Η τραγική πείρα των τελευταίων γενεών έφερε στην ανθρωπότητα
έντονη την δίψα της ειρήνης.
Τώρα η ειρήνη θεωρείται αγαθό υψηλότερο από πολλά ιδανικά,
για τα οποία οι άνθρωποι έχυναν ευχαρίστως το αίμα τους άλλοτε.
Σ’ αυτό, συνετέλεσε πολύ και το γεγονός, ότι ο πόλεμος δεν είναι πια
αυτό, που ήταν πολλές φορές στο παρελθόν,
δηλαδή σύγκρουσις της αδικίας με την δικαιοσύνη,
αλλά έγινε χωρίς νόημα σύγκρουση της αδικίας με την αδικία.
Το βίωμα του ψεύδους και της υποκρισίας,
που μεταχειρίσθηκε η αδικία των διαφόρων παρατάξεων,
για να εμφανισθεί στα μάτια των οπαδών της σαν δικαιοσύνη,
έκανε τους ανθρώπους να χάσουν την πίστη τους
στην ύπαρξη της δικαιοσύνης και να μη βλέπουν μπροστά τους τίποτε,
που να αξίζει να το υπερασπίσουν.
Έτσι ο πόλεμος υπό οποιαδήποτε μορφή, φαίνεται στους ανθρώπους σαν κάτι το τελείως παράλογο. Αυτή η απροθυμία της ανθρωπότητος για την κάθε είδους σύγκρουση θα ήταν κάτι το θαυμάσιο, εάν ήταν γέννημα πνευματικής υγείας. Εάν είχε πάψει να υφίσταται η αδικία, το μίσος και το ψέμα, τότε η ειρήνη θα ήταν το επιστέγασμα της ανθρώπινης ευδαιμονίας. Η ενότης θα ήταν ένα φυσικό και όχι τεχνητό αποτέλεσμα. Όμως παρατηρείται κάτι το τελείως διαφορετικό. Σήμερα, που όλοι μιλούν για ειρήνη και για ενότητα, η φιλαυτία και τα μίση, η αδικία και το ψέμα, η φιλοδοξία και η πλεονεξία μεσουρανούν.
Όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του, μιλούν για την αγάπη προς τον άνθρωπο, για την αγάπη προς την ανθρωπότητα. Δεν υπήρξε όμως ποτέ μεγαλύτερη υποκρισία από αυτήν την δήθεν αγάπη. Γιατί η αγάπη προς κάτι το θεωρητικό, προς κάτι το φανταστικό, όπως είναι η έννοια «ανθρωπότης», είναι εξ’ ίσου θεωρητική και φανταστική. Δεν έχει καμμία σχέση με την αγάπη προς τον συγκεκριμένο άνθρωπο που έχουμε μπροστά μας. Αυτή η αγάπη προς ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, όταν υπάρχει είναι η μόνη πραγματική. Είναι η αγάπη προς τον πλησίον μας που εζήτησε ο Χριστός.
Αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος με τις ατέλειες και τις αδυναμίες του, αντί να αγαπηθεί, μισήθηκε στις ημέρες μας, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και όχι μόνον μισήθηκε, αλλά περιφρονήθηκε και εξευτελίσθηκε, θεωρήθηκε ένα «πράγμα», χωρίς ιδιαίτερη αξία, μέσον για την επίτευξη «υψηλών» σκοπών, ένα μόριο της μάζας. Αυτοί που μιλούν περισσότερο για την αγάπη προς τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα, για την ειρήνη και την ενότητα, είναι ακριβώς εκείνοι που μισούν περισσότερο τον πλησίον τους, τον γνωστό τους. Αγαπούν τον άνθρωπο: πλάσμα της φαντασίας τους, δεν αγαπούν τον άνθρωπο: πραγματικότητα.
Αυτή η λατρεία του ειδώλου «άνθρωπος» είναι στην πραγματικότητα ναρκισσισμός, είναι η λατρεία του «εγώ». Θα ήταν λοιπόν αφέλεια να πιστέψει κανείς, ότι η φιλειρηνική διάθεσις που χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα σήμερα προέρχεται από αγάπη. Όχι! Τα περί αγάπης είναι υποκρισία ή αυταπάτη. Ο πόθος της ειρήνης προέρχεται από το χάσιμο των ιδανικών, από τον φόβο και την αγάπη της καλοπέρασης. Είναι ο πόθος να μας αφήσουν ήσυχους, να απολαύσουμε τα αγαθά της γής. Είναι η κατά συνθήκην συνεργασία για την απόκτηση των αγαθών, που χωριστά ο καθένας δεν θα μπορούσε να αποκτήσει. Είναι η παγκόσμιος συνεννόησις πάνω σε κάτι που έγινε το πάθος ολοκλήρου της γης: την φιληδονία και την φιλοϋλία. Είναι προϊόν της ανάγκης.
Η ειρήνη για την οποία μιλάει σήμερα ο κόσμος είναι η άνευ όρων συνθηκολόγησις κάθε καλού και μεγάλου και η επικράτησις της μικρότητος, της μετριότητος και της χλιαρότητος. Είναι η εξάλειψις της προσωπικότητος των ατόμων και των λαών. Είναι μια μαρμελάδα συμβιβασμών και υπολογισμών, μία θάλασσα υποκρισίας, η αδιαφορία για την αλήθεια, η προδοσία κάθε ιερού και οσίου. Ο πόλεμος είναι κάτι το φοβερό, αποτέλεσμα της πτώσεως του ανθρώπου, και κανείς δεν πρόκειται να τον εξυμνήσει. Όμως η ειρήνη που παζαρεύει ο σύγχρονος κόσμος είναι κάτι απείρως φοβερότερο. Ο πυρετός είναι κάτι το πολύ δυσάρεστο, δείχνει όμως τουλάχιστον, ότι ο οργανισμός αντιδρά στο κακό που τον βρήκε.
Η ειρήνη, που θέλουν να φέρουν, δεν είναι δυστυχώς εκείνη που έρχεται από την κατανίκησι του κακού, αλλά εκείνη που έρχεται από την ήττα. Είναι η απυρεξία του πτώματος. Στό βάθος η ειρήνη που επιδιώκουν οι άνθρωποι δεν είναι μόνον η ειρήνη των όπλων. Είναι η ειρήνη της συνειδήσεως. Θέλουν να ειρηνεύση το καλό με το κακό. Η δικαιοσύνη με την αδικία, η αρετή με την αμαρτία, η αλήθεια με το ψέμα, για να μπορέσουν να ειρηνεύσουν κι αυτοί με την συνείδησί τους. Β΄ Δεν υπήρξε διάσπασις. Στην προσπάθεια του κόσμου για ειρήνευσι, οι λεγόμενοι Χριστιανοί παίζουν σημαντικό ρόλο.
Με το σύνθημα «Χριστιανοί ενωθήτε» ξεκινούν για το παζάρι όπου θα πουληθή η αλήθεια. Κάποτε οι Χριστιανοί πίστευαν και ήταν έτοιμοι να πεθάνουν για την πίστη τους. Σήμερα ο ζήλος τους για την αλήθεια έχει κρυώσει. Άρχισαν να την θεωρούν σαν κάτι το δευτερεύον. Βρίσκουν τις διαφορές των «Εκκλησιών», για τις οποίες άλλοτε πρόθυμα θυσιαζόντουσαν οι μάρτυρες, εξωρίζοντο οι Πατέρες, ακρωτηριάζονταν οι πιστοί, σαν ασήμαντες και ανάξιες λόγου. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι νοσηροί και αδιόρθωτοι αισθηματίαι, που νομίζουν, ότι η θρησκεία του Χριστού είναι μια δεοντολογία που αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις. Οι άλλοι επιδιώκουν πολιτικούς σκοπούς και σκοτεινά συμφέροντα.
Όλοι μαζί κτίζουν την πόλη του αντιχρίστου. Ζητούν την ένωση αδιαφορώντας για την αλήθεια, ζητούν το εξωτερικό πλησίασμα αδιαφορώντας για την εσωτερική διάσταση, ζητούν το γράμμα αδιαφορώντας για το πνεύμα. Πώς είναι δυνατόν να ελπίζουν, ότι αυτό που απέτυχε τους πρώτους αιώνες του σχίσματος, θα επιτευχθεί τώρα, που οι δογματικές διαφορές και οι διαφορές της νοοτροπίας έγιναν, με το πέρασμα των αιώνων, από χάσματα ωκεανοί; Και μόνον το γεγονός, ότι μιλούν για ένωση των Εκκλησιών, δείχνει ότι η σκέψη τους είναι τελείως αντιχριστιανική. Παραδέχονται έτσι, ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την οποίαν ομολογούμε στο σύμβολο της πίστεώς μας, έχει πάψει να υπάρχει, ότι έχει διασπασθεί σε πολλές Εκκλησίες, που δεν είναι πια καθολικές, δεν περιέχουν δηλαδή ολόκληρη την αλήθεια και την Χάρι, όπως οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά ένα μικρό ή μεγάλο μέρος αυτών. Κατά συνέπειαν παραδέχονται, ότι η αλήθεια δεν υπάρχει πια επάνω στη γη, και ότι ο Χριστός ήλθε επί ματαίω.
Γιατί μέσα σ’ αυτό το ανακάτεμα της αλήθειας με το ψέμα, είναι αδύνατον να ξαναβρεθεί η αλήθεια, περί της οποίας ήλθε να μαρτυρήσει ο Χριστός και επομένως είναι αδύνατον να ξαναβρεθεί ο Χριστός που είναι ο ίδιος η αλήθεια. Αλλά τότε, γιατί είπε ο Χριστός, ότι θα είναι μαζί μας μέχρι της συντελείας του αιώνος; «Και εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος». Γιατί είπε, ότι το Πνεύμα το άγιο θα οδηγήσει τους μαθητάς εις πάσαν την αλήθειαν και, ότι ούτε οι πύλες του Άδου δεν θα μπορέσουν να καταβάλουν την Εκκλησία; Εάν η Εκκλησία έχει διασπασθεί - και για να χρειάζεται ένωση θα πή πώς έχει διασπασθεί - τότε όλα αυτά που υποσχέθηκε ο Χριστός, βγήκαν ψέματα! Αλλά άπαγε της βλασφημίας.
Η Εκκλησία ζει και θα ζει έως της συντελείας του αιώνος αδιάσπαστος και άτρωτος κατά την υπόσχεση του Κυρίου. Όσοι μιλούν για «Ένωση των Εκκλησιών», απλώς αρνούνται τον Χριστό και την Εκκλησία του. Όταν ένας Ορθόδοξος Πατριάρχης δέχεται να μετέχει η Ορθόδοξος Εκκλησία στό Προτεσταντικό Οικουμενικό Συμβούλιο τ ω ν Ε κ κ λ η σ ι ώ ν σαν μία από τις πολλές «Εκκλησίες», τι άλλο κάνει παρά να ομολογεί επισήμως, όπως οι Προτεστάνται, την ύπαρξη πολλών Εκκλησιών και άρα την διάσπαση της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας; Τι άλλο κάνει παρά να αρνείται τον Χριστό; Αλλά στην ανίερη προσπάθειά τους οι άνθρωποι αυτοί φέρνουν για σύμμαχο τα λειτουργικά κείμενα και τον ίδιο τον Κύριο. Πράγματι ο Χριστός προσευχήθηκε για τους μαθητάς του «ίνα ώσιν εν» και η Εκκλησία προσεύχεται σε κάθε Λειτουργία «υπέρ της των πάντων ενώσεως».
Δεν σημαίνουν όμως αυτά, ότι η Εκκλησία εύχεται να ενωθούν κάποτε οι χριστιανοί με αμοιβαίες υποχωρήσεις στην πίστη τους. Δεν αναφέρεται σε επιδιώξεις συμβατικών συμφωνιών με τις οποίες διάφορα ετερόκλητα στοιχεία «ενώνονται». Δεν έχει καμμία σχέση με τα «πρωτόκολλα» για συμμαχία ή συμφωνία ή και ένωση, που υπογράφονται έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις, μεταξύ των διαφόρων κρατών. Όχι, τίποτε απ’ αυτά δεν σημαίνουν οι φράσεις αυτές. Η Εκκλησία εύχεται στον Θεό, όχι να ενωθούν διάφορα ετερόκλητα στοιχεία, αλλά ν α γ ί ν ο υ ν ό λ ο ι ΕΝΑ. Να δεχθούν δηλαδή, όλοι την αλήθεια και με πολλή συντριβή και ταπείνωση να προσπέσουν στην Εκκλησία και να αριθμηθούν μεταξύ των μελών της. Να καταλάβουν την πλάνη τους, κάτω από την οποία έζησαν και να σπεύσουν στο φως και στην αλήθεια, δηλαδή στην Εκκλησία.
Αυτό εύχεται η Εκκλησία. Ό,τι ακριβώς εύχεται και στη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου: «τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη αγία σου καθολική και αποστολική Εκκλησία». Αυτή είναι η μόνη έ ν ω σ η, την οποίαν εύχεται και την οποίαν δέχεται η Εκκλησία. Αυτή μόνον η ευχή και η επιθυμία προέρχεται από γνήσια αγάπη, γιατί ζητάει την ιατρεία των ασθενών και όχι την εξαπάτησή τους. Γ΄ Προσφορά, όχι συζήτησις. Μερικοί αφελείς Ορθόδοξοι νομίζουν, ότι το πλησίασμα αυτό των Εκκλησιών δεν γίνεται με σκοπό την ένωση, αλλά με σκοπό τη διαφώτιση, την ιεραποστολική προς τους ετεροδόξους. «Είναι, λένε, αυτές εκδηλώσεις αγάπης προς τους αδελφούς μας». «Εάν κλειστούμε στο «καβούκι» μας, λένε συχνά, εάν δεν πηγαίνουμε στα διεθνή συμβούλια και δεν στέλνουμε παρατηρητάς στις Παπικές συνόδους κ.τ.λ., τότε πως θα γνωρίσουν οι Δυτικοί την Ορθόδοξο Εκκλησία και πως θα προσελκυσθούν προς αυτήν;»
Πώς όμως θα διδαχθούν οι Δυτικοί, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μία και Αληθινή, όταν την βλέπουν να συναναστρέφεται με τις ψεύτικες «Εκκλησίες» σαν ίσος προς ίσον; Δεν θα νομίσουν μάλλον έτσι, πως η Ορθοδοξία είναι σαν και τις άλλες σχετική και μερική; Ή μήπως είναι λογικό να ελπίσει κανείς, ότι τα συμβούλια αυτά φανατικών ρασοφόρων και παστόρων μπορούν ποτέ να αναγνωρίσουν την αλήθεια; Κολακεύουν μόνον τους Ορθοδόξους και αυτό για να τους προσελκύσουν προς το μέρος τους. Αν είχαν πραγματική νοσταλγία για την Ορθοδοξία και ήθελαν να την γνωρίσουν, δεν θα είχαν ανάγκη από τα συμβούλια και τις συνεδριάσεις. Θα πήγαιναν να πιουν από τις πηγές της, από τους Πατέρας και τους αγίους της. Όχι!
Ο καλύτερος τρόπος για να πείσεις τους άλλους για την αλήθεια, είναι να πιστεύεις ο ίδιος σ’ αυτήν. Να μην την συζητάς, αλλά να την ομολογείς μόνον. Τα συνέδρια και τα συμβούλια συζητούν την αλήθεια. Αυτό όμως είναι προδοσία. Γιατί δεν πρόκειται εκεί για διάλογο και νουθεσίες πρός αιρετικούς, αλλά για συζήτηση με «Εκκλησίες». Ο Χριστός δεν ζητάει συζητητάς, αλλά ομολογητάς. Η αλήθεια που μας εδίδαξε δεν είναι από εκείνες που συζητούνται. Στα διάφορα οικουμενικά συνέδρια, η συζήτησις παίρνει την μορφή εμπορίου, όπου γίνεται ανταλλαγή υποχωρήσεων στα ζητήματα της πίστεως για να επέλθει μια τελική συμφωνία.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες και μόνη η προσέλευσις ενός Ορθοδόξου σ’ ένα οικουμενικό συμβούλιο είναι προδοσία του Χριστού. Είναι η παράδοσις του Χριστού στους απίστους αντί τριάκοντα αργυρίων. Γιατί, προσερχόμενος ο Ορθόδοξος ομολογεί την πίστη του συζητήσιμη και αφήνει να εννοηθεί, ότι αν του δοθούν ικανοποιητικά ανταλλάγματα θα κάνει και αυτός υποχωρήσεις.
Αν, όσοι μιλούνε σήμερα για ένωση,
ομολογούσαν αντί αυτού για την Ορθοδοξία,
σαν την μόνη και απόλυτη αλήθεια και ηρνούντο κάθε επίσημο και ανεπίσημο εκκλησιαστική επαφή
με τους αιρετικούς, χωρίς να φοβούνται να τους ονομάσουν έτσι,
τότε η φωνή τους θα ακουγόταν πολύ πιο μακριά, και το σπουδαιότερο:
θα γινόταν σεβαστή και θα έβαζε σε σκέψεις.
Ενώ τώρα, η φωνή τους είναι φωνή συμβιβασμών,
φωνή που δεν συγκινεί, φωνή που δεν την σέβεται στο βάθος κανείς.
Οι Πατέρες δεν συζητούσαν με τους αιρετικούς.
Ομολογούσαν την αλήθεια και ανέτρεπαν τους ισχυρισμούς των,
χωρίς ευγένειες και φιλοφρονήσεις.
Ποτέ δεν ήλθαν σε συνεννοήσεις με αιρετικές «Εκκλησίες».
Ο διάλογος ήταν πάντοτε δημόσιος και απέβλεπε στην σωτηρία ή τον καταρτισμό ψυχών.
Δεν μιλούσε η Ορθόδοξος Εκκλησία με τις «Εκκλησίες» των αιρετικών.
Δεν ήταν συζήτησις Εκκλησίας με ''Εκκλησίες,''
αλλά διάλογος της Εκκλησίας με ψυχές, που είχαν χάσει τον δρόμο τους.
Η Εκκλησία δεν συζητά, γιατί δεν αναζητά.
Απλώς δίδει, γιατί έχει το παν.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, τίτλος, επιμέλεια και παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου του Αλέξανδρου Καλόμοιρου: ''ΚΑΤΑ ΕΝΩΤΙΚΩΝ''.
Ταπεινές σκέψεις ενός Ορθοδόξου για τις προσπάθειες ενώσεως της Μιας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας με τις δήθεν Εκκλησίες της Δύσεως.
Εκδόσεις ''Ζέφυρος,'' Β' έκδοση 1995, σελίδες 10 - 12.
Η φωτογραφία ανήκει στον Κώστα Χουλιαρά.
Η φωτογραφία ανήκει στον Κώστα Χουλιαρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου