ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΚΑΚΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ




Στά τελευταῖα χρόνια

προέκυψαν δύο διεκδικήσεις αὐτοκεφαλίας ἀπό Ἐκκλησίες, πού ἐνδιαφέρουν ἂμεσα ἢ ἒμμεσα τήν Ἑλληνική ἢ καί τήν Ἑλληνόφωνη Ὀρθοδοξία. 

Πρόκειται 

γιά τήν Ἑλληνική Ἐκκλησία τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς, 

πού ἀνήκει στήν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, 

πού περιέχεται στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, 

ὃπως δηλώνεται στά ἐν χρήσει «Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (2018). 

 Ὃπως 

ἡ πρώτη περίπτωση εἶναι ἐσωτερική ὑπόθεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,

 ἒτσι καί ἡ δεύτερη ἀφορᾶ ἂμεσα τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. 

Καί 

γιά τίς δύο αὐτές περιπτώσεις, καί ἰδιαίτερα γιά τή δεύτερη, 

γράφονται πολλά καί διατυπώνονται διάφορες ἀπόψεις ἀπό πολλές πλευρές. 



του πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνού


Δέν θέλουμε νά προσθέσουμε μία ἀκόμη ἂποψη, πόσῳ μᾶλλον πού τά ἀφορῶντα καί τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, καί μάλιστα τόν ὀρθόδοξο, ἐμπλέκονται στή διεθνή πολιτική καί τούς ἀνταγωνισμούς τῶν Ἰσχυρῶν τῆς ἐποχῆς μας, καί στούς σχεδιασμούς τῆς «Νέας Τάξης» για παγκόσμια ἐπιβολή καί κυριαρχία. Πρόκειται δηλαδή γιά πολιτικό θέμα μέ ἒνδυμα θρησκευτικό. Θά ἐπιχειρήσουμε ὃμως νά δώσουμε μέσω τοῦ Ἑλλαδικοῦ Αὐτοκεφάλου (1850) μίαν ἒμμεση ἀπάντηση στό πρόβλημα, ἡ ὁποία ὃμως προσδιορίζει τίς ἐκκλησιαστικοκανονικές συνιστῶσες τῆς αὐτοκεφαλίας, καθορίζοντας συνάμα, μέ τρόπο αὐθεντικό, τή διαδικασία γιά τή χορήγησή της, ὃπως τή βιώνει στούς αἰῶνες τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. 


 1. Ὁ ἐκκλησιαστικοκανονικός ὃρος «αὐτοκέφαλο», πού ἀπαντᾶ σπανιότερα καί ὡς «αὐτοκεφαλία», ἐμφανίζεται τόν 4ο-5ο αἰ. Σημαίνει τήν κανονική (σύμφωνη δηλαδή μέ τούς ἱ. Κανόνες) ὓπαρξη μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας (ἐπαρχιακῆς), μέ λειτουργία ἀνεξάρτητη ἀπό κάθε ἂλλη διοίκηση, μέσα στό πνεῦμα τῆς ἑνὀτητας σύνολης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Αὐτοκέφαλη (μέ δική της κεφαλή) εἶναι μία τοπική Σύνοδος Ἐπισκόπων μιᾶς περιοχῆς, πού καθορίζει ἀνεπηρέαστα τήν ἐσωτερική λειτουργία της, μέ βάση τόν συνοδικό θεσμό. Ὁ σκοπός τῆς χορηγήσεως αὐτοκεφάλου εἶναι ἡ διευκόλυνση μιᾶς ἐπαρχιακῆς Ἐκκλησίας νά ἀσκεῖ ἀπρόσκοπτα καί ἀνεπηρέαστα τό ἒργο της. Τό πρῶτο ἱστορικά αὐτοκέφαλο χορηγήθηκε σ’αὐτό τό πλαίσιο ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (Ἒφεσος, 431) στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. 


Τό 1589 ἡ ἐμπερίστατη, λόγῳ τῆς δουλείας Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ἀναγνώρισε τήν αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Συγκεκριμένα: Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄, ὁ Τρανός (1586-1595, γ΄Πατριαρχία), εὑρισκόμενος τό 1586 στή Ρωσία, δέχθηκε τό αἲτημα τοῦ τσάρου γιά τήν ἳδρυση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, καί τό 1589 ἐχειροτόνησε τόν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰώβ πρῶτο Πατριάρχη Ρωσίας. Τό πρᾶγμα ὃμως ἒπρεπε νά κυρωθεῖ συνοδικά. Αὐτό ἒγινε μέ τήν ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδο τοῦ 1593, πού ἐπιβεβαιώνει ἰστορικά τήν χορήγηση τοῦ Αὐτοκεφάλου μόνο ἀπό τή Σύνοδο καί ὂχι αὐθαίρετα ἀπό ἓνα Πατριάρχη, ἒστω καί ἂν εἶναι τοῦ ὓψους τοῦ Ἱερεμίου Β΄. Τά αὐτοκέφαλα ὃμως δέν πρέπει ποτέ νά διασποῦν τήν ἑνότητα τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού διακρατεῖται μέ τήν μία Πίστη, τήν ἲδια Λατρεία καί τήν ἲδια Κανονική Τάξη.


2. Χαρακτηριστική περίπτωση αὐτοκεφαλίας στά νεώτερα χρόνια, ἀλλά καί διδακτική γιά τήν ἐποχή μας, εἶναι τό Ἑλλαδικό αὐτοκέφαλο τοῦ 1850, μετά μάλιστα τήν πραξικοπηματική αὐτονόμηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τό 1833, πού ἦταν ἒργο τῆς Βαυαροκρατίας καί τῆς παράταξης τῶν Ἑλλήνων Διαφωτιστῶν, μέ πρωτεργάτες τόν Ἀδαμάντιο Κοραῆ (1748-1833) καί τόν ὁμόψυχό του Ἀρχιμ. Θεόκληρο Φαρμακίδη (1784-1860) καί πραγματοποιήθηκε μέ τήν ἒναρξη τῆς Βαυαροκρατίας (1833). Δύο φορές (1821 καί 1831) ὁ Κοραῆς ἒθεσε τό αἲτημα γιά μιά αὐτόνομη Ἑλλαδική Ἐκκλησία, άνεξάρτητη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τήν μέχρι τότε «Μητέρα Ἐκκλησία», μέ τήν δικαιολογία, ὃτι «δέν εἶναι περί δόγματος ὁ λόγος, ἀλλά περί τύπου». Μέ τήν ἒναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως, διεκόπη ἡ ἐπικοινωνία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, οἱ δέ ἐπίσκοποί της ἐμνημόνευαν «πάσης ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων». Παρ’ ὃλα αὐτά, μέχρι τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα δέν ἐπιχειρήθηκε ἡ πραξικοπηματική, μονομερής δηλαδή,ἀνεξαρτητοποίηση τῆς Ἑλλαδικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας.


ντίθετα ὁ Καποδίστριας προσπάθησε νά ἀποκαταστήσει τίς κανονικές σχέσεις μέ τήν Μητέρα Ἐκκλησία. Προετοίμασε, λοιπόν, τόν ἀπό Ρέοντος καἰ Πραστοῦ καί κατόπιν Κυνουρίας Διονύσιο νά μεταβεῖ στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων τῆς Ἑλλάδος μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Αὐτό ἒγινε τό 1831 ἐπί Πατριάρχου Κωνσταντίου Α΄ τοῦ ἀπό Σιναίου (1830-1834). Στό μεταξύ ὃμως ἒλαβε χώρα ἡ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια (27.9.1831), κάτι πού κατά τήν δική μου ταπεινή ἐκτίμηση δέν εἶναι ἂσχετη μέ τήν φιλορθόδοξη πολιτική τοῦ πρώτου μας Κυβερνήτου καί μόνου πατερικά ὀρθοδόξου Ἓλληνα Ἡγέτη ὣς σήμερα. Ἀλλά καί στά αὐτοκέφαλα τῶν βαλκανικῶν Ἐκκλησιῶν τόν 19ον αἰώνα παρεμβάλλονταν οἱ Μεγάλες Δυνάμεις τῆς Εὐρώπης, καί ἰδιαίτερα ἡ Βρετανία, στήν ἐπιδίωξή της νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό ἀντίπαλο δέος, τήν ὀρθόδοξη Ρωσία καί τήν ἐπιρροή της στά Βαλκάνια. Τήν θέση τῆς Βρετανίας ἒχουν σήμερα οἱ Η.Π.Α. ἂ


ς προσεχθοῦν οἱ άναλογίες τοῦ τότε μέ τό σήμερα. Τό πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐντάχθηκε στό «ἀνατολικό ζήτημα» καί τήν μόνιμη ἐπιθυμία τῆς Εὐρώπης γιά τήν διάλυση τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, κάτι πού συνδυαζόταν μέ τήν διάλυση τῆς Ρωμαίικης Ἐθναρχίας καί τή συρρίκνωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ διάλυση τῆς Ἐθναρχίας σήμαινε στήν πράξη καί θάνατο τοῦ Βυζαντίου/Ρωμανίας, πού συνεχιζόταν στά ὃρια τῆς ἐθναρχικῆς δικαιοδοσίας μέ κέντρο τό πρῶτο Πατριαρχεῖο τῆς Ρωμηοσύνης, τό Οἰκουμενικό.


3. Δέν ἒλειψαν, βέβαια, οἱ προσπάθειες ἐπικοινωνίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στἀ δεκαεπτά χρόνια, πού διήρκεσε τό ἑλλαδικό «σχίσμα» τοῦ 1833. Ἀπό τό 1834, μάλιστα, ἂρχισε μία σειρά ἀποτυχημένων προσπαθειῶν γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν κανονικῶν σχέσεων τῆς Ἑλλάδος μέ τήν Μητέρα Ἐκκλησία της. Σοβαρότερες προσπάθειες θά ἀρχίσουν τό 1840, ἀλλά νέα σημαντική ἀφορμή ἒδωσε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1843, ἡ ὁποία κατάργησε συνταγματικά τήν βαυαρική ἀπολυταρχία.


ὑπόθεση ὃμως ἒφθασε σέ μεγάλη ὀξύτητα τό 1849, ὃταν κορυφώθηκε ἡ ἀνάγκη πληρώσεως τῶν κενῶν ἐπισκοπικῶν ἑδρῶν, πρόβλημα πιεστικό τόσο γιά τήν Ἑλλαδική ‘Εκκλησία, ὃσο καί γι’αὐτή τήν Πολιτεία. Ἒτσι, ἐντάθηκε ἡ προσπάθεια γιά συνεννόηση μέ τήν Μητέρα Ἐκκλησία, ὣστε νά φθάσουμε στόν Συνοδικό Τόμο τῆς 29ης ‘Ιουνίου 1850. Ἂλλωστε τό μή κανονικό «αὐτοκέφαλο» τοῦ 1833 εἶχε ἀπομονώσει τήν ‘Εκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὂχι μόνο ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά καί ἀπό ὃλες τίς ‘Ορθόδοξες τοπικές ‘Εκκλησίες.


4. Αύτό ὃμως, πού παρουσιάζει τό μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον, εἶναι ὁ τρόπος χορηγήσεως τοῦ κανονικοῦ αὐτοκεφάλου στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὃπως καί ὃλες οἱ σχετικές μέ αὐτό διαδικασίες. Γι’ αὐτά μᾶς πληροφορεῖ ὁ «Κώδηξ Ἱερός», πού τυπώθηκε στό «Πατριαρχικό Τυπογραφεῖο» τόν Ἰούνιο τοῦ 1850, καί περιέχει ὃλα τά σχετικά ἒγγραφα καί τά «Πρακτικά» τῆς Συνόδου, πού ἐψήφισε τό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἑλλάδος. Ὁ τίτλος: «ΚΩΔΗΞ ΙΕΡΟΣ, περιέχων τά ΠΡΑΚΤΙΚΑ τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς συγκροτηθείσης ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπί τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Ἀνθίμου τοῦ Βυζαντίου, Περί τῆς ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐν ἒτει σωτηρίῳ ,α ω ν’, Ἰνδικτιῶνος η΄, Κατά μῆνα Ἰούνιον» (σελ. 4 χ. ἀρ. καί σελ. α΄-ε΄+ 84).


Γιά τήν ἐπίτευξη τῆς τελικῆς λύσεως θεωρήθηκε ἀπό τήν Σύνοδο ἀναγκαία ἡ «κοινή σύσκεψις τοῦ ἱ. Κλήρου τῆς Ἑλλάδος καί ἡ συνευδόκησις τῆς Κυβερνήσεως». (Κ. Οἰκονόμος). Ἃρα τό αὐτοκέφαλό μας ζητήθηκε ἀπό τόν ἑλλαδικό Κλῆρο (πού εξέφραζε καί τόν Λαό) καί τήν Ἑλληνική Πολιτεία. Αὐτή εἶναι ἡ σύμφωνη μέ τούς ἱερούς Κανόνες πορεία. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό, ὃτι ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται συχνά στόν Πρόλογο τοῦ Πατριάρχου καί σέ ἂλλα ἒγγραφα, «κέντρον ἁπασῶν τῶν ὁμοδόξων Ἐκκλησιῶν», κάτι πού σχετίζεται μέ τά ἀπό αἰώνων «πρεσβεῖα τιμῆς» τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἰδιαίτερα τονίζεται, ὃτι «ἡ ἐνέργεια τῆς Συνόδου ἦταν μία οἰκονομία, δικαία τε κατά πάντα καί εὒλογος, καί σύμμορφος ὃλοις τοῖς ἀνέκαθεν νενομισμένοις τε καί παραδεδομένοις ἡμῖν, καί τῇ ἑκάστοτε παραδειγματικῇ καί κανονιστικῇ πράξει τῆς Ἐκκλησίας». Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διά τοῦ Πατριάρχου του ὁμολογεῖ ὃτι ἐνεργεῖ μέ βάση τά «πρεσβεῖα τιμῆς» στήν Ὀρθοδοξία.


,τι ἒγινε συνεπῶς στή Σύνοδο δέν ἒγινε αὐθαίρετα, ἀλλά συνοδικά, ὃπως ἐπιβάλλει ἡ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, μολονότι τό αὐτοκέφαλο σχετιζόταν μέ περιοχή, πού ἀνῆκε δικαιοδοσιακά στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Τά πάντα ἀποφασίσθησαν ἀπό τήν συγκροτηθεῖσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ὑπό τήν προεδρία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Τονίζεται, μάλιστα, ὃτι «ἡ αὐτοκεφαλία» ἦταν «εὐσεβής καί φιλόθεος ἀξίωσις … τοῦ (ἐν Ἑλλάδι) ‘Ορθοδόξου Πληρώματος» (ὃλου δηλαδή τοῦ Ἒθνους), ἒγινε δέ κατά τό παράδειγμα καί ἂλλων Ὀρθοδόξων Λαῶν. Ὁ λόγος αὐτός ὑπονοεῖ τά λοιπά αὐτοκέφαλα, ὃπως λ.χ. ἐκεῖνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας (1589), τό ὁποῖο ἒγινε μέν δεκτό ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱερεμία Β΄, πού τό 1589 ἦταν στή Ρωσία, ἐγκρίθηκε ὃμως τό 1593 ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Πατριάρχη στήν ἓδρα του. Ὃλα στήν Ὀρθοδοξία (πρέπει νά) λύνονται συνοδικά καί ὂχι «παπικά» καί αὐθαίρετα. Ὑπενθυμίζεται δέ ὃτι μέ τό ἀντικανονικό «αὐτοκέφαλο» τοῦ 1833 ἐπῆλθε ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐπί δεκαεπτά χρόνια καί ἡ «ἀπομόνωσή» της ἀπό τήν ὀρθόδοξη κοινωνία.


τσι συγκροτήθηκε «Σύνοδος Ἁγία καί Μεγάλη», στήν ὁποία συμμετεῖχαν: Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἂνθιμος Δ΄, ὡς «προϊστάμενος», ὁ πρ. Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνστάντιος ὁ ἀπό Σιναίου, ὁ πρ. Οἰκουμενικός Πατριάρχης Γερμανός Δ΄, ὁ πρ. Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἂνθιμος ὁ ἀπό Ἐφέσου, ὁ Μακαριώτατος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Κύριλλος ΣΤ΄, καί οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολίται τοῦ «Οἰκουμενικοῦ Θρόνου» Καισαρείας Παῒσιος , Ἐφέσου Ἂνθιμος, Ἡρακλείας Πανάρετος, Νικομηδείας Διονύσιος, Χαλκηδόνος Ἱερόθεος, Δέρκων Νεόφυτος, Πρόεδρος Διδυμοτείχου Μελέτιος, Νεοκαισαρείας Λεόντιος, Κρήτης Χρύσανθος, Σερρῶν Ἰάκωβος, Βιζύης Γρηγόριος, Σωζουαγαθουπόλεως Προκόπιος. Συμμετεῖχαν ἐπίσης οἱ Μητροπολῖται καί Διδάσκαλοι τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ὁ πρώην Μεσημβρίας Σαμουήλ καί ὁ Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνος (Τυπάλδος), Σχολάρχης τῆς Ἱ. Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης καί Γραμματεύς τῆς Συνόδου. Ἐπιδιώχθηκε δηλαδή ἡ κατά τό δυνατόν εὐρύτερη συμμετοχή στή Σύνοδο αὐτή, γιά νά ἒχει μεγαλύτερη ἐγκυρότητα, ἐφόσον τό Αὐτοκέφαλο δέν τό χορηγεῖ ἀτομικά ὁ Πατριάρχης, ἀλλά ὃλη ἡ Σύνοδος, μέ «πρῶτον τῇ τάξει» τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Αὐτή τήν ὁδό, ὃπως ἐλέχθη, ἀκολούθησε καί ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας τό 1589/1593.


Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις ἀπεφασίσθη καί χορηγήθηκε τό Αὐτοκέφαλο στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί οἱ παραπάνω Ἱεράρχες ὑπογράφουν τόν Συνοδικό Τόμο τῆς 29ης Ἰουνίου 1850, πού ἀνεκήρυττε αὐτοκέφαλη τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Κατά τόν Συνοδικό Τόμο «ἡ ἐν τῷ Βασιλείῳ τῆς Ἑλλάδος Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θά ὑπάρχῃ τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος», μέ ὑπέρτατη ἐκκλησιαστική Ἀρχή «Σύνοδον διαρκῆ» καί Πρόεδρο «τόν κατά καιρόν … Μητροπολίτην (Ἀρχιεπίσκοπον) Ἀθηνῶν, διοικουμένη ἐλευθέρως καί ἀκωλύτως ἀπό πάσης κοσμικῆς ἐπεμβάσεως». «Ἐπιγινώσκεται δέ καί ἀνακηρύσσεται» «πνευματική ἀ δ ε λ φ ή» τῆς πρώην Μητρός Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δέν θά χαρακτηρίζεται πλέον «Μητέρα», ἀλλά «Ἀδελφή Ἐκκλησία». Ἒτσι «άναγορεύεται καί κηρύττεται ἡ ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία αὐτοκέφαλος» καί ἡ Σύνοδός της «ἀδελφή ἐν Πνεύματι» μέ κάθε ἂλλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.


5. Ἡ χορήγηση τοῦ Αὐτοκεφάλου ἒγινε μέ βάση συγκεκριμένους ὃρους (σ. 23-26), στούς ὁποίους μεταξύ ἂλλων ὁρίζεται, ὃτι ἀνωτάτη ἐκκλησιαστική ἀρχή εἶναι ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ πρόεδρον τόν κατά καιρόν Μητροπολίτην Ἀθηνῶν. Δέν γίνεται ὃμως λόγος περί «Πρώτου».



 Ἡ Σύνοδος 

θά διοικεῖ «τά τῆς Ἐκκλησίας κατά τούς θείους καί ἱερούς κανόνας, 

ἐλευθέρως καί ἀκωλύτως ἀπό πάσης κοσμικῆς ἐπεμβάσεως» (Ὃρος Α΄) γιά τήν ἀποφυγή τῆς πολιτειοκρατίας. 

 Γιά 

τήν διατήρηση δέ τῆς πνευματικῆς σχέσης μέ τήν ὣς τότε Μητέρα Ἐκκλησία 

ὁρίζεται (ὃρος Ε΄)

 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά παραλαμβάνει τό ἃγιο Μύρον ἀπό τήν Ἐκκλησία Κων/λεως. 

Δέν 

πρέπει δέ νά λησμονεῖται, ὃτι μετά τήν ἀπόκτηση τῆς αὐτοκεφαλίας ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος 

γίνεται πλέον «’Αδελφή» ὃλων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν 

καί αὐτῆς τῆς πρώην «Μητρός Ἐκκλησίας». 

Τό ἐρώτημα ὃμως εἶναι: 

Ἂν

 μία ἐπαρχία τῆς Ἑλλάδος, π.χ. ἡ Πελοπόννησος, 

διεκδικήσει αὐτοκεφαλία, 

ἒχει ἢ δἐν ἒχει λόγο ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ μέχρι τότε δηλαδή Μητέρα Ἐκκλησία; 

Αὐτό 

παραπέμπει σήμερα στήν περίπτωση τῆς Οὐκρανίας. 

Τό Ἑλληνικό αὐτοκέφαλο 

εἶναι μιά χαρακτηριστική περίπτωση, πού διακρίνεται διά τήν πιστότητά της στήν ἐκκλησιαστικοκανονική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας 

καί γι’ αὐτό μπορεῖ -καί πρέπει- νά λειτουργήσει 

ὡς πρότυπο καί στήν ἐποχή μας.


Εκ του ιστολογίου ''Όρθρος''.
Επμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Agiografy by Serhei  Vandalovskiy

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF