ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Η ΕΚΚΛΗΣΗ ΤΟΥ π. ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ ΣΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΟ ΔΙΟΙΚΗΤΗ




Σύσσωμο τό ἑλληνικό ἔθνος ἀγωνίσθηκε ἐναντίον τῶν ἰταλογερμανικῶν 

στρατευμάτων κατοχῆς τῆς πατρίδας μας.

Ἡ ἐθνική ἀντίσταση εἶχε τεράστιο κόστος καί θυσίες σέ ἀνθρώπινο δυναμικό

 τόσο ἀπό τήν πλευρά τῶν Ἑλλήνων πατριωτῶν καί τῶν συμμάχων τους

 ὅσο καί ἀπό τήν πλευρά τῶν δυνάμεων τοῦ Ἄξονα.

Ποιός Ἕλληνας μπορεῖ,νά ξεχάσει τό ὁλοκαύτωμα τοῦ Διστόμου, 10 Ἰουνίου 1944 

καί τῶν Καλαβρύτων, 13 Δεκεμβρίου 1943;

Βαρβαρότητα,

 ἐκφοβισμός, ἀντεκδίκηση, τιμωρία τῶν ἀθώων ἀπό τούς ἔνοχους ἐπιδρομεῖς 

καί καταληψίες τοῦ πατρίου ἐδάφους, ἐκτελέσεις, ἐν ψυχρῶ δολοφονίες.


Σάν σήμερα, ἕνα ἱερό κομμάτι τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, ἡ νῆσος Πάρος, ἔχει νά μᾶς ἀναδείξει μία μεγαλειώδη γιορτή, ἕνα πανηγύρι χαρᾶς καί εὐγνωμοσύνης πρός τήν Παναγίαν ἐπί τῇ διασώσει 125 Παρίων, οἱ ὁποῖοι εἶχε ἀποφασισθεῖ ἀπό τόν Γερμανό διοικητή τῆς Πάρου νά ἐκτελεσθοῦν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ σημερινός Μητροπολίτης Παροναξίας κ. Ἀμβρόσιος, ἀπό τή Μάρπησσα τῆς Πάρου.


Τί εἶχε ὅμως διαμεσολαβήσει καί ποῦ ἔγκειται τό θαῦμα; Εἰδικοί Γερμανοί ἀξιωματικοί τοῦ μηχανικοῦ καί στρατιῶτες ἄρχισαν μέ ἐντατικούς ρυθμούς νά κατασκευάζουν ἀεροδρόμιο στήν πεδιάδα πού βρίσκεται στή θέση Γαλλιός, σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τά χωριά Πρόδρομος, Μάρμαρα καί Τσιμπίδος, στήν ἀνατολική μεριά τῆς Πάρου. Στό ἐργοτάξιο αὐτό δούλευαν ἐργάτες ἀπό τήν Πάρο, τήν Ἀντιπάρο καί τή Νάξο, κάτω ἀπό τίς ἐντολές καί ὁδηγίες καί τήν ἐποπτεία Γερμανῶν Ἀξιωματικῶν.


Τό Ἀεροδρόμιο αὐτό εἶχε μεγάλη ἐπιχειρησιακή σημασία, γιατί θά ἀποτελοῦσε κεντρικό στρατηγικό σημεῖο στό Αἰγαῖο γιά τίς δυνάμεις τοῦ Ἄξονα. Γι’ αὐτό καί οἱ Σύμμαχοι ἐπεχείρησαν τήν καταστροφή του. Ὁ Ἱερός Λόχος, μαζί μέ Βρετανούς καταδρομεῖς, ἐπιτίθεται αἰφνιδιαστικά, ἐξουδετερώνει τήν γερμανική φρουρά τοῦ ἀεροδρομίου τῆς Πάρου καί συλλαμβάνει τόν διοικητή της.


ναλυτικότερα, στίς 14 Μαΐου 1944 ἀγγλικό ὑποβρύχιο ἄραξε σέ ἕναν ὅρμο στό Πίσω Λειβάδι τῆς Πάρου καί ἔβγαλε στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ἀνέβηκαν στό χωριό Τσιμπίδο (Μάρπησσα) καί πῆραν αἰχμαλώτους 7 στρατιῶτες Γερμανούς τήν ὥρα πού κοιμόντουσαν, σκότωσαν δύο καί τραυμάτισαν τόν διοικητή τοῦ ἀεροδρομίου ὑπολοχαγό Τάμπε, βρέθηκαν δέ καί καλώδια ἐπικοινωνιῶν κομμένα. 


Τό πρωί σέ ἀντίποινα συνέλαβαν οἱ Γερμανοί στό ἀεροδρόμιο τόν νεαρό Νικόλαο Στέλλα ἀπό τίς Λεῦκες. Ἔχοντας ἐναντίον του βάσιμες ὑποψίες τόν θανάτωσαν μέ ἀγχόνη κρεμώντας τον πάνω σέ ξύλο σέ ψηλό μέρος γιά νά φαίνεται ἀπό τά γύρω χωριά πρός ἐκφοβισμό.Ὁ στρατιωτικός διοικητής Γκραφονμπερεμπέργκ ζήτησε ἀπό τούς Προέδρους τῶν Κοινοτήτων Πάρου καί Ἀντιπάρου νά τοῦ παραδώσουν σέ ὁρισμένη μέρα 125 νέους, τούς ὁποίους θά ἐκτελοῦσε.


Οἱ Πρόεδροι ὅλων τῶν Κοινοτήτων καί οἱ ἱερεῖς - ἐφημέριοι μαζί μέ τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Λογγοβάρδας Φιλόθεο Ζερβάκο πῆγαν ὅλοι στήν κωμόπολη Τσιμπίδο, στό σπίτι τοῦ καλοῦ γιατροῦ Εὐστρατίου Ἀλιπράντη καί, ἀφοῦ ἔκαναν συμβούλιο, ἀποφάσισαν νά πᾶνε ὅλοι μαζί στό διοικητή καί νά τόν παρακαλέσουν νά ἀλλάξει ἀπόφαση.


πειδή ὅμως πληροφορήθηκαν ὅτι ὁ διοικητής εἶχε προαναγγείλει νά μήν πάει κανείς στό διοικητήριο γιά νά μεσολαβήσει τήν ἀναστολή ἤ τήν ἄρση τῆς ἀπόφασης ἐκτέλεσης τῶν Παρίων, σχημάτισαν ἐπιτροπή ἀποτελούμενη ἀπό τόν Ἡγούμενο Πατέρα Φιλόθεο Ζερβάκο, τόν γιατρό Ἀλιμπράντη καί τόν Πρόεδρο τῆς Κοινότητας Ἀρχιλόχου Ἐμμανουήλ Καβάλλη, ἡ ὁποία πῆγε στόν Φρούραρχο Ζάσσε, ὑπολοχαγό, τόν ὁποῖο παρακάλεσαν νά μεσιτεύσει πρός τόν Διοικητή. 


Φρούραρχος τούς εἶπε ὅτι «ἐγώ τόν παρακάλεσα νά μήν σκοτωθοῦν ἄνθρωποι ἀθῶοι.Ἀλλά ἐκεῖνος ἦταν ἀμετάπειστος καί ἀκόμη μέ ἀπείλησε μέ αὐστηρό τρόπο νά μήν τοῦ ἀναφέρω κάτι σχετικό. Ὅποιος τολμήσει νά μεσιτεύσει θά τόν τιμωρήσει παραδειγματικά».


«Τό μόνο πού σᾶς συνιστῶ, συνέχισε ὁ Φρούραρχος, εἶναι νά τόν καλέσει ὁ Ἡγούμενος στό Μοναστήρι, ἐκεῖ ἰδιαίτερα οἱ καλόγεροι νά τόν περιποιηθοῦν, καί σέ κάποια στιγμή νά κάνει λόγο ὁ Ἡγούμενος γιά τούς καταδικασθέντες σέ θάνατο Παριανούς, καί ἴσως δεχθεῖ τή διαμεσολάβηση». 


Φρούραρχος παλαιότερα μιλοῦσε μέ ὡραῖα λόγια γιά τό Μοναστήρι τῆς Λογγοβάρδας καί τόν εἶχε προδιαθέσει εὐμενῶς. Ὁ Ἡγούμενος δέν ἔχασε καιρό. Ἀμέσως τόν εἰδοποίησε καί τόν προσεκάλεσε νά ἐπισκευθεῖ τό Μοναστήρι.


Μόλις πῆρε ὁ Διοικητής τήν πρόσκληση, εἰδοποίησε τηλεφωνικῶς τόν π. Φιλόθεο ὅτι τήν ἑπομένη 23 Ἰουλίου, ἡμέρα Κυριακή, θά ἐπισκεπτόταν τή Μονή μαζί μέ ἄλλους ἕξι ἀξιωματικούς καί στρατιωτικούς. Πράγματι, τήν Κυριακή τό πρωί ἄφησε ὁ Γερμανός Διοικητής τό αὐτοκίνητό του σέ κάποιο σημεῖο τῆς διαδρομῆς, κοντά στό Μύλο, καί ἀπό κεῖ μέ ζῶα τῆς μονῆς μεταφέρθηκαν στό Μοναστήρι. 


Στήν ἀρχή ἔδειχνε σάν νά τά εἶχε χαμένα. Εἶχε βλέμμα στυγνό καί ἄγριο, ὕφος σατραπικό καί ἔδειχνε ὅλη τήν ἀγριότητα τοῦ κατακτητῆ. Ἀλλά μέ τίς περιποιήσεις τῶν μοναχῶν καί τίς φιλοφρονήσεις τους ἄρχισε νά ἡμερώνει, νά γίνεται πιό ὁμιλητικός, νά ζητάει νά μάθει μέσω διερμηνέα τή σημασία ὁρισμένων ἀντικειμένων τῆς μονῆς, ὁ ἅγιος δέ Καθηγούμενος οὔτε γιά μία στιγμή δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό κοντά του. 


Μετά τό φαγητό καί τά γλυκίσματα ὅλη ἡ ἀκολουθία τοῦ Γερμανοῦ Διοικητοῦ κατέβηκε στό καθολικό της Μονῆς γιά νά παρακολουθήσει τήν ἱερή ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, μετά τό τέλος τῆς ὁποίας οἱ μοναχοί ἔψαλλαν τήν παράκληση στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ὑπέρ τῆς διάσωσης τοῦ μελλοθανάτων ἀδελφῶν. Μετά τήν ἱερά Παράκληση καί ἐνῶ ἦταν ὅλοι ἕτοιμοι νά ἀναχωρήσουν, ὁ διοικητής σέ ἀπόδειξη φιλοφροσύνης εἶπε στόν π. Φιλόθεο Ζερβάκο νά τοῦ ζητήσει μιά ὁποιαδήποτε χάρη.


Ἡγούμενος θαύμασε γιά τήν μεταστροφή τοῦ Γερμανοῦ Διοικητῆ, πῆρε θάρρος καί ἀφοῦ ζήτησε νά μείνουν μόνοι στό ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς τόν εὐχαρίστησε γιά τήν τιμητική ἐπίσκεψη στήν ἱστορική μονή, τοῦ εὐχήθηκε ὑγεία καί εὐτυχία καί ζήτησε μέσω τοῦ διερμηνέα, νά τοῦ ὑποσχεθεῖ ὅτι τή χάρη πού θά ζητήσει νά μήν τοῦ τήν ἀρνηθεῖ. Ὁ διοικητής τοῦ ἔδωσε τό δεξί χέρι καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά δώσει ὅ,τι τοῦ ζητήσει. Καί ὁ πατήρ Φιλόθεος τοῦ εἶπε: «θέλω νά χαρίσεις τή ζωή ἐκείνων πού καταδικάσθηκαν σέ θάνατο χωρίς νά φταῖνε».


διοικητής τοῦ ἀπάντησε: «Ζήτησέ μου ἄλλη χάρη, γιατί αὐτήν δέν μπορῶ νά τήν κάνω. Ξέρω ὅτι δέν εἶναι δίκαιη ἀπόφαση, ἀλλά δέν ἐξαρτᾶται ἀπό μένα. Ἔχω τέτοια διαταγή ἀπό τούς ἀνωτέρους μου,ὅταν σκοτωθεῖ ἕνας Γερμανός νά φονεύονται πενήντα. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ ἀνταπαντᾶ καί τοῦ λέει:


«φόσον δέν μοῦ κάνατε τή χάρη πού σᾶς ζήτησα, γι’ αὐτό στούς ἐκτελεσθησομένους νά μέ συμπεριλάβετε καί μένα». Τότε ὁ διοικητής συγκινήθηκε, τοῦ ἔδωσε τό χέρι καί τοῦ λέγει. «σοῦ τούς χαρίζω, μόνον νά συστήσεις σέ ὅλους τους κατοίκους τοῦ νησιοῦ νά μήν ἐπαναληφθεῖ τέτοιο σαμποτάζ». Ὁ Ἡγούμενος τοῦ τό ὑποσχέθηκε καί ἔτσι ὁ Γερμανός διοικητής ἔφυγε ἀπό τό Μοναστήρι τῆς Λογγοβάρδας εἰρηνικός, εὐχαριστημένος. 


Δέν ἄργησε, ὅμως νά ἔλθει ἡ μέρα τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ νησιοῦ καί τῆς Ἑλλάδας ἀπό τά στρατεύματα κατοχῆς. Γιά μᾶς τούς χριστιανούς αὐτό πού πιό πάνω περιγράψαμε δέν εἶναι παρά ἕνα θαῦμα.


Ναί μέν ἡ εὐφυία τοῦ Γέροντα Ἡγουμένου καί οἱ διπλωματικές ἐνέργειες τῶν μοναχῶν καί τῶν ἄλλων Παριανῶν ἡγετῶν ἔκαναν ὅ,τι ἦταν δυνατόν νά κάνουν, γνωρίζοντας τή ρήση τοῦ Σολομώντα ὅτι καί θηρία πού κολακεύονται ἐξημερώνονται, ὅπως συνέβη μέ τήν περίπτωση τοῦ Γερμανοῦ Διοικητῆ, πού κατά τή μορφή καί τήν ψυχή ἔμοιαζε μέ ἀνήμερο θηρίο.



Ἀλλά ἡ Κυρία Θεοτόκος,

 ἡ μητέρα πού καταλαβαίνει τόν πόνο τῶν παιδιῶν της, ἡ προστασία καί ἡ ἐλπίδα 

ὅλων ὅσοι ζοῦν στό πένθος καί τή θλίψη εἶδε τήν ἀδικία, ἄκουσε τίς δεήσεις τοῦ φιλόχριστου λαοῦ τῆς Πάρου

 καί μετέτρεψε τήν καρδιά καί τόν ἀρνητισμό τοῦ Γερμανοῦ διοικητῆ καί χάρισε τή σωτηρία σέ 125 ψυχές.

Ἀξίζει λοιπόν νά ψάλλουμε κι ἐμεῖς τό πιό κάτω διαπιστωτικό τροπάριο

 πού ἀκοῦμε σέ ὅλες τίς ἐκκλησίες τό Δεκαπενταύγουστο:

«Οὐδείς προστρέχων

 ἐπί Σοί κατησχυμμένος ἀπό σοῦ ἐκπορεύεται, Ἁγνή Παρθένε Θεοτόκε, 

ἀλλ’ αἰτεῖται τήν χάριν καί λαμβάνει τό δώρημα πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως».



Πηγή: ''Αγία Ζώνη''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF