«Μία ημέρα, εις την Αίγινα,
τον συνάντησα στην παραλία.
Μου λέει: «Καλογραία, έχω μια δουλειά.
Πήγαινε και άρχομαι.
Εσύ να πάρεις ταξί δια να πας και εγώ έχω μια δουλειά και άρχομαι.
Στάσου να σε βρω ένα ταξί».
Πέρασαν ένα, δύο, τρία, μέχρι 6 περίπου ταξί άδεια.
Φαίνεται δεν ήταν εκείνο πού ήθελε, γιατί έλεγε:
''όχι αυτό, ούτε κι' αυτό''.
Μετά, δεν πειράζει Καλογραία,
μου λέει, πήγαινε με τα πόδια».
Αμέσως ξεκίνησα και κατευθυνόμουν για το ησυχαστήριο του.
Μετά από δυο - τρία βήματα,
στράφηκα πίσω να τον ιδώ,
δεν τον είδα πουθενά.
Και πάλι,
καθώς προχωρούσα,
ξανάβλεπα πίσω μου, τίποτα.
Πολύ σύντομα έφθασα.
Μόλις μπήκα όμως μέσα στην αυλή,
δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα,
κτυπά,
ανοίγουμε, ήταν ο Γέροντας!
Δεν μπορώ να καταλάβω, φρικιών, αλλά απ' τον κανονικό δρόμο πήγα, έβλεπα πίσω μου πότε-πότε, πότε και από που και πώς είχε φθάσει ό Γέροντας εκεί; Ένοιωσα δέος καί συντριβή καί δεν τον ρώτησα καθόλου.... Άλλοτε, μπαίνοντας εις το κελί του, παραμονές πού θα έφευγε απ' την Αίγινα, δια την Αθήνα, νοσοκομείο κ.λ.π., τον βρήκα καθιστό εις την κλίνην του και ετοιμαζόταν ν' αναπαυθεί. Φορούσε μια φανέλα και από πάνω το ράσο του. Όταν το τράβηξε για να πέση, είδα το χέρι του κάτασπρο σαν το χιόνι, νεανικό και μια άρρητη εύωδία ένοιωσα να είναι διάχυτη εις το κελί του.
Το χέρι του, τόσο λευκό ήτο, πού δεν έμοιαζε να είναι σάρκα. Έτρεμα, κατάλαβε και μου λέει, την ώρα πού πήγα να το ασπασθώ καί ενώ είχε κλειστά τα μάτια: -Δεν είναι τίποτα, καλογραία, δεν είναι τίποτα αυτά πού βλέπεις.... Υπάρχουν ανώτερα». Σοφία Ιωάννου Αιγάλεω. Στις δύο (2) Απριλίου 1990 επισκέφθηκα την Αίγινα με την αδελφή μου Αικατερίνη και με δύο οικογενειακές μας γνωστές, την κ. Καλλιόπη Γ. Κομνηνού καί την κ. Φάνη εκ της Ρόδου. Επισκεφθήκαμε τον Ιερό Τάφο και τον Ναό του Αγίου Νεκταρίου. Στο δρόμο πού πηγαίναμε προς Αγιον Νεκτάριο, ή κ. Καλλιόπη Κομνηνού, ρώτησε τον οδηγό του «ταξί»: Σάς παρακαλώ, εδώ στην Αίγινα υπάρχει και ένα Ιερό Ησυχαστήριο ενός Αγίου Γέροντα του π. Ιερωνύμου.
Τον βλέπω επί δέκα (10) χρόνια στον ύπνο μου και συζητούμε για την ασθένεια μου και έχω το βιβλίο πού γράφει για κείνων, «ό Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης». Είναι σαν να τον έχω γνωρίσει από χρόνια και ζήσει μαζί του. Και βέβαια, μου απαντά ό οδηγός, είναι πολύ εύκολο, θα σας πάω μετά τον Άγιο. Πράγματι, κατόπιν, κατευθυνθήκαμε και πήγαμε στο Ησυχαστήριο του π. Ιερωνύμου. Κτυπήσαμε την πόρτα και φάνηκε ή μοναχή Εύπραξία. Αφού μας πέρασε μέσα, μας οδήγησε και γνωρίσαμε την Γερόντισσα πού είχε υπηρετήσει τον Γέροντα Ιερώνυμο, υπέργηρον ηλικίας 100 ετών. Επήραμε την ευχή της. Κατόπιν μας οδήγησε ή Μοναχή στο Εκκλησάκι της Ευαγγελιστρίας και προσκυνήσαμε και τα Αγια Λείψανα του π. Ιερωνύμου, επίσης τον Τάφο του, τον χώρο πού απεσύρετο και προσευχόταν και ό όποιος ήτο ίσα όσο χωρούσε γονατιστό ένα άνθρωπο και τέλος και το κελλάκι του πού αναπαυότανε και εδέχετο τον κόσμον.
Ήταν μεσημέρι. Ή Μοναχή Εύπραξία, ή υποτακτική της Γερόντισ¬σας Ευπραξία, μας έκανε το τραπέζι. Αυτές τις στιγμές, όλες οί φίλες αισθανόμασταν ένα δέος. Ή αίσθησης της ζωντανής παρουσίας και στοργής του π. Ιερωνύμου ήτο πολύ αισθητή, τόσο ώστε προσωπικά ή κάθε μια μας, είχαμε την αίσθηση πώς είχαμε δίπλα μας τον Άγιο Γέροντα, πράγμα πού είναι «σημείο» των Αγίων μας κεκοιμημένων και εν γένει όλων των Αγίων μας.Αφού ήλθε ή ώρα να χαιρετήσουμε το Ησυχαστήριο, βάλαμε μετάνοια στην Οσία Γερόντισσα και στη Μοναχή Εύπραξία, επήραμε ευχή και πήραμε το καράβι και γυρίσαμε στα σπίτια μας στο Αιγάλεω. Την επομένη ημέρα ή κ. Καλλιόπη Κομνηνού μου προμήθευσε το βιβλίο πού είχε, δηλ. «Ό Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης, Βίος, πνευματικά υποθήκες και παραινέσεις αυτού» υπό Σωτ. Νούση.
Άρχισα να το διαβάζω σιγά-σιγά από την αρχή το βιβλίο, κάθε μέρα και μερικές σελίδες, μέχρι πού έφθασα στο σημείο στη σελίδα 222 (έκδοση Γ') οπού λέει την προσευχή σε κάποιους πού έφευγαν: «Πάτερ Άγιε Ιατρέ των ψυχών και των σωμάτων ημών, ό πέμψας τον Μονογενή Σου Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, πάσαν νόσον ίώμενος και εκ θανάτου λυτρούμενον, ίασαι τον δούλον Σου (δείνα) εκ της περιεχούσης αυτόν σωματικής τε και ψυχικής ασθενείας. Σον γαρ εστί το ελεεί και σώζει ημάς, Χριστέ ό Θεός ημών και Σοί την δόξαν αναπέμπομεν, συν τω Ανάρχω Σου Πατρί και τω Παναγίω και Αγαθώ και Ζωοποιώ Σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Την ένοιωσα πολύ αυτήν την προσευχή και έκανα τον Σταυρό μου και προσευχήθηκα και εγώ με αυτά τα λόγια και προχώρησα την ανάγνωση.
Καθώς διάβαζα, με κατέλαβε ένας γλυκός ανάλαφρος ύπνος και εκεί στον ύπνο μου, αισθάνθηκα έναν βήχα, τρεις φορές έβηξα και βλέπω να φτύνω ένα κρυσταλλόμενο κατακόκκινο σα ζελέ πτύελο, και με το βήχα ξύπνησα. Αμέσως αισθάνθηκα ότι είχαν απελευθερωθεί οί πνεύμονες μου, οπού είχα Επί πολλά έτη βροχικά.Όταν επισκέφθηκα τον θεράποντα ιατρό μου με διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχουν ούτε Ίχνος ακροαστικά. Τώρα, με την ευλογία του Αγίου Ιερωνύμου και την Ιαματική του αγία δύναμη, δεν ξανά αρρώστησα. Είναι σαν να μη είχα ποτέ βρογχικά και τα φάρμακα τα πέταξα. Ή θεραπευθείσα και πάντοτε ευγνώμων. Δοξάζω τον Κύριο και τον πρέσβυ Του Άγιο Ιερώνυμο. Με άπειρη ευλάβεια ή ιαθείσα προσκυνήτρια, Σοφία Παύλου Ιωάννου.
Όταν για πρώτη φορά θα κυκλοφορούσε το βιβλίο «Ό Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης», από τον Εκδοτικό Οίκο «Επτάλοφος», είχαν αποσταλεί διαφημιστικά - ενημερωτικά δελτάρια σε πολλούς ανθρώπους των Γραμμάτων, οί όποιοι εν συνεχεία ταχυδρομούσαν την επιταγή με το αντίτιμο του βιβλίου και το όποιο ελάμβαναν κατόπιν ταχυδρομικώς. Μετά λίγο χρονικό διάστημα, τηλεφωνεί ένας Ιατρός από τον Πειραιά, ό όποιος έκπληκτος ρωτούσε τους εκπροσώπους του Εκδοτικού οίκου, πώς και για ποιόν λόγο του απέστειλαν το βιβλίο του Γέροντος. Βιαστική ή υπάλληλος - αρμοδία, του απήντησε, ότι «για να σας το στείλουμε σημαίνει ότι λάβαμε την επιταγήν σας με την διεύθυνση σας κ.λπ.» και ετοιμάσθηκε να κλείσει το τηλέφωνο.
Εκείνος μετ' επιμονής, τους λέγει: «Παρακαλώ, επιμένω να βρείτε το απόκομμα της επιταγής μου, για να βεβαιωθείτε ότι δεν σας ζήτησα εγώ αυτό το βιβλίο, υπάρχει λόγος πού επιμένω». Στην επιμονή του ανέσυραν το απόκομμα της επιταγής, και οποία ή έκπληξης, όταν βλέπουν ότι ό ιατρός είχε ζητήσει τον « Ιατρικό Τύπο» και όχι το βιβλίο περί του Γέροντος. Ζητώντας του συγγνώμη, τον παρεκάλεσαν να ταχυδρόμηση το βιβλίο του Γέροντος και να του αποστείλουν εν συνεχεία τον « Ιατρικό Τύπο». και εκείνος τους άπαντα: «Μα τι είναι αυτά πού μου λέτε; Αν γνωρίζατε σε τι κρίσιμες στιγμές μου ήλθε ό «Γέροντας» (το βιβλίο του) και πόσο με βοήθησε, δεν θα το λέγατε αυτό. Το κρατώ και θα σας στείλω άλλα χρήματα για τον Ιατρικό Τύπο. Απλώς ήθελα να γνωρίζω πώς έγινε και τώρα, με συγκινεί ιδιαιτέρως πού διαπίστωσα ότι ό π. Ιερώνυμος ήλθε μόνος του και με βρήκε».
Σε μία κυρία από το Τορόντο, ή οποία είχε πάει για προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα και ευρέθη για λίγο στην Ελλάδα, της εδωρήθη ένα βιβλίο της β' εκδόσεως του βιβλίου του π. Ιερωνύμου, χρώματος βυσσινί (εκείνη ή έκδοσης είχε κυκλοφορήσει τα βιβλία του Γέροντος, σε διαφορετικά χρώματα: βυσσινί, μπλε, πράσινο και καφέ). Ή κυρία από το Τορόντο, μετά ένα μήνα έστειλε στην δωρήτρια του βιβλίου μία επιστολή στην οποία έλεγε εν ολίγοις, ότι μόλις μπήκε στο αεροπλάνο, από την Αθήνα για το Τορόντο, διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει σε μία εξαδέλφη της, το βιβλίο του Γέροντος καί όπως έγραφε, από την λύπη της, δεν κατάλαβε πότε πέρασαν τόσες ώρες ταξιδεύοντας.
Μόλις έφθασε στο σπίτι της και πήγε στο προσωπικό της δωμάτιο
για να βγάλει τα ρούχα του ταξιδιού και να φορέση κάτι «πρόχειρο»,
οποία ή έκπληξή της,
όταν πάνω στο κομοδίνο της, βλέπει ένα βιβλίο του π. Ιερωνύμου,
ολόιδιο (στο χρώμα) σαν αυτό πού είχε λησμονήσει στην Ελλάδα.
Φωνάζει κατασυγκλονισμένη τον άνδρα της:
Ηλία,
σε παρακαλώ πώς βρέθηκε το βιβλίο αυτό του Γέροντος εδώ;
Εκείνος ενοχλημένος, της λέγει:
Τόσους μήνες έλειπες,
δεν ήσουν εδώ και δεν με ρωτάς τι κάνω κ.λ.π.
αλλά τόσο πολύ ενδιαφέρθηκες για το βιβλίο;
Του απαντά εκείνη:
Αυτό έχει μεγάλη σημασία, για μένα.
Πώς βρέθηκε το βιβλίο εδώ;
Και εκείνος της απήντησε:
«Χθες εκκλησιάσθηκα στην Εκκλησία μας και στην «βιτρίνα» μεταξύ και άλλων βιβλίων προς πώλησιν,
είδα και το βιβλίο του Γέροντος Ιερωνύμου,
σκέφθηκα να το πάρω για να σε βοηθήση με το καλό να έλθεις και να σε υποδεχθεί
με το γλυκό του χαμόγελο!
{Συνεχίζεται...}.
Μέρος 2ον.
Φωτογραφία από το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων στην Αίγινα, που έχτισε ο ίδιος ο Όσιος Ιερώνυμος,
όπου και έγινε η επίσημη αγιοκατάταξή του από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.
Να έχουμε την ευλογία και την μεσιτεία του Αγίου αυτού Καππαδόκη της Μικρασίας,
που το 1942
αποτειχίστηκε από την καινοτόμο Εκκλησία
και εντάχθηκε στον Ιερό Αγώνα των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου