτικούς ανθρώπους. Πολλοί ξένοι μου το τονίσανε αυτό, και γι' αυτό η Εκκλησία μας που στέλνει στις παροικίες παπάδες, έχει ξεπέσει στην συνείδηση των ξένων. Εξ άλλου, το κοστούμι κ' η γραβάτα έχει μεγάλη επίδραση στο ήθος των κληρικών μας που τα φοράνε. 


Ένας ευλαβής ιερεύς, γνωστός μου, μου έλεγε πώς όταν το βράδυ βγάλη τα ράσα για να κοιμηθή, δεν γνωρίζει τον εαυτό του, και θαρρεί πως η θεία χάρη που νοιώθει όταν τα φορή, φεύγει από πάνω του. Όπως ο αξιωματικός ή ο αστυνόμος που υπηρετεί την επίγεια εξουσία, φορεί τη στολή του για να γνωρίζεται, έτσι κι' ο ιερωμένος, και πολύ περισσότερο, γιατί υπηρετεί την ουράνια εξουσία πρέπει να φορεί την στολή του, κι' όχι να ντρέπεται, όπως κάνουνε εκείνοι που δεν θέλουν το ράσο. Αν βγάζανε την ιερατική περιβολή τους οι παπάδες και βάζανε πολιτικά, θα βλέπανε τι περίπαιγμα θα παθαίνανε από τους άθρησκους, προπάντων στην επαρχία. Γιατί το ράσο είναι ασπίδα. Για τούτο, πως αλλοίμονο αν παρουσιασθή ο παπάς στο χωριό με πανταλόνια και με γραβάτα, και το καλοκαίρι με κοντά μανίκια! Ώ τι δυστυχία! Ώ διάλυση των πάντων! Τι Ελλάδα μπορεί να σταθή πια; Όλα θα διαλυθούνε...''.

Αγιογραφία Δημήτρης Μανιάτης





 Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος


Δημοσιογράφος

ΦΟΒΕΡΟΝ ΤΟ ΕΜΠΕΣΕΙΝ ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΘΕΟΥ ΖΩΝΤΟΣ




Ακούετε, αδελφοί μου, ο άνθρωπος τι κακόν παθαίνει όταν αμαρτάνη και τον εγκαταλείψη ο Θεός; 

Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος. Μεγάλην ευσπλαχνίαν έχει ο Θεός, αλλά έχει και μεγάλην οργήν.

και καθώς επαίδευσε τους Εβραίους, παιδεύει και ημάς, ανίσως και δεν κάμνωμεν καλά. 

Βάνει ο Θεός τον βασιλέα μέσα εις την Ιερουσαλήμ και θανατώνει χίλιες εκατόν είκοσι χιλιάδες Εβραίους, και τόσον, οπού έγινε αίμα ωσάν θάλασσα. Τριάντα φλωρία επώλησαν οι Εβραίοι τον Χριστόν μας, τριάντα εις το φλωρί επώλησεν ο Χριστός μας χίλιες χιλιάδες Εβραίους. 

Εσύ έμαθες και πωλείς τον Χριστόν, και εκείνος δεν ημπορεί να σε πωλήση; 

Και τώρα μη δυνάμενοι οι Εβραίοι να τον μετασταυρώσουν τον Χριστόν, κάθε Μεγάλην Παρασκευήν τον κάνουν από κερί και τον σταυρώνουν, και ύστερα τον καίουν · 

ή παίρνουν ένα αρνί και το κτυπούν με τα μαχαίρια και το σταυρώνουν αντί του Χριστού. 



Ακούετε κακίαν των Εβραίων και του διαβόλου; Καθώς γεννηθή το Εβραιόπαιδον, αντί να το μαθαίνουν να προσκυνή τον Θεόν, οι Εβραίοι, παρακινούμενοι από τον πατέρα των τον διάβολον, ευθύς οπού γεννηθή, το μαθαίνουν να βλασφημά και να αναθεματίζη τον Χριστόν μας και την Παναγίαν μας · και εξοδεύουν πενήντα, εκατόν πουγγία να εύρουν κανένα χριστιανόπουλο να το σφάξουν, να πάρουν το αίμα του, και με εκείνο κοινωνούν.


Ο διάβολος θέλει να πίνωμεν το αίμα των παιδίων, και όχι ο Θεός. Ο Χριστός μας παραγγέλει να ευχώμεθα όλον τον κόσμον. Ο Εβραίος, όσον και αν είναι φίλος σου, πήγαινε, καλημέρισέ τον, και βάλε το αυτί σου να ακούσης τι σου λέγει. Εσύ τον εύχεσαι και τον χαιρετάς, και εκείνος σε καταράται και σου λέγει, κακή ημέρα σου, διότι η καλή μέρα είναι του Χριστού, και δεν θέλει ούτε να την ακούση ούτε να την είπη ο Εβραίος. 


Κοίταξε εις το πρόσωπον ένα Εβραίο όταν γελά · τα δόντια του ασπρίζουν, το πρόσωπόν του είναι ωσάν πανί αφωρισμένο, διότι έχει την κατάραν από τον Θεόν, και δεν γελά η καρδία του. Έχει τον διάβολον μέσα του οπού δεν τον αφήνει. Κοίταξε και ένα χριστιανόν εις το πρόσωπον, ας είναι και αμαρτωλός · λάμπει το πρόσωπόν του, χύνει η χάρις του Αγίου Πνεύματος.


Σφάζει ο Εβραίος ένα πρόβατον, και το μισό το εμπροσθινόν το κρατεί διά λόγου του, και το πισινόν το μπουντζώνει και το πωλεί εις τους χριστιανούς διά να τους μαγαρίση. Και αν σου δώση Εβραίος κρασί ή ρακί, είναι αδύνατον να μη το μαγαρίση πρώτον · και αν δεν προφθάση να κατουρήση μέσα, θα πτύση.


Όταν αποθάνη κανένας Εβραίος, τον βάζουν μέσα εις ένα σκαφίδι μεγάλο και τον πλένουν με ρακί, και του βγάνουν όλην του την βρώμα, και εκείνο το ρακί το φτιάνουν με μυριστικά, και τότε το πωλούν εις τους χριστιανούς ευθηνότερον, διά να τους μαγαρίσουν. Πωλούν ψάρια εις την πόλιν οι Εβραίοι; Ανοίγουν το στόμα του οψαρίου και κατουρούν μέσα, και τότε το πωλούν εις τους χριστιανούς. 


Ο Εβραίος μου λέγει πως ο Χριστός μου είναι μπάσταρδος, και η Παναγία μου πόρνη. Το άγιον Ευαγγέλιον λέγει πως το έγραψεν ο διάβολος. Τώρα έχω μάτια να βλέπω Εβραίον; Ένας άνθρωπος να με υβρίση, να φονεύση τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφό μου, και ύστερα το μάτι να μου βγάλη, έχω χρέος ωσάν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το δε να υβρίση τον Χριστόν μου την Παναγίαν μου, δεν θέλω να τον βλέπω.


Και η ευγένειά σας πώς σας βαστά η καρδία να κάνετε πραγματείας με τους Εβραίους; Εκείνος οπού συναναστρέφεται με τους Εβραίους, αγοράζει και πωλεί, τι φανερώνει; Φανερώνει και λέγει, πως καλά έκαμαν οι Εβραίοι και εθανάτωσαν τους προφήτας και όλους τους διδασκάλους και όλους τους καλούς. Καλά κάμνουν και μας μαγαρίζουν και πίνουν το αίμα μας. Ταύτα διατί σας τα είπα, χριστιανοί μου;


Όχι διά να φονεύετε τους Εβραίους και να τους κατατρέχετε, αλλά διά να τους κλαίετε, πώς άφησαν τον Θεόν και επήγαν με τον διάβολον. Σας τα είπα να μετανοήσωμεν ημείς τώρα οπού έχομεν καιρόν, διά να μη τύχη και μας οργισθή ο Θεός και μας αφήση από το χέρι Του και πάθωμεν και ημείς σαν τους Εβραίους και χειρότερα. Χριστιανοί μου, φθάνουν αυτά · δεν ημπορώ να σας είπω περισσότερα. 


Σας είπα και εγώ εκείνο οπού με εφώτισεν ο Θεός · ζητήσατε και η ευγενία σας να μάθετε τα άλλα. Είσθε φρόνιμοι και γνωστικοί · καταλάβετε το καλόν σας και κάμετέ το. Τώρα τι κάμνομεν, χριστιανοί μου; Εγώ σας συμβουλεύω, αμή δεν με συμβουλεύετε και η ευγενία σας; Η εργασία η ιδική μου είναι και ιδική σας, είναι της πίστεώς μας, του Γένους μας. Έχω και δύο λογισμούς. Ο ένας λογισμός μου λέγει να σας ευχηθώ και να με ευχηθήτε, και να σηκωθώ να πηγαίνω εις άλλο μέρος, να ακούσουν και άλλοι αδελφοί μας οπού με καρτερούν.


Ο άλλος λογισμός μου λέγει: Όχι, μη πηγαίνης, μόνον κάθησε να κάμης καθώς έκαμες και εις άλλα χωρία, να τελειώσης και τα επίλοιπα. Διότι αυτά οπού είπομεν εις τρεις λόγους με συντομίαν, ομοιάζουν ωσάν ένας άνθρωπος να κτίση μίαν εκκλησίαν χωρίς σκεπήν. Τα άλλα οπού έχομεν να είπωμεν ομοιάζουν ωσάν σκεπήν.


Ποία είναι η σκεπή; Εγώ βλέπω το Γένος μας οπού έπεσεν εις πολλά κακά · έχουν κατάρες, αφορισμούς, αναθεματισμούς, όρκους, βλασφημίας και άλλα τοιαύτα. Να καθαρισθούν οι χριστιανοί, να αγιασθούν τα χωρία των και να καθαρισθούν ψυχικώς και σωματικώς. Το δεύτερον παρακινώ τους χριστιανούς να φτιάξουν σταυρούς και κομποσχοίνια, και παρακαλώ τον Χριστόν μας και τα ευλογεί, διά να τα έχουν οι χριστιανοί φυλακτήρια. 


Τρίτον είναι οπού κάμνω τους χριστιανούς όλους και συγχωρούν ζωντανούς και αποθαμένους. Αυτά τα τρία μου λέγει ο λογισμός μου. Αλλά τώρα μου δίνετε την ευχήν σας να πηγαίνω, και τα άλλα τα τελειώνετε η ευγενία σας; - Όχι, άγιε διδάσκαλε, σε παρακαλούμεν να καθήσης να μας τα τελειώσης, διότι δεν ηξεύρομεν να τα κάμωμεν. - Καλά, χριστιανοί μου, διά την αγάπην του Χριστού μας και την ιδικήν σας θα καθήσω.


Είναι πολλοί παπάδες εδώ; Κάμνετε τον κόπον, άγιοι ιερείς, να σηκωθήτε επάνω να ιδώ, είσθε πολλοί; Άγιοι ιερείς, μου κάμνετε μίαν χάριν, να διαβάσωμεν ένα άγιον Ευχέλαιον, να χρισθούν οι χριστιανοί οι αδελφοί μας; - Ορισμός σου, άγιε του Θεού. - Έχω φλωρία πολλά να σας πληρώσω, μα δεν σας τα δίδω. Θέλω χάρισμα, διότι με πληρωμήν δεν ενεργεί η χάρις του Θεού, του Παναγίου Πνεύματος · διότι έτσι λέγει ο Χριστός μας: Χάρισμα σας έδωσα εγώ την χάριν μου, χάρισμα να την δίδετε και σεις εις τους αδελφούς σας. Το κάμνετε, άγιοι ιερείς; - Μάλιστα, άγιε του Θεού. - Παρακαλώ και εγώ τους χριστιανούς και σας συγχωρούν δι’ αυτό το χάρισμα. 


Θέλετε να βάλω τους χριστιανούς να σας συγχωρήσουν, ή δεν έχετε αμαρτίας; Και σας φιλεύω αύριον από ένα βιβλίον, όχι διά πληρωμήν, αλλά διά μίαν ευχήν. - Ορισμός σου. - Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να ειπήτε διά τους αγίους ιερείς, οπού θα σας διαβάσουν το άγιον Ευχέλαιον, τρεις φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς.


Αν θέλετε και η αγιωσύνη σας ζητήσατε συγχώρησιν. Άγιε, εφημέριε, μου χρειάζονται απόψε να ετοιμάσης είκοσι φλεντζάνια και δύο οκάδες λάδι. Χριαλίδια έχει το παιδί το ιδικό μου και σου δίδει. Και αν θέλης, περιπάτησε, παπά μου, εις τα σπίτια να μαζεύσης καμμιά δεκαριά οκάδες λάδι, και βάνεις διά το Ευχέλαιον μία οκά, και το άλλο το δίνεις της παπαδιάς και το τρώγει. Δεν έιναι καλά έτσι; Το κάμνεις; - Το κάμνω, άγιε του Θεού. - Αν δεν το κάμης, αύριον σε κηρύττω ψεύστη και σε εντροπιάζω.



 


Σηκωθήτε επάνω δέκα εντόπιοι · 

ακούσατε. 

Οι πέντε να κάμετε απόψε δεκαπέντε σακκιά · 

και σεις αι γυναίκες να φέρετε ψωμί και το σιτάρι απόψε · 

και σεις οι πέντε να σταθήτε επίτροποι, και να κόψετε τα ψωμιά και να τα βάλετε μέσα στα σακκιά, και το σιτάρι. 

Το κάμνετε; 

- Το κάμνομεν, άγιε του Θεού. 

- Εσείς οι άλλοι πέντε να φέρετε πέντε καζάνια νερό απόψε να ξημερωθούν έτοιμα διά να παρακαλέσωμεν το Χριστόν αύριον να τα ευλογήση και να πάρουν οι χριστιανοί δι’ αγιασμόν. 

Το κάμνετε; 

- Το κάμνομεν, άγιε του Θεού. 

- Καλά, παιδιά μου. 

Καθήσατε να τελειώσωμεν και τα επίλοιπα. Προσέχετε λοιπόν, παιδιά μου, να μη υπερηφανεύεσθε. 

 



Απόσπασμα εκ του βιβλίου: 
''Διδαχαί και Προφητείαι του αγίου Κοσμά του Αιτωλού''. 
Εκδόσεις <<Λυδία>>. 
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου: ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.




Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός


Print Friendly and PDF
Εικόνες θέματος από A330Pilot. Από το Blogger.