Ο Όσιος Γέροντας Ιερώνυµος γεννήθηκε στο χωριό Γκέλβερι της Αγιοτόκου γης της Καππαδοκίας,
που επί αιώνες έδωσε πληθώρα Αγίων Πατέρων,
Οσίων και Μαρτύρων της Εκκλησίας µας και έλαβε το όνοµα Βασίλειος.
'Ητο τέκνο πολυτέκνου και ευσεβούς οικογενείας.
Η µητέρα του,
τον γαλούχησε από µικρής ηλικίας στην µυστηριακή ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Από πολύ νωρίς ο µικρός Βασίλειος ζούσε κατά Χριστό βίο τηρούσε τους κανόνες του και κήρυττε το λόγο του Θεού.
Το γεγονός αυτό είχε σαν συνεπεία να δηµιουργήσει κάποιες έριδες µεταξύ κάποιων συµπατριωτών του,
οι οποίοι είχαν διαλέξει την οδό της απώλειας και ελεγχόµενοι,
δυστροπούσαν και τον αντιµάχοντο.
Ήτο ευσεβέστατος και φιλακόλουθος.
Ο νεαρός Βασίλειος ακολουθώντας την ευχή της µητέρας του,
και τον ένθεο ζήλο του, χειροτονήθηκε διάκονος.
Από τη θέση του αυτή συνέχισε το θεάρεστο έργο της κηρύξεως του Θείου Λόγου.
Η αγάπη του κόσµου προς το πρόσωπο του ήταν µεγάλη.
Οι προστριβές όµως,
µε κάποιους που από την αρχή τον πολεµούσαν δεν σταµάτησαν,
αλλά συνεχίστηκαν ακόµη και πιο έντονα.
Έτσι αναγκάστηκε να αναχωρήσει από την γη που ανατράφηκε προς άλλον προορισµό.
Παρ' ότι τόσο ο κόσµος, η µητέρα του όσο και ο οικείος επίσκοπος τον πίεζαν για να χειροτονηθεί Ιερέας, ο ίδιος δεν δεχόταν µιας και όπως ο ίδιος έλεγε, και ένας να µην τον θέλει δεν γίνεται Ιερεύς. Μετέβη στους Αγίους Τόπους ως ταπεινός προσκυνητής των Παναγίων Προσκυνηµάτων,όπου και παρέµεινε για κάποιο µικρό χρονικό διάστηµα.Το πέρασµα του αυτό από την Αγία γη Σιών,τον επηρέασε βαθύτατα και αργότερα προέτρεπε τα πνευµατικά του τέκνα να πραγµατοποιήσουν το ταξίδι αυτό τουλάχιστον µια φορά στη ζωή τους. Μετά πήγε στην Πόλη, όπου ως ∆ιάκονος υπηρέτησε το Οικουµενικό Πατριαρχείο. Επέµενε να µη χειροτονηθεί ιερεύς αισθανόµενος το βαρύτατο φορτίο και την υψηλή ευθύνη, ακόµη κι όταν ο Πατριάρχης ο ίδιος επέµενε πιεστικά για την χειροτονία και την τοποθέτηση του στο Κοιµητήριο στο Μπαλουκλί, θέση µε αρκετές απολαβές και περιζήτητη από πολλούς.
Έτσι διαφώνησε και αρνήθηκε, και την απόφαση του αυτή την πλήρωσε πολύ ακριβά. Έµεινε κυριολεκτικά στο δρόµο ως ο έσχατος επαίτης. Απευθυνόµενος στον Πατριάρχη του είπε,«Εγώ δεν θέλω να υπάγω εκεί. ∆εν θέλω την Εκκλησίαν να την θεωρώ εµπόριον». Όµως και αυτή η δυσκολία χαροποιούσε τον Άγιο Γέροντα, ως ο ίδιος έλεγε ήταν «...ποτέ λύπη εις τον νουν δεν έβαλα. Μόνο στο νου µου συνεχώς είχα τον Χριστό µου να µην λυπήσω». Οι πολλές ταλαιπωρίες του, τον έκαναν να ασθενήσει και να εµφανίσει συµπτώµατα πολιοµυελίτιδας στο χέρι.Η κατάσταση επιδεινωνόταν και οι γιατροί πήραν απόφαση να του το κόψουν. Παρακαλούσε τον Κύριο µας και την Υπεραγία µας Θεοτόκο να τον βοηθήσουν. Όντως ευρέθη κάποιος ευσεβής ο οποίος µε τη βοήθεια, παρέµβαση και υπόδειξη του Αγίου Παντελεήµονος παρασκεύασε κάποια αλοιφή µε την οποία επάλειψε τις πληγές και έτσι έγινε καλά, το χέρι του νεαρού ∆ιακόνου π. Βασιλείου. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή ήλθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αίγινα.
Τοποθετήθηκε ως διάκονος στον Μητροπολιτικό ναό της Αίγινας και ως πνευµατικός οδηγός στην Ι. Μ. Ευαγγελισµού της Θεοτόκου, του Αγίου Νεκταρίου. Εν συνεχεία τοποθετήθηκε ως, πνευµατικός οδηγός στην Ι. Μ. Χρυσολεόντισσας. Ο θερµός του ζήλος για την κήρυξη του Θείου Λόγου,ο ενάρετος βίος του δεν ξέφυγαν της προσοχής του τότε Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήµονα. Επιµόνως τον προέτρεπε να χειροτονηθεί Ιερεύς. Με την επιµονή του αυτή, τελικώς ο π. Βασίλειος εκάµφη και χειροτονήθηκε. Του εδόθη το οφίκιο του Αρχιµανδρίτου και ταυτόχρονα του ανετέθη το έργου του Πνευµατικού, ένα έργο που µέχρι τέλους της επί γης ζωής του, τελούσε µε αυταπάρνηση, µε φόβο Θεού αλλά και αγάπη προς το συνάνθρωπο. Έτσι ανέλαβε ως Ιερεύς πια τον Ι. Ναό του Αγίου ∆ιονυσίου στο νοσοκοµείο, ναό που ο ίδιος τον κατασκεύασε, και συνέχισε µε ακόµη µεγαλύτερο ζήλο το πνευµατικό έργο του στο χώρο αυτό. Αναφέρεται ότι ο γέροντας εκτός του ποιµαντικού του έργου, περιποιήτω και τους ασθενείς ως «πρακτικός ιατρός» και είχε θεραπεύσει τα τραύµατα αρκετών.
Ο Άγιος Γέροντας,ως λειτουργός ιερούργησε µόνο για διάστηµα έξι µηνών στον Ι. Ν. του νοσοκοµείου. Σαράντα µέρες µετά την χειροτονία του και κατά την διάρκεια του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, είδε φοβερά οπτασία και απεφάσισε να σταµατήσει να ιερουργεί. Εξοµολογήθηκε τη φοβερά οπτασία αυτή, στο µητροπολίτη Καρυστίας που τον είχε χειροτονήσει. Σε άλλους ποτέ δεν είχε µιλήσει ποτέ για αυτό. Το µοναδικό που είπε κάποια στιγµή ήταν, ότι «σε άλλον Ιερέα» παρουσιάστηκε κατά την διάρκεια του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας φοβερό όραµα κατά την διάρκεια του οποίου ο Ιερέας έβλεπε τα Αγια ∆ώρα τον Άρτο και τον Οίνο, µε το φυσικά του µάτια, ως Σώµα και Αίµα Κυρίου εντός του Αγίου ∆ισκοπότηρου και αδυνατούσε να συνεχίσει. Ο ίδιος έλεγε. «∆εν ηδυνάµην µε τα θνητά και αµαρτωλά µου χέρια να ψηλαφώ τον Κύριο της ∆όξης». Βέβαια η οπτασία αυτή δεν είχε παρουσιαστεί σε «άλλον» ιερέα, αλλά στον ίδιο, ο οποίος όµως δεν το έλεγε από ταπείνωση. Συνέχισε να Ιερουργεί µέχρι της εξεύρεσης άλλου Ιερέως που θα εξυπηρετούσε της ανάγκες του ναού του νοσοκοµείου.
Όταν εξευρέθη αντικαταστάτης συνέχισε την διακονία του στο ναό ως Ψάλτης και ιεροκήρυκας. Για το µικρό χρονικό διάστηµα που ιερούργησε ήταν εξαιρετικά ιεροπρεπής κατά την ώρα των ακολουθιών και της Λειτουργίας, ένας Μελχισεδέκ, που τηρούσε το Τοπικό της εκκλησίας. Ως Λειτουργός λειτουργούσε πάντοτε µε ποταµούς δακρύων στα µάτια του. Ως άλλος Άγιος Σπυρίδων συλλειτουργούσε µε Άγιους και Αγγέλους, ως φυσικές παρουσίες, την ώρα της Θειας Λειτουργίας. Χαρακτηριστικά απευθυνόµενος σε νέους ιερείς έλεγε. «Αν δεν βλέπεις τον Άγγελο σου δίπλα σου στο Άγιο Θυσιαστήριο, µη λειτουργείς». Ήταν άκακος και µέχρις εσχάτων ταπείνωνε τον εαυτό του έναντι όλων, χωρίς ίχνος εγωισµού. Αναφέρεται ότι κάποτε βαδίζοντας µέσα στην πόλη της Αίγινας χαιρέτισε κάποιον µαγαζάτορα και του ευχήθηκε για τον υιό του που γιόρταζε. Ο άνθρωπος αυτός, άγνωστο γιατί, βγήκε από το µαγαζί του και αντί να τον ευχαριστήσει, τον εξύβρισε. Ο ανεξίκακος Γέροντας απεχώρησε αµίλητος, δεχόµενος όλες τις ύβρεις που του εκτόξευσε και επανήλθε στον υβριστή την επόµενη µέρα ζητώντας του συγνώµη για την αναστάτωση που του προξένησε.
Ο άνθρωπος τα έχασε, έβαλε τα κλάµατα και του ζήτησε συγνώµη για την απαράδεκτη συµπεριφορά του. ∆ιακόνησε τον Ναό του νοσοκοµείου για 18 χρόνια µε αυταπάρνηση. Κατά την διάρκεια αυτή της εφηµερίας του έλαβε το Μέγα Αγγελικό Σχήµα του Μοναχού,του τόσο επιθυµούσε, από τον Γέροντα Ιερώνυµο τον Σιµωνοπετρίτη, λαµβάνοντας το όνοµα Ιερώνυµος. Έζησε σε µια περίοδο που η Εκκλησία δοκιµαζόταν από την επιβαλλόµενη από σκοτεινούς κύκλους,µετατροπή του Ηµερολογίου. Μια υπόθεση που αποτέλεσε και αποτελεί µια µελανή σελίδα της Εκκλησιαστικής ιστορίας και που δυστυχώς οδήγησε στο σχίσιµο του «'Αραφου Χιτώνα» του Κυρίου ηµών Ιησού Χριστού.Μια ανοικτή πληγή που συνεχίζει να αιµορραγεί και να πληγώνει. Ο Άγιος Γέροντας, ελεγχόµενος συνειδησιακά και µη µπορώντας να αντέξει την επιβαλλόµενη καινοτοµία, παρακαλούσε το Θεό να του δώσει σηµείο για το τι θα πρέπει να πράξει. Ο ίδιος επιθυµούσε να επιστρέψει στο Πάτριο Ηµερολόγιο, αλλά ανέµενε Θείον µήνυµα περί της αποφάσεως του. Κάποια στιγµή κάποιοι «καλοθελητές» ενηµέρωσαν τον οικείο Μητροπολίτη, ότι ο Γέροντας δεν ιερουργεί στον ναό του νοσοκοµείου, διότι πηγαίνει µε το Παλαιό Ηµερολόγιο. Ο ∆έσποτας µη γνωρίζοντας τα περί της φοβέρας οπτασίας του που τον οδήγησαν στο να πάψει να ιερουργεί, τον ειδοποίησε ότι θα πήγαινε να συλλειτουργήσουν µαζί, ανήµερα της εορτής του Αγίου ∆ιονυσίου.
Αυτό το γεγονός αποτέλεσε, το εκ «Θεού σηµείο» που ζητούσε. Έτσι απέστειλε µια επιστολή στο Μητροπολίτη µε την οποία µε σεβασµό υπέβαλε την παραίτηση του από το Ναό του νοσοκοµείου και του γνώριζε, όπως όλοι άλλωστε το γνώριζαν, ότι σέβεται και επιθυµεί να ακολουθήσει το Πάτριο Ηµερολόγιο. Μετά την παραίτηση του απεσύρθη στο Ησυχαστήριο του, απετοιχίσθη ένεκεν της ακριβείας της Πίστεως και ακολούθησε το Πάτριο Ηµερολόγιο. Την περίοδο του πολέµου, ο Κύριός µας, του οποίου οι βουλές είναι άγνωστες και τα µυστήρια ανεξερεύνητα, επέτρεψε στον Γέροντα και µια άλλη δοκιµασία. Κάποιος τραυµατισµένος Γερµανός, κατάφυγε σ' αυτόν για να του θεραπεύσει ένα τραύµα. Ο π. Ιερώνυµος στην αρχή αρνήτω να τον βοηθήσει, διότι υπήρχε απαγόρευση. Τελικά, τον βοήθησε και τον έκανε καλά,ζητώντας µόνο να µην τον µαρτυρήσει.
Αντί του µάνα όµως στον Κύριο µας έδωσαν χολή, και αντί ευχαριστίας στην ευεργεσία, ο Γερµανός άφησε µια σφαίρα στο Ησυχαστήριο. Αποτέλεσµα ήταν να σκάσει η σφαίρα, να τον τραυµατίσει σοβαρά το χέρι και να του προκαλέσει µόνιµη κατά τους γιατρούς κόφωση. Απαιτήθη να του κοπεί το αριστερό χέρι. Ο ίδιος έλεγε, «Κύριε µου τίποτα δεν είχα όταν ήλθα στον κόσµο. Εσύ µε έφερες. Εσύ µε τα έδωσες όλα. Ας είναι δοξασµένο το όνοµα σου. Ότι ευδοκεί η Χάρις Σου δια εµέ ας γίνει. Αν είναι γιο το συµφέρον της ψυχής µου ας πάρεις και το άλλον χέρι». Παρακαλούσε τους Άγιους Αναργύρους τουλάχιστον να συντοµεύσουν την παραµονή του στο νοσοκοµείο. Τελικά όντως, µε τη παρέµβαση των Αγίων, συντοµεύτηκε η παραµονή του και µε τη θαυµατουργική δράση τους, αποκαταστάθηκε και η ακοή του, παρ' ότι του το είχαν αποκλείσει οι ιατροί. Τότε εις ευγνωµοσύνη, κατασκεύασε κοντά στο ησυχαστήριο του, τον Ι. Ναό των Αγίων και Ιαµατικών Αναργύρων, τον τρίτο κατά σειρά ναό που κατασκεύασε κατά την διάρκεια της επίγειας ζωής του. Ο Όσιος Γέρων ήτω εντελώς αφιλοχρήµατος σε σηµείο τέτοιο που, ότι και να του έδιδαν χρήµατα η τρόφιµα τα µοίραζε αµέσως στους πτωχούς.
Η κυριότερη µέριµνα του ήταν η ανακούφιση των πτωχών και όσων είχαν γενικά ανάγκη αρωγής, στην οποία επιδιδόταν κατά τρόπο κρυφό, εφαρµόζοντας το ρηθέν υπό του Κυρίου µας «µη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου». Εφάρµοζε στην πράξη την Ευαγγελική ρύση, «Γίνεσθε οικτίρµονες, καθώς και ο πατήρ υµών οικτίρµων εστί». Είναι πραγµατικά αναρίθµητοι οι ευεργετιθέντες από τις ελεηµοσύνες του. ∆εν ξεχώριζε ποτέ κανέναν, είτε αυτός ήταν ανθρώπου της εξουσίας και των γραµµάτων, είτε ένας ασήµαντος αγράµµατος εργάτης. Αναφέρεται ότι, όταν κάποια φορά τον κάλεσαν στο σπίτι κάποιου εφοπλιστή, εξανέστη από τη χλιδή και την πολυτέλεια που είδε και είπε: "εκεί µέσα δεν ξαναπάω, γλιστρούν πολύ τα µάρµαρα», θέλοντας να δείξει ότι η πολυτέλεια δεν προσφέρει τίποτα στον άνθρωπο τουναντίον, του κάνει κακό. Ένα πολύ γνωστό περιστατικό στον κόσµο της Αίγινας είναι και το παρακάτω. Γυρνούσε στα µαγαζιά της πόλης µε κρύο η µε ζέστη και σε ένα σάκο, ταγάρι, µάζευε ότι τρόφιµα του έδιδαν. Όλα αυτά που συγκέντρωνε τα µοίραζε σε αναξιοπαθούντες. Γινόταν ο ίδιος επαίτης για να διακονήσει όλους τους αδυνάτους. Όλοι στην Αίγινα το είχαν µεγάλη ευλογία για το σπιτικό και το µαγαζί τους, να του δίδουν ότι µπορούσαν.
Κάποια φορά περνώντας µπροστά από κάποιο από τα µαγαζιά δεν σταµάτησε και συνέχισε στον επόµενο. Ο µαγαζάτορας του φωνάζει, «Παππούλη, έλα κι από µένα». Ο Γέροντας στάθηκε και κοιτάζοντας τον στα µατιά του λέγει: «∆εν στάθηκα στον πάγκο σου διότι καλό δια εµέ δεν εσκέφθης». Και συνέχισε το δρόµο του. Ο µαγαζάτορας, που όντως αυτό σκεφτόταν, «τι τα θέλει τόσα ψάρια ο παπάς πρωί-πρωί», ακούγοντας τα λόγια αυτά τα έχασε και αµέσως µετανιωµένος γι αυτή του τη σκέψη, του έστειλε στο ασκητήριο πολλά ψαράκια για να µοιραστούν, όπου απαιτείτω. Είχε µετατραπεί σε «δοχείον» της Χάριτος του Παναγίου Πνεύµατος και ήταν συνεχώς ένας «φορέας» της Χάριτος αυτής και,όχι απλά ένας αχθοφόρος της. Έτσι ο Κύριος ηµών Ιησούς Χριστός τον είχε πολλάκις αξιώσει της θέας του «Άκτιστου Φωτός» της ∆όξας Του. Είχε αξιωθεί των δωρεών και των Χαρισµάτων του Αγίου Πνεύµατος. Ο ίδιος σχεδόν ποτέ δεν έλεγε για τις καταστάσεις τις οποίες βίωνε λόγω ταπεινότητας. Μετείχε σχεδόν όλων των χαρισµάτων του Παναγίου Πνεύµατος. Είχε διακριτικό, διορατικό, προορατικό, ιαµατικό αλλά και κατά των δαιµονίων χάρισµα. Ο Άγιος Ιερώνυµος δεν είχε πανεπιστηµιακές θεολογικές γνώσεις, όµως ήταν βαθύς γνώστης της Νηπτικής Θεολογίας των Αγίων Πατέρων, ένας εραστής της θεολογίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ανατολής του Αγίου Ισαάκ του Σύρου, ένας πραγµατικής Θεολόγος-Θεόπτης, ένας «Ιατρός» ψυχών που µε την διόραση την προόραση και την διάκριση, που τον είχε αξιώσει η Χάρις του Θεού έβλεπε: τα «άδηλα και κρύφια» της ψυχής του κάθε ανθρώπου που κατάφευγε στο πετραχήλι του για να αναπαυθεί,ένας ερηµίτης ησυχαστής µέσα στην πόλη.
Ήταν ένας απλοϊκός «Ποιµένας», όπως ο όρος ορίζεται και ερµηνεύεται από τον ίδιο τον Κύριον µας, που έδιδε και την ψυχή του ακόµη για τον συνάνθρωπο που τον είχε ανάγκη. Το κήρυγµά του ήταν λόγος µεστός, που κατόρθωνε και εισχωρούσε στην κάθε καρδία ακόµη και στην πιο σκληρή, που έφερνε δάκρυα µετανοίας αλλά και χαράς. Σε ότι αφορά το µυστήριο της εξοµολόγησης το εξατοµίκευε στον κάθε τύπο καρδιάς ανθρώπου, διακρίνοντας την πνευµατική κατάσταση του καθενός και το πόσο ο καθείς µπορούσε να αντέξει και να σηκώσει. Έτσι ενδυνάµωνε και βοηθούσε συνέτιζε αλλά και ανακούφισε,παρηγορούσε αλλά και άνοιγε συνειδήσεις,εισχωρούσε στα «άδηλα και στα κρύφια» της κάθε µιας καρδιάς. Η πραγµατικότητα είναι,πως τίποτα δεν του ήταν κρυφό κατά την εξοµολόγηση.
Ο Θεός τον είχε αξιώσει µε διάκριση διόραση και ενόραση και µπορούσε και έβλεπε ακόµη µέσα στην καρδιά του κάθε ανθρώπου, ακόµη και τις πιο µικρές και καλό κρυµµένες αµαρτίες. Αν µπορούσε να µιλήσει ο χώρος εκείνος, που ο Γέροντος εξοµολογούσε, θα µας έλεγε για τους ποταµούς των δακρύων που χύθηκαν εκεί. Όπως και άλλες πολλές Άγιες µορφές δοκιµάστηκε από αρρώστια. Το θνητό του σώµα πέρασε και καθάρθηκε µέσα από το καµίνι της ασθένειας, του πόνου και της δοκιµασίας. Νοσηλεύθηκε για λίγο στο νοσοκοµείο Αλεξάνδρα. Προσβεβληµένος από τον καρκίνο και, αφού ταλαιπωρήθηκε αγογγύστως στο κρεβάτι του πόνου, µετάλαβε των Αχράντων Μυστήριων και εκοιµήθη οσιακώς την 3ην Οκτωβρίου 1966 πάτριο ηµερολόγιο (16ην Οκτωβρίου ν.ηµ.) στην Αθήνα, σε σπίτι πνευµατικού του τέκνου.
Όταν ανακοινώθηκε η είδηση της κοιµήσεως του στο νησί,
πλήθος λαού κατέκλυσαν την περιοχή του λιµανιού
για να συνοδεύσουν το σεπτό λείψανο του στο Ησυχαστήριο.
Χιλιάδες κόσµου από παντού κληρικοί και λαϊκοί προσέρχονταν ευλαβικά
για να αποχαιρετήσουν και να πάρουν για τελευταία φορά την ευχή του ταπεινού Λευίτη,
του στοργικού πατερά, του ευεργέτη, του συµπαραστάτη.
Πάνω στο σεπτό και λιτό µνήµα του,
δίπλα από το Ναό του Ησυχαστηρίου του διαβάζει κανείς ένα απόσπασµα από την β' προς Τιµόθεο Επιστολή:
« Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισµαι,
τον δρόµον τετέλεκα, την πίστην τετήρηκα.
Λοιπόν απόκειται µοι ο της δικαιοσύνης στέφανος».
Ο Άγιος Γέροντας Ιερώνυµος της Αίγινας είναι µια µορφή Αγίου των ηµερών µας,
ένας συνεχιστής του κινήµατος των Κολυββάδων πατέρων.
Ανήκει στη θριαµβεύουσα εκκλησία εις τους ουρανούς και έχει µεγάλη παρρησία στο Θεό,
ο Οποίος τον έχει χαριτώσει µε θαυµατουργικά χαρίσµατα.
Τα θαύµατα,
που έχουν πραγµατοποιηθεί από την οσιακή κοίµηση του
µέχρι σήµερα είναι αναρίθµητα!...
Εκ του ιστολογίου ''Πηγή Ζωής''
Τίτλος, επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ υμών, σωθήναι τας ψυχάς υμών.
ΑπάντησηΔιαγραφή