Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει,/ μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο,/ στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.
/Από δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα,/ με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι,/ με τον άμμο του φεγγαριού μες στις χοντρές αρβύλες τους/ και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ' αυτιά τους.
/ Δέντρο το δέντρο, πέτρα- πέτρα πέρασαν τον κόσμο/ μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
/ Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.
Από την Ρωμιοσύννη του Γιάννη Ρίτσου
Ένας από τους χειρότερους εχθρούς, υπήρξε η πείνα και για τον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό, που οργάνωνε τις δυνάμεις του ενάντια στον κατακτητή.Και την «ξεπέρασε», και οργανώθηκε και κατάφερε καίρια χτυπήματα εναντίον των ναζί ο ελληνικός λαός με την αντίστασή του, που τον θαύμασε ο κόσμος όλος!
Μεταξύ της 1ης Μαΐου του 1941 και 15ης Οκτωβρίου του 1942 το Ράιχ αφαίρεσε κάθε χρήσιμο παραγωγικό εργαλείο και δεν έδωσε τίποτα, ή πολύ λίγα, σε ανταπόδοση καθιστώντας έτσι αδύνατη την ανάκαμψη της οικονομίας. Ολόκληρη η σοδειά κατασχέθηκε ως λεία πολέμου ή αγοράστηκε σε πολύ χαμηλές τιμές και μεταφέρθηκε στη Γερμανία. Όλα τα πολύτιμα για τις εξαγωγές αποθέματα σε λάδι, σταφίδα, καπνό, σύκα και ελιές κατασχέθηκαν με σκοπό πολλά από αυτά να θρέψουν τον γερμανικό στρατό της Βόρειας Αφρικής.
Ακόμη και ελληνικό νερό στάλθηκε σ’ αυτή την περιοχή. Μέχρι και εργοστάσια τροφίμων ίδρυσαν οι Γερμανοί, για να κονσερβοποιούν τα ελληνικά προϊόντα και να τα στέλνουν στην πατρίδα τους. Όσον αφορά τις επιτάξεις, χαρακτήριζαν την ύπαρξη και των ελάχιστων ιδιωτικών αποθεμάτων ως λαθρεμπόριο πολέμου και έτσι όλοι έσπευδαν τρομοκρατημένοι να παραδώσουν ό,τι είχαν στην κατοχή τους ακόμη και φάρμακα.
Συχνά επιβάλλονταν ομαδικές ποινές των κατοίκων σε τρόφιμα, ενώ πολλές ήταν και οι επιτάξεις ζώων. Περίπου στο ίδιο διάστημα μεταφέρθηκαν στη Γερμανία αγαθά αξίας 45.700.000 μάρκων, ενώ μέχρι το τέλος του ίδιου χρόνου έφτασαν τα 150.000.000. Όλες οι αγορές έγιναν σε τιμές Κατοχής σε αναλογία 1 μάρκο προς 50 δραχμές.
Στον τομέα της βιομηχανίας η υφαντουργία, που απασχολούσε χιλιάδες εργαζομένους, υπολειτουργούσε δημιουργώντας έτσι πάρα πολλούς ανέργους, ενώ η εμπορική ναυτιλία, που προσπόριζε σημαντικά έσοδα στη χώρα έπαψε να το πράττει, και ο πόλεμος σταμάτησε τα πολύτιμα εμβάσματα των Ελλήνων από το εξωτερικό.
Το θέαμα εξαντλημένων ανθρώπων που σωριάζονταν στους δρόμους της Αθήνας, τα κάρα με τους σωρούς των πτωμάτων και οι ομαδικοί τάφοι είναι από τις σκληρότερες εικόνες για όσους τις αντίκρισαν και για όσους τις γνώρισαν καταγραμμένες σε φωτογραφίες της περιόδου.
Παρουσιάζουμε σύντομες μαρτυρίες επωνύμων, που κατέγραψαν το φαινόμενο με τη δική τους ματιά.Στα Φύλλα Ημερολογίου του Ασημάκη Πανσέληνου διαβάζουμε, με ημερομηνία 13.12.41: «Πείνα και αθλιότης στους δρόμους και στα σπίτια. Οι άνθρωποι πρήζονται. Πεθαίνουν στους δρόμους. Οι Γερμανοί αφαιρούν το παν. Τα τρόφιμα έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη.
Το θέαμα ανθρώπων αναίσθητων από την πείνα στα πεζοδρόμια της Λεωφόρου Πανεπιστημίου είναι κάθε μέρα συχνότερο. [...] Στο σταθμό μια γυναίκα πέφτει μπροστά μου σαν κεραυνόπληχτη. Την σηκώνουν, μαζεύεται κόσμος και της δίνει λεφτά. Τι να τα κάνει;» Μιλώντας για τις «μεγάλες θλιβερές ουρές» στις οποίες στέκονταν οι πεινασμένοι πολίτες, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ζωής, μαρτυρεί ο Γιώργος Καράγιωργας:
“Οι ουρές είναι μεγάλες, είναι θλιβερές, με λυπημένους ανθρώπους που ακολουθούν μια δική τους αυστηρή πειθαρχία κοπαδιού. [...] Η μητέρα προσφέρθηκε να πάει στην ουρά του φούρνου. Έφυγα από το σπίτι στις εννιά το πρωί. Εκείνη είχε ξυπνήσει από τις εξήμισι. Πίστευε πως θα ήταν με τους πρώτους.
Βρήκε να περιμένουν διακόσιοι άνθρωποι. Γύρισα στις εννιά το βράδυ κι ήταν ακόμα εκεί, στην ίδια θέση περιμένοντας να φέρουν αλεύρι, να το ζυμώσουν, να το ψήσουν και ν’ αρχίσουν τη διανομή που είναι τριάντα δράμια στο άτομο. Τη σήκωσα και τη βάσταξα για να γυρίσουμε σπίτι. Γι’ αυτό αγόρασα το ψωμί απ’ τον οδηγό. Τ’ αγοράζεις με μια χρυσή λίρα.
”Παρουσιάζουμε και τη μαρτυρία της Έρης Mελέκου γι’ αυτή τη λέξη «Πεινώ», που – δυστυχώς – άρχισε να ακούγεται ξανά απειλητικά στις μέρες μας, τις μέρες της «αφθονίας» και της «ευημερίας»: «Κατοχή. Στις γωνιές των δρόμων οι ντενεκέδες με τα σκουπίδια περιμένουν όχι το αυτοκίνητο ή μάλλον το κάρο να τους αδειάσει. Περιμένουν τους πεινασμένους ανθρώπους να ψάξουν μέσα να βρουν κάτι φαγώσιμο: λεμονόκουπα, φύλλα κρεμμυδιού…Τα μπακάλικα άδεια.
Το μόνο που βρίσκαμε ήταν μουστάρδα. Ο κυρ Βαγγέλης -ο παντοπώλης μας- διερωτάται πώς αγοράζουμε όλο μουστάρδα… Μια μέρα του έλυσα την απορία αυτή: “Σπουδαίο φαγητό” του λέω… Η λέξη “πεινώ” αντηχούσε συνεχώς στ’ αυτιά μας.
Παιδιά γύριζαν σκελετωμένα, ωχρά, σύρριζα στο πεζοδρόμιο και φώναζαν “πεινώ” για να τ’ ακούσουν οι ένοικοι των ισογείων σπιτιών να συγκινηθούν και να τους δώσουν κάτι, αν είχαν. Κάποτε μας έδιναν με δελτίο λίγο ψωμί οι φούρνοι. Ήταν από σκουπόσπορο. Αν το κρατούσες στα χέρια να πας στο σπίτι, κάποιος σου τ’ αρπούσε χωρίς ντροπή…»
Απόσπασμα κειμένου, τίτλος, επεξεργασία και επιμέλεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου