Ὁ Δεσπότης Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ Μονογενής, ἀπό δική του πρωτοβουλία, χωρίς νά ἀναγκασθεῖ ἀπό κάποιον ‒ἀφοῦ ἀνέβηκε στό Σταυρό, καί ἁπλώνοντας τά χέρια, ἀποκατέστησε τή δικαιοσύνη ὑπέρ ὅλης τῆς κτίσεως, καί ἀφοῦ ἔτσι κατετρόπωσε ὅλες τίς ἀόρατες καί πονηρές δυνάμεις μέ τό Πάθος στό ὁποῖο ὑπέβαλε τό σῶμα του‒ θέλησε νά γευθεῖ ἡ ἁγία του σάρκα τήν τριήμερη νέκρωση γιά χάρη ὅλης τῆς φύσεως, ὥστε νά χαρίσει διά μέσου αὐτῆς στό νεκρωμένο γένος τήν ἀθανασία. Καί μάλιστα, ἀφοῦ ἔγειρε τήν ἁγία κεφαλή του, διέταξε σάν δοῦλο τό θάνατο νά προσέλθει στή σάρκα.
Ἔφθασε ἀμέσως ὡς δοῦλος ὁ θάνατος, ὑπηρετώντας τό δεσποτικό πρόσταγμα, καί κράτησε τό σῶμα, πού τοῦ δόθηκε ἄδεια νά λάβει. Ὅταν δέ κρατήθηκε ἀπό τό θάνατο τό σῶμα ἐκεῖνο, τό φοβερό γιά τά Χερουβίμ καί φρικτό γιά τά Σεραφίμ, ὅπως θέλησε ὁ Κύριος τοῦ σώματος, ἔτρεξε ἡ ψυχή τοῦ Σωτήρα νά εὐαγγελισθεῖ στίς ψυχές τήν ἀπολύτρωσή τους.
Ἡ δέ Θεότης του ἔμενε καί στό σῶμα καί στήν ψυχή, διότι δέν χωρίσθηκε κατ’ οὐδένα τόπο καί τρόπο ἡ θεότητα ἀπό τήν ἀνθρωπότητα μετά τήν ἕνωσή τους. Ἀλλά καί στούς οὐρανούς ἦταν καί στόν τάφο παρευρίσκετο, χωρίς νά ἐπηρεασθεῖ καθόλου, διατηρώντας ἄφθαρτη τήν περιβολήν της.
Μετά τή φρικτή αὐτή οἰκονομία, κάποιος εὐγενής καί πλούσιος ἄνδρας, ὁ Ἰωσήφ, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία καί εἶχε γίνει μαθητής τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀποδίδοντας στό διδάσκαλό του, τό τελευταῖο χρέος μετά τήν τελευτή του, παρουσιάσθηκε στόν Πιλάτο παρακαλώντας τον καί λέγοντας:
Γιά ἕνα νεκρό κάμω αὐτή τήν παράκληση, συκοφαντημένο ἀπό τούς ἐχθρούς καί, στόν καιρό τοῦ πάθους, ἐγκαταλελειμμένο ἀπό τούς φίλους. Γιά ἕνα νεκρό ἱκετεύω, πού δέν ἔχει ἀποκτήσει οὔτε χρυσάφι οὔτε ἀσήμι οὔτε στρατιῶτες οὔτε συμμάχους οὔτε σωματοφύλακες, παρά μόνο μιά φτωχή μητέρα, ἡ ὁποία πλούτισε μέ τόν τοκετό της. Γιά ἕνα νεκρό πρεσβεύω πού πέθανε μέ τήν θέλησή του. Ἐπειδή, ἄν δέν ἤθελε, δέν θά εἶχε πεθάνει.
Ἄς κατεβεῖ λοιπόν ἀπό τόν σταυρό αὐτός πού σέ τίποτε κανέναν δέν ἀδίκησε, ἀλλά ἀντίθετα μυριάδες ἀνθρώπους εἶχε τιμήσει μέ εὐεργεσίες. Χάρισέ μου ἕνα δῶρο, ἀπό τό ὁποῖο δέν ἔχεις καλύτερο. Χάρισέ μου ἕνα δῶρο πού θά κάνει εὐτυχισμένο ἐμένα πού θά τό δεχθῶ. Δώρησέ μου τοῦτο τόν ζωοποιό νεκρό, καί ἐγώ παίρνοντάς Τον, νά τόν καλύψω στή γῆ. Δώρησέ μου τό τρισμακάριο σῶμα, τοῦ ὁποίου τόν θάνατο πένθησε ἡ κτίση.
Δώρησέ μου τό σῶμα ἀπό τό ὁποῖο σχίσθηκαν οἱ πέτρες, ἐκδηλώνοντας μέ τό ρῆγμα τό πένθος τους. Νά καταφιλήσω τά τραύματα τῶν ἁγίων χεριῶν, ἀπό τά ὁποῖα θεραπεύθηκαν τά τραύματα τῆς ψυχῆς μας. Νά ψηλαφήσω ἐκείνη τήν ἄχραντη πλευρά, ἀπό τήν ὁποία πήγασε αἷμα μυστικό καί ὕδωρ ἀναγεννήσεως.
Νά ἐνταφιάσουν τά χέρια αὐτά ἐκεῖνον πού πρόκειται νά λύσει τοῦ θανάτου τά σπάργανα. Νά κηδεύσουν τά ἁμαρτωλά τοῦτα δάκτυλα ἐκεῖνον πού ἔπραξε καί δίδαξε κάθε δικαιοσύνη. Νά ἀγγίξω τήν ἀναμάρτητη σάρκα, πού τρισμακάριος εἶναι αὐτός πού τήν ἀγγίζει μέ πίστη. Νά ὁδηγήσω στό μνῆμα αὐτόν πού θά ἀνοίξει τά μνημεῖα τῶν νεκρῶν. Νά δώσω σ’ αὐτούς πού ἔφυγαν ἀπό τή ζωή, τήν πηγή τῆς Ἀναστάσεως.
Νά ἀνάψω καί σ’ αὐτούς πού κρατεῖ ὁ Ἅδης τό λύχνο τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτά ἔλεγε ὁ Ἰωσήφ σεβαστικά, καί ὁ Πιλάτος ὑπάκουσε μέ εὐμένια, ἐπειδή ἡ Θεία δύναμη τοῦ νεκροῦ πού τοῦ ζητοῦσε ὁ Ἰωσήφ ἐνεργοῦσε στούς ἁρμόδιους γιά τό θέμα θεοπρεπῶς, καί ἔτσι μάλαξε τήν ψυχή τοῦ Πιλάτου, ὥστε νά ὑπακούσει. Καί ἀμέσως ὁ πρεσβευτής ἀποδείχθηκε ἐνταφιαστής.
Διότι παίρνοντας τό σῶμα πού ποθοῦσε, τό ἀγκάλιαζε καί τό καταφιλοῦσε, ἀκουμπώντας τά χείλη στά ἅγια μέλη, μέ τή σκέψη ὅτι «ἐάν ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα, ἀγγίζοντας τό ἱμάτιό του μέ πίστη, καταξήρανε τήν πηγή τοῦ αἵματος, ἐγώ πού πιάνω αὐτό τό ἴδιο τό Θεῖο Σῶμα, δέν θά πετύχω δωρεές;».
Ἔπειτα, τυλίγοντας μέ καθαρό σεντόνι τόν καθαρό μαργαρίτη, τόν ἀπέθεσε στό δικό του καινούργιο μνῆμα, καί τοποθετώντας μιά πέτρα στό στόμιο τοῦ τάφου, γεμάτος δάκρυα, ἐπέστρεψε, γυρίζοντας συχνά πυκνά πρός τόν τάφο καί θρηνώντας τοῦ διδασκάλου τή στέρηση.
Ἀλλά ἔφθασε τοῦ Ἰωσήφ τήν εὐσέβεια τῶν Ἰουδαίων ἡ ἀσέβεια. Ἐπειδή πάλι οἱ θεομάχοι συγκεντρώθηκαν τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, καί προσῆλθαν στόν Πιλάτο λέγοντας: «Κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ὁ πλάνος ἐκεῖνος ἔτι ζῶν εἶπε: μετά τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. Κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τόν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας. Μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταί αὐτοῦ νυκτός, κλέψωσιν αὐτόν, καί εἴπωσι τῷ λαῷ ὅτι ἠγέρθη ἀπό τῶν νεκρῶν. Καί ἔστω ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης».
Τί λές ἐσύ πλάνε καί παράνομε Ἰουδαῖε; Ἦταν πλάνος αὐτός πού θεράπευσε τούς ὁμοεθνεῖς σου λεπρούς; Ἦταν πλάνος αὐτός πού ἀπάλλαξε τούς τυφλούς πατριῶτες σου ἀπό τήν νύκτα πού εἶχε γεννηθεῖ μαζί τους; Πλάνος ἦταν αὐτός πού ἐλευθέρωσε τούς δαιμονισμένους ἀπό τήν μανία τῶν δαιμόνων; Πλάνος ἦταν αὐτός πού στήν ἔρημο σοῦ πρόσφερε γεῦμα χωρίς καμιά καλλιέργεια;
Πλάνος ἦταν αὐτός πού κάλεσε τόν Λάζαρο νά βγεῖ ἀπό τόν τάφο, καί μέ τόν λόγο του ξύπνησε τόν νεκρό σάν αὐτός νά κοιμόταν; Ἦταν πλάνος ὁ Χριστός; καί ποιός ἄλλος εἶναι ἀληθινός; Ἦταν πλάνος ὁ Χριστός; Γιατί λοιπόν φοβᾶσαι αὐτά πού εἶπε ὁ πλάνος; Πλάνος ἦταν; Καί φοβᾶσαι τοῦ νεκροῦ τή φωνή; Ἀλήθεια, μήπως εἶπε κάτι γιά τήν Ἀνάσταση, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε; Μήπως πιστεύεις αὐτά πού προεῖπε;
Γιατί λοιπόν ἄδικα ταλαιπωρεῖσαι γιά τήν ἔκβαση; Ἄν λοιπόν δέν ἀναστηθεῖ ὁ νεκρός γιά τόν ὁποῖο μεριμνᾶς, τότε εἶναι πλάνος, ὅπως βλασφημεῖς. Τί τούς ἀποκρίθηκε λοιπόν ὁ Πιλάτος; «Ἔχετε κουστωδίαν. Ὑπάγετε, ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε». Ἐάν γιά τόν ἀντίθεο καί παράνομο, ὅπως τόν ἀποκαλεῖτε, τόσο πολύ ἔχετε φρίξει· ἄν ἐσεῖς οἱ ζωντανοί φοβᾶσθε τόσο τόν νεκρό, φρουρά ἔχετε, στρατιῶτες ἔχετε. Ἐκστρατεῦστε οἱ πολλοί κατά τοῦ Ἑνός. Ἀσφαλίστε τόν νεκρό, πού τόσο φοβᾶσθε, ὅπως γνωρίζετε.
Θέλετε νά σφραγίσετε τόν τάφο; Σφραγίστε τον. Θέλετε νά τόν περιβάλετε μέ σιδερένιες ἁλυσίδες; Κάντε το κι αὐτό. Μήν πῆτε ὕστερα: ἄν μᾶς ἄφηνες νά φρουρήσουμε τόν τάφο δέν θά χάναμε τόν νεκρό. Πηγαίνετε, ἀσφαλίστε τον, ὅπως γνωρίζετε. Ἄν φανεῖ ἐκεῖ ὁ Πέτρος, θανατῶστε τον μέ τά ὅπλα σας. Ἄν ἔλθει κάποιος ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ναζωραίου, σηκωθῆτε ἀμέσως καί σκοτῶστε τον. Ἐπιμείνετε νά τόν φυλάσσετε μέ προσοχή καί ἀκρίβεια, μήν κατορθώσει κάποιος ὕποπτος νά κλέψει τόν ἐχθρό σας.
Μέ τέτοια λόγια καί ὅπλα καί στρατιῶτες ἐφοδιασμένοι οἱ ἐχθροί τοῦ Σωτήρα, ἔφθασαν μέ πολλή προθυμία καί μανία στόν τάφο, καί βάζοντας σιδερένιες σφραγίδες στό μνῆμα κάθισαν ἐκεῖ καί τόν φρουροῦσαν γιά τόσο διάστημα ὅσο θέλησε Ἐκεῖνος πού φυλασσόταν ἀπό αὐτούς. Ἐν τῷ μεταξύ ἔφθασε ἡ δεύτερη μέρα. Καί τήν μέν πρώτη μέρα ὁ θάνατος ἀναμασοῦσε τό θήραμά του, καί θέλοντας νά τό δαγκώσει μέ τά δόντια τῆς διαφθορᾶς του, στάθηκε ἀδύνατο.
Καί πάλι τήν δεύτερη ἡμέρα θέλησε νά τό φάγει, ἀλλά δέν μποροῦσε. Ἀποροῦσε λοιπόν μόνος του καί ὅπως ἦταν φυσικό, κάτι τέτοιο σκεφτόταν μέσα του: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἀκαταμάχητος καί παράδοξος νεκρός; Ποιός εἶναι αὐτός πού νεκρώθηκε σύμφωνα μέ τό φυσικό νόμο καί μένει ἄφθαρτος ξεπερνώντας τό νόμο; Θεός δέν εἶναι ἐπειδή, ἄν ἦταν, δέν θά πέθαινε, ἀφοῦ θά ἦταν ἀσώματος.
Ἄγγελος δέν εἶναι, ἀφοῦ ἔχει ἀνθρώπινη μορφή. Ὑπέκυψε σέ μένα, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀλλά δέν ὑποκύπτει στή φθορά, ὅπως ὁ Ἀδάμ. Σάν ἄνθρωπος ὑποχώρησε ἐνώπιόν μου, ἀλλά δέν ἀνέχεται νά πάθει ὅσα παθαίνουν οἱ θνητοί. Ἡ σάρκα του ἀποδεικνύεται ἀνώτερη ἀπό τή διαφθορά. Κανένας ἀπό τούς νεκρούς στούς ὁποίους ἔχω βασιλεύσει τόσους αἰῶνες, δέν φάνηκε ἐδῶ μέ σῶμα ὅπως αὐτό.
Ἄραγε μήπως τό σῶμα αὐτό εἶναι ἔνδυμα τοῦ Θεοῦ, καί γι’ αὐτό δέν μπορῶ νά τό μασήσω; Ἄραγε μήπως αὐτή εἶναι ἡ σκηνή τοῦ Λόγου; Ἄραγε μήπως αὐτός εἶναι ὁ ναός ἐκείνου πού εἶπε στούς Ἰουδαίους: «Λύσατε τόν ναόν τοῦτον καί ἐν τρισίν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν»; Ἄραγε μήπως τό νά μένει ἀδιάφθορος σημαίνει ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθεῖ; Ἄραγε μήπως ὁ παράδοξος αὐτός νεκρός ἦλθε νά κατασκοπεύσει τούς νεκρούς; Ἄραγε μήπως πάρει καί τούς νεκρούς πού ἀπό παλαιά ἔχω καταπιεῖ καί τούς ἀνεβάσει ἐκεῖ ἐπάνω μαζί του;
Ἄραγε μήπως, ὅπως ὁ Ἰωνᾶς στήν κοιλιά τοῦ κήτους ἔζησε χωρίς νά κινδυνεύσει, ἔτσι καί αὐτός μένει ἐδῶ σέ μένα περιμένοντας τήν τρίτη ἡμέρα, γιά νά ἀναστηθεῖ πρῶτος αὐτός καί νά ἀνοίξει καί στούς ἄλλους νεκρούς τόν δρόμο;». Αὐτά ἔλεγε ὁ θάνατος, ὄχι μέ λόγια, ἀφοῦ μιλοῦσαν τά γεγονότα. Ἐνῶ συνέβαιναν αὐτά, καί οἱ φύλακες τῶν Ἰουδαίων ἦσαν καθισμένοι κοντά στό μνῆμα, «ὀψέ Σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν Σαββάτων», ξημερώνοντας Κυριακή, «ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τόν τάφον».
Ὤ παράξενα καί παράδοξα θαύματα! Ὁ Πέτρος, ὁ πρῶτος στρατηγός τοῦ Χριστοῦ, φοβήθηκε το λόγο τῆς παιδίσκης καί ἀρνήθηκε ζωντανό τόν Κύριό του, καί γυναῖκες τόσο ἀδύνατες καί δειλές ἦλθαν νά τιμήσουν νεκρό τόν δάσκαλό τους. Ἦλθαν νά δοῦν τόν τάφο. Διότι δέν εἶχαν ἀκόμη πιστεύσει ὅτι θά ἀναστηθεῖ. Ἦλθαν νά δοῦν τόν τάφο, ὥστε νά παρηγορήσουν λίγο τήν λύπη τους μέ τήν θέα τοῦ μνήματος.
Διότι ὁ τάφος γνωρίζει νά παρηγορεῖ τίς πονεμένες ψυχές μέ τή θέα του, καθώς κάνει καί τό δάκρυ ὅταν χύνεται. Ἦλθαν νά δοῦν τόν τάφο, καί πλησίαζαν, ὄχι ὅμως ὅσο ποθοῦσαν, ἐξαιτίας τοῦ φόβου τῶν Ἰουδαίων. Πότε-πότε πλησίαζαν κοντύτερα καί κρυφά. Ἔρραιναν τόν τάφο μέ μύρα καί πάλι ἔφευγαν χωρίς νά γίνουν ἀντιληπτές.
Στέκονταν ἔτσι ἀπό μακριά, καί ἀτενίζοντας τόν τάφο μέ μάτια δακρυσμένα, μέ στεναγμούς καί ὀδυρμούς, νόμιζαν ὅτι ὑπηρετοῦν τόν Κύριο. Κάπου-κάπου κατηγοροῦσαν καί τούς Ἰουδαίους μέ σιγανή φωνή, λέγοντας ἡ μιά στήν ἄλλη, ὅπως εἶναι φυσικό: «Πῶς τόλμησαν αὐτά τά πράγματα ἐναντίον ἑνός τέτοιου Δεσπότη, χωρίς νά ἔχουν καμμιά δίκαιη κατηγορία ἐναντίον του;
Πῶς δέν ἔφριξαν καρφώνοντάς τον στό Σταυρό; Αὐτόν τόν ὁποῖο βλέποντας ὁ ἥλιος νά σταυρώνεται ἔφυγε; Πῶς δέν φοβήθηκαν νά παραδώσουν στό θάνατο αὐτόν πού τίποτε ἄξιο θανάτου δέν ἔπραξε;
Πηγή: https://www.imaik.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου