Η αγρυπνία τέλειωσε κατά τις τέσσερεις το πρωί,
αλλά κανείς από τους πιστούς δεν κινήθηκε να φύγει
μέχρις ότου ''ξεφόρεσε'' ο π. Παρθένιος.
Μετά οι πιστοί τον έβαλαν ανάμεσά τους και ξεκίνησαν για την πόλη,
ενώ οι αστυνομικοί τους ακολουθούσαν κατά βήμα.
Σε κάποιο δρόμο της Αθήνας κάποια πόρτα άνοιξε για μια στιγμή
και ο π. Παρθένιος εξαφανίστηκε.
Οι πιστοί χωρίς να δείξουν το παραμικρό συνέχισαν αμέριμνοι την πορεία τους.
Σ' ένα σημείο άρχισαν να διαλύονται αλληλοευχόμενοι
''Χρόνια Πολλά! και του χρόνου ελεύθεροι''.
Μόνο τότε πρόσεξαν οι αστυνομικοί,
ότι το θύμα τους (ο π. Παρθένιος) απουσίαζε.
Κι ευτυχώς,
γιατι έτσι τέλειωσε ήσυχα και αθόρυβα
το πρώτο βάπτισμα του Γέροντα στον αγώνα.
ΜΙΑ ΕΠΙΤΥΧΗΣ... ΜΑΧΗ
Το έτος 1929, που ο π. Παρθένιος εφημερεύει στη Ζωοδόχο Πηγή στο Κατσιπόδι, συλλαμβάνεται ο π. Ευγένιος Λεμονής ο Διονυσιάτης και κρατείται στο Τμήμα Μεταγωγών, με σκοπό να οδηγηθεί στο Άγιο Όρος. Η είδηση θλίβει βαθειά τον π. Παρθένιο και από κοινού με τον π. Γεδεών (εφημέριο τότε στον Άγιο Παύλο Κοκκινιάς), αποφασίζουν να ενεργήσουν. Την άλλη κιόλας ημέρα, Ψυχοσάββατο των Απόκρεω, πληροφορούν και οι δυο το εκκλησίασμά τους για το γεγονός και τους προσκαλούν να συγκεντρωθούν όλοι, μετά την Θεία Λειτουργία, στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Έπρεπε να υπάρξει κάποια διαμαρτυρία διότι η σιωπή τους θα έδινε συνέχεια στις απελάσεις, που φυσικά εσήμαινε κίνδυνο για τον αγώνα.
Οι πιστοί υπακούουν στο προσκλητήριο και πηγαίνουν όλοι στην Αρχιεπισκοπή. Εκεί, διαμαρτύρονται και απαιτούν: ''Θέλουμε τον παπά μας''! Σε απάντηση βγαίνει ο Αρχιδιάκονος του Αρχιεπισκόπου και αποδοκιμάζει με άπρεπα λόγια τις γυναίκες, οπότε εκείνες που έφεραν μαζί τα πιάτα με τα κόλλυβα, (τέτοια ήταν η αγανάκτησή τους), αρχίζουν να του τα πετούν. Ο Αρχιδιάκονος τρομοκρατείται με την απρόοπτη και πρωτότυπη αυτή αντίδραση των γυναικών και τρέχει να γλυτώσει.
Ο αστυνομικές δυνάμεις που έφτασαν επί τόπου έδωσαν πραγματική μάχη. Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν στην ''μάχη'' αυτή ήσαν τα κλοπς από την μια και τα πιάτα με τα κόλλυβα από την άλλη. Το αποτέλεσμα ήταν να τραυματισθούν ελαφρώς γυναίκες και αστυνομικοί και να συλληφθούν μερικές γυναίκες, για να αφεθούν σύντομα και πάλι ελεύθερες.
Η μαχητική όμως αυτή διαμαρτυρία που είχε υποκινητές τους πατέρες Παρθένιο και Γεδεών, είχε και το ουσιαστικό της αποτέλεσμα.: ο π. Ευγένιος Λεμονής αφέθηκε ελεύθερος.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 1928 ΣΤΗ ΜΑΝΔΡΑ
Μετά τα αιματηρά γεγονότα του 1927, οι Γ.Ο.Χ της Μάνδρας δεν είχαν πια το δικαίωμα να λειτουργούν στα εκεί παρεκκλήσια. Προκειμένου, λοιπόν, να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα το 1928 έστησαν από την παραμονή δίπλα στον τοίχο του Νεκροταφείου μια πρόχειρη παράγκα, για να στεγάσουν τουλάχιστον την Αγία Τράπεζα, όπου θα λειτουργούσε ο Ιερέας. Στο πρόχειρα στημένο ναό, βαθειά χαράματα ακόμη, άρχισαν να καταφθάνουν οι ευσεβείς Μανδρινοί με τις οικογένειές τους. Ντυμένοι όλοι γιορτινά ήλθαν να γιορτάσουν το χαρούμενο μήνυμα της Γεννήσεως.
Και σαν άλλοι ποιμένες παρακολούθησαν στο ύπαιθρο το Μυστήριο της Θείας Λειτουργίας, αφού ήταν αδύνατο να τους χωρέσει η μικρή παράγκα. Τους στέγαζαν όμως οι ομπρέλλες, που κρατούσαν καθ' όλη την διάρκεια της ακολουθίας, για να προφυλάγονται από τις χιονονυφάδες που αδιάκοπα έπεφταν. Πολύ γραφική, αλλά και τόσο συγκινητική η σκηνή, το ξημέρωμα εκείνων των Χριστουγέννων. Ο Ιερέας που είχε το θάρρος να λειτουργήσει εκείνα τα Χριστούγεννα, δεν ήταν άλλος από τον π. Παρθένιο. Θαρρετά, με τα μάτια της ψυχής στραμμένα ψηλά είχε δεχθεί με προθυμία... Επειδή όμως η παρουσία της αστυνομικής δυνάμεως ήταν... απαραίτητη σε κάθε συγκέντρωση των Γ.Ο.Χ., θα ήταν σημαντική η παράλειψη να έλειπε εκείνα τα Χριστούγεννα. Έτσι νωρίς κατέφθασε κι ο αστυνόμος για να μείνει άναυδος μπροστά στη σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια του.
Προς στιγμήν αισθάνθηκε μια απέραντη συμπάθεια για τον ζήλο των συγκεντρωμένων πιστών και την εξέφρασε σε κάποιον πιστό, που έφθανε κάπως καθυστερημένα με την οικογένειά του. -Και γιατι δεν ανοίγατε μια εκκλησιά του χωριού να λειτουργήσετε, αφού είστε τόσοι πολλοί; -Γιατι τότε, κυρ Αστυνόμε μου, απάντησε ετοιμόλογος ο πιστός, εσύ ο ίδιος θα μας δημιουργούσες επεισόδια, χειρότερα απ' όσα ο συνάδελφός σου μας έκανε το 1927 στους Αγ. Ταξιάρχες. Και ήταν μια μεγάλη αλήθεια αυτή, γιατι το ίδιο απόγευμα ο ίδιος αστυνομικός κτυπούσε την πόρτα του σπιτιού, που φιλοξενούσε τον π. Παρθένιο και τον καλούσε να τον ακολουθήσει στο Τμήμα.
Οι πιστοί της Μάνδρας, που δεν άργησαν να πληροφορηθούν την απόφαση, σύσσωμοι συγκεντρώνονται έξω από το Τμήμα και απαιτούν την απελευθέρωση του Ιερέα τους. Παρ' όλες τις εξηγήσεις που τους δίνονται, δεν εννοούν ν' απομακρυνθούν. Και με την επιμονή τους αυτή καταφέρνουν να κοιμηθεί στο σπίτι ο Γέροντας και όχι στο Αστυνομικό Τμήμα. Την άλλη μέρα δυο χωροφύλακες τον παραλαμβάνουν και τον μεταφέρουν στην Αθήνα, στο Τμήμα Μεταγωγών. Με τις ενέργειες της Κοινότητος των Γ.Ο.Χ ελευθερώνεται λίγες ώρες μετά και την επομένη ξαναβρίσκεται στην Μάνδρα, στο καθήκον του.
Έβαλε όμως σε νέο κόπο τον αστυνόμο να σπεύσει να τον συλλάβει και να τον φέρει πάλι στην Αθήνα. Μέσα σε δέκα ημέρες τον είχαν συλλάβει τέσσερεις φορές και τελικά τον άφησαν ελεύθερο. Στη Μάνδρα παρέμεινε αρκετό διάστημα κατά το οποίο στήθηκε με σανίδια το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος στη Μαγούλα.
ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΛΙΟΠΕΣΙ ΑΤΤΙΚΗΣ
Το Πάσχα του 1929 η Κοινότης των Γ.Ο.Χ έστειλε τον π. Παρθένιο να εξυπηρετήσει τα χωριά Λιόπεσι και Κορωπί, όπου ναός των Γ.Ο.Χ δεν υπήρχε και οι πιστοί κατέφευγαν στα γύρω εξωκκλήσια. Πιο τακτικά συγκεντρώνοντο στο εξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, που βρίσκεται στη θέση Καρελά. Ήταν χωμένο μέσα στο δάσος, μα πάντοτε κατάμεστο από τους πιστούς, που με λαχτάρα έτρεχαν να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Αυτό φυσικά δεν περνούσε απαρατήρητο από τους νεοημερολογίτες Ιερείς. Ειδοποιούσαν λοιπόν την Αστυνομία και η εντολή, που βασικός στόχος ήταν ο εκάστοτε Ιερουργός, εδίδετο: να συλληφθεί ο Ιερέας. Κάτι παρόμοιο έγινε και με τον π. Παρθένιο.
Ήταν Μέγα Σάββατο και αφού τέλειωσε την Λειτουργία του Μ. Βασιλείου ετοιμαζόταν να πάει να κοινωνήσει μερικούς ασθενείς στα χωριά. Δεν πρόλαβε όμως να φύγει, κι ένας χωροφύλακας τον κάλεσε να τον ακολουθήσει στον σταθμό χωροφυλακής. -Δυστηχώς, παιδί μου, μου είναι αδύνατο. Καθώς βλέπεις, φεύγω για να μεταλάβω ασθενείς... του απάντησε ατάραχος. Ο χωροφύλακας δεν επεχείρησε άλλη ενέργεια, γιατι ήδη οι πιστοί είχαν περικυκλώσει τον Ιερέα τους. Σαν τέλειωσε με τους ασθενείς ο π. Παρθένιος θεώρησε σωστό να κρυφθεί μέσα στο δάσος, για να μην δημιουργηθούν καταστάσεις μια τέτοια ημέρα. Μάταια οι χωροφύλακες που έφτασαν προς ενίσχυση, τον περίμεναν στο εξωκκλήσι.
Αργά το βράδυ, την νύχτα δηλαδή της Αναστάσεως, οι χωρικοί συνόδευσαν για ασφάλεια τον Ιερέα στην Αγία Παρασκευή. Εκεί εκατοντάδες πιστοί τον περίμεναν για να κάνουν Ανάσταση, μα και αρκετοί χωροφύλακες για να εκτελέσουν διαταγές. Οι πιστοί έσπευσαν να υποσχεθούν στους χωροφύλακες, ότι θα οδηγήσουν οι ίδιοι τον Ιερέα στον σταθμό μετά την Λειτουργία. Έτσι κι έγινε κατά το μεσημέρι της Κυριακής.
Ο αστυνόμος εξήγησε στον π. Παρθένιο, ότι δεν θα τον ξαναενοχλούσαν, αν εξασφάλιζε ένα χαρτί από τον Μητροπολίτη Αθηνών, και ο Γέροντας απάντησε: -Όταν κατορθώσω να τον κάνω Παλαιοημερολογίτη κυρ Αστυνόμε, τότε θα σου φέρω το χαρτί που ζητάς! Κι αυτό όμως το επεισόδιο είχε το θετικό του αποτέλεσμα: να προστεθεί ένας ναός στον αγώνα. Οι Λιοπεσιώτες έκτισαν δικό τους ναό προς τιμή των 318 Θεοφόρων Πατέρων.
Ο π. ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΣΤΗΝ ΤΗΝΟ
Τον Αύγουστο του 1929 η Κοινότης των Γ.Ο.Χ προγραμμάτισε προσκύνημα στην Παναγία της Τήνου. Έλαβαν μέρος πολλοί πιστοί και πνευματικός αρχηγός ωρίσθη ο π. Παρθένιος. Όπως κάθε κίνηση των Γ.Ο.Χ έτσι και το προσκύνημα αυτό έμελλε να γίνει επεισοδιακά. Κι αυτό, γιατι στην παραλία της Τήνου, μαζί με τους Τηνίους Γ.Ο.Χ που είχαν κατέβει να προυπαντήσουν τον Ιερέα και τους προσκυνητές, περίμενε και ο Αστυνόμος. Είχε εντολή από τον Μητροπολίτη Σύρου και Τήνου Φιλάρετο να καλωσορίσει ''τιμητικά'' τον π. Παρθένιο με την εξής προσφώνηση: -Συλλαμβάνεσαι, πάτερ. Παρακαλώ ακολούθησέ με στο Τμήμα. Συνηθισμένος στις ''προσφωνήσεις'' αυτές ο π. Παρθένιος ατάραχα ακολούθησε, αλλά ξωπίσω του κι όλο το πλήθος των πιστών.
Στο Τμήμα του ανεκοίνωσαν, ότι έπρεπε να τον κρατήσουν εκεί, μέχρις ότου το πλοίο με τους προσκυνητές θα επέστρεφε στον Πειραιά. Με προσπάθειες του προέδρου των Τηνίων Γ.Ο.Χ κ. Δ. Λαβουρού επέτυχαν να φιλοξενηθεί ο Γέροντας στο σπίτι του, δίνοντας υπόσχεση ότι δεν θα απομακρυνθεί, ούτε θα λειτουργήσει την νύχτα. Ο Αστυνόμος όμως ''καλού - κακού'' έστειλε και δυο χωροφύλακες να φρουρήσουν το σπίτι. Τα μεσάνυχτα με κάθε προφύλαξη, μια επιτροπή των Γ.Ο.Χ κατάφερε να μπει στο σπίτι και να προσκαλέσει τον Ιερέα να τους λειτουργήσει σ' ένα εξωκκλήσι, όπου πλήθος πιστών τον περίμεναν με λαχτάρα. Ο π. Παρθένιος τους εξήγησε ότι είναι πρόθυμος (γι' αυτό άλλωστε ήλθε στην Τήνο), αλλά εκτός από τους χωροφύλακες που θα του δυσκόλευαν την έξοδο, νοιαζόταν και τον κ. Λαβουρό, που είχε δώσει υπόσχεση στον Αστυνόμο προκειμένου να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του. -Εμείς, πάτερ, εξακολούθησε η επιτροπή, ούτε υπόσχεση δώσαμε στον Αστυνόμο, αλλά, ούτε και τους χωροφύλακες φοβόμαστε.
Θα φύγουμε από δω όλοι και κανείς δεν θα πάρει είδηση. Έτσι και έγινε. Μετά από αρκετή και δύσκολη πεζοπορία έφθασαν στο εξωκκλήσι, όπου οι πιστοί επεφύλαξαν μια πολύ ενθουσιώδη υποδοχή στον π. Παρθένιο. Επιτέλους μετά από τόσο πολύ καιρό θα τους λειτουργούσε Ορθόδοξος Ιερέας και κυριολεκτικά πανηγύριζαν γι' αυτό. Για την τόσο όμως κατανυκτική όμως αγρυπνία προς τιμή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και πριν ακόμη τελειώσει, έλαβε γνώση κι ο Αστυνόμος. Ευτυχώς όμως που δεν κινήθηκε αμέσως, γιατι φοβήθηκε επεισόδια. Έτσι, αφού κοινώνησαν οι περισσότεροι πιστοί και τέλειωσε η Θεία Λειτουργία, ο π. Παρθένιος με το γνωστό του χαμόγελο είπε στο εκκλησίασμα: Τώρα παιδιά μου, καιρός να πάμε να καλημερίσουμε τον κ. Αστυνόμο. Έτσι κι αλλιώς θα φύγω που θα φύγω. Γιατι να μη με στείλλει ο κ. Αστυνόμος στον Πειραιά, να γλυτώσω και τα ναύλα...
Πήγαν στο Τμήμα γεμάτοι διάθεση, αλλά εκεί τους πληροφόρησαν πως ο Αστυνόμος βρισκόταν στην θάλασσα και καιροφυλακτούσε μη του ξεφύγει ο παπάς. Τον ειδοποίησαν, όμως, και κατέφθασε γεμάτος θυμό και φούρια. -Καλημέρα σου κ. Αστυνόμε, τον χαιρέτισε ο Γέροντας. Και ο Κρητικός Αστυνόμος απήντησε: -Τσε είχες, τσε δεν είχες τό' καμες το ατός σου. Τσε γω νόμιζα πως είχα να κάνω μ' ένα τσίριο Λαβουρό κι ένα τσίριο Ιερέα! -Συγχώρεσέ μας κ. Αστυνόμε. Αν είσαστε Παλαιοημερολογίτες και σείς και είχατε τόσο καιρό να κοινωνήσετε, όπως τούτοι εδώ, τότε ίσως να με καταλαβαίνατε... -Τσε με κοροιδεύεις μωρέ! απάντησε με οργή και διέταξε: -Βάλτε τον γρήγορα μέσα και κανείς να μην τον πλησιάσει! Οδήγησαν τον π. Παρθένιο σ' ένα απαίσιο κρατητήριο γεμάτο βρωμιές και μύγες και δεν επέτρεψαν, ούτε φαί να του φέρουν.
Όταν μάλιστα επεχείρησαν να του εξηγήσουν, ότι έπρεπε να φάει κάτι, γιατι ήταν ξαγρυπνημένος και κουρασμένος, ο Αστυνόμος τους έδιωξε με τις χειρότερες βρισιές. Το βράδυ οδήγησαν τον π. Παρθένιο πάλι στον Αστυνόμο. -Μα, ευλογημένε, του λέει ο Γέροντας, καλά εγώ σας έφταιξα, αλλά τόσες μύγες τι σας έφταιξαν και τις κλείσατε μαζί μου; Ο Αστυνόμος, που εν τω μεταξύ είχε βρει τον καλό του εαυτό ξέσπασε σε γέλια και εξήγησε: -Ίντα να κάνω Δέσποτα; Διαταγή είχα. -Καλά κυρ Αστυνόμε μου. Πάντως οφείλω να σας ευχαριστήσω για όλες τις περιποιήσεις σας. Θα μου μείνουν αλησμόνητες... Μετά τον παρέλαβαν δυο χωροφύλακες για να τον συνοδεύσουν μέχρι τον Πειραιά. Όταν το πλοίο έπιασε στη Σύρο, ο νομικός σύμβουλος της Κοινότητας κ. Δ. Βοκοτόπουλος, πληροφορημένος σχετικά, διαμαρτυρήθη στον Υποδιοικητή της Χωροφυλακής για την απρεπή συμπεριφορά προς τον π. Παρθένιο, να τον συνοδεύουν δηλαδή δυο χωροφύλακες σαν να ήταν κακούργος.
Ο υποδιοικητής ''συνεκινήθη'' και αντικατέστησε τους χωροφύλακες με ένα Υπονοματάρχη ντυμένο πολιτικά. Έφτασαν τελικά στον Πειραιά και κατ' ευθείαν οδήγησαν τον π. Παρθένιο στο Τμήμα Μεταγωγών. Το γεγονός έγινε γνωστό και πολύ γρήγορα άρχισε να παρελαύνει πλήθος πιστών στο Τμήμα, μεταξύ των οποίων και ο κ. Δημ. Φρυγανάς, αντιστράτηγος ε. α. της χωροφυλακής, που φεύγοντας εμπιστεύθηκε στον Γέροντα. -Κάνε υπομονή μια - δυο μέρες και την Κυριακή θα καλέσουμε τους πιστούς στην Μητρόπολη και θα δώσουμε ένα καινούριο μάθημα στον κ. Χρυσόστομο. -Στρατηγέ μου, ό,τι καλό μπορείτε, να το κάνετε για το καλό της Εκκλησίας.
Για μένα μη νοιάζεστε. Μήπως και στο Άγιο Όρος φυλακή δεν ήμουν; Και δεν θα κάνω τώρα υπομονή για την αγάπη του Χριστού; Μετά την επίσκεψη αυτή στο Τμήμα τα πράγματα καλυτέρευσαν για τον π. Παρθένιο, ενώ οι πιστοί δεν σταμάτησαν τις επισκέψεις τους. -Και ο Πατριάρχης να ήσουν, πάτερ, του είπε μια μέρα ο Διοικητής, τέτοια εκτίμηση δεν θα είχες από τους πιστούς.
Εν τω μεταξύ ο Μητροπολίτης που πληροφορήθηκε
την προετοιμαζόμενη συγκέντρωση στην Μητρόπολη,
πήρε το Σάββατο το βράδυ τον Διοικητή του Τμήματος
και του ανακοίνωσε:
''Να πεις στον κρατούμενο παπά ότι είναι ελεύθερος,
με τον όρο όμως να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση,
ότι θα αναχωρήσει αμέσως για το Άγιο Όρος.
-Ευχαριστώ τον Μητροπολίτη για την καλωσύνη του.
Όμως για το Άγιο Όρος δεν φεύγω,
εάν προηγουμένως δεν κτυπήσουν οι καμπάνες της Μητροπόλεως
με το παλαιό ημερολόγιο.
Τον βεβαιώνω, μάλιστα,
ότι σε περίπτωση που θα με απελάσει στο Άγιο Όρος,
το πολύ σε μια εβδομάδα θα έχω γυρίσει πίσω.
Η απάντηση αυτή,
η τόσο σίγουρη και θαρραλέα ήταν και η αιτία,
την άλλη κιόλας ημέρα, να αφεθεί ελεύθερος ο π. Παρθένιος.
(Συνεχίζεται...)
Β' Μέρος
Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα και επιμέλεια
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Απόσπασμα εκ του ιστορικού, ορθοδόξου περιοδικού
''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''
του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως κ. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.
Τόμος Γ', σελίδες 14 - 23.
Πειραιεύς 1978.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου