Κέρτεζη Καλαβρύτων, Ιούνιος 1981.
Εις το παλαιό αρχοντικό της Οικογένειας Σχινά.
Μετά τον καθιερωμένο καφέ και το κρύο νερό,
δυό γεροντάκια,
αγαπημένοι σύζυγοι εξήντα και πλέον έτη,
ενθυμούνται και διηγούνται τα παλιά.
Είναι ο Βασίλειος Σχινάς, ενενήντα έξι ετών και η σύζυγός του Διαμάντω ενενήντα επτά ετών.
Οι Σχιναίοι,
τέσσερα αδέλφια,
από τους προύχοντες του χωριού, είναι από τας πρώτας Οικογενείας που αγωνίστηκαν εναντίον του ημερολογιακού σχίσματος.
Και πάντα πρώτοι,
εδώ και πενήντα πέντε έτη,
δίδουν το παρόν διά την επικράτησιν των
Πατρώων Παραδόσεων.
Αυτά που μου διηγήθησαν έγιναν το έτος 1929. Ο Βασίλειος Σχινάς ήτο τότε Πρόεδρος της Κοινότητος Κερτέζης, αλλά και Πρόεδρος των Γ.Ο.Χ. Κερτέζης. Διατηρούσε εις το Ισόγειον του σπιτιού του και "μπακάλικο" και τον βοηθούσε η σύζυγός του η Διαμάντω. Ιερέα τότε είχον τον αείμνηστον Ιερομόναχον π. Ιλαρίωνα Ούζουνόπουλον, Αγιορείτην - Πνευματικόν, τον οποίον είχε στείλει ο Πρόεδρος της Κοινότητος των Γ.Ο.Χ. Αθηνών Γρηγόριος Ευστρατιάδης, Βουλευτής και εκδότης της εφημερίδος " ΣΚΡΙΠ ". Δικό τους Ιερόν Ναόν δεν είχον, αλλά λειτουργούσαν εις εξωκλήσια, όπως εις την Μεταμόρφωσιν του Σωτήρος και τον άγιον Θεόδωρον.
Ο π. Ιλαρίων, νέος και δραστήριος Ιερεύς, κατάφερε νά ξεσηκώσει τους Πιστούς και να στήσουν ένα μικρό ξύλινο Εκκλησάκι εκεί ακριβώς που ευρίσκεται ο σημερινός Ναός των της Ευαγγελιστρίας. Αργότερον θα το τελείωση ο π. Μεθόδιος, Αρχιμανδρίτης από τα Ιεροσόλυμα. Ούτος προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα δια να τελειώσει τον Ναόν, εκαλούσε τας γυναίκας να του φέρνουν κάθε ημέραν από δύο αυγά η κάθε μία. Αυτά τα επωλούσε εις τα Καλάβρυτα και αγόραζε υλικά. Τότε, λοιπόν, που εστήθηκε το ξύλινο Εκκλησάκι από τον π. Ιλαρίωνα, το έμαθε ο Δεσπότης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Τιμόθεος και έδωσεν εντολή εις την Υποδιοίκησιν Χωροφυλακής Καλαβρύτων να γκρεμίσουν τον Ναόν και να συλλάβουν τον Ιερέα! Τό φοβερόν αυτό νέον το έμαθε ο Βασίλειος Σχινάς. Του το εμπιστεύθηκε ένας φίλος του εναμοτάρχης. -Αύριον ερχόμεθα και πάρε τα μέτρα σου! του είπε.
Τρέχει ο Σχινάς εις το μπακάλικο και το λέγει εις την γυναίκα του την Διαμάντω. -Και τώρα τι κάνουμε,γυναίκα; Σκέφτηκαν για λίγο και την λύσιν την έδωσε η Διαμάντω. -Πρόεδρος δεν είσαι; τον ρωτάει. Να καλέσεις το χωριό σε προσωπική έργασία! -Και τι να φτιάσουμε βρε γυναίκα; της λέγει ο Βασίλειος, περιμένοντας να ακούσει τι έχει εις το μυαλό της. -Μα,... το αυλάκι που είναι στην πάνω μεριά του χωριού και κοντά στο Εκκλησάκι μας! Και έτσι, συνέχισε, θριαμβευτικά η Διαμάντω, θα είμαστε όλοι μαζεμένοι και δεν θα τολμήσουν! -Είσαι σπουδαία, Διαμάντω μου!... Ο θεός σε φώτισε! είπε με χαρά ο Βασίλειος. Την άλλην ημέραν, ενώ οι άνδρες του χωριού με κασμάδες και φτυάρια ασχολούντο με το άνοιγμα του αυλακιού, η Διαμάντω έμεινε εις στο μαγαζί της και περίμενε. Σε λίγο είδε να πλημμυρίζουν οι δρόμοι του χωριού από χωροφύλακες με επί κεφαλής έναν Υπομοίραρχον ονόματι Χάλαρην καβάλα στ’άλογο.
'Οταν τους είδα, μας διηγείται η γριά Διαμάντω, τόσους χωροφύλακες να μπαίνουν στα σπίτια μας για να βρουν τον παπά, μου ήλθε "νταμπλάς"! Μανούλα μου! φώναξα, αυτοί θα μας αιματοκυλίσουν! Αμέσως έτρεξα και πήρα τον παπά που τον είχαμε κρυμμένον σ’ ένα σπίτι στην άλλη άκρη τού χωριού και τον πήγα στο αμπέλι του Φιλιπόπου, και μετά γύρισα στο χωριό." ΄Οταν οι χωροφύλακες έφθασαν εις το χωριό, ένας μικρός έτρεξε και κτυπούσε την καμπάνα. Οι χωρικοί που δούλευαν πιο πάνω έντεκα προσωπική εργασία, εσταμάτησαν να εργάζονται." 'Ενας απ’ αυτούς,ο Νικόλαος Παπαγεωργίου, πρόσταζε: -Τους ζυγούς λύσατε!... Τότε όλοι μαζί έβαλαν τα εργαλεία των επ’ώμου και έτρεξαν και περιεκύκλωσαν το Εκκλησάκι έτοιμοι να το υπερασπίσουν από κάθε επίβουλο χέρι. Οι χωροφύλακες, αφού δεν κατάφεραν να εύρουν τον παπά,αφού άδικα απείλησαν ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα να μαρτυρήσουν που κρύβεται ο παπάς, εξεκίνησαν να εκτελέσουν την δευτέραν διαταγή που πήραν: να γκρεμίσουν το Εκκλησάκι!
Σαν έφθασαν εκεί και είδαν όλους σχεδόν τους άνδρες του χωριού, καθώς και πολλές γυναίκες ...πάνοπλους, δηλαδή να κρατούν αξίνες, φτυάρια,λοστούς και άλλα εργαλεία της δουλειάς των, αλλά το σπουδαιότερον, έτοιμους για όλα, εσταμάτησαν εις απόστασιν ολίγων μέτρων. Ο μοίραρχος, καβάλα πάντοτε στο άλογό του, τους πρόσταζε να διαλυθούν. Τότε μέσα από τους χωριανούς, ξέκοψε ένας γέρος ο μπάρμπα-Γιώργης ο Τσιρίκος, ο οποίος επλησίασε τον Μοίραρχον κρατώντας ένα κλαδευτήρι, και αφού έπιασε τα γκέμια του αλόγου, του είπε αυστηρά: -Κύριε μοίραρχε, το καλό που σου θέλω, να μαζεύσεις τους άνδρες σου και να φύγεις!
Παπά και Εκκλησία, όσο ζούμε, δεν πρόκειται να σου παραδώσουμε! Και ήσυχα γύρισε πίσω εις τούς συγχωριανούς του. Αυτό ήτο. Ο Μοίραρχος, οικογενειάρχης άνθρωπος, είδε ότι αν μεταχειριζόταν βία θα χυνόταν αίμα και αι συνέπειαι θα ήσαν πάρα-πολύ άσχημες. Μάζεψε,λοιπόν, τους άνδρες του και επέστρεψε εις τα Καλάβρυτα. Ο παπάς παρέμεινε οκτώ μήνες χωρίς να επιχειρήσουν άλλη φορά να τόν ένοχλήσουν. Αυτά μας εδιηγήθησαν οι αείμνηστοι ευσεβείς Βασίλειος και Διαμάντω Σχινά, εκείνο το απομεσήμερο της 20ης Ιουνίου του έτους 1981.
Τα δύο αυτά ευλογημένα γεροντάκια,που εις την ζωήν των ήσαν τόσον αγαπημένα,
και που εις το ευλογημένο σπίτι τους ευρήκαν φιλοξενία δεκάδες Ιερείς του Ιερού ημών αγώνος,
εκοιμήθησαν εν Κυρίω το ίδιον έτος,
δηλαδή ο μεν Βασίλειος την 13ην Σεπτεμβρίου 1982,
η δε Διαμάντω,την 15ην Δεκεμβρίου 1982.
Είη η μνήμη αυτών αιωνία!
Μικρό απόσπασμα εκ του ιστορικού περιοδικού
''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''
του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως κ. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Τόμος Στ΄,σελίδες 58-60.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα
τίτλος και επιμέλεια κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου