Tους δεσμούς της με το Πατριαρχείο αποφάσισε να διακόψει η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Το διοικητικό όργανο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας,
έκρινε ότι είναι αδύνατο να υπάρξουν περαιτέρω επαφές με την Κωνσταντινούπολη.
Η απόφαση πάρθηκε μετά την απόφαση προσχώρησης αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας.
Αναλυτικά
Πύρινη δήλωση εκδόθηκε πριν από λίγο εκ της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας μετά την σημερινή συνεδρίασή της στο Μινσκ της Λευκορωσίας. Χαρακτηρίζει αρχικά την απόφαση της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου ''πονηρή'' και λέει πως την εξέδωσε μονομερώς, αγνοώντας τις εκκλήσεις της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και την πληρότητα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ σημειώνει πως δεν υπήρξε καμία συζήτηση με τους Προκαθήμενους από τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες σε μια Πανορθόδοξη Σύνοδο.
''Η είσοδος στην κοινωνία με εκείνους που έχουν προσχωρήσει στο σχίσμα, και μάλιστα οι οποίοι έχουν εκδιωχθεί από την Εκκλησία, ισοδυναμεί με την αποδοχή του σχίσματος και καταδικάζεται έντονα από τους κανόνες της Ιερής Εκκλησίας'' σημειώνει η Ρωσική Εκκλησία και τονίζει πως η απόφαση της Κωνσταντινουπόλεως περί της «αποκατάστασης» του κανονικού καθεστώτος και την αποδοχή του πρώην Μητροπολίτη Φιλάρετου Denisenko αγνοεί μια σειρά από διαδοχικές αποφάσεις της Συνόδου των Επισκόπων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Συγκεκριμένα αναφέρεται στην απόφαση της Συνόδου των Επισκόπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας στο Χάρκοβο, στις 27 Μαΐου, 1992 για τον Φιλάρετο (Denisenko) αλλά και εκείνη της 11ης Ιουνίου του 1992 η οποία επιβεβαίωσε την απόφαση του Χάρκοβο και ο Denisenko στερήθηκε όλων των βαθμίδων της ιεροσύνης. «Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις για μετάνοια, μετά τη στέρηση της ιεραρχικής του κατάταξης, ο Filaret Denisenko συνέχισε τη σχισματική του δραστηριότητα, μεταξύ άλλων εντός των ορίων άλλων τοπικών εκκλησιών. Με τον ορισμό της Συνόδου των Επισκόπων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας το 1997, αναθεματίστηκε. Αυτές οι αποφάσεις αναγνωρίστηκαν από όλες τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένης της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης” λέει η ανακοίνωση.
Προσθέτει δε πως συγκεκριμένα, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος την 7ης Απριλίου 1997, σχετικά με τον αναθεματισμένο Filaret Denisenko,αποδέχθηκε την κατάσταση. «Τώρα, μετά από περισσότερο από δύο δεκαετίες, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, για πολιτικούς λόγους, άλλαξε τη θέση του. Στην απόφασή του να δικαιολογήσει τους ηγέτες του σχίσματος και να «νομιμοποιήσει» την ιεραρχία τους, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται στα ανύπαρκτα «κανονικά προνόμια του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης να δέχονται εκκλήσεις επισκόπων και κληρικών από όλες τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες».
Οι ισχυρισμοί αυτοί, υπό τη μορφή που εκτελούνται τώρα από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, δεν είχαν ποτέ στηρίξει την πληρότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας: δεν υπάρχουν αναφορές στους ιερούς κανόνες και έρχονται σε άμεση αντίθεση, μεταξύ άλλων, με την 15η διακήρυξη της Συνόδου της Αντιόχειας: όλοι οι επίσκοποι της περιοχής και όλοι συμφωνούν να του κηρύξουν μια και μόνη ποινή, που δεν υπόκειται σε αγωγή εναντίον άλλων επισκόπων, αλλά είναι αποφασιστική απόφαση των επισκόπων της περιοχής». Στη συνέχεια κανει ιστορική αναδρομή και μιλάει για «ψεύτικο δόγμα, που διακήρυξε σήμερα η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και αποδίδεται στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως το δικαίωμα του «πρώτου χωρίς ίσο» (primus sine paribus) με οικουμενική δικαιοδοσία”.
Θυμίζει πως από το 2008 η Ρωσική Σύνοδος κάλεσε την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης «να είναι προσεκτική και να απέχει από τα βήματα μέχρις ότου η Ορθόδοξη εξέταση των εισηγμένων καινοτομιών καταστεί ικανή να ανατινάξει την ορθόδοξη ενότητα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις προσπάθειες αναθεώρησης των κανονικών ορίων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. «Ο νόμος του 1686, που επιβεβαιώνει την παραμονή της Μητρόπολης του Κιέβου στο Πατριαρχείο της Μόσχας και υπογράφεται από τον Άγιο Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Διονύσιον IV και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, δεν υπόκειται σε αναθεώρηση. Η απόφαση να «ανακληθεί” είναι κατά κανόνα ασήμαντη.
Διαφορετικά, θα ήταν δυνατό να ακυρωθεί οποιοδήποτε έγγραφο ορίζει την κανονική επικράτεια και το καθεστώς της τοπικής εκκλησίας, ανεξάρτητα από την αρχαιότητα, την εξουσία και τη γενική αναγνώριση της εκκλησίας” απαντάει στην απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Μητρόπολη Κιέβου και συμπληρώνει πως «στον Συνοδικό Χάρτη του 1686 και σε άλλα έγγραφα που τον συνοδεύουν, δεν γίνεται λόγος για τον προσωρινό χαρακτήρα της μεταβίβασης της Μητρόπολης του Κιέβου στο Πατριαρχείο Μόσχας ή ότι η πράξη αυτή μπορεί να ακυρωθεί”
Τονίζει δε: «Και πώς είναι δυνατόν να ακυρωθεί η απόφαση που ισχύει εδώ και τρεις αιώνες;(..) Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης δεν φαίνεται να παρατηρεί ότι ο Μητροπολίτης του Κιέβου του 1686, είχε όρια που διέφεραν σημαντικά από τα σύγχρονα σύνορα της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και κάλυπταν μόνο ένα μικρότερο τμήμα. Η μητρόπολη του Κιέβου της εποχής μας περιλαμβάνει την πόλη του Κιέβου και αρκετές συνοικίες δίπλα της. (…)
Μετά την επανένωση της Ρωσικής Εκκλησίας το 1686 για πάνω από τρεις αιώνες, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η Ουκρανία είναι κομμάτι της Ρωσικής Εκκλησίας, και όχι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Και σήμερα, παρά την πίεση των εξωτερικών αντι-Εκκλησιαστικών δυνάμεων, αυτό το πολυμελές ποίμνιο εκτιμά την ενότητα της Εκκλησίας πάσης Ρωσίας και παραμένει πιστή σε αυτήν. Η προσπάθεια του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης να αποφασίσει τη μοίρα της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας χωρίς τη συγκατάθεσή της είναι μια αντικανονική καταπίεση στους προορισμούς των άλλων λαών”.
Καταδικάζει και την απόφαση για τη σύσταση μιας συμφωνίας με τις κοσμικές αρχές για το άνοιγμα του «σταυροπηγιακού» γραφείου του στο Κίεβο, χωρίς τη γνώση και συναίνεση των κανονικών ιεράρχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, μιλάει για υποκρισία και απερίσκεπτη και πολιτικά υποκινούμενη απόφαση και σημειώνει πως πλέον είναι «αδύνατο να συνεχίσουμε την Ευχαριστιακή κοινωνία με τους ιεράρχες, τους κληρικούς και τους λαϊκούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου”. Κόβονται δε τα συλλείτουργα με τον κλήρο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, και για τους λαϊκούς η συμμετοχή στα μυστήρια, που διαπράχθηκαν σε ναούς της.
«Η μετάβαση επισκόπων ή κληρικών από την κανονική Εκκλησία σε σχισματικές ή η είσοδος στην Ευχαριστιακή κοινωνία με αυτήν είναι ένα κανονικό έγκλημα και συνεπάγεται κατάλληλες απαγορεύσεις” τονίζεται στην ανακοίνωση. Προσθέτει πως, η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας θεωρεί καθήκον της να υπερασπιστεί τις θεμελιώδεις αρχές της Ορθοδοξίας, για την προστασία της Ιεράς Παράδοσης της Εκκλησίας, η οποία έχει αντικατασταθεί από νέα και περίεργα δόγματα.
Η Ρωσική Εκκλησία προτρέπει τέλος τους Προκαθημένου και την Ιερά Σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην ορθή αξιολόγηση της προαναφερθείσας αντικανονικής δράσης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την κοινή αναζήτηση τρόπων για επίλυση της κρίσης. «Εκφράζουμε την πλήρη υποστήριξή μας στον ευλογημένο Μητροπολίτη Κίεβου και πάσης Ουκρανίας και ολόκληρη την πληρότητα της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σε μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή γι ‘αυτήν. Προσευχόμαστε για την ενδυνάμωση των πιστών με τη θαρραλέα στάση για την αλήθεια και ενότητα της κανονικής Εκκλησίας στην Ουκρανία” καταλήγει.
H σχετική είδηση είναι πρώτο θέμα στα Ρωσικά ΜΜΕ: Όπως αναφέραμε και πριν, το αυτοκέφαλο καθεστώς είναι μέρος της φιλο-ευρωπαϊκής ουκρανικής στρατηγικής τα τελευταία τέσσερα χρόνια και θα επεκταθεί περαιτέρω και σε άλλες εκκλησίες. Στη Μόσχα, η ηγεσία της ορθόδοξης εκκλησίας είναι πεπεισμένη ότι η αναγνώριση του αυτοκεφάλου στο Κίεβο ήταν έργο των ΗΠΑ. Κύριο ρόλο σε αυτά τα σχέδια διαδραμάτισε ο πρεσβευτής των ΗΠΑ για τη διεθνή θρησκευτική ελευθερία Sam Brownback, ο οποίος επισκέφθηκε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο για αυτό ειδικά το θέμα. Το πρότυπο της Ουκρανίας θα εφαρμοστεί όπως φαίνεται σε αρκετές ορθόδοξες εκκλησίες χωρίζοντας την ορθοδοξία στα δύο για πρώτη φορά μετά το 1054 και ενισχύοντας το σχίσμα Ρώμης-Κωνσταντινούπολης. Οι εξελίξεις είναι πλέον ραγδαίες.
Θυμίζει πως από το 2008 η Ρωσική Σύνοδος κάλεσε την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης «να είναι προσεκτική και να απέχει από τα βήματα μέχρις ότου η Ορθόδοξη εξέταση των εισηγμένων καινοτομιών καταστεί ικανή να ανατινάξει την ορθόδοξη ενότητα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις προσπάθειες αναθεώρησης των κανονικών ορίων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. «Ο νόμος του 1686, που επιβεβαιώνει την παραμονή της Μητρόπολης του Κιέβου στο Πατριαρχείο της Μόσχας και υπογράφεται από τον Άγιο Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Διονύσιον IV και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, δεν υπόκειται σε αναθεώρηση. Η απόφαση να «ανακληθεί” είναι κατά κανόνα ασήμαντη.
Μετά την επανένωση της Ρωσικής Εκκλησίας το 1686 για πάνω από τρεις αιώνες, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η Ουκρανία είναι κομμάτι της Ρωσικής Εκκλησίας, και όχι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Και σήμερα, παρά την πίεση των εξωτερικών αντι-Εκκλησιαστικών δυνάμεων, αυτό το πολυμελές ποίμνιο εκτιμά την ενότητα της Εκκλησίας πάσης Ρωσίας και παραμένει πιστή σε αυτήν. Η προσπάθεια του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης να αποφασίσει τη μοίρα της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας χωρίς τη συγκατάθεσή της είναι μια αντικανονική καταπίεση στους προορισμούς των άλλων λαών”.
Η Ρωσική Εκκλησία προτρέπει τέλος τους Προκαθημένου και την Ιερά Σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην ορθή αξιολόγηση της προαναφερθείσας αντικανονικής δράσης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την κοινή αναζήτηση τρόπων για επίλυση της κρίσης. «Εκφράζουμε την πλήρη υποστήριξή μας στον ευλογημένο Μητροπολίτη Κίεβου και πάσης Ουκρανίας και ολόκληρη την πληρότητα της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σε μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή γι ‘αυτήν. Προσευχόμαστε για την ενδυνάμωση των πιστών με τη θαρραλέα στάση για την αλήθεια και ενότητα της κανονικής Εκκλησίας στην Ουκρανία” καταλήγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου