Ήρθαν μιαν άγρια νύχτα, καθώς η χιονοθύελλα λυσσομανούσε.
-Ντύσου γρήγορα, παππά!
Φεύγουμε!
-Δεν πάω πουθενά,φίλοι μου! Η ποιμαντική μου συνείδηση με κρατάει εδώ!
Με υποχρέωσαν βίαια να ντυθώ. Πέταξαν μέσα σ᾿ ένα σάκκο τα ρούχα,
τα βιβλία και μερικά άλλα πράγματά μου. Οι ικεσίες μου ήταν ανώφελες.
Δεν άκουγαν. Μόνο μου φώναζαν να βιαστώ. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
Πήρα το αντιμήνσιο, το Αρτοφόριο καί το Ευαγγέλιο.
Μ᾿ έβαλαν σ᾿ ένα αμάξι. Και φύγαμε... Μ᾿ έφεραν στην μικρή παραποτάμια πόλη,
στο σπίτι ενός τσαγκάρη, του Σάββα Γρηγόριεβιτς Κοβίλιν.
Άρχισα να μαθαίνω την τέχνη του παπουτσή.
Ο Σάββας Γρηγόριεβιτς ήταν πιστός άνθρωπος.
Καθόμασταν τα βράδια κάτω από μία φλαμουριά καί μελετούσαμε την Αγία Γραφή,
συζητούσαμε πνευματικά, προσευχόμασταν...
Ήταν ένας λεβεντόκορμος γέροντας με φωτεινή, καθαρή ψυχή.
Κρατούσε από σόι παραδοσιακό, ορθόδοξο. Με την ζωή του λες και ζωγράφιζε την εικόνα του Χριστού! Τα Σάββατα καί τις Κυριακές έρχονται οι συγγενείς του και άλλοι ευσεβείς άνθρωποι. Τελούμε τή θεία Λειτουργία στο πίσω δωμάτιο... Οι χριστιανοί ἔμαθαν γιά μένα. Μου φέρνουν κρυφά τα νήπια γιά νά τὰ βαφτίσω. Μου ζητάνε νά τους εξομολογήσω, να τους κοινωνήσω, να τους παντρέψω εκκλησιαστικά... Η πόλη δεν είχε ιερείς. Πρίν έρθω, τους είχαν εξαφανίσει όλους. Άλλους είχαν εξορίσει στο Σολόφκ, και άλλους τους θανάτωσαν μετά από φρικτά βασανιστήρια. Άκουσα πως όρμησαν σ᾿ έναν ιερέα την ώρα που κρατούσε το άγιο Ποτήριο. Έχυσαν στο πάτωμα το αίμα του Χριστού.
Και τον λειτουργό, αφού τον έβγαλαν με τ᾿ άμφια έξω από την εκκλησία, τον κρέμασαν στην πλατεία, σ᾿ έναν ηλεκτρικό στύλο. Στο χωριό Ντούμπναχ, τον π. Δημήτριο, συμμαθητή μου στην Ιερατική Σχολή, τον τύφλωσαν με τίς λόγχες. Τέλεσα σήμερα μίαν ασυνήθιστη νεκρώσιμη ακολουθία. Έρχεται καί με βρίσκει μία γερόντισσα. Τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα. -Παππούλη μου, διάβασε, σε παρακαλώ, τον αντίχριστο τον γυιό μου! Τον σκότωσαν!... -Πού τον έχουν τώρα; -Εκεί,πάτερ μου, σε δαύτους... Στο, πως το λένε; -«Σπίτι του Λαού»!... Εκεί βρίσκεται το λείψανό του. Εσένα, βέβαια, δεν θά σ᾿ αφήσουνε να μπεις εκεί. Κοσμικά τον κηδεύουνε, μέ μουσικές και τραγούδια... Ήταν κομισάριος... -Πώς θα τον ψάλλω τότε; -Από μακριά, καλέ μου!... Δώσε στην αρνησίθεη ψυχή του τουλάχιστον αυτή την τελευταία ευλογία... Κλαίει ἡ γριά μάννα. Παρακαλεί στο όνομα του Χριστού... Άρχισα να ψάλλω τη νεκρώσιμη ακολουθία.... Έξω απ᾿ τό παράθυρο μεταφέρουν το νεκρό κομισάριο στον τάφο, με μουσική...
Και μέσ᾿ απ᾿ το παράθυρο εγώ διαβάζω για χάρη του, ό,τι μισούσε ν᾿ ακούει ζωντανός: «Ανάπαυσον, ο Θεός, τον δούλον σου, και κατάταξον αυτόν εν Παραδείσῳ..., παρορών αυτού πάντα τα εγκλήματα». Έγινα καλός τσαγκάρης! Κάναμε καλές δουλειές μέ τό Σάββα Γρηγόριεβιτς: Τό «νυχτερινό ποίμνιο» μεγάλωσε τόσο, που δέν χωράει πια στο σπίτι. Στην πόλη δεν σταματάνε καθόλου οι πυροβολισμοί... Μια νύχτα χτυπάνε την πόρτα μας. Ανοίγουμε. Είναι ο κομισάριος Αχτίρωφ. -Παππά, έλα μαζί μου! Ετοιμάστηκα για τον θάνατο. Ο Σάββας Γρηγόριεβιτς άσπρισε σαν το χιόνι. Ο κομισάριος μαλάκωσε την φωνή του καί μας καθησύχασε: -Μή φοβάστε,αδελφοί! Ήρθα να πάρω τον παππούλη για να βαφτίσει τον γυιό μου... κρυφά... γιατί αν δεν το κάνει, δεν θα ζήσει το παιδί!
Σήμερα κάναμε σύσκεψη. Αποφασίσαμε να σταματήσουμε τις λατρευτικές μας συνάξεις στο σπίτι, καί να μεταφερθούμε στο δάσος. Έχουμε μεγάλα, πυκνά, ασφαλή δάση. Και δεν είναι πολύς καιρός, που ένας αδελφός βρήκε τυχαία μίαν απόμακρη, ευρύχωρη σπηλιά. Πήγαμε νύχτα εκεί. Ως το ξημέρωμα την μετατρέψαμε σ᾿ έναν υπέροχο πρωτοχριστιανικό ναό! Σκουροπράσινα αιωνόβια ἔλατα έκρυβαν την είσοδό της. Καλύτερο μέρος δεν μπορούσαμε να βρούμε! Μεταφέραμε τις Εικόνες κρυφά. Συμφωνήσαμε να πηγαίνουμε κάθε φορά μόνοι κι από διαφορετικούς δρόμους, θυμόμασταν τα λόγια του αποστόλου: «Βλέπετε πως ακριβώς περιπατείτε» (Ἐφεσ. 5,15). Η πρώτη μας σύναξη στην σπηλιώτικη εκκλησία, μέσα στο δάσος!... Κεριά δεν είχαμε. Μονάχα ένα δαδί άναβε.
Μετά το «Αἰνείτε», έψαλλα πρώτος το μεγαλυνάριο του Οσίου Σεργίου του Ραντονέζ -αυτό μόνο θυμήθηκα μπροστά στην αναμμένη δᾴδα! Ύστερα ψάλλαμε όλοι μαζί: «Μακαρίζομέν σε, όσιε πατήρ ημῶν Σέργιε, και την αγίαν μνήμην σου τιμώμεν, των μοναζόντων διδάσκαλε και τῶν αγγέλων συνόμιλε». Όλη την νύχτα εξομολογούσα. Διέκοψα κάποια στιγμή, για να ξεκουραστώ, καί κίνησα γιά ένα περίπατο μέσα στο δάσος. Ξάφνου, ακούω από μακριά ένα σπαραχτικό, θανάσιμο ξεφωνητό... κι έπειτα μερικούς πυροβολισμούς... Κάθησα στον κορμό ενός πεσμένου δέντρου. Σαν μικρό παιδί αναρωτιόμουν και απορούσα: Γιατί νά᾿ ναι τόσο φοβερός ο άνθρωπος; Δεν μπορούμε, αλήθεια να ζήσουμε χωρίς αυτές τις νυχτερινές κραυγές, χωρίς αυτούς τους φονικούς πυροβολισμούς;... Τώρα απλώθηκε ἡσυχία. Σιγή νεκρική. Σημεία των καιρών: παλιές Εικόνες, σε σπίτια και ναούς, αστράφτουν κι ακτινοβολούν! Οι τρούλλοι πολλών εκκλησιών, μαυρισμένοι από τον χρόνο, ξαφνικά ανακαινίζονται και λαμποκοπούν!
Τί θέλει να μας δείξει ο Θεός με τούτα τα θαύματα; Παραμονή Χριστουγέννων. Πέφτει πυκνό χιόνι. Επικρατεί φαινομενική ησυχία. Στέκομαι στο παράθυρό μου καί φαντάζομαι πως τίποτα κακό δεν συμβαίνει πια στην Ρωσία. Όνειρο ήταν, εφιάλτης, καί πέρασε... Όλοι μας σήμερα το βράδυ, όπως τον παλιό καλό καιρό, θα ψάλλουμε,: «Η γέννησίς σου, Χριστέ, ο Θεός ἡμών...». Σ᾿ όλα τα σπίτια θά ᾿ναι τα καντήλια αναμμένα... Μα δεν πρόλαβα να ονειροπολήσω για πολύ. Έξω, στον δρόμο, περνάνε κάτι «παλλικάρια». Δέν είναι μόνα τους. Οδηγοῦν -δεν ξέρω που, καταλαβαίνω όμως με τι σκοπό- τον πρώην δήμαρχο, τον διευθυντή του γυμνασίου, μερικούς στρατιωτικούς, έναν έφηβο και μία κοπέλλα αχτένιστη. Ο ψαρομάλλης γυμνασιάρχης προχωράει σκυφτός, με πολλή δυσκολία... και τον σπρώχνουν με τον υποκόπανο του όπλου. Δεν είχε προλάβει να βάλλει, καθώς φαίνεται, ούτε ένα πανωφόρι. Μα κι ο δήμαρχος είναι με τις παντόφλες... Η καρδιά μου σφίχτηκε. Ένα επιφώνημα πόνου σάλεψε στα χείλη μου, και λιποθύμησα... Συνήλθα το βράδυ πια, μετά από εναγώνιες προσπάθειες του Σάββα Γρηγόριεβιτς.
Πώς θα κάνεις, πάτερ,απόψε την ακολουθία; Κοίταξε το πρόσωπό σου στον καθρέφτη. Μοιάζεις με νεκρό! Τί ἔπαθες; Δεν του είπα τίποτα. Προσευχήθηκα, πήρα αντίδωρο, ήπια αγιασμό, κι ένιωσα καλύτερα. Στίς 3 Ιανουαρίου, αργά την νύχτα, χτύπησαν την πόρτα μας. -Παππούλη, συμφορά! Έχουνε σκοπό να πετάξουν αύριο όλες τις εικόνες απ᾿ τον καθεδρικὸ ναό της πόλης... να γκρεμίσουνε το τέμπλο... και να κάνουνε την εκκλησία... κινηματογράφο! Μα το πιο φοβερό είναι, πως θα στήσουνε, λέει, την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας στη μέση της πλατείας, και θα την χρησιμοποιήσουν για ασκήσεις σκοποβολῆς!... Μου τα λένε καί κλαίνε. Άναψα. -Πόσοι άνθρωποι είστε εδῶ; ρώτησα. -Πέντε! -Φοβάστε τίποτα; -Είμαστε έτοιμοι και για βασανιστήρια και για θάνατο! απαντούν μ᾿ ένα στόμα. -Ακούστε τότε, παιδιά μου! Την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας μας πρέπει να την σώσουμε! Δεν θα αφήσουμε να την χλευάσουν!
Τους εξήγησα τι είχα στον νου μου. Ο Σάββας Γρηγόριεβιτς πήγε στην αποθήκη και γύρισε μ᾿ένα τσεκούρι, ένα σκαρπέλο κι ένα σφυρί. Κάναμε τον σταυρό μας και ξεκινήσαμε... Η Δέσποινα τ᾿ ουρανοῦ και της γης συμμάχησε μαζί μας: Όλος ο τόπος σκεπασμένος με χιόνι. Κανένα φως, καμμιά φωνή, κανένας σκύλος... Απόλυτη ησυχία -λες κι η γη είχε παραδώσει την ψυχή της στον Θεό. Πηγαίνουμε στο ναό χωριστά, από διαφορετικές κατευθύνσεις. Εγώ προχωράω ακολουθώντας το φράχτη. Οι άλλοι βρίσκονται κιόλας μέσα στο προαύλιο. Το άλογο είν᾿έτοιμο, ζευγμένο στο έλκηθρο, και περιμένει. Μας προστατεύουν τα γέρικα δέντρα, φορτωμένα χιόνι. Κοιτάξαμε ολόγυρα με προσοχή -μά τι να δούμε μέσα σ᾿ εκεῖνο το πηχτό σκοτάδι; Κάναμε το σταυρό μας άλλη μια φορά. Ένας μας χτύπησε δυνατά με το σφυρί την βαριά κλειδαριά· διαλύθηκε με την πρώτη! Αφουγκραστήκαμε: Μόνο το χιόνι κι η ανάσα μας.
Μπήκαμε στον κρύο ναό.
Βγάλαμε την αρχαία εικόνα της Θεομήτορος απ᾿ την μεγάλη κορνίζα της.
Την μεταφέραμε στο έλκηθρο,
την σκεπάσαμε με μπόλικο σανό καί κινήσαμε για τό δάσος -για την σπηλιά μας.
Ναί,
η Ίδια η Παντάνασσα οδηγούσε το άλογο!
Ησυχία.
Σκοτάδι.
Ερημιά.
Και το χιόνι να πέφτει συνέχεια, εξαφανίζοντας τα ίχνη μας...
Όταν πλησιάσαμε στην σπηλιά,
κατεβάσαμε την εικόνα από τό έλκηθρο και την σηκώσαμε στα χέρια,
βουλιάζοντας μέσα στο χιόνι.
Μήπως κι οι πρόγονοί μας κάπως έτσι δεν έκρυβαν στα δάση τα ιερά κειμήλια,
τον καιρό της ταταρικής εισβολής στην Ρωσία;
Στην πόλη απλώθηκε η φήμη για θαύμα
-η Δέσποινα εγκατέλειψε τόν ναό!
Και δεν ήταν, αλήθεια, θαύμα η σωτηρία της εικόνας;
Μόνο χάρη στην θεία δύναμη κατορθώσαμε να την φυγαδεύσουμε τόσο εύκολα!...
Σημείωση: Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο ''ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ'' του Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν. Από το 1921 ο νεαρός εμιγκρές άρχισε να δημοσιεύει άρθρα και δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες με το ψευδώνυμο Βόλγιν (επειδή ο μεγάλος ρωσικός ποταμός Βόλγας σχετιζόταν με τις παιδικές του αναμνήσεις). Το 1937 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα ονομαστήρια της γης» και τό 1938 «Το οδοιπορικό ραβδί». Η επιβολή του κομμουνιστικού καθεστῶτος και στην Εσθονία, μετά την κατάληψή της από τα σοβιετικά στρατεύματα (1940), τον αναγκάζει να σταματήσει την δημοσιογραφική-συγγραφική δραστηριότητά του. Ένα τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο «Αρχαία πόλη», που από το 1939 ετοιμαζόταν να εκδοθεί, δεν θα δει τελικά το φως της δημοσιότητας.
Τον Μάιο του 1941, ενώ δουλεύει σε ναυπηγείο,συλλαμβάνεται από την μυστική αστυνομία και φυλακίζεται με την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Λίγο αργότερα μεταφέρεται στο Κύρωφ (Βιάτκα), όπου δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 14 Δεκεμβρίου του 1941 σαν εχθρός του λαού...! Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει το αυτοτελές έργο του συγγραφέα «Το οδοιπορικό ραβδί». Πρόκειται για άτακτες ημερολογιακές σημειώσεις ενός αγνώστου ρώσου ιερέα, που ἔζησε στο πρώτο μισό τοῦ 20ού αιώνα,και που αποτύπωσε στο χαρτί βιώματα και γεγονότα της ζωής του,λίγο πρίν και μετά την οκτωβριανή επανάσταση!...Το δεύτερο μέρος περιέχει τέσσερα κείμενα-μαρτυρίες, όπου ο συγγραφέας περιγράφει, είτε προσωπικές μετεπαναστατικές εμπειρίες του, είτε άλλα περιστατικά,που πληροφορήθηκε από τους πρωταγωνιστές τους ή από αυτόπτες μάρτυρες -το τελευταίο μάλιστα, έχει γίνει πλατιά γνωστό εδώ και δεκαετίες, όχι μόνο μέσα στην Ρωσία, αλλά κι έξω από τα σύνορά της. Γ.Δ.
Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου