ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο ΖΗΛΩΤΗΣ ΘΕΟΥ




Την ώρα που θυμίαζα προς το παράθυρο της Εκκλησίας,
σκεπτόμενη με συγκίνηση τι ουράνιες στιγμές να είχε ζήσει
ο Γέροντας μέσα σε κείνη την Εκκλησία,
τα ξέχασα κυριολεκτικά όταν μέσα από το παράθυρο της Εκκλησίας,
(ήταν ανοικτό, είχε μόνον μία σίτο, για να μη μπαίνουν τα κουνούπια)
είδα ολοκάθαρο,
ολοζώντανο το Άγιο Πρόσωπο του Γέροντα (μέχρι τον θώρακα)
να με κοιτάζει και να μου χαμογελά με μια γλυκύτητα,
στοργή και λάμψη,
που έκανε να διακρίνονται καθαρά - ολοζώντανα,
τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Ξανακοίταξα:
ήταν ακόμη εκεί ή Μορφή του και μου χαμογελούσε.
Ξανά ανοιγόκλεισα τα μάτια μου,
κοίταξα αλλού,
ξανά κοίταξα στο παράθυρο και βλέπω πάλι την ίδια εικόνα.
Ακίνητη, γλυκεία ή μορφή του και μου χαμογελούσε.
Τότε, φυσικά αμίλητη,
έκαμα μία μισή μετάνοια,
πήρα την τσάντα μου και έφυγα.


Παρόμοια χαριτωμένα και συγκινητικά «φερσίματα» έχει κάμει πάμπολλα ο π. Ιερώνυμος, απ' ότι έχουν διηγηθεί κατά καιρούς διάφοροι αδελφοί μας. Ο Γέροντας, γλυκύτατος και χαρούμενος υπήρχε ζων ανάμεσά μας, το ίδιο και από την άλλη ζωή μας περιβάλλει όλους με στοργή άμετρο (πάντα πόθον νικώσαν) και προθυμία να βληθήση. Είθε αι πρεσβείαι και αι Ευχαί του να μας συνοδεύουν πάντοτε, τον καθένα προσωπικά, την Εκκλησία μας και την Πατρίδα μας. «Τα πρώτα χρόνια, μετά την κοίμησιν του Γέροντος Ιερωνύμου, ακόμη δεν είχε κτισθεί ο μανδρότοιχος γύρω από το Ησυχαστήριό του, πήγαινα, οσάκις μπορούσα, στον Τάφο του Γέροντα και προσευχόμουν και έκλαιγα και παρακαλούσα, και κατόπιν έφευγα αλλαγμένη, με κάποια γαλήνη διάχυτη μέσα μου και σιγουριά και την πεποίθηση ότι ο Γέροντας και από την άλλη, την όντως Zωή με την ίδια στοργή μας αφουγκράζεται καί παρακολουθεί. Αφού πέρασα πρώτα από τον Μεγάλο μας Άγιο, τον Άγιο Νεκτάριο, πήγα και στο Ησυχαστήριο του Γέροντος. 


Η υπέργηρος Γερόντισσα έλειπε, κανένας άλλος δεν ήτο εκεί, οπότε με μεγάλη μου χαρά και συγκίνηση, προσκύνησα και παρέμεινα στον Τάφο του Γέροντος, επί τρεις (3) περίπου ώρες. Περιποιήθηκα τον Τάφο, τοποθέτησα λουλούδια, καινούργια φωτογραφία του Γέροντος, έψαλλα τον Αναστάσιμο Κανόνα πού άρεσε πολύ στον Γέροντα, παρεκάλεσα, έκλαψα, θυμιάτισα τον Τάφο, τον όλο χώρο, την Εκκλησία και αφού σχεδόν είχε αρχίσει πολύ ελαφρά να φαίνεται ότι έδυε ό ήλιος, ετοιμάσθηκα να φύγω. Πριν φύγω, πήρα πάλι το λιβανιστήρι και θυμίαζα. Την ώρα πού θυμίαζα προς το παράθυρο της Εκκλησίας, σκεπτόμενη με συγκίνηση τι ουράνιες στιγμές να είχε ζήσει ό Γέροντας μέσα σε κείνη την Εκκλησία, τα ξέχασα κυριολεκτικά όταν μέσα από το παράθυρο της Εκκλησίας, (ήταν ανοικτό, είχε μόνον μία σίτο, για να μη μπαίνουν τα κουνούπια) είδα ολοκάθαρο, ολοζώντανο το Άγιο Πρόσωπο του Γέροντα (μέχρι τον θώρακα) να με κοιτάζει και να μου χαμογελά με μια γλυκύτητα, στοργή και λάμψη, πού έκανε να διακρίνονται καθαρά - ολοζώντανα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. 


Εκείνη την ώρα βρέθηκα σε αμηχανία και τρομερό δίλημμα: Δεν πίστευα τι έβλεπα, δεν γνώριζα Αν έπρεπε να του μιλήσω ή όχι. Προτίμησα το δεύτερο. Έριξα άλλου τα μάτια μου, για να ξανακοιτάξω μετά καί να βεβαιωθώ αν ήταν της φαντασίας μου ή πραγματικότης. Ξανακοίταξα: ήταν ακόμη εκεί ή Μορφή του και μου χαμογελούσε. Ξανά ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, κοίταξα άλλου, ξανά κοίταξα στο παράθυρο και βλέπω πάλι την ίδια εικόνα. Ακίνητη, γλυκεία ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Τότε, φυσικά αμίλητη, έκαμα μία μισή μετάνοια, πήρα την τσάντα μου και έφυγα.Μόλις απομακρύνθηκα από το Ησυχαστήριο και πήγαινα προς την παραλία αλλά και μέσα στο Καράβι, Ένοιωθα μέσα μου μιαν ουράνια γλυκύτητα, τόση, πού δεν την άντεχα και από τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα δάκρυα. Αύτη ή κατάστασις, κράτησε περίπου ένα μήνα συνεχώς. 


Όπου έριχνα τα μάτια μου, μου φαινόταν πως έβλεπα το ίδιο το Πρόσωπο του Γέροντος να με κοιτάζει και να χαμογελά και με πάρα πολύ κόπο, όταν ήμουν ανάμεσα στους ανθρώπους, συγκρατούσα τα δάκρυα. "Έκτοτε, πήγαινα με λαχτάρα, πολλές Δευτέρες μετά το κάθε Πάσχα, αλλά ποτέ δεν τον ξαναείδα. Κάποια φορά, μετά ένα χρόνο, το εκμυστηρεύθηκα αυτό μόνον στην Γερόντισσα, με δισταγμό, γιατι φοβήθηκα μη τυχόν μου έλεγε ότι ήταν του πειρασμού, και έχανα την χαρά που είχα, αλλά η απλοϊκή και σοφή Γερόντισσα με καθησύχασε και με διαβεβαίωσε ότι ήτο μια παραχώρησις του Θεού και μια εξ αγάπης του Γέροντος εμφάνισις και δια τον λόγον ότι ήτο δευτέρα ήμερα του Πάσχα, Αναστάσιμη, επέτρεψε ο Θεός να γίνη. 


Εκ παραλλήλου, μου διηγήθηκε και εκείνη τα παρακάτω: «Ήλθε χθες εδώ ένας, που κάποτε έμενε στην Αίγινα και που είχε και τους δικούς του εδώ. Καθώς πήγαινε κατά το σούρουπο προς το σπίτι του, για να κόψη δρόμο, πέρασε μέσα από κάτι χωράφια και χωρίς να το αντιληφθεί και να προλάβει, έπεσε μέσα σε έναν ασβεστόλακκο, αλλά ξερό, χωρίς ασβέστη. Την ώρα που προσπαθούσε να δη πως και από που να πιαστεί για ν' ανέβει, ακούει κάτι βήματα και βλέπει να περνά από κει δίπλα ο πατήρ Ιερώνυμος. Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε; καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω. «Του λέγει καί ό Γέροντας: 


Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις. Άπλωσε το χέρι του ό Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε. Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε. Προχώρησαν λίγο μαζί καί μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οί δρόμοι τους. Όταν έφθασε στους δικούς του, διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά - καλά. Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ό πατήρ Ιερώνυμος; και στην έντονη διαβεβαίωσή του, τότε του είπαν: « Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας. Έκοιμήθη...


ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ


Αγαπήστε και την προσευχή. Ένας έκαμε προσευχή όλην την νύχτα. Τα λόγια της προσευχής του έρχονταν το ένα μετά το άλλο χωρίς δυσκολία. Είτε έχεις ζήλο είτε όχι, την προσευχήν δεν θα κόβεις Ούτε θα αμελής. Δια πολλούς λόγους την προσευχήν δεν θα κόβεις Ούτε θα αμελής. Προσπάθησε επίσης, ένα κόμπο δάκρυ κάθε βράδυ να έχεις. Ημέρα να μη πέραση χωρίς προσευχήν, αλλά καί προσευχή να μη γίνη χωρίς δάκρυ. Η προσευχή πως πηγαίνει; Εγώ, πολλές ήμερες κρεβάτι δεν βλέπω. Και όταν αρχίζω, γλυκαίνομαι και δεν θέλω να τελειώσω. Όταν κάμνετε προσευχήν, να λέτε: Πιστεύω.... εις ένα Θεόν... Πατέρα... Παντοκράτορα... Ποιητήν Ουρανού καί γης.... δηλαδή να μη τα λέγετε, γρήγορα και σας παίρνει ο πονηρός τον λογισμόν, αλλά αργά, για να τα νοιώθετε τα λόγια. 


Επιμένετε και αυξάνετε την προσευχήν. Θα κάμετε την προσευχήν την οποίαν ορίζει η Εκκλησία μας, δηλ. Εξάψαλμο, Απόδειπνο, Παράκλησιν κλπ. θα τα διαβάζετε αυτά από τα βιβλία, αλλά ενίοτε αφήνετέ τα και δι' ολίγον. Δηλαδή χωρίς το βιβλίον, εκτός τα λόγια, αυτά της προσευχής, μιλήσατε και μόνοι σας στο Χριστό μας. Απλά καί από την καρδιά σας, πείτε Του σαν να τον βλέπατε μπροστά σας: «Πατέρα μου, έσφαλλα, δεν πέρασα την ήμερα μου πνευματικά, αλλά με κοσμικά πράγματα. Κατέκρινα, μίλησα πολύ, γέλασα, Έφαγα πολύ, προσευχή δεν έκαμα, είχα τόσες αδυναμίες και πτώσεις. Συγχώρεσέ με Κύριε κλπ.» Έτσι να λέγετε και θα σας λυπηθεί τότε ό Χριστός μας και θα σας στείλει δάκρυα. Και πρέπει να έλθουν δάκρυα, διότι αυτά τα δάκρυα της προσευχής θα σας δώσουν δύναμιν και χαράν. Αυτά θα σας πάρουν τις θλίψεις. 


Όπως αν δεν εργασθείς μισθό δεν παίρνεις, Έτσι και χωρίς κόπο, προσπάθειες, επιμέλεια, προσευχήν κλπ. χαρίσματα ούτε έρχονται, ούτε πνευματικές αγίες γεύσεις. Αν στο μαγκάλι δεν προσθέσουμε κάρβουνα, η φωτιά θα σβήσει. Προσοχή να μη σβήσει η φωτιά. Και δεν θα σβήσει αν δεν κόψης την προσευχή. Μετά τα λόγια της Ακολουθίας, Απόδειπνο κλπ. να παρακαλάς τον Θεόν και με απλά λόγια, με λόγια δικά σου για τα προβλήματα σου για τον πόνο σου, ως να είναι μπροστά σου και τον βλέπεις. Αυτά τα πονεμένα και κατανυκτικά λόγια, είναι σαν τα προσανάμματα δια να πιάσει η φωτιά, δηλ. ο πόθος δια τον Θεόν. Και τότε έρχονται και τα δάκρυα. Αγάπησε την κατάνυξιν, φέρνε στο νου σου τις αιτίες που θα σου φέρνουν δάκρυα. Μια ψυχή, δεκατέσσερις ώρες, συνεχώς, έκλαιγε από κατάνυξιν. Έλεγε: Τα μάτια μου είναι μικρά, τα δάκρυα πολλά, δεν χωρούν. Το «Πιστεύω» να μη περνάει ήμερα πού να μη το πεις. Είτε στην ακολουθία, είτε χωριστά. 


Θεολόγος είσαι και πανδρεύθηκες; Ο θεολόγος πρέπει να ανακατώνει το βάθος της θαλάσσης! Πώς δεν σε αιχμαλώτισε η Θεολογία! Όταν άρχισες να την σπουδάζεις, είχες εις τον νουν σου να παντρευθής, ή μετά έμπλεξες! (όντως είχε γίνει το δεύτερο). Εάν έχεις φόβο Κυρίου, έμαθες θεολογία. Εάν δεν έχεις φόβον Κυρίου, τέχνη έμαθες δια να ζήσης. Ταπείνωση, δάκρυα, προσευχή και καθαρή ψυχή. Δεν έρχονται δάκρυα, όταν δεν πέρασε κανείς καλά, πνευματικά την ημέρα του. Όταν βρεθείς σε δύσκολες στιγμές, το «Πιστεύω» να λες. Αργά και να το αισθάνεσαι. Κάθε μία λέξη του να φθάνει βαθιά στην καρδιά σου, όχι τυπικά και ξηρά. Εγώ, το λέγω πολλές φορές την ήμερα, 5-6 και περισσότερες. Αν αφήνεις παράθυρο, θα μπει το φως. Αν όλα είναι κλειστά, από που θα μπει φως και ας είναι άφθονο έξω. Έτσι και εις τα πνευματικά: Άνοιξε την καρδιά σου στο Χριστόν μας, παρακάλεσε Τον και Εκείνος θα βοηθήσει!


Μη λες «ο Χριστός», αλλά «ο Χριστός μας».
Το Ψαλτήρι καθημερινή μου τροφή το έχω.
Να το αγαπάς πολύ και να το διαβάζεις.
Έστω ένα ή δύο ψαλμούς την ημέρα.
Και όταν έχεις λύπη, όταν έχεις πειρασμόν,
διάβαζε με προσοχήν και αγάπην το Ψαλτήρι και θα νιώθεις μεταβολή μέσα σου.
Η καλύτερη μουσική είναι η Βυζαντινή.
Πολύ την αγαπώ.
Να θεωρείς την εκκλησίαν ως Ιατρείων.
Διατί πηγαίνει κανείς εις το Ιατρείων;
Δια να θεραπευθεί. Να λέγεις,
Διατί ήλθα εδώ; (εις την Εκκλησίαν) και να παρακαλείς τον Χριστό μας, την Παναγίαν μας και τους Αγίους μας!
Κάθε ημέρα, στην Βηθλεέμ βρίσκομαι.
Μπορείς σωματικά να είσαι όπου αναγκαστικά είσαι υποχρεωμένος να είσαι.
Αλλά με τον νουν σου, όπου εσύ θέλεις.
Τον νουν σου δεν εξουσιάζει κανείς.[Συνεχίζεται...}.

Μέρος 3ον.



Όσιος Ιερώνυμος Αιγίνης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF