Τα χάσαμε όλοι,όταν είδαμε τόν Ιάκωβο Λντωφ στόν εσπερινό.
Δεκαπέντε χρόνια ζούσε στο συνοριακό χωριό μας.
Πρόσφυγας κι αυτός απ' την Ρωσία.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, άφησε την πατρίδα κι ήρθε εδώ.
Αγόρασε γη,έχτισε μεγάλο σπίτι, πήρε γυναίκα μία ξενόφερτη και πάντα αμίλητη κυρά,
κι άρχισε ν' ασχολείται με την γεωργία.
Ποιός ήταν κι από που κράταγε η σκούφια του, κανένας δεν τό 'ξερε,
μα και κανένας δεν αποφάσιζε να τον ρωτήσει.
Ο Ιάκωβος ήταν μελαχρινός και μαλλιαρός, με το πρόσωπο πάντα σκοτεινό, σκυθρωπό.
Τα λόγια του μετρημένα.
Το βλέμμα του διαπεραστικό και απωθητικό.
Με τ' όνομά του φοβέριζαν τα σκανταλιάρικα παιδιά.
Όλοι ήταν βέβαιοι,
πως,
αν δεν ήταν φονιάς, θα είχε κάνει πάντως κάποιο μεγάλο κακό...
Είχε πολλά λεφτά, αυτό ήταν φανερό.
Κι έπινε πολύ, προπαντός τις νύχτες, κλεισμένος μέσα στο σπίτι του.
Ήταν στιγματισμένος σαν άθεος,
αντίχριστος.
Ούτε ν' ακούσει δεν ήθελε για Εκκλησία.
Δεν πατούσε το πόδι του στον ναό, ούτε τις μεγάλες γιορτές.
Για ό,τι είχε σχέση με την πίστη και τον Θεό, εκφραζόταν με βρισιές και περιφρόνηση.
Να γιατι,
όταν τον είδαμε να έρχεται στον εσπερινό, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας.
Οι πιστοί άρχισαν να τον λοξοκοιτάνε και να ψιθυρίζουν μεταξύ τους.
Ο Ιάκωβος στάθηκε σε μίαν άκρη όρθιος,ακίνητος, με κρεμασμένα κάτω τα μακριά κι άγρια χέρια του. Έκανε τον σταυρό του ή δεν τον έκανε; Αυτό αναρωτιόντουσαν όλοι. Στεκόταν σαν άγαλμα, με το βλέμμα στυλωμένο σε μία σκοτεινή γωνιά. Δεν γονάτισε μαζί με τους άλλους στον όρθρο, όταν έψαλλαν το «Αινείτε...». Στους ρωσικούς ενοριακούς ναούς ο όρθρος τελείται μαζί με τον εσπερινό. Για πρώτη φορά παρατήρησαν,πως είχε ασπρίσει κι αδυνατίσει. Λες κι είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι,μετά από πολύχρονη αρρώστια. Η ακολουθία πλησίαζε στο τέλος της. Έξω βούιζε ο δυνατός αυγουστιάτικος αέρας, κάνοντας τα δέντρα να χορεύουν. Έψαλλαν το «Τη υπερμάχῳ...» και πήραν την ευλογία του π. Κυρίλλου. Η εκκλησία άδειασε. Μόνο ο νεωκόρος έμεινε κι έσβηνε τα κεριά.
Τότε ο Ιάκωβος Λντώφ πλησίασε τον ιερέα. —Τι θέλεις, Ιάκωβε;... —Εσένα, παππούλη, θέλω να εξομολογηθώ! Η φωνή του ήταν ταραγμένη, μα ο τόνος της θερμός. Τα λόγια του ήταν χρωματισμένα μ' ένα παράξενο πόνο. Ο π. Κύριλλος διαισθάνθηκε, πως θ' άκουγε μίαν εξομολόγηση σοβαρή, ουσιαστική, φοβερή ίσως!... Στην μισοσκότεινη εκκλησία, που την φώτιζαν μόνο τα καντήλια του τέμπλου,άρχισε το μυστήριο. Μπροστά στο προσκυνητάρι με τον Σταυρό και το Ευαγγέλιο, ο Ιάκωβος μιλούσε κοφτά, πονεμένα και βαριά. Συχνά σκούπιζε το μέτωπό του και, σωπαίνοντας, βυθιζόταν σε σκέψεις. Κάπου-κάπου έριχνε μία ματιά ολόγυρα και πιανόταν με δύναμη απ΄ το προσκυνητάρι. Έτσι γίνεται η εξομολόγηση στην Ρωσική Εκκλησία. —Εμεῖς υποχωρούσαμε, έλεγε.Οι κόκκινοι είχαν κυριαρχήσει στην χώρα. Το τέλος του λευκού στρατού μας είχε φτάσει... Πέντε είμασταν, που αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι πρωτάκουστο -θέλαμε, βλέπεις, να εξασφαλίσουμε χρήματα για την προσφυγιά... Και τί σκεφτήκαμε;...
Να κλέψουμε από την μητρόπολη την ασημένια λάρνακα με τα πολύτιμα πετράδια... που είχε μέσα τ'άγια λείψανα!... Καταστρώσαμε το σχέδιο. Βρήκαμε άλογα... Ήταν χειμώνας,κρύο πολύ... Πήγαμε στον ναό και ζητήσαμε τον φύλακα —οι εφημέριοι είχαν ήδη περάσει τα σύνορα,είχαν φύγει στο εξωτερικό για να γλιτώσουν απ' τους κόκκινους... Ήρθε ο φύλακας. «Τα κλειδιά!...», απαιτήσαμε. Με κάποιο φόβο μας ρώτησε: «Τί σας χρειάζονται;». Του είπαμε πως εκείνη την νύχτα θά 'μπαιναν τάχα στην πόλη οι κόκκινοι, και γι'αυτό ο διοικητής, μας είχε δώσει εντολή να πάρουμε τ' άγια λείψανα και να τα φυγαδεύσουμε στο εξωτερικό... Για να μην τα βεβηλώσουν... «Κι αν δεν μας πιστεύεις», του λέμε, «να η διαταγή, με την σφραγίδα και την υπογραφή του στρατηγού»... Μας πίστεψε. Άνοιξε την εκκλησία... Σκοτείνιαζε και το χιόνι έπεφτε πυκνό. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε έξω. Όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Μακριά ακούγονταν πυροβολισμοί. Ριγούσαν οι ψυχές μας —η ψυχή μου...
Με πολύ κόπο βγάλαμε την λάρνακα έξω. Την φορτώσαμε στο έλκηθρο, την σκεπάσαμε με πανιά και σανό, κεντρίσαμε τ' άλογα και κινήσαμε για τα σύνορα. Όλη την νύχτα ταξιδεύαμε, βουλιάζοντας στο χιόνι... Δεν είχαμε ξεμακρύνει πολύ, όταν ο δρόμος μας φωτίστηκε από την ανταύγεια μιας μεγάλης πυρκαγιάς —καιγόταν η πόλη... Φτάσαμε στα σύνορα χωρίς προβλήματα. Πριν τα περάσουμε κι έρθουμε εδώ,σταματήσαμε. Το δάσος ήταν πολύ πυκνό... Α!... Εδώ πέρα έγινε κάτι πολύ δυσάρεστο —σάλεψε το μυαλό ενός συντρόφου μας! Έπεσε ξαφνικά πάνω στην λάρνακα κι έσυρε μια φοβερή, ανατριχιαστικὴ κραυγή. Όλοι παγώσαμε, χλομιάσαμε... Ύστερα άρχισε μια να γελάει και μια να κλαίει... Να ξεστομίζει ακατονόμαστες βλαστήμιες... Τέλος πάντων, για να μην πολυλογώ, ένας μας τον ξέκανε με το πιστόλι... Ο π. Κύριλλος έπιασε νευρικά τον επιστήθιο σταυρό του. Το χέρι του έτρεμε. Ο Ιάκωβος σώπασε κι έπεσε σε συλλογή. Το πρόσωπό του έκανε αινιγματικούς μορφασμούς.
Το βλέμμα του έπεφτε πότε στην μια παλάμη και πότε στην άλλη. Σε μια στιγμή έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη του, το ξεδίπλωσε, μα δεν ήξερε τι να το κάνει... Ο ιερέας τον έβγαλε από την δύσκολη θέση, ρωτώντας τον μαλακά και ήσυχα: —Πες μου, τι έγινε στην συνέχεια; —Στην συνέχεια, παππούλη, έγινε το πιο φοβερό... Ανάψαμε φωτιά. Και αρχίσαμε να τή μοιράζουμε στα τέσσερα... —Την λάρνακα; —Ναι,την λάρνακα. Πρώτα-πρώτα βγάλαμε τα πολύτιμα πετράδια, τα χρυσά αφιερώματα, τους σταυρούς... και μετά χωρίσαμε την λάρνακα σε κομμάτια... με το τσεκοῦρι. —Και τα λείψανα; Τί κάνατε με τ' άγια λείψανα; ψέλλισε συγκλονισμένος π. Κύριλλος. —Τα βγάλαμε, ανοίξαμε ένα λάκκο και τα θάψαμε... —Αυτό σημαίνει ότι βρίσκονται εδῶ, στην γη μας; —Μάλιστα... όχι πολύ μακριά... αλλά, που ακριβώς, δεν θυμάμαι. Πάνε τόσα χρόνια... Τα παράθυρα του π. Κυρίλλου ήταν φωτισμένα σχεδόν ως τα ξημερώματα.
Οι λιγοστοί αργοπορημένοι διαβάτες βλέπανε τον ιερέα να βηματίζει μέσα σκεφτικός, απ' την μιαν άκρη ως την άλλη, και μόνο κάπου-κάπου να σταματάει μπροστά στις εικόνες. Μα το φως δεν έσβηνε ούτε στο σπίτι του Ιάκωβου Λντώφ... Στο βάθος του μεγάλου δάσους ηχούσαν καμπάνες! Ο ήχος τους ήταν καθαρός, δροσερός, σαν απόμακρο κελάρυσμα πηγής. Έδενε τόσο αρμονικά με το θρόισμα των φύλλων, που σάλευαν ακατάπαυστα απ' τον απριλιάτικο άνεμο! Άνοιξη, καταχνιά, μισολιωμένα χιόνια, λιμνούλες, λάσπες... Προχώρησα με οδηγό τον ήχο. Περιπλανήθηκα αρκετή ώρα. Τελικά, μέσα σ' ένα λευκό κύκλο από λυγερόκορμες σημύδες, αντίκρισα το φτωχικό μοναστηράκι. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες χρύσωναν τον ξύλινο ναίσκο. Στο καμπαναριό ξεχώρισα το ψαρόμαλλο κεφάλι του καμπανάρη, με το μαύρο σκουφάκι.
Μπήκα στην αυλή από την κεντρική πύλη και κάθισα σ' έναν πάγκο. Οι καμπανοκρουσίες σταμάτησαν. Ο καμπανάρης ήρθε κοντά μου. —Μοναχός Αντώνιος, είπε, και μου έβαλε μετάνοια. Σπάνια φτάνει κανένας ως εδώ... Βλέπετε τι εγκατάλειψη!... —Είσαστε πολλοί αδελφοί; —Κανένας, εκτός από μένα. Άδειασε το μοναστήρι... Άλλοι δεν άντεξαν τις σκληρές συνθήκες της ζωής μέσα στο δάσος, και γύρισαν στον κόσμο.
Άλλοι πάλι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο... ήρθαν πριν τρία χρόνια,
νύχτα,
στην γιορτή της Κοιμήσεως...
Μας κακοποίησαν πολύ... Μας χλεύασαν... Τρύπησαν τις εικόνες με τις ξιφολόγχες...
Την νύχτα εκείνη τουφέκισαν τον μοναχό Θεόκτιστο, τους ιερομονάχους Γρηγόριο και Μακεδόνιο,
τον διάκονο Σέργιο, τον δόκιμο Βενιαμίν...
Γύρισε κι έριξε ένα βλέμμα στους τάφους του κοντινού κοιμητηρίου της μονής.
—Τώρα είμαι μόνος εδώ!
Χτυπάω τις καμπάνες, προσεύχομαι, καταγίνομαι με τον κήπο,
πηγαίνω στο δάσος για ξύλα...
Όπως και πρώτα...
—Και δεν φοβάσαι, μήπως, ακούγοντας τις καμπάνες, έρθουν πάλι εδώ;
— Ας έρθουν!
Το τυπικό μας εγώ δεν το παραβαίνω... Μόνο για ένα πράγμα είμαι καταπικραμένος
—που τόσα χρόνια μένει κλειστή η ωραία πύλη του ναού... κλειστό το ιερό...
χωρίς λειτουργία...
Κατέβασε το κεφάλι κι έμεινε για λίγο σκεφτικός.
Ύστερα έριξε πάνω μου τα μάτια του, που χρύσιζαν μες στο αδύναμο φως του σύθαμπου,
και είπε:
— Μεγάλη Δευτέρα είν᾿ αύριο! Αν μπορείς, πάμε μαζί να ψάλλουμε τον όρθρο…
Συνεχίζεται...
Σημείωση: Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο ''ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ'' του Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν. Από το 1921 ο νεαρός εμιγκρές άρχισε να δημοσιεύει άρθρα και δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες με το ψευδώνυμο Βόλγιν (επειδή ο μεγάλος ρωσικός ποταμός Βόλγας σχετιζόταν με τις παιδικές του αναμνήσεις). Το 1937 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα ονομαστήρια της γης» και τὸ 1938 «Το οδοιπορικό ραβδί». Η επιβολή του κομμουνιστικού καθεστῶτος και στην Εσθονία, μετά την κατάληψή της από τα σοβιετικά στρατεύματα (1940), τον αναγκάζει να σταματήσει την δημοσιογραφική-συγγραφική δραστηριότητά του. Ένα τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο «Αρχαία πόλη», που από το 1939 ετοιμαζόταν να εκδοθεί, δεν θα δει τελικά το φως της δημοσιότητας.
Τον Μάιο του 1941, ενώ δουλεύει σε ναυπηγείο,συλλαμβάνεται από την μυστική αστυνομία και φυλακίζεται με την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Λίγο αργότερα μεταφέρεται στο Κύρωφ (Βιάτκα), όπου δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 14 Δεκεμβρίου του 1941 σαν εχθρός του λαού...! Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει το αυτοτελές έργο του συγγραφέα «Το οδοιπορικό ραβδί». Πρόκειται για άτακτες ημερολογιακές σημειώσεις ενός αγνώστου ρώσου ιερέα, που ἔζησε στο πρώτο μισό τοῦ 20ού αιώνα,και που αποτύπωσε στο χαρτί βιώματα και γεγονότα της ζωής του,λίγο πρίν και μετά την οκτωβριανή επανάσταση!...Το δεύτερο μέρος περιέχει τέσσερα κείμενα-μαρτυρίες, όπου ο συγγραφέας περιγράφει, είτε προσωπικές μετεπαναστατικές εμπειρίες του, είτε άλλα περιστατικά,που πληροφορήθηκε από τους πρωταγωνιστές τους ή από αυτόπτες μάρτυρες -το τελευταίο μάλιστα, έχει γίνει πλατιά γνωστό εδώ και δεκαετίες, όχι μόνο μέσα στην Ρωσία, αλλά κι έξω από τα σύνορά της. Γ.Δ.
Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου