ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΙΟ




Ἡ Ἀλήθεια τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας σὲ θέματα Πίστεως, Κανονικότητος καὶ Ἱστορίας

 ἔναντι θλιβερῶν ἀναληθειῶν κατηγόρων αὐτῆς μὲ ἀναφορὰ στὴν Χίο. Η περίοδος τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, 

τὴν ὁποίαν διερχόμαστε, εἶναι περίοδος περισυλλογῆς καὶ βαθύτερης πνευματικῆς καλλιέργειας.

 Ὅμως, ἐνῶ αὐτὸ μᾶς εἰσάγει σὲ ἕνα πνεῦμα κατανύξεως, εἰρήνης καὶ μετανοίας, δὲν μᾶς στερεῖ 

τῆς δυνατότητος νὰ μαρτυρήσουμε γιὰ τὴν Ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας, γιὰ τὴν κανονικότητα τῆς ἐκκλησιαστικότητός μας

 καὶ γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἱστορικὴ διαδρομή μας, 

ὅταν αὐτὰ διαστρεβλώνονται. Ἄλλωστε, 

ἡ νηστεία καὶ ἡ ἄσκηση καὶ κάθε ἀρετή, τότε μόνον ἔχουν ἀξία καὶ ἀντίκρυσμα, 

ὅταν βασίζονται στὸ σταθερὸ θεμέλιο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας.


Οἱ Καινοτόμοι ἀδελφοὶ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, οἱ ὁποῖοι εἶναι σὲ κατάκριτη κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ φροντίσουν νὰ μετανοήσουν γι’ αὐτὸ καὶ νὰ διαχωρίσουν ἔμπρακτα τὴν ὅποια σχέση τους μὲ τοὺς φορεῖς τῆς οἰκουμενιστικῆς αἱρέσεως, προτιμοῦν κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλη ἐπιλογή: στρέφονται μὲ μεγάλο μένος ἐναντίον τῶν ἀκολούθων τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας τοῦ λεγομένου Παλαιοῦ Ἡμερολογίου! Αὐτὸ ἐν μέρει εἶναι πιθανὸν νὰ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἐλέγχονται κατὰ βάθος ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι τοὺς ὑπενθυμίζουν μὲ τὴν παρουσία τους καὶ μόνον τὸ μέγεθος τῆς εὐθύνης καὶ ἐκτροπῆς τους. 


λλά, δυστυχῶς, ὑπάρχει καὶ ἄλλη αἰτία: ἡ ἐπιθετικότητα μὲ ἄσχημες διαθέσεις ἐξυπηρετεῖ πονηρὴ σκοπιμότητα, ἐφ’ ὅσον εἶναι φανερὴ ἡ προσπάθεια ποὺ καταβάλλεται γιὰ τὴν ὑφαρπαγὴ Ναῶν καὶ Μονῶν, ποὺ κράτησαν μὲ μύριες θυσίες καὶ δυσκολίες τὴν Γνησία Ὀρθοδοξία, ὥστε νὰ περάσουν στὴν κυριότητα τῶν Νεοημερολογιτῶν. Αὐτὸ συμβαίνει γιὰ παράδειγμα τὸν τελευταῖο καιρὸ στὸ νησὶ τῆς Χίου, μετὰ εἰδικῶς τὴν αἰφνίδια κοίμηση τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀμβροσίου Ψωμιᾶ (+2015), Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅπου μὲ διάφορες ἐνέργειες, ὅπως καὶ δημοσιεύματα, διαδίδονται ἀνακρίβειες καὶ ἀναλήθειες ἀφαντάστου μεγέθους. Ἐνώπιον λοιπὸν αὐτῆς τῆς θλιβερᾶς καταστάσεως, εἶναι ἀνάγκη μὲ κάθε συντομία νὰ διευκρινισθοῦν κάποια πράγματα, ὥστε νὰ ἑδραιωθεῖ ἡ ἀλήθεια καὶ νὰ παύσει ἡ παραπληροφόρηση καὶ ἡ παραπλάνηση, νὰ ἀποσοβηθεῖ δὲ -ἐκεῖ ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ- ἡ διάπραξη ἀδικιῶν καὶ ἀνομιῶν.


1. Ἡμερολογιακὸ θέμα καὶ Οἰκουμενισμὸς


Συμμετοχὴ ἐπίσης δὲν ἀφορᾶ μεμονωμένα ἄτομα, τὰ ὁποῖα ἐκφράζουν ἁπλῶς προσωπικὲς ἀπόψεις. Διότι πρόκειται γιὰ ὑψηλόβαθμους Κληρικοὺς καὶ λοιποὺς εἰδικούς, οἱ ὁποῖοι ἀντιπροσωπεύουν ὄχι τοὺς ἑαυτούς τους, ἀλλὰ τὶς τοπικὲς ἐκκλησίες τους, τὶς ὁποῖες συμπαρασύρουν στὴν ἐξακολουθητικὴ πτώση τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνοι οἱ Νεοημερολογῖτες, οἱ ὁποῖοι δέχονται ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι αἵρεση, ἀλλὰ προσπαθοῦν νὰ ἀποφύγουν τὴν εὐθύνη τους καὶ νὰ ἐξαιρέσουν τοὺς ἑαυτούς τους, αὐταπατῶνται οἰκτρὰ ὅταν ὑποστηρίζουν ὅτι φθάνει καὶ ἀρκεῖ ἡ ἔκφραση τῆς διαφωνίας τους καὶ ἡ διαμαρτυρία τους, ἡ ὁποία δῆθεν τοὺς διατηρεῖ ἀπρόσβλητους ὡς πρὸς τὴν ἐκκλησιαστική τους ἰδιότητα. Ἡ Παράδοση καὶ ἡ Πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων διδάσκει, ὅτι ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ παραμένουν στὸ φρόνημα ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ συγκοινωνοῦν μὲ ὅσους διαδίδουν τὴν αἵρεση καὶ πράττουν αἱρετικά, συγκαταποντίζονται μαζί τους στὴν καταστροφικὴ πορεία τους. 


Καὶ δυστυχῶς, αὐτὴ ἡ πολυετὴς συγκοινωνία τους μὲ τὴν αἵρεση ἔστω καὶ ἐκ πλαγίου, ἀλλοιώνει τόσο βαθειὰ τὰ πνευματικά τους αἰσθητήρια, ὥστε νὰ χάνουν τὴν χάρη τῆς ἀληθινῆς καὶ συνεποῦς Ὁμολογίας καὶ ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ δικαιολογοῦν τὴν σοβαρότητα τῶν συνεπειῶν τῆς αἱρέσεως στὸν χῶρο τους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ νὰ ἐπιτίθενται μὲ σφοδρότητα ἐναντίον ὅσων διαχωρίσθηκαν ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση, γιὰ νὰ διαφυλάξουν τὴν πνευματική τους ταυτότητα καὶ ὑπόσταση. Ὅσο δὲ γιὰ τοὺς ὄψιμους «ζηλωτές», τοὺς ἀντιοικουμενιστὲς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, οἱ ὁποῖοι τὰ τελευταῖα ἰδίως χρόνια καταφέρονται ἔντονα κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἄν καὶ διατελοῦν σὲ κοινωνία μὲ αὐτὸ ποὺΗ Ορθόδοξη Ἐκκλησία μας χρησιμοποιοῦσε ἀνέκαθεν τὸ λεγόμενο Ἰουλιανὸ ἤ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, ὄχι διότι ἦταν τὸ καλύτερο ἤ τελειότερο, ἀλλὰ διότι βάσει αὐτοῦ καθωρίσθηκε ἀπὸ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁ Πασχάλιος Κανόνας καὶ τὸ Ἑορτολόγιό της, ὥστε νὰ συνεορτάζουμε ὅλοι μαζὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ τὶς κινητὲς καὶ ἀκίνητες ἑορτὲς ὅλου τοῦ ἔτους. Διότι μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκφράζουμε καὶ ἐξωτερικά, ὁρατὰ καὶ αἰσθητά, τὴν ἐσωτερικὴ ἑνότητα τῆς Πίστεώς μας, τὴν ὁμοφροσύνη καὶ ἀγάπη μας. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, δὲν δίνουμε στὸ Ἡμερολόγιο καθαυτὸ κάποια ἰδιαίτερη ἀξία καὶ σημασία γιὰ τὴν σωτηρία μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ αὐτὸ συμπλέχθηκε μὲ τὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας στὸν ἑορτολογικό της κύκλο, συνυφάνθηκε καὶ ἱεροποιήθηκε καὶ ἔγινε ὄντως ἐκκλησιαστικό. 


Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε ἀπόπειρα γιὰ ἀλλαγή του, ποὺ μόνο σύγχυση καὶ διάσπαση εἰσάγει, ἀπορριπτόταν ἀνέκαθεν. Ὅταν ὁ αἱρετικὸς Πάπας τῆς Ρώμης Γρηγόριος ΙΓ’ καθιέρωσε τὸ λεγόμενο ἀπὸ τὸ ὄνομά του Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο τὸ 1582 στὴν Δύση καὶ θέλησε νὰ τὸ ἐπιβάλει καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὡς προπαγανδιστικὸ καὶ προσηλυτιστικὸ μέσο, τρεῖς Πανορθόδοξες Σύνοδοι (1583, 1587, 1593) τὸ ἀπέρριψαν καὶ τὸ καταδίκασαν ἅπαξ διὰ παντός. Ἀναστήματα κορυφαῖα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας ὁ Τρανὸς καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, ἤ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, διευκρίνισαν μὲ σαφήνεια τὴν ὀρθόδοξη ἄποψη, ὅτι γιὰ τὸ θέμα τοῦ Πασχαλίου καὶ Μηνολογίου προτιμᾶται ἡ συμφωνία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἕνωση, καὶ ὄχι ἡ ἀκρίβεια τῶν ἀστρονομικῶν ὑπολογισμῶν, γι΄ αὐτὸ καὶ χαρακτήριζαν ἀνεπιφύλακτα τὴν Παπικὴ Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμιση ὡς «ἔκτρωμα» καὶ ὡς ἕναν «ἐπικίνδυνο νεωτερισμό», ἀπαράδεκτο ἀπὸ κάθε ἄποψη γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους. Γι’ αὐτὸ καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ Κ’ αἰῶνος, ἐπὶ Πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ’, μία ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου γιὰ νὰ συμπέσει αὐτὸ μὲ τὸ Παπικό, θεωρήθηκε μὲ Πανορθόδοξη συμφωνία ὡς «ἀνόητη» καὶ «ἄσκοπη». Ἡ ἀλλαγὴ ὅμως προτάθηκε φανερὰ μὲ τὸ γνωστὸ συνοδικὸ Διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920, ποὺ εἰσήγαγε ἐπίσημα τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ θεώρησε ἀδικαιολόγητα καὶ ἀνεπίτρεπτα τὶς ἑτερόδοξες κοινότητες καὶ ὁμολογίες, δηλαδὴ τὶς αἱρέσεις, ὡς «Ἐκκλησίες Χριστοῦ», καὶ πρότεινε τὴν ἀποδοχὴ ἑνιαίου Ἡμερολογίου γιὰ συνεορτασμὸ μαζί τους. 


Τὸ 1923 ἕνα δῆθεν πανορθόδοξο συνέδριο στὴν Κωνσταντινούπολη ὑπὸ τὸν ἐξακριβωμένα μασῶνο πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη δέχθηκε τὴν δῆθεν διόρθωση τοῦ Ἡμερολογίου, δηλαδὴ τὴν υἱοθέτηση οὐσιαστικὰ τοῦ Παπικοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου, πρὸς ἐξυπηρέτηση τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος, «χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἐκκλησιαστικὸς λόγος», ὅπως παραδέχθηκε καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου Ἑλλάδος τὸ 1971. Ἔτσι, προκλήθηκε διάσπαση καὶ διαίρεση τὸ 1924 μὲ τραγικὲς συνέπειες: ἐν ὀνόματι τοῦ οἰκουμενιστικῆς σκοπιμότητος συνεορτασμοῦ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, διασπάσθηκαν ἑορτολογικὰ οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι, γεγονὸς πρωτοφανὲς στὰ χρονικὰ τῆς Ἐκκλησίας! Ἡ συνέχεια τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ κατήφορου ἦταν τραγική: οἱ Νεοημερολογῖτες συμμετεῖχαν στὴν ἵδρυση τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» τὸ 1948, στὸ ὁποῖο ἀποτελοῦν θεσμικὰ -ὡς τοπικὲς ἐκκλησίες καὶ ὄχι ὡς μεμονωμένα πρόσωπα- ὀργανικὰ μέλη μὲ τὶς πάσης φύσεως αἱρετικὲς προτεσταντικὲς παραφυάδες· τὸ 1965 προέβησαν στὴν λεγομένη ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων μὲ τοὺς Παπικούς, γεγονὸς ποὺ σήμανε οὐσιαστικὰ τὴν οὐνιτικῆς φύσεως ψευδένωση μαζί τους· τὸ 1975 ἐπικύρωσαν συνοδικὰ τὴν αἱρετικώτατη «Ὁμολογία Θυατείρων»· τὸ 1990 ὑπέγραψαν συμφωνία ἑνότητος μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀντιχαλκηδονίους· τὸ 1993 ὑπέγραψε ἡ πλειονότητά τους τὴν Βελεμένδιο συμφωνία μὲ τοὺς Παπικούς, ποὺ ἐπρόκειτο γιὰ ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ ἀλληλο-αναγνώρισή τους. Ὅσο δὲ γιὰ τὸ πλῆθος τῶν Οἰκουμενιστικῶν διακηρύξεων καὶ πράξεών τους, θὰ χρειάζονταν τόμοι ὁλόκληροι γιὰ νὰ παρουσιασθοῦν καὶ περιγραφοῦν!... 


Οἰκουμενισμὸς εἶναι μία Παναίρεση, πρᾶγμα ποὺ γίνεται δεκτὸ ἀκόμη καὶ ἀπὸ πολλοὺς Νεοημερολογῖτες, καὶ ὄχι μία ἁπλῆ κανονικὴ ἀταξία, διότι πλήττει τὸ δόγμα τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Ἡ συμμετοχὴ σὲ αὐτὴ τὴν Παναίρεση δὲν ἀφορᾶ μόνον ὅσους ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους ἐκφράζουν στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα τὸν Οἰκουμενισμό. Ἡ συμ καταδικάζουν, πρᾶγμα ἐντελῶς ἀσυνεπὲς καὶ ἀντιφατικό, εἴθε νὰ ἐπιστέψουν τὸν ἀγῶνα τους μὲ τὴν διακοπὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τους μὲ τοὺς ἀμετανοήτους Οἰκουμενιστὲς καὶ νὰ σηκώσουν τὸ βάρος τῶν συνεπειῶν τῆς Ὁμολογίας τους, διορθώνοντες καὶ τὴν Ἡμερολογιακὴ ἀπόκλισή τους, ὥστε νὰ καταλάβουν πολὺ καλὰ καὶ τοὺς Ἀδελφούς τους Γνησίους Ὀρθοδόξους τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, προσεγγίζοντάς τους ἐμπειρικὰ καὶ παύοντας τὴν ἄχαρι πολεμικὴ ἐναντίον τους, διότι ἀλλοῦ εἶναι ὁ κοινὸς ἐχθρός! Εἴθε! Ἡ ἐπικειμένη «ἁγία καὶ μεγάλη σύνοδος» τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ ὁποία βαδίζει στὴν ἐπικύρωση τοῦ γνωστοῦ ἤδη κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον», ἐγκεκριμένου ἀπὸ τοὺς προκαθημένους τους, ἀποδεικνύει τὸ μέγεθος τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματός τους, καὶ παρέχει μία χρυσῆ εὐκαιρία στοὺς ἀντι-οικουμενιστὲς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν ἀνεπιφύλακτα τὸ κείμενο ὡς Κακόδοξο, νὰ ἐγερθοῦν ἔστω καὶ τὴν ἐσχάτη αὐτὴ ὥρα καὶ νὰ ποιήσουν τὸ θεῖο Θέλημα, παύοντες ἐπὶ τέλους νὰ δικαιολογοῦν τὰ ἀδικαιολόγητα καὶ νὰ συνδυάζουν τὰ ἀσυνδύαστα! Τοὺς ἀναμένουμε!


2. Ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν


πιὸ συνηθισμένος τρόπος τῶν Καινοτόμων τοῦ Νέου Ἡμερολογίου νὰ πλήττουν τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους τοῦ Παλαιοῦ, προκειμένου νὰ τοὺς ἐξουθενώσουν καὶ νὰ ἀποδείξουν τὴν δῆθεν ἀνυποληψία καὶ ἀκυρότητά τους, εἶναι νὰ ἐπιτίθενται μὲ πάθος κατὰ τῆς προελεύσεως τῆς Ἱερωσύνης τους. Στὴν σύγχυσή τους, λησμονοῦν τὶς πτώσεις Πίστεως τῶν Οἰκουμενιστῶν ἡγετῶν τους, ἀλλὰ καὶ τὶς προφανεῖς ἀντικανονικότητες ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῶν «ἀριστίνδην» συνόδων τους, καὶ προσπαθοῦν νὰ πιασθοῦν ἀπὸ ὅπου δύνανται, προκειμένου νὰ εὐτελίσουν καὶ συκοφαντήσουν τὸ ὑποστατὸ καὶ ἔγκυρο τῆς ἀδιαβλήτου Ἱερωσύνης τῶν τιμίων Λειτουργῶν μας. Ὑπενθυμίζουμε ἐδῶ γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὰ γνωστά, ὅτι μετὰ τὴν Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμιση τοῦ 1924, ὅσοι παρέμειναν ἑδραῖοι καὶ ἀμετακίνητοι στὸ ἀσάλευτο θεμέλιο τῆς ἀληθινῆς Ὁμολογίας, χωρὶς νὰ παρασυρθοῦν στὸν ἐκφραγκισμό, δηλαδὴ οἱ ἡρωϊκοὶ προπάτορές μας, ἐξυπηρετοῦνταν ἐκκλησιαστικῶς ἀπὸ λίγους Κληρικούς, ποὺ δὲν εἶχαν ἀποδεχθεῖ τὸ Νέο Ἡμερολόγιο. Ἐπίσης, τοὺς συνέτρεξαν Ἁγιορεῖτες Ἱερομόναχοι, οἱ λεγόμενοι Ζηλωτὲς Πατέρες. 


Τὸ 1935, τρεῖς Ἀρχιερεῖς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου ἐπέστρεψαν στὸ Παλαιό, οἱ Δημητριάδος Γερμανός, πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος καὶ Ζακύνθου Χρυσόστομος· αὐτοὶ χειροτόνησαν ἄλλους τέσσερις, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τοὺς Κυκλάδων Γερμανὸ καὶ Βρεσθένης Ματθαῖο. Ὁ πιὸ σπουδαῖος Ὁμολογητὴς καὶ Ἀγωνιστὴς ἀναδείχθηκε ὁ πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος, μία σπάνια φωτεινὴ μορφὴ ἁγνοῦ καὶ φλογεροῦ Ἱεράρχου, μὲ δύο Ἐξορίες, μὲ διώξεις καὶ κατατρεγμούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀκατάβλητο φρόνημα μέχρι τῆς μακαρίας Κοιμήσεώς του (+1955). Στὸ μεταξύ, ἀπὸ ἐσωτερικὴ ἀσυμφωνία ὡς πρὸς τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ σχίσματος καὶ τῶν συνεπειῶν του, ἀλλὰ καὶ γιὰ προσωπικοὺς λόγους, ὑπῆρξε μία ἐσωτερικὴ διάστασις τὸ 1937, ἡ ὁποία ἔφθασε στὸ ἀκραῖο σημεῖο, ὥστε ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος, ὁ ὁποῖος σύστησε Παρασυναγωγή, νὰ προβεῖ μόνος του σὲ ἀντικανονικὲς χειροτονίες ἐπισκόπων. 


Μετὰ τὸ 1955, οἱ διάδοχοι τοῦ πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου ἀγωνίσθηκαν γιὰ νὰ λάβουν χειροτονία ἀπὸ Ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς τοῦ ἐξωτερικοῦ, πρᾶγμα ποὺ ἐπιτεύχθηκε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1960, ὅταν χειροτονήθηκε στὸ Ντιτρόϊτ τῶν Η.Π.Α. ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀκάκιος Παπᾶς ὡς Ἐπίσκοπος Ταλαντίου ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Σικάγου Σεραφεὶμ καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Σεβρῶν (Γαλλίας) Θεόφιλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς. Σὲ ἐκείνη τὴν δύσκολη ἐποχή, ἡ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐγκρίνει ἐπίσημα τὴν χειροτονία. Περὶ αὐτῆς ὑπῆρξε γραπτὴ βεβαίωση τοῦ Σικάγου Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος ἦταν Ζηλωτὴς τῆς Πίστεως καὶ δὲν διατελοῦσε σὲ κοινωνία μὲ τοὺς Νεοημερολογῖτες. Τὸν Μάϊο τοῦ 1962, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χιλῆς καὶ Περοῦ Λεόντιος τῆς αὐτῆς Ὀρθοδόξου Συνόδου ἦλθε στὴν Ἑλλάδα, σὲ περίοδο διωγμοῦ κατὰ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, μὲ μύριες προφυλάξεις, καὶ χειροτόνησε μαζὶ μὲ τὸν Ταλαντίου Ἀκάκιο τοὺς Ἐπισκόπους μας Κυκλάδων Παρθένιο, Γαρδικίου Αὐξέντιο καὶ Μαγνησίας Χρυσόστομο, καὶ ἐν συνεχείᾳ χειροτονήθηκαν τότε καὶ οἱ Ἐπίσκοποι Σαλαμῖνος Γερόντιος καὶ Διαυλείας Ἀκάκιος ὁ καὶ μόνος ἐπιζῶν μέχρι σήμερα. 


Γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς χειροτονίες ὑπάρχουν οἱ χειροτονητήριες βεβαιώσεις. Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο ἔτος, τὸν Νοέμβριο τοῦ 1962, χειροτονήθηκε στὴν Ἀστόρια τῆς Νέας Ὑόρκης τῶν Η.Π.Α. ὁ Χιώτης στὴν καταγωγὴ Ἀρχιμανδρίτης Πέτρος Ἀστυφίδης σὲ Ἐπίσκοπο Ἀστορίας, ἀπὸ τὸν ἴδιο Ἀρχιερέα, τὸν Χιλῆς Λεόντιο, μὲ σύμπραξη τοῦ Ἐπισκόπου Καράκας Σεραφεὶμ τῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς. Εἶναι σαφές, ὅτι οἱ χειροτονίες ἐκεῖνες στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Ἀμερικὴ εἶχαν τὴν ἴδια κανονικὴ πηγὴ προελεύσεως. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς μπορεῖ ὅπως εἴπαμε νὰ μὴ ἀναγνώρισε ἐπίσημα τὶς χειροτονίες ἐκεῖνες ἀμέσως, ἀλλὰ δὲν τὶς ἀμφισβήτησε ποτέ. Οἱ περισσότεροι Ἱεράρχες της τὶς ὑποστήριξαν, ὅπως καὶ ὁ σύγχρονος Ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς) ὁ Θαυματουργός, καὶ βέβαια δὲν ἐλήφθη κανένα πειθαρχικὸ μέτρο ἐναντίον ὅσων Ἀρχιερέων τέλεσαν τὶς χειροτονίες. Γι’ αὐτὸ καὶ λίγο ἀργότερα, ὅταν τὸ 1965 ἐκλέχθηκε Προκαθήμενος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος, ὅλες οἱ χειροτονίες ἐκεῖνες ἐπιβεβαιώθηκαν καὶ ἀναγνωρίσθηκαν καὶ ἐπισήμως. 


Μὲ ἐπιστολή του τῆς 15/28.12.1967, ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος δήλωσε σαφῶς καὶ ρητῶς στὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπό μας Αὐξέντιο, ὅτι ὁ Ταλαντίου Ἀκάκιος χειροτονήθηκε ὀνομαστικὰ ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Σικάγου καὶ Ντιτρόϊτ Σεραφεὶμ καὶ τὸν Ρουμᾶνο Ἐπίσκοπο Θεόφιλο, καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία γιὰ τὸ κῦρος τῆς χειροτονίας ἐκείνης. Ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸ ἔτος (1967), ὁ Ἀστορίας Πέτρος συνενώθηκε μὲ τὴν ὑπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐξέντιο Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀποτέλεσε κανονικὸ μέλος της. Τὸν Μάϊο τοῦ 1969, ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος σὲ νέο ἐπίσημο γράμμα του βεβαίωσε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐξέντιο ὅτι οἱ χειροτονίες τοῦ 1962 γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος ἀναγνωρίζονται καὶ ὅτι οἱ Ἕλληνες θεωροῦνται Ἀδελφοὶ σὲ κοινωνία μαζί τους. Τὸν δὲ Δεκέμβριο τοῦ 1969, ἐκδόθηκε ἐπίσημη Συνοδικὴ ἀναγνώριση τῶν χειροτονιῶν τῶν Ἀρχιερέων μας καὶ βεβαιώθηκε καὶ πάλι ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν μας. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔγγραφα δημοσιεύθηκαν κατὰ καιροὺς σὲ ἔντυπά μας καὶ ἔτσι εἶναι στὴν διάθεση κάθε ἐνδιαφερομένου. Ὅσο γιὰ τὸ «ὑπερόριο» τῶν χειροτονιῶν, αὐτὸ προβλέπεται στὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ καταγράφει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης: σὲ καιρὸ συγχύσεως ἐξ αἰτίας αἱρετικῆς ἐπιβουλῆς, δὲν ἰσχύουν ὅσα ἔχουν διατυπωθεῖ γιὰ τὸν καιρὸ τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία, λόγῳ τῆς ἀνάγκης. 


Αὐτὸ ἄλλωστε ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Ἀθανάσιος καὶ Εὐσέβιος, «ὑπερορίους χειροτονίας ἀμφότεροι ποιησάμενοι»· αὐτὸ συνέβη καὶ στὸν καιρὸ τῆς αἱρέσεως τῆς Εἰκονομαχίας (βλ. Ἐπιστολὴ ΣΙΕ’ «Μεθοδίῳ μονάζοντι», PG 99, στλ. 1645D-1648Α). Οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ τῆς Ἑλλάδος παρὰ τὴν πίεση, τοὺς διωγμοὺς καὶ τοὺς περιορισμούς, οἱ ὁποῖοι ἀπάνθρωπα τοὺς ἐπιβλήθηκαν, ἀπέκτησαν μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ -ὡς ἐκ θαύματος- κανονικοὺς καὶ ἐγκύρους Ποιμένες, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὴν σωτήρια ἀποστολή τους στὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον. Οἱ Παλαιοημερολογῖτες ποτὲ δὲν «θεοποίησαν» τὰ πρόσωπα τῶν Ποιμένων τους, ἀλλὰ τίμησαν καὶ τιμοῦν τοὺς ἀνιδιοτελεῖς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ πνευματικούς τους Πατέρες, στηρίζοντάς τους παντοιοτρόπως. Ἄν δὲν ἦταν τέτοιοι, ἀλλὰ ἅρπαγες καὶ ἄδικοι, δὲν θὰ ἔχαιραν καμμίας τιμῆς ἀπὸ τὸ θεοφιλὲς Ποίμνιό μας. Ἄν ὑπῆρξαν καὶ ἐπίορκοι Κληρικοὶ στὸν χῶρο μας, αὐτοὶ στιγματίσθηκαν καὶ ἀπομονώθηκαν, ἀπωθούμενοι ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ δημιουργοῦντες δικά τους κομμάτια, γιὰ τὴν παρασιτικὴ ὕπαρξη καὶ τὴν ὅποια φθοροποιὸ δράση τῶν ὁποίων καμμία εὐθύνη δὲν φέρει ἡ Ἐκκλησία μας.


3. Οἱ Παλαιοημερολογῖτες τῆς Χίου


Εἰδικὰ ὡς πρὸς τὸ μυροβόλο νησὶ τῆς Χίου, εἶναι γνωστὸν ὅτι διέπρεψε στὴν εὐσέβεια μὲ ἅγιες καὶ ἡρωϊκὲς μορφὲς καὶ μαρτυρικὴ ἱστορία καὶ παράδοση. Στὰ τέλη τοῦ ΙΘ’ αἰῶνος, δύο ἱερὲς μορφὲς Ὁσίων Ἀσκητῶν δεσπόζουν στὸ νησί, ὁ Ἅγιος Γέρων Παρθένιος (+1883) καὶ ὁ Ἅγιος Γέρων Παχώμιος (+1905), Ἱδρυτὲς τῶν ἐργαστηρίων ἀσκήσεως καὶ ὁσιότητος Μονῶν τοῦ Ἁγίου Μάρκου Πενθόδου καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων Προβατείου ἀντίστοιχα. Οἱ Μονὲς αὐτές, ὅπως καὶ ἄλλες (Ἁγίου Ταξιάρχη, Ἁγίας Ματρώνας, Ἁγίου Κωνσταντίνου, Ἁγίου Στεφάνου κλπ.), γνωρίζουμε ὅτι παρέμειναν πιστὲς στὸ Πάτριο Ἡμερολόγιο μετὰ τὴν βιαίως ἐπιβληθεῖσα Μεταρρύθμιση τοῦ 1924. Ὁ Ὅσιος Παχώμιος εἰδικὰ διακρινόταν γιὰ τὸν θερμὸ ζῆλο τῆς Πίστεως καὶ ἔγραψε μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση καὶ δύναμη πνευματικὴ κατὰ τῶν Λουθηροκαλβίνων καὶ γενικὰ τῶν ἑτεροδόξων ἤδη ἀπὸ τὸ 1894 στὸ βιβλίο του «Ὑπεράσπισις τῆς Ἀληθείας καὶ Νίκη κατὰ τοῦ διαβόλου». Αὐτὴ τὴν ἀκραιφνῆ ὀρθόδοξη γραμμὴ κληροδότησε στὶς Χιακὲς Μονὲς καὶ οἱ εὐχές του στήριξαν Κληρικούς, Μοναχούς, Μοναχὲς καὶ εὐσεβεῖς λαϊκοὺς στὴν τήρηση τῆς Ἀκαινοτόμητης Ὀρθοδοξίας. Τοῦτο ὅμως εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὶς ἄμεσες σκληρὲς διώξεις ἀπὸ τὶς τοπικὲς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές. 


Μονὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅπως ἐγκύρως βεβαιώνεται (βλ. Ἀντ. Ν. Χαροκόπου, Ὁ Γέροντας Παχώμιος, Ἀθῆναι 2003, σελ. 77) «ἐπειδὴ ἔμεινε πιστὴ στὸ παλαιό, καὶ παραμένει μέχρι σήμερα, καὶ λόγῳ τῶν διωγμῶν ποὺ ὑπέστη ἐξ αἰτίας τῆς ἐμμονῆς της, πολλοὶ μοναχοὶ ἐγκατέλειψαν τὴ Σκήτη καὶ ἐμόνασαν σὲ ἄλλα μέρη». Οἱ διωκτικὲς πιέσεις ἦταν τόσο ἰσχυρὲς καὶ ἀφόρητες, ὥστε οἱ Μοναχὲς τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου νὰ ἀναγκασθοῦν νὰ ἐξέλθουν τῆς Μονῆς τους περὶ τὸ 1930 καὶ νὰ καταφύγουν εἴτε σὲ ἄλλα μέρη τῆς Χίου, εἴτε στὴν Ἀττική, ὅπου μάλιστα ἵδρυσαν τὴν ὁμώνυμη Μονὴ στὸ Παλαιὸ Ἡράκλειο Ἀττικῆς. Γιὰ τὸν διωγμὸ ἐκεῖνο, ὅπως καὶ γιὰ ἄλλες μορφὲς ποὺ διώχθηκαν ἐπίσης (π. Δαμασκηνὸς Σκυριώτης, π. Πολύκαρπος Βαγιᾶνος, π. Ἱερεμίας, π. Διονύσιος Κολόμβος) κάνει λόγο μὲ ἰδιαίτερη μάλιστα παραστατικότητα ὁ ἴδιος ὁ μακαριστὸς Σεβ. Ἀστορίας Πέτρος (βλ. βιβλίο του «Ἱερὲς Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, τὴν Μυροβόλο Χίο καὶ τὴν Ἀμερική», Ἀθῆναι 1990· περὶ Χίου στὶς σελ. 65-81). Ὁ διωγμὸς ἦταν ἰδιαίτερα ὀξὺς στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου, τὴν ὁποίαν ἵδρυσε ὁ Ὅσιος Παρθένιος, ὅταν στὴν μεταπολεμικὴ ἐποχὴ ὁ τότε μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης ἐξαπέλυσε ἀπηνῆ δίωξη τῶν Ζηλωτῶν Πατέρων μὲ φυλακίσεις καὶ ἐξορίες· τότε κακοπάθησε καὶ ὁ νέος Ἱερομόναχος π. Στέφανος Τσίκουρας, ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Χίου, Ψαρρῶν καὶ Οἰνουσσῶν τῆς μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας μας (+2007). 


Γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἔχουν καταγραφεῖ καὶ τὰ ἑξῆς στὸ Πρῶτο Κληρικολαϊκὸ Πανελλαδικὸ Συνέδριο τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ πραγματοποιήθηκε τὸν Μάρτιο τοῦ 1947 στὴν Ἀθήνα: «Ὁ κ. Μαυρογιάννης Σ. ἐκπρόσωπος Παραρτήματος Χίου, ἱστορεῖ μὲ τὰ μελανότερα χρώματα τὸν παρὰ τοῦ Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη ἀσκούμενον ἀπηνῆ διωγμόν. Τῇ διαταγῇ του συνελήφθησαν μὲ αὐτόματα ὅπλα, ὡς οἱ τελευταῖοι τῶν κακούργων οἱ Ἱερεῖς μας καὶ ἐφυλακίσθησαν καὶ ἐξορίσθησαν μετ’ αὐθαιρεσίας καὶ σκληρότητος μεγίστης. Τοὺς πάντας κατεμήνυσεν ἐπὶ ἀντιποιήσει ἀρχῆς. Ἔκλεισε Ἡσυχαστήριον σατραπικῷ τῷ τρόπῳ καὶ ἐσφράγισε τὸν Ἱερὸν Ναὸν Κοιμήσεως Θεοτόκου» (βλ. «Τὸ Πρῶτον Πανελλαδικὸν Συνέδριον τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἑορτολογίου», ἔκδοσις Πανελληνίου Θρησκευτικῆς καὶ Ἐθνικῆς Ὀρθοδόξου Κοινωνίας, ἐν Ἀθήναις μηνὶ Ἀπριλίῳ 1947, σελ. 98). Σημειωτέον, ὅτι παραθέτουμε τὰ στοιχεῖα αὐτὰ ὄχι γιὰ νὰ ἀναξέσουμε δυσάρεστες μνῆμες καὶ νὰ ὁδηγήσουμε σὲ ἔξαψη παθῶν, ἀλλὰ γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴν πραγματικὴ ἱστορία, ἡ ὁποία σφραγίσθηκε μὲ αἷμα, γιὰ νὰ ἐκτιμήσουμε περὶ τίνος ὁμιλοῦμε καὶ νὰ μὴ ἐπιτρέψουμε νὰ ἐπαναληφθοῦν ἀπανθρωπίες καὶ ἔκτροπα. 


πως ἐπίσης, καὶ γιὰ νὰ καταισχυνθοῦν ὅσοι προπαγανδίζουν ἀσύστολα ψεύδη, προκειμένου νὰ ὑπηρετήσουν ἄνομα συμφέροντα καὶ νὰ στερεώσουν τὴν πλάνη τους. Εἰδικὰ στὴν Μονὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων ὑπῆρχαν ἐνάρετοι Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι «ἀποχωροῦντες ἀφ’ ἑαυτῶν γιὰ διαφόρους λόγους... μετέβαιναν σὲ ἄλλα μέρη, καὶ ἐκεῖ ἵδρυαν μοναστήρια. Σχετικῶς εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ καρεὶς ἀπὸ τὸν Παχώμιο μοναχὸς Μωυσῆς Τρυπιτίνιας ἀπὸ τὸ Καστελλόριζο ἀπεχώρησε ἀπὸ τὴ Σκήτη περὶ τὸ 1935, μετέβη στὴν Κόρινθο καὶ ἐκεῖ ἵδρυσε δύο μοναστήρια, τὴν ἀνδρικὴ Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τὴν γυναικεία τῶν Ταξιαρχῶν» (βλ. Ἀντ. Χαροκόπου, Ὁ Γέρων Παχώμιος, σελ. 85). Ὁ Γέρων Μωυσῆς ἦταν ἐξέχουσα μοναστικὴ φυσιογνωμία καὶ ἥλκυσε γύρω του πρόσωπα ποθοῦντα τὴν συνεπῆ Μοναχικὴ ζωή, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Ἱερομόναχο Κάλλιστο Μακρῆ, μετέπειτα Μητροπολίτη ΓΟΧ Κορινθίας (+1986), ὁ ὁποῖος διηγεῖτο ἐκπληκτικὰ περιστατικά, ἀποδεικτικὰ τῆς χαρισματικότητος τοῦ Ὁσίου Γέροντός του. Ὁ Γέρων Μωυσῆς ἐκοιμήθη πρὸ 70 ἐτῶν, τὸ 1946, ἐφ’ ὅσον προηγουμένως προσκλήθηκε στὴν αἰωνιότητα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ὅσιο Γέροντά του Παχώμιο τῆς Χίου. 


ς γνωστόν, ὁ Σεβ. Κορινθίας Κάλλιστος διετέλεσε πνευματικὸς Πατέρας καὶ Γέροντας τόσο τοῦ προηγουμένου Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας μας κυροῦ Χρυσοστόμου (Κιούση, +2010), ὅσο καὶ τοῦ νῦν Προκαθημένου μας Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου κ. Καλλινίκου, ἐκ τῶν ὁποίων ἔχουν λάβει καὶ τὶς χειροτονίες τους οἱ νεώτεροι Ἀρχιερεῖς, Κληρικοὶ καὶ Μοναχοὶ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς καὶ οἱ ἐξυπηρετοῦντες τὶς Μονὲς τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου στὴν Χίο μέχρι καὶ αὐτὴ τὴν στιγμή, μέσῳ τοῦ Σεβ. Τοποτηρητοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀθανασίου Ἀγιακάτσικα. Οἱ ἔγγαμοι Ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐξυπηρετοῦσαν καὶ ἐξυπηρετοῦν ἐφημεριακῶς τὴν περίφημη Γυναικεία Μονὴ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου Φραγκοβουνίου εἶχαν καὶ ἔχουν χειροτονία ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας, τοὺς ὁποίους μνημόνευαν καὶ μνημονεύουν στὴν Ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ στὴν Θεία Λειτουργία, καὶ στοὺς ὁποίους εἶχαν καὶ ἔχουν τὴν ἐκκλησιαστική τους ἀναφορά. Ὁ ἀείμνηστος ἐπίσης Γέροντας π. Θεόδουλος (Γεντίδης) προερχόταν μὲν ἀπὸ τὸ Νέο, ἀλλὰ στράφηκε στὸ Πάτριο, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπέστη διωγμὸ καὶ ἐξορίσθηκε στὴν Λέσβο, καὶ μόνον ἀφοῦ ἀποκαταστάθηκε στὴν Ἱερωσύνη μὲ χειροθεσία ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς μας μετὰ τὸ 1960, μποροῦσε νὰ ἀναλάβει ἱερατικὰ καθήκοντα στοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖ καὶ τὴν Γυναικεία Μονὴ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὡς πνευματικὸς Πατέρας, πρᾶγμα ποὺ πολὺ ὀρθὰ τονίσθηκε σὲ πρόσφατο κείμενο τῆς Ἡγουμένης τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου Παρασκευῆς Μοναχῆς. 


Τὸ ἄν γιὰ θέματα κοινωνικῆς φύσεως οἱ Μονὲς εἶχαν κάποια τυπικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὴν τοπικὴ μητρόπολη τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὅταν βεβαίως τοῦτο ἐπιτράπηκε ἀπὸ τὶς περιστάσεις, αὐτὸ δὲν σήμαινε πνευματικὴ ἐξάρτηση καὶ ὑπαγωγή. Οἱ ἐκκλησιαστικὲς σχέσεις καθορίζονταν ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὴν πνευματικὴ ἀρχὴ τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων. Ἡ καλλιέργεια καλῶν κοινωνικῶν σχέσεων σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο μὲ τὴν Νεοημερολογιτικὴ ἀρχή καὶ ἡ παραχώρηση ἤ λήψη ἀποτμημάτων Λειψάνων ἁγίων καὶ ἱερῶν προσώπων οὐδόλως παραβλάπτει τὴν ὁμολογιακὴ τοποθέτηση. Διότι δὲν ὑπῆρξε καὶ δὲν ὑπάρχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μετ’ αὐτῆς. Ἐνδεικτικὸ παράδειγμα ὑπῆρξε ἡ ἀνάδειξη τοῦ προηγουμένου Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων Χίου Ἀρχιμ. Γέροντος Ἀμβροσίου. Ὁ προκάτοχός του Γέροντας Ἰωακεὶμ Μοναχός, ὅταν χρειάσθηκε ἕναν Ἱερομόναχο γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῆς Μονῆς καὶ τὴν ἀπρόσκοπτη συνέχιση τῆς ἁρμονικῆς λειτουργίας της, ἀποτάνθηκε στὸν Μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπό μας Αὐξέντιο. Μὲ τὴν ἄδεια τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου μας Αὐξεντίου καὶ τὴν συγκατάθεση τοῦ Μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Ἀστορίας κυροῦ Πέτρου, ὁ τότε Ἱεροδιάκονος Ἀμβρόσιος συναριθμήθηκε στὴν Ἀδελφότητα τῶν Ἁγίων Πατέρων. 


μετέπειτα χειροτονία τοῦ Ἱεροδιακόνου Ἀμβροσίου σὲ Ἱερομόναχο καὶ ἡ - μετὰ τὴν Κοίμηση τοῦ Γέροντος Ἰωακεὶμ - Ἐνθρόνισή του σὲ Ἡγούμενο στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἔγινε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας μας Ἀστορίας Πέτρο. Τὸ ἴδιο εἶχε συμβεῖ καὶ παλαιότερα, γιὰ τὸ ζήτημα τῆς χειροτονίας ἐγγάμου Ἱερέως γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ταξίαρχου Μιχαὴλ Νενήτων. Ἡ συνεννόηση ἔγινε μεταξὺ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Εκκλησίας μας καὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων, καθὼς ὁ τότε Ἡγούμενος Γέροντας Θεόδουλος ἐκαλεῖτο νὰ δώσει συμμαρτυρία. Οὐδεμία ἀνάμιξη εἶχε ἡ τοπικὴ Νεοημερολογιτικὴ ἀρχὴ τῆς Χίου οὔτε στὴν μία, οὔτε στὴν ἄλλη περίπτωση. Εἶναι ἐπίσης ἀναγκαῖο νὰ τονισθεῖ, ὅτι πρόσωπα ἤ Μονές, ποὺ ξεκίνησαν τὴν πορεία τους μὲ τὸ Νέο, ἀλλὰ κατέληξαν στὸ Πάτριο καὶ μάλιστα ἔπαιξαν σημαντικὸ κάποτε ρόλο στὴν σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ ζωή, εἶναι ἄξια ἐπαίνου γιὰ τὴν μεταστροφή τους αὐτὴ καὶ ὄχι μομφῆς, εἴθε δὲ νὰ ἀποτελέσουν ὑποδείγματα πρὸς μίμησιν καὶ γιὰ πολλοὺς ἄλλους. 


ν δέχθηκαν εὐλογίες ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους ὅσο καιρὸ ἀνῆκαν σὲ αὐτούς, τοῦτο δὲν ἀποτελεῖ ἀνασχετικὸ παράγοντα καὶ ἐμπόδιο γιὰ τὴν μεταγενέστερη ὀρθοδοξοποίησή τους. Οὔτε οἱ πιθανὲς ἀμφιλεγόμενες θέσεις τους σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικότητα ἤ μὴ τῶν Νεοημερολογιτῶν ἀποτελοῦν παγιωμένες ἀντιλήψεις τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ ἤ ἐπίσημες θέσεις της, ὥστε νὰ ἐπηρεάζουν καθοριστικὰ κατὰ κάποιον τρόπο τὴν γραμμὴ καὶ πορεία της.


  

Εἰδικῶς μάλιστα ἀπὸ τοῦ 2014 καὶ ἑξῆς, μὲ τὴν σύνταξη καὶ ἀποδοχὴ τοῦ ἑνωτικοῦ ἐκκλησιολογικοῦ κειμένου:

 «Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ - Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικά», 

οἱ θέσεις τῆς Ἐκκλησίας μας περιγράφονται μὲ σαφήνεια καὶ ἀποτελοῦν τὴν κατευθυντήριο γραμμὴ πορείας

 καὶ πλεύσεως γιὰ τοὺς κατεξοχὴν ὑπευθύνους Αὐτῆς Ἀρχιερεῖς καὶ λοιποὺς Κληρικούς. 

Ἡ Ἐκκλησία μας παραμένει πρόθυμη καὶ θυσιαστικὴ στὴν πρώτη γραμμὴ ἀντιμετωπίσεως 

τοῦ αἱρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ποικιλόμορφης ἐκκοσμικεύσεως, στὴν προσπάθειά της 

νὰ διαφυλάξει πάσῃ θυσίᾳ τὰ παραδεδομένα καὶ νὰ μαρτυρήσει τὴν καλὴν Ὁμολογίαν 

τῆς Πίστεως καὶ Ἀληθείας μὲ Ἀγάπη, σὲ καιροὺς δεινοὺς καὶ χαλεπούς. 

Δίνει ἔμφαση στὴν ἀληθινὴ ὁμολογία καὶ ἑνότητα τῆς Πίστεως, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶ καὶ τὴν κανονικότητα καὶ ἐκκλησιαστικότητά της.

 Καὶ θὰ παραμείνει πιστὴ στὴν ἱερὰ ἀποστολή της, παρέχουσα ἀνιδιοτελῶς καὶ ἀφιλοκερδῶς 

τὴν ὅποια βοήθεια καὶ συμπαράστασή της, προκειμένου οἱ πιστοί της, τὰ ἱερὰ Καθιδρύματα,

 ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα ἡ ἱστορικὴ καὶ πολιτιστικὴ συνέχεια τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας, νὰ διατηρηθοῦν

 ἀλώβητα ἀπὸ κάθε ἐπιβουλή, γιὰ νὰ συνεχίσουν ἀνεμπόδιστα τὴν εὐλογημένη σωστικὴ πορεία τους, πρὸς ὄφελος πάντων.


Ἀθήνα, Β’ Ἑβδομὰς τῶν Νηστειῶν 2016. Ἐκ τῆς Γραμματείας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου  τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ἑλλάδος



Εκκλησία Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF