''...Ἔμεινα λίγες μέρες λοιπόν
παρακολουθῶν τήν ζωή τους καί εἶδα κάτι πολύ θαυμαστό,
τό ὁποῖο ἔκανε ὁ Ἀββᾶς Ἀθρέ.
Κάποιος τοῦ εἶχε φέρει ἕνα μικρό ψάρι
καί θέλησε νά τό μαγειρεύσει ὁ Ἀββᾶς Ἀθρέ γιά τόν Γέροντα.
Τήν ὥρα πού ἔκοβε τό ψάρι μέ τό μαχαίρι,
τόν φώναξε ὁ Ἀββᾶς Ὤρ:
ἀφησε τά μαχαίρι στό μέσον τοῦ ψαριοῦ
καί δέν ἔκοψε τό ὑπόλοιπο.
Ἐθαύμασα τήν μεγάλη ὑπακοή του,
γιατί δέν εἶπε:
Περίμενε, ὥσπου νά κόψω τό ψάρι.
Καί εἶπα στόν Ἀββᾶ Ἀθρέ:
Ποῦ βρῆκες αὐτή τήν ὑπακοή;
Δέν εἶναι δική μου –μοῦ εἶπε– τοῦ Γέροντος εἶναι!...''
Διηγήθηκε ὁ Ἀββᾶς Πέτρος· Ἑπτὰ ἀναχωρητὲς πήγαμε στὸν Ἀββᾶ Σισώη, ὅταν κατοικοῦσε στὸ Κλύσμα, καὶ τὸν παρακαλέσαμε νὰ μᾶς πεῖ ἕναν λόγο. Καὶ μᾶς εἶπε: «Συγχωρῆστε με, ἐγὼ εἶμαι ἀγράμματος ἄνθρωπος, ἀλλὰ πῆγα κάποτε στὸν Ἀββᾶ Ὢρ καὶ στὸ Ἀββᾶ Ἀθρέ. Ὁ Ἀββᾶς Ὢρ ἦταν ἄρρωστος δεκαοκτὼ χρόνια. Τοὺς ἔβαλα λοιπὸν μετάνοια, γιὰ νὰ μοῦ ποῦν ἕναν λόγο. Καὶ εἶπε ὁ Ἀββᾶς Ὤρ: Τί μπορῶ νὰ σοῦ πῶ; Πήγαινε καὶ κάνε αὐτὸ ποὺ βλέπεις.
Ὁ Θεὸς εἶναι μὲ τὸ μέρος ἐκείνου ποὺ ἐπιζητεῖ τὰ περισσότερα, δηλαδὴ μ᾿ αὐτὸν ποὺ βιάζει τὸν ἑαυτό του σὲ ὅλα. Δὲν ἦσαν ἀπὸ τὴν ἴδια περιοχὴ ὁ Ἀββᾶς Ὢρ καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἀθρέ. Ἔζησαν ὅμως μὲ θαυμαστὴ εἰρήνη μεταξύ τους, ἕως ὅτου ἔφυγαν ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Γιατὶ ἦταν μεγάλη ἡ ὑπακοὴ τοῦ Ἀββᾶ Ἀθρὲ καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη τοῦ Ἀββᾶ Ὤρ. Ἔμεινα λίγες μέρες λοιπὸν παρακολουθῶν τὴν ζωή τους καὶ εἶδα κάτι πολὺ θαυμαστό, τὸ ὁποῖο ἔκανε ὁ Ἀββᾶς Ἀθρέ. Κάποιος τοῦ εἶχε φέρει ἕνα μικρὸ ψάρι καὶ θέλησε νὰ τὸ μαγειρεύσει ὁ Ἀββᾶς Ἀθρὲ γιὰ τὸν Γέροντα.
Τὴν ὥρα ποὺ ἔκοβε τὸ ψάρι μὲ τὸ μαχαίρι, τὸν φώναξε ὁ Ἀββᾶς Ὤρ· ἀφησε τὸ μαχαίρι στὸ μέσον τοῦ ψαριοῦ καὶ δὲν ἔκοψε τὸ ὑπόλοιπο. Ἐθαύμασα τὴν μεγάλη ὑπακοή του, γιατὶ δὲν εἶπε: Περίμενε ὥσπου νὰ κόψω τὸ ψάρι. Καὶ εἶπα στὸν Ἀββᾶ Ἀθρέ: Ποῦ βρῆκες αὐτὴ τὴν ὑπακοή; Δὲν εἶναι δική μου –μοῦ εἶπε– τοῦ Γέροντος εἶναι. Μὲ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μοῦ λέει: Ἔλα νὰ δεῖς τὴν ὑπακοὴ τοῦ Γέροντα. Ἔψησε τὸ ψάρι, τὸ χάλασε λίγο ἐπίτηδες καὶ τὸ παρέθεσε στὸν Γέροντα· καὶ ἐκεῖνος τὸ ἔφαγε χωρὶς νὰ μιλήση. Τὸν ρώτησε (ὁ Ἀββᾶς Ἀθρέ): Εἶναι καλό, Γέροντα; Πολὺ καλό, ἀποκρίθηκε. Κατόπιν τοῦ ἔφερε ἕνα μικρὸ κομμάτι πολὺ καλοψημένο.
Καὶ τοῦ εἶπε: Τὸ χάλασα αὐτό, Γέροντα. Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας: Ναί, τὸ χάλασες λίγο. Μοῦ λέει λοιπὸν ὁ Ἀββᾶς Ἀθρέ: Διαπίστωσες ὅτι ἡ ὑπακοὴ εἶναι τοῦ Γέροντα; Ἔφυγα ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ ὅ,τι εἶδα κατέβαλα κάθε προσπάθεια νὰ τὸ τηρήσω». Αὐτὰ τὰ εἶπε στοὺς ἀδελφοὺς ὁ Ἀββᾶς Σισώης. Ἕνας ἀπὸ μᾶς τὸν παρακάλεσε λέγων: «Κάνε ἀγάπη καὶ πές μας καὶ σὺ ὁ ἴδιος ἕναν λόγο». Καὶ εἶπε: «Ὄποιος ἔχει συνειδητὰ τὴν ἀρετὴ νὰ μὴν ψηφίζη τὸν ἑαυτό του, ἐφαρμόζει ὅλη τὴν ἁγία Γραφή». Ἕνας δεύτερος ἀπὸ μᾶς τὸν ρώτησε: «Τί εἶναι ἡ ξενιτεία, πάτερ;». Καὶ εἶπε ἐκεῖνος: «Ἀσκῶ τὴν σιωπὴ καὶ δὲν ἔχω ἀνάμιξη ὅπου καὶ ἂν πάω. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ξενιτεία».
Τό Μέγα Γεροντικόν,
τ. Δ΄, Κεφάλ. ΙΕ΄, § 144, σελ. 110-115, ἐκδόσεις Γυναικείου Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου
«Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσσαλονί-κης 1999.
Ἐπιμέλ. ἡμετ.
Αναδημοσίευση από την Ιστοσελίδα της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου