Ἡ μνήμη τῶν ἁγίων πατέρων, ποὺ ἑορτάζουμε, καὶ κάποια συνέδρια ποὺ γίνονται τώρα τελευταῖα ἀπὸ θεολόγους
μὲ διάθεσι ὑποτιμήσεως τόσο τῶν ἁγίων πατέρων («μεταπατερικὴ» θεολογία) ὅσο καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων («κωδικοποίηση»),
μᾶς δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ ξαναθυμηθοῦμε μερικὰ διδάγματα τοῦ π. Αὐγουστίνου μὲ διαχρονικὴ ἐπικαιρότητα.
Πρὶν μερικὰ χρόνια ἔγινε, ἀγαπητοί μου,
ἀπόπειρα νὰ διαγραφοῦν ἀπὸ τὸ Σύνταγμα καὶ τὸν Καταστατικὸ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας
οἱ ἱεροὶ κανόνες ποὺ συνετάγησαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρες μὲ τὴν πνοὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος γιὰ τὴν διακυβέρνησι τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἐξοβελισμὸς αὐτὸς προκάλεσε, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὴν ἀγανάκτησι κάθε ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ,
ἀκούστηκαν δὲ καὶ ἐκ μέρους ἱεραρχῶν ζωηρὲς φωνὲς διαμαρτυρίας.
Οἱ ἱεροὶ κανόνες συνδέονται ἄρρηκτα μὲ τοὺς θεοφόρους πατέρας, ὅπως οἱ ποταμοὶ μὲ τὶς πηγές τους. Ἢ παραδέχεσαι τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ μαζὶ μ᾽ αὐτοὺς δέχεσαι καὶ τοὺς πατέρες, ἢ ἀπορρίπτεις τοὺς κανόνες καὶ μαζί τους συναπορρίπτεις καὶ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ «ἔξω οἱ κανόνες» εἶνε ταυτόσημο μὲ τὸ «ἔξω οἱ πατέρες». Ὅποιος τιμᾷ τοὺς κανόνες τιμᾷ καὶ τοὺς πατέρες καὶ ὅποιος ἀτιμάζει τοὺς κανόνες ἀτιμάζει καὶ τοὺς πατέρες. Πόσο ἀληθινὸ εἶνε αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅσοι κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ εἶνε ὀπαδοὶ τοῦ οἰκουμενισμοῦ, προσπαθώντας νὰ κλονίσουν τὸ κῦρος τῶν ἱερῶν κανόνων, μιλοῦν φανερὰ ἢ συνεσκιασμένα καὶ γιὰ τοὺς πατέρες μὲ περιφρόνησι. Ἔξω οἱ ἱεροὶ κανόνες, ἔξω οἱ θεῖοι πατέρες, ποὺ τὰ συγγράμματά τους δὲν εἶνε παρὰ ἡ ἀνάπτυξις τῶν συντόμων ἐκείνων προτάσεων περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἠθικῆς καὶ εὐταξίας, τὶς ὁποῖες διατύπωσαν σὲ οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς Συνόδους, γιὰ νὰ κατανοοῦνται εὔκολα καὶ νὰ ἐφαρμόζωνται ἀπὸ ὅλους.
Ζήτω λοιπὸν τὸ πνεῦμα τῆς σαρκός, ποὺ ἔχει τὴν ἀναίδεια νὰ κρίνῃ ὀρθολογιστικὰ καὶ νὰ περιφρονῇ καὶ νὰ ὑβρίζῃ τὸ ἅγιο Πνεῦμα! Ἀλλὰ προτοῦ νὰ δοῦμε τὶς ὕβρεις κατὰ τῶν ἱερῶν κανόνων ἂς μιλήσουμε γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ ἠθικοῦ νόμου τὸν ὁποῖον ἐκφράζουν οἱ ἱεροὶ κανόνες. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξο διδασκαλία ὁ ἄνθρωπος βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ ὑπέροχο δημιούργημα, λίγο μόνο κατώτερος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ἀφοῦ ἔφερε σάρκα, μὲ καθαρὴ τὴν ψυχή. Στὸν διαυγῆ ψυχικό του κόσμο καθρεφτιζόταν ὁ Θεός, ποὺ ἐπικοινωνοῦσε ἀμέσως μαζί του. Ὁ ἠθικὸς νόμος ἦταν ἄγραφος, τυπωμένος ζωηρὰ στὴ συνείδησί του. Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε καὶ ἔπεσε.
Ἡ διαύγεια τῆς συνειδήσεώς του θόλωσε. Δὲν ἀκουγόταν πλέον μέσα του εὐκρινὴς ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Κι ὅσο ὁ χρόνος καὶ οἱ γενεὲς περνοῦσαν καὶ ἡ διαφθορὰ αὐξανόταν, τόσο ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως ἐξασθενοῦσε καὶ μερικὲς φορὲς ἔπαυε ν᾽ ἀκούγεται. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔπεφτε κι ὁ Θεὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ τοῦ μιλάῃ διὰ μέσου τῆς συνειδήσεώς του, δὲν θὰ χρειαζόταν γραπτὸς θεῖος νόμος. Ἀφοῦ ὅμως ἔπεσε καὶ ἀτόνησε μέσα του ὁ ἄγραφος ἠθικὸς νόμος, ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε καὶ γραπτὸ νόμο, νὰ τοῦ θυμίζῃ ζωηρὰ τὸν ἄγραφο νόμο. Ἔτσι δόθηκε διὰ τοῦ Μωυσέως στὸ ὄρος Σινὰ ὁ γραπτὸς θεῖος νόμος, χαραγμένος σὲ λίθινες πλάκες σὰν σύντομες ἐντολές, κατεγράφη δὲ ἐκτενέστερα στὰ θεόπνευστα βιβλία Λευϊτικὸ καὶ Δευτερονόμιο. Ὁ Μωσαϊκὸς νόμος δὲν ἔπαυσε νὰ ὑπενθυμίζεται στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν προφητῶν καὶ ν᾽ ἀποτελῇ ἠθικὸ φραγμό. Καὶ ὅταν σὲ ἐποχὲς διαφθορᾶς ὁ ἠθικὸς φραγμὸς καταλυόταν καὶ οἱ ἄνθρωποι καταντοῦσαν σὲ ἠθικὴ ἀσυδοσία, φοβερὲς ἦταν οἱ συνέπειες. Ὁ λαὸς ἦταν σὰν ἀτίθασο ἄλογο ποὺ σπάει τὸ χαλινάρι καὶ ὁρμάει πρὸς τὸ γκρεμό. Δοῦλος τῆς ἁμαρτίας εἶχε καταντήσει ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ νόμος αὐτὸς ἦταν καλὸς καὶ ἅγιος, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὴ δύναμι νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ. Δι᾽ αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς θυμόταν ποιό εἶνε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τῆς παραβάσεώς του ἐλάμβανε πεῖρα πόση δύναμι ἔχει ἡ ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος χρειαζόταν μία μεγάλη δύναμι, βοήθεια ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ ν᾽ ἀπελευθερωθῇ ἀπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἡ δύναμι αὐτὴ τοῦ δόθηκε διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴ δύναμι αὐτή, ποὺ ὀνομάζεται θεία χάρις, ὁ ἄνθρωπος κατώρθωσε ὄχι μόνο ν᾽ ἀποτινάξῃ τὴν κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ καὶ ν᾽ ἀνυψωθῇ στὶς ὑψηλότερες κορυφὲς τοῦ ἠθικοῦ νόμου, ποὺ εἶνε οἱ ἐντολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἔτσι ἄρχισε ν᾽ ἀναπτύσσεται μιὰ νέα ζωή, πνευματική, μὲ πρότυπο τὸν Κύριο τῆς δόξης. «Ὁ λέγων ἐν αὐτῷ μένειν ὀφείλει, καθὼς ἐκεῖνος περιεπάτησε, καὶ αὐτὸς οὕτω περιπατεῖν» (Α΄ Ἰω. 2,6). Ὁδός, δρόμος, εἶνε ἡ χριστιανικὴ ζωή, ὁδὸς Γολγοθᾶ, ὁδὸς σταυροῦ. Σ᾽ αὐτὴν ὀφείλει ὁ Χριστιανὸς νὰ βαδίζῃ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ μένῃ στάσιμος.
Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶνε στασιμότης καὶ ἀδράνεια, εἶνε συνεχὴς κίνησις καὶ πρόοδος, πρόοδος ὅμως ἐπάνω στὴν ἴδια ὁδό, ποὺ χάραξε ὁ Θεάνθρωπος. Οὔτε στασιμότης, ἀλλ᾽ οὔτε παρέκκλισις δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ ἀπὸ τὴ βασιλικὴ ὁδό, τὴ μόνη ἀσφαλῆ γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν οὐράνια πατρίδα. Ἡ ὁδὸς αὐτὴ ὅμως δὲν εἶνε εὔκολη, ἔχει περιπέτειες καὶ κινδύνους. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστιανὸς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἄγρυπνη προσοχὴ ἀλλὰ καὶ καθοδήγησι, γιὰ νὰ μὴ χάσῃ τὸ δρόμο καὶ πλανηθῇ. Καὶ ὅπως στοὺς δημόσιους δρόμους ὑπάρχουν πινακίδες ποὺ δείχνουν τὴ σωστὴ πορεία, ἔτσι κ᾽ ἐδῶ ὑπάρχουν φωτεινοὶ δεῖκτες ποὺ ἐφιστοῦν τὴν προσοχὴ σὲ κινδύνους, προφυλάσσουν καὶ κατευθύνουν ὀρθά. Εἶνε θεόπνευστη ἐντολή· «Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί…» (Ἐφ. 5,15). Φωτεινοὶ δεῖκτες ἐπάνω στὴν χριστιανικὴ ὁδὸ εἶνε οἱ ἱεροὶ κανόνες. Ἂς εὐχαριστήσουμε τὸ Κύριο, διότι ὄχι μόνο μᾶς ἀπεκάλυψε τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ καὶ διότι μὲ τὴν διαρκῆ μέριμνά του ὥρισε στὸ δρόμο μας ὁδηγοὺς τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς φώτισε νὰ συντάξουν τοὺς ἱεροὺς κανόνες σὰν δεῖκτες ἀσφαλοῦς πορείας.
Κι ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀφαιρεῖ ἢ καταστρέφει πινακίδες στὸ δρόμο ἐγκληματεῖ, διότι κάνει ἐπικίνδυνη τὴν κίνησι καὶ γίνεται ἠθικὸς αὐτουργὸς φοβερῶν δυστυχημάτων, ἔτσι καὶ ὅποιος τολμᾷ νὰ ἀφαιρέσῃ ἢ νὰ καταργήσῃ τοὺς ἱεροὺς κανόνες ἐγκληματεῖ κατὰ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Συνοψίζοντας λέμε, ὅτι οἱ ἱεροὶ κανόνες εἶνε ἱερὰ συνθήματα, ποὺ ἐκφράζουν μὲ συντομία τὴν ἠθικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ δίνουν ἀπαντήσεις στοὺς ὁδοιπόρους τῆς χριστιανικῆς ὁδοῦ μπροστὰ σὲ διάφορες δυσκολίες καὶ ἐμπόδια. Ἐναντίον τῶν ἱερῶν κανόνων βάλλει τὸ σύγχρονο σαρκικὸ πνεῦμα. Μιλάει γιὰ πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς σὰν νὰ πρόκειται γιὰ διατάξεις ἀναχρονιστικές, παμπάλαιες, ἀνεφάρμοστες, ἐξωφρενικές, τοὺς δὲ ὑπερασπιστὰς τῶν ἱερῶν κανόνων χαρακτηρίζει ὡς «σκοταδιστάς». Κάποιοι προχώρησαν σὲ μία διάκρισι τῶν κανόνων· τοὺς χωρίζουν σὲ δογματικοὺς – λατρευτικοὺς καὶ σὲ ἠθικούς. Καὶ ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν 863 ἱερῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μόνο τοὺς 53 θεωροῦν δογματικοὺς καὶ τοὺς θεωροῦν ἀξίους σεβασμοῦ, τοὺς ἄλλους ὄχι.
Ἡ διάκρισις αὐτὴ εἶνε ἀστήρικτη. Δὲν ὑπάρχουν κανόνες δογματικοί. Τὰ πιστευτέα, δηλαδὴ τὰ δόγματα, διατυπώθηκαν ἀπὸ τὶς οἰκουμενικὲς Συνόδους σὲ σύντομες προτάσεις ποὺ λέγονται ὅροι, ἐνῷ τὰ πρακτέα, δηλαδὴ ἡ ἠθική, διατυπώθηκαν σὲ προτάσεις ποὺ λέγονται κανόνες. Λίγοι κανόνες ποὺ ὁρίζουν τὴ στάσι μας ἀπέναντι στοὺς αἱρετικοὺς δὲν μποροῦν γι᾽ αὐτὸ νὰ χαρακτηρισθοῦν δογματικοί· ἔχουν ἁπλῶς δογματικὸ χρῶμα. Ἡ διάκρισις αὐτὴ γίνεται ἢ ἀπὸ ἐπιπολαιότητα ἢ ἀπὸ σκοπιμότητα, γιὰ ν᾽ ἀδυνατίσουν καὶ ἀποκόψουν τὸ μεγάλο μέρος τῶν κανόνων καὶ νὰ νεκρωθῇ ἔτσι ἡ ἠθικὴ ζωή. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἰκονίζεται σὰν ἀετὸς μεγαλοπτέρυξ· γιὰ νὰ πετάξῃ ἔχει ἀνάγκη καὶ τὶς δύο φτεροῦγες, τὴν πίστι καὶ τὴν ἠθική. Δόγμα καὶ ἠθικὴ συνδέονται ἀδιάσπαστα. Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος λέει· «Ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ᾽ ἑαυτήν… Σὺ πίστιν ἔχεις, κἀγὼ ἔργα ἔχω· δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, κἀγὼ δείξω σοι ἐκ τῶν ἔργων μου τὴν πίστιν μου» (Ἰακ. 2,17-18).
Οἱ ἱεροὶ κανόνες συνδέονται ἄρρηκτα μὲ τοὺς θεοφόρους πατέρας, ὅπως οἱ ποταμοὶ μὲ τὶς πηγές τους. Ἢ παραδέχεσαι τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ μαζὶ μ᾽ αὐτοὺς δέχεσαι καὶ τοὺς πατέρες, ἢ ἀπορρίπτεις τοὺς κανόνες καὶ μαζί τους συναπορρίπτεις καὶ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ «ἔξω οἱ κανόνες» εἶνε ταυτόσημο μὲ τὸ «ἔξω οἱ πατέρες». Ὅποιος τιμᾷ τοὺς κανόνες τιμᾷ καὶ τοὺς πατέρες καὶ ὅποιος ἀτιμάζει τοὺς κανόνες ἀτιμάζει καὶ τοὺς πατέρες. Πόσο ἀληθινὸ εἶνε αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅσοι κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ εἶνε ὀπαδοὶ τοῦ οἰκουμενισμοῦ, προσπαθώντας νὰ κλονίσουν τὸ κῦρος τῶν ἱερῶν κανόνων, μιλοῦν φανερὰ ἢ συνεσκιασμένα καὶ γιὰ τοὺς πατέρες μὲ περιφρόνησι. Ἔξω οἱ ἱεροὶ κανόνες, ἔξω οἱ θεῖοι πατέρες, ποὺ τὰ συγγράμματά τους δὲν εἶνε παρὰ ἡ ἀνάπτυξις τῶν συντόμων ἐκείνων προτάσεων περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἠθικῆς καὶ εὐταξίας, τὶς ὁποῖες διατύπωσαν σὲ οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς Συνόδους, γιὰ νὰ κατανοοῦνται εὔκολα καὶ νὰ ἐφαρμόζωνται ἀπὸ ὅλους.
Ζήτω λοιπὸν τὸ πνεῦμα τῆς σαρκός, ποὺ ἔχει τὴν ἀναίδεια νὰ κρίνῃ ὀρθολογιστικὰ καὶ νὰ περιφρονῇ καὶ νὰ ὑβρίζῃ τὸ ἅγιο Πνεῦμα! Ἀλλὰ προτοῦ νὰ δοῦμε τὶς ὕβρεις κατὰ τῶν ἱερῶν κανόνων ἂς μιλήσουμε γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ ἠθικοῦ νόμου τὸν ὁποῖον ἐκφράζουν οἱ ἱεροὶ κανόνες. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξο διδασκαλία ὁ ἄνθρωπος βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ ὑπέροχο δημιούργημα, λίγο μόνο κατώτερος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ἀφοῦ ἔφερε σάρκα, μὲ καθαρὴ τὴν ψυχή. Στὸν διαυγῆ ψυχικό του κόσμο καθρεφτιζόταν ὁ Θεός, ποὺ ἐπικοινωνοῦσε ἀμέσως μαζί του. Ὁ ἠθικὸς νόμος ἦταν ἄγραφος, τυπωμένος ζωηρὰ στὴ συνείδησί του. Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε καὶ ἔπεσε.
Ἡ διαύγεια τῆς συνειδήσεώς του θόλωσε. Δὲν ἀκουγόταν πλέον μέσα του εὐκρινὴς ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Κι ὅσο ὁ χρόνος καὶ οἱ γενεὲς περνοῦσαν καὶ ἡ διαφθορὰ αὐξανόταν, τόσο ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως ἐξασθενοῦσε καὶ μερικὲς φορὲς ἔπαυε ν᾽ ἀκούγεται. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔπεφτε κι ὁ Θεὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ τοῦ μιλάῃ διὰ μέσου τῆς συνειδήσεώς του, δὲν θὰ χρειαζόταν γραπτὸς θεῖος νόμος. Ἀφοῦ ὅμως ἔπεσε καὶ ἀτόνησε μέσα του ὁ ἄγραφος ἠθικὸς νόμος, ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε καὶ γραπτὸ νόμο, νὰ τοῦ θυμίζῃ ζωηρὰ τὸν ἄγραφο νόμο. Ἔτσι δόθηκε διὰ τοῦ Μωυσέως στὸ ὄρος Σινὰ ὁ γραπτὸς θεῖος νόμος, χαραγμένος σὲ λίθινες πλάκες σὰν σύντομες ἐντολές, κατεγράφη δὲ ἐκτενέστερα στὰ θεόπνευστα βιβλία Λευϊτικὸ καὶ Δευτερονόμιο. Ὁ Μωσαϊκὸς νόμος δὲν ἔπαυσε νὰ ὑπενθυμίζεται στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν προφητῶν καὶ ν᾽ ἀποτελῇ ἠθικὸ φραγμό. Καὶ ὅταν σὲ ἐποχὲς διαφθορᾶς ὁ ἠθικὸς φραγμὸς καταλυόταν καὶ οἱ ἄνθρωποι καταντοῦσαν σὲ ἠθικὴ ἀσυδοσία, φοβερὲς ἦταν οἱ συνέπειες. Ὁ λαὸς ἦταν σὰν ἀτίθασο ἄλογο ποὺ σπάει τὸ χαλινάρι καὶ ὁρμάει πρὸς τὸ γκρεμό. Δοῦλος τῆς ἁμαρτίας εἶχε καταντήσει ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ νόμος αὐτὸς ἦταν καλὸς καὶ ἅγιος, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὴ δύναμι νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ. Δι᾽ αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς θυμόταν ποιό εἶνε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τῆς παραβάσεώς του ἐλάμβανε πεῖρα πόση δύναμι ἔχει ἡ ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος χρειαζόταν μία μεγάλη δύναμι, βοήθεια ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ ν᾽ ἀπελευθερωθῇ ἀπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἡ δύναμι αὐτὴ τοῦ δόθηκε διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴ δύναμι αὐτή, ποὺ ὀνομάζεται θεία χάρις, ὁ ἄνθρωπος κατώρθωσε ὄχι μόνο ν᾽ ἀποτινάξῃ τὴν κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ καὶ ν᾽ ἀνυψωθῇ στὶς ὑψηλότερες κορυφὲς τοῦ ἠθικοῦ νόμου, ποὺ εἶνε οἱ ἐντολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἔτσι ἄρχισε ν᾽ ἀναπτύσσεται μιὰ νέα ζωή, πνευματική, μὲ πρότυπο τὸν Κύριο τῆς δόξης. «Ὁ λέγων ἐν αὐτῷ μένειν ὀφείλει, καθὼς ἐκεῖνος περιεπάτησε, καὶ αὐτὸς οὕτω περιπατεῖν» (Α΄ Ἰω. 2,6). Ὁδός, δρόμος, εἶνε ἡ χριστιανικὴ ζωή, ὁδὸς Γολγοθᾶ, ὁδὸς σταυροῦ. Σ᾽ αὐτὴν ὀφείλει ὁ Χριστιανὸς νὰ βαδίζῃ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ μένῃ στάσιμος.
Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶνε στασιμότης καὶ ἀδράνεια, εἶνε συνεχὴς κίνησις καὶ πρόοδος, πρόοδος ὅμως ἐπάνω στὴν ἴδια ὁδό, ποὺ χάραξε ὁ Θεάνθρωπος. Οὔτε στασιμότης, ἀλλ᾽ οὔτε παρέκκλισις δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ ἀπὸ τὴ βασιλικὴ ὁδό, τὴ μόνη ἀσφαλῆ γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν οὐράνια πατρίδα. Ἡ ὁδὸς αὐτὴ ὅμως δὲν εἶνε εὔκολη, ἔχει περιπέτειες καὶ κινδύνους. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστιανὸς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἄγρυπνη προσοχὴ ἀλλὰ καὶ καθοδήγησι, γιὰ νὰ μὴ χάσῃ τὸ δρόμο καὶ πλανηθῇ. Καὶ ὅπως στοὺς δημόσιους δρόμους ὑπάρχουν πινακίδες ποὺ δείχνουν τὴ σωστὴ πορεία, ἔτσι κ᾽ ἐδῶ ὑπάρχουν φωτεινοὶ δεῖκτες ποὺ ἐφιστοῦν τὴν προσοχὴ σὲ κινδύνους, προφυλάσσουν καὶ κατευθύνουν ὀρθά. Εἶνε θεόπνευστη ἐντολή· «Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί…» (Ἐφ. 5,15). Φωτεινοὶ δεῖκτες ἐπάνω στὴν χριστιανικὴ ὁδὸ εἶνε οἱ ἱεροὶ κανόνες. Ἂς εὐχαριστήσουμε τὸ Κύριο, διότι ὄχι μόνο μᾶς ἀπεκάλυψε τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ καὶ διότι μὲ τὴν διαρκῆ μέριμνά του ὥρισε στὸ δρόμο μας ὁδηγοὺς τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς φώτισε νὰ συντάξουν τοὺς ἱεροὺς κανόνες σὰν δεῖκτες ἀσφαλοῦς πορείας.
Κι ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀφαιρεῖ ἢ καταστρέφει πινακίδες στὸ δρόμο ἐγκληματεῖ, διότι κάνει ἐπικίνδυνη τὴν κίνησι καὶ γίνεται ἠθικὸς αὐτουργὸς φοβερῶν δυστυχημάτων, ἔτσι καὶ ὅποιος τολμᾷ νὰ ἀφαιρέσῃ ἢ νὰ καταργήσῃ τοὺς ἱεροὺς κανόνες ἐγκληματεῖ κατὰ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Συνοψίζοντας λέμε, ὅτι οἱ ἱεροὶ κανόνες εἶνε ἱερὰ συνθήματα, ποὺ ἐκφράζουν μὲ συντομία τὴν ἠθικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ δίνουν ἀπαντήσεις στοὺς ὁδοιπόρους τῆς χριστιανικῆς ὁδοῦ μπροστὰ σὲ διάφορες δυσκολίες καὶ ἐμπόδια. Ἐναντίον τῶν ἱερῶν κανόνων βάλλει τὸ σύγχρονο σαρκικὸ πνεῦμα. Μιλάει γιὰ πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς σὰν νὰ πρόκειται γιὰ διατάξεις ἀναχρονιστικές, παμπάλαιες, ἀνεφάρμοστες, ἐξωφρενικές, τοὺς δὲ ὑπερασπιστὰς τῶν ἱερῶν κανόνων χαρακτηρίζει ὡς «σκοταδιστάς». Κάποιοι προχώρησαν σὲ μία διάκρισι τῶν κανόνων· τοὺς χωρίζουν σὲ δογματικοὺς – λατρευτικοὺς καὶ σὲ ἠθικούς. Καὶ ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν 863 ἱερῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μόνο τοὺς 53 θεωροῦν δογματικοὺς καὶ τοὺς θεωροῦν ἀξίους σεβασμοῦ, τοὺς ἄλλους ὄχι.
Ἡ διάκρισις αὐτὴ εἶνε ἀστήρικτη. Δὲν ὑπάρχουν κανόνες δογματικοί. Τὰ πιστευτέα, δηλαδὴ τὰ δόγματα, διατυπώθηκαν ἀπὸ τὶς οἰκουμενικὲς Συνόδους σὲ σύντομες προτάσεις ποὺ λέγονται ὅροι, ἐνῷ τὰ πρακτέα, δηλαδὴ ἡ ἠθική, διατυπώθηκαν σὲ προτάσεις ποὺ λέγονται κανόνες. Λίγοι κανόνες ποὺ ὁρίζουν τὴ στάσι μας ἀπέναντι στοὺς αἱρετικοὺς δὲν μποροῦν γι᾽ αὐτὸ νὰ χαρακτηρισθοῦν δογματικοί· ἔχουν ἁπλῶς δογματικὸ χρῶμα. Ἡ διάκρισις αὐτὴ γίνεται ἢ ἀπὸ ἐπιπολαιότητα ἢ ἀπὸ σκοπιμότητα, γιὰ ν᾽ ἀδυνατίσουν καὶ ἀποκόψουν τὸ μεγάλο μέρος τῶν κανόνων καὶ νὰ νεκρωθῇ ἔτσι ἡ ἠθικὴ ζωή. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἰκονίζεται σὰν ἀετὸς μεγαλοπτέρυξ· γιὰ νὰ πετάξῃ ἔχει ἀνάγκη καὶ τὶς δύο φτεροῦγες, τὴν πίστι καὶ τὴν ἠθική. Δόγμα καὶ ἠθικὴ συνδέονται ἀδιάσπαστα. Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος λέει· «Ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ᾽ ἑαυτήν… Σὺ πίστιν ἔχεις, κἀγὼ ἔργα ἔχω· δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, κἀγὼ δείξω σοι ἐκ τῶν ἔργων μου τὴν πίστιν μου» (Ἰακ. 2,17-18).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου