ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

ΟΔΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ





Μέρος 3ον


''Αυτό το μικρό βιβλίο περιέχει τρεις μεγάλες ομιλίες πνευματικού περιεχομένου. Είναι προϊόντα της ρητορικής δεινότητας του επισκόπου Κερνίτσης και Καλαβρύτων Ηλία Μηνιάτη του Κεφαλλήνος, ο οποίος θεωρείται "νέος Χρυσόστομος" λόγω του περιεχομένου των λόγων του, αλλά και λόγω της φυσικής του ευφράδειας. [...] Εις παλαιότερον βιβλίον εκδόσεως της Ιεράς ημών Μονής είχομεν παρουσιάσει μεθ' υπομνηματισμού (εκτενούς εν πολλοίς), τους τρεις περί Πίστεως λόγους αυτού, υπό τον τίτλον "Ορθόδοξος Πίστις και Ζωή". Τώρα έκδίδομεν μεταγλωττισμένους εις το σημερινόν γλωσσικόν ιδίωμα προς ευχερεστέραν κατανόησιν τρεις ομιλίας αυτού περί Μετανοίας, περί Εξομολογήσεως και περί θείας Μεταλήψεως, εκφωνηθείσας εις περιόδους Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η επιλογή δεν έγινε τυχαίως. Πιστεύομεν ότι όποιος έχει ειλικρινή μετάνοιαν, καθαράν εξομολόγησιν και εν συναισθήσει θείαν των Αχράντων Μυστηρίων Μετάληψιν, ευρίσκεται πορευόμενος την Οδόν της Σωτηρίας της εν Χριστώ Ιησού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν''. (Εκ της εισαγωγής του βιβλίου). Εκ του βιβλίου ''Οδός Σωτηρίας'' περιέχον τρεις ομιλίες του ιεροτάτου Επισκόπου Κερνίτσης και Καλαβρύτων Ηλία Μηνιάτη (+1714). Ήτοι περί Μετανοίας, Εξομολογήσεως και θείας Μεταλήψεως, μεταγλωττισμένες υπό του αρχιμανδρίτου Δοσιθέου, Ηγουμένου της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Τατάρνης. Εκδόσεις ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ, 2013. Αντιγραφή, μεταφορά στο διαδίκτυο, επιμέλεια κειμένου: 



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Συνέχεια από το προηγούμενο


Μια φορά σήκωσες τα μάτια σου και είδες εκείνο το πρόσωπο, μα μέτρησε πού έφθασες έως τώρα! Έως τώρα σε εκυρίευσεν ολόκληρον η σαρκική όρεξις. Πεινάς για σάρκα και για οποιαδήποτε σάρκα. Για να την απολαύσης δεν λυπάσαι έξοδα, δεν βαρυέσαι κόπο, δεν αφήνεις κανένα τρόπο. Με τον καιρό η ίδια σου η ψυχή έγινε σάρκα. Περπατάς και η σκέψις σου βρίσκεται συνεχώς στην αγκαλιά της πόρνης σου. Στέκεις και η επιθυμία σου περιπατεί για να βρη νέα τροφή. Συνομιλείς και η ομιλία σου περιστρέφεται στην διήγησι των σαρκικών επιτευγμάτων σου. Πέφτεις να κοιμηθής και αυτός είναι ο τελευταίος σου συλλογισμός πριν σφαλίσης τα μάτια σου για να σε πάρη ο ύπνος.


Κοιμάσαι και αυτό ονειρεύεται η φαντασία σου. Ξυπνάς και τούτο είναι ο σκοπός σου. Αυτό σήμερα, αυτό αύριο, αυτό για πάντα, που κάποτε άρχισε για μια φορά! Μια φορά άπλωσες εσύ τα χέρια σου για να αρπάξης, αλλά για μέτρησε πόσες έγιναν έως τώρα οι αρπαγές σου; Μέχρι τώρα άπλωσες τα κτήματά σου πέρα από εκείνα των γειτόνων σου. Γέμισαν τα σπίτια σου από ξένα πράγματα, επάχυνες με το αίμα των πτωχών. Τόκος επάνω σε τόκο, αδικία επάνω στην αδικία, έκαμαν μιαν αλυσίδα τόσο μακρυά, που σου έχει δεμένη σφιχτά την συνείδησι.


Δεν σε αγγίζουν τα δάκρυα των ορφανών, οι αναστεναγμοί των πενήτων, η ντροπή των ανθρώπων, ο φόβος του Θεού! Δεν λογαριάζεις την ψυχή σου, δεν ενθυμήσαι τον θάνατο, δεν μελετάς την Κρίσι, δεν φοβάσαι την κόλασι. Διψάς για το αίμα των πτωχών και όσο περισσότερο πίνεις, τόσο περισσότερον, ανάβει η φλόγα της φιλαργυρίας σου. Τούτο σήμερα, τούτο αύριο, τούτο για πάντα, αφού άρχισε για πρώτη φορά! Έλα τώρα˙ εσύ θέλεις να μετανοήσης, μα η θέλησίς σου έπηξε στο κακό. Εμποδίζεσαι από την συνήθεια, η οποία και βασιλεύει. Θέλεις, αλλά με μια γνώμη που σαλεύεται και δεν είναι σταθερή. Θέλεις, μα με ένα σκοπό να μη αφήσης την προτέραν σου αμαρτία.


Θέλεις να εξομολογηθής, μα δεν θέλεις να διορθωθής. Πράγμα που είναι ένα και το αυτό: θέλεις και δεν θέλεις. Σημάδι δηλαδή πως τα σχοινιά που σε κρατούν λασκάρουν λίγο, μα δεν κόβονται! Τώρα που ακούς αυτή τη διδασκαλία, μαλακώνει για λίγο η καρδιά σου, ίσως αναλύεσαι και σε δάκρυα που σταλάζουν από τα μάτια σου, μα μόλις βγης έξω από την Εκκλησία, η καρδιά σου πάλιν έπηξε στο κακό! Εσύ προ του Αγίου Πάσχα μετανοείς γιατί αμάρτησες, μα μετά το Άγιον Πάσχα, εσύ ο ίδιος μετανοείς που μετανόησες! Εσύ, με την θεία Μετάληψι ακόμη στο στόμα, στρέφεσαι στον προηγούμενό σου βόρβορο… Τί σε σέρνει; Η συνήθεια.


Και η θέλησις υπακούει στην συνήθεια. Και λοιπόν, πότε θα αποφασίσης να αλλάξης γνώμη; Ποτέ! Για άκουσε τι λέει το Άγιον Πνεύμα διά στόματος του προφήτου Ιερεμία. Αν ο μαύρος μπορεί να αλλάξη το χρώμα του δέρματός του και η λεοπάρδαλις τα πλουμίδια της, άλλο τόσο μπορεί να αλλάξη και γνώμη ένας άνθρωπος που συνήθισε στο κακό˙«ει αλλάξεται Αιθίοψ το δέρμα αυτού και πάρδαλις ποικίλματα αυτής και υμείς δυνήσεσθε εύ ποιείν, μεμαθηκότες κακά». Αχ! Σαν μάθη κανείς το κακό, πόσο θέλει να το ξεμάθη; Εάν πάρη για μια φορά η Σεμίραμις την εξουσία από τον άνδρα της, σαν για μια φορά η συνήθεια κυριεύση την θέλησι, το προσωρινό γίνεται παντοτεινό. Η μια ημέρα γίνεται όλη η ζωή! Η μια φορά, ακολουθεί για πάντα! Να λοιπόν που ο ένας τροχός δεν κινείται, η μια φτερούγα δεν πετά.


Μα ο άλλος τροχός, η άλλη φτερούγα, δηλαδή η χάρις του Θεού τι κάνει; Εκείνη η χάρις του Θεού που έκαμε ένα Παύλο από διώκτη της Εκκλησίας, διδάσκαλο της Εκκλησίας; Ένα Ματθαίο από τελώνην, Ευαγγελιστή; Ένα Ληστή κρεμασμένο στον σταυρό, θεολόγο; Η Χάρις που έκαμε τόσους αμαρτωλούς σε μια στιγμή αγίους; Όλα αυτά τα παραδείγματα είναι μια ξεχωριστή Χάρις, που δεν δίδεται πάντοτε και για κάθε άνθρωπο. Εσύ μη αποβλέψης σε τέτοια θεία Χάρι, την οποία ο Θεός δίδει λίγες φορές και σε λίγους «οίς επίσταται κρίμασι». Συλλογίσου εκείνη την θεία Χάρι που σου χορηγεί ο Θεός και η οποία σου φθάνει για να σωθής, που σε κρατεί πάντα για να μη χαθής, που θέλει να σε οδηγήση σε μετάνοια, την οποία εσύ καταφρονείς, γι’ αυτό και σε αφήνει.


Εγώ, λέγει ο Θεός διά στόματος Ησαΐου του προφήτου, σε εφύτεψα, ω άνθρωπε, σαν ένα αμπέλι, όχι σε γη έρημη, άβατη και άνυδρη. Όχι σε τόπο άνυδρο και πετρώδη, χωρίς ελπίδα καρποφορίας. Δεν σε έκαμα να γεννηθής ούτε μέσα σε μια συναγωγή Ιουδαίων, ούτε σε ένα τέμενος των Αγαρηνών. «Εφύτευσά σε εν τόπω πίονι», εις τόπον παχύν, χλοερό. Διότι σε έκαμα να γεννηθής μέσα στις αγκαλιές μιας αληθινής Εκκλησίας, να τραφής από γονείς ευσεβείς με το γάλα μιας αγιωτάτης Πίστεως. Για να σε προφυλάξω από εξωτερικούς εχθρούς, από την υφέρπουσα πλάνη των κοσμικών ηδονών. Σε περιέβαλα με φραγμό, με όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τα οποία έλαβες στην κολυμβήθρα για να μη φοβάσαι τις επιδρομές των ληστών, τους πειρασμούς των δαιμόνων. Ανοικοδόμησα πύργο ανάμεσά σου, πύργον ισχυρό, την θεία μου Χάρι.


Και για να σε κάνω να φέρης καρπό για την ουράνια αποθήκη, σε καλλιέργησα συχνά με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου μου. Για να σε ποτίσω, έχυσα το Αίμα μου μια φορά επάνω στον Σταυρό και καθημερινώς στα Μυστήριά μου. Τι περισσότερο μπορούσα να κάμω για σένα και δεν το έκαμα; «Τί ποιήσω έτι τω αμπελώνί μου και ουκ εποίησα αυτώ;». Όμως χαμένος ο κόπος, ματαία η επιμέλεια! Περίμενα και τούτον και τον άλλον χρόνο να κάμη το αμπέλι μου σταφύλια, καρπούς αρετής. Να δω τούτον μου τον Χριστιανό να μετανοήση, να διορθωθή, μα ποτέ. Ακάρπισε, αγρίεψε, γέμισε αγκάθια το αμπέλι μου. Αυτός εσκληρύνθη στο κακό, μπλέχτηκε ολοκληρωτικώς στις αμαρτίες˙ «έμεινα του ποιήσαι σταφυλήν, δε ακάνθας».


Πήτε μου τώρα εσείς οι δάσκαλοι, οι θεολόγοι, οι πνευματικοί, κρίνετε ανάμεσα σε μένα και στον αμπελώνα μου˙ κρίνετε την μακροθυμία μου και την αχαριστία του˙ ύστερα από τόσην αγάπη, από τόσην υπομονή, αποφασίστε, τi να κάμω; Θα σηκώσω το φράξιμο κι ας μπουν διαβάτες να τον διαρπάσουν. Θα γκρεμίσω τον πύργο του κι ας έλθουν κλέφτες να τον καταπατήσουν. Θα προστάξω τα σύννεφα του ουρανού να μη βρέξουν κι ας μείνη χέρσος˙ «αφελώ τον φραγμόν αυτού και έσται εις διαρπαγήν˙ και καθελώ τον τοίχον αυτού και έσται εις καταπάτημα˙ και ταις νεφέλαις εντελούμαι του μη βρέξαι εις αυτόν υετόν». Αυτά δεν είναι λόγια φοβερά, με τα οποία σου λέει ο Θεός φανερά πως επί τέλους σε βαριέται και σε αφήνει, πως η μακροθυμία Του μεταβάλλεται σε αγανάκτησι; Η υπομονή Του σε οργή;


Με πόση καλωσύνη σε κράζει και σε αναμένει και συ καταφρονείς, λέγει ο μακάριος απόστολος Παύλος! Και λοιπόν, επί τέλους, τι σκέπτεσαι; «Η του πλούτου της χρηστότητος αυτού και της ανοχής και της μακροθυμίας καταφρονείς αγνοών ότι το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιάν σε άγει;». Αυτό είναι το σχοινί για το οποίον σου μιλούσα άλλη φορά, με το οποίον σε τραβά ο Θεός εις μετάνοιαν. Όμως αν συ αντισταθής δυνατά, το σχοινί κόβεται και συ πέφτεις εις την εσχάτην απώλειαν. Και ο μεν Θεός σου προσφέρει όλους τους θησαυρούς της θείας Χάριτος, αλλ’ εσύ προτιμάς τους θησαυρούς της οργής˙ «συ δε», συνεχίζει ο ίδιος Απόστολος, «κατά την σκληρότητά σου και αμετανόητον καρδίαν, θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν».


Έτσι, είναι δίκαιο να πάθης ό,τι έκαμες. Ελησμόνησες τον Θεό; Να λησμονηθής από τον Θεό. Όπως όταν σε προσκαλούσε δεν ήθελες, έτσι να παρακαλής και να μη σε θέλη! Λέγει επ’ αυτού ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης˙ «ούτω η δικαία του Θεού κρίσις, ταις ημετέραις διαθέσεσιν εξομοιούται˙ οίαπερ τα παρ’ ημίν η, τοιαύτα ημίν εκ των ιδίων παρέχουσα». Πολλά είναι τα παραδείγματα μέσα στην Αγία Γραφή, όμως ανάμεσα στα άλλα είναι και το αξιοθρήνητο εκείνο του βασιληά της Ιερουσαλήμ Σεδεκίου. Όταν άρχισε να βασιλεύη ήτο νέος, είκοσι ετών περίπου. Η νεότης του τον ωδήγησε σε πολλά ατοπήματα, έχοντας βεβαίως την δυνατότητα που του έδιδεν η βασιλική εξουσία.


Καταπατώντας κάθε θείο και ανθρώπινο νόμο, έτρεχε σαν άλογο αχαλίνωτο χωρίς φόβο προς κάθε ασέβεια και κακία παρασύρωντας σ’ αυτή την απώλεια, με το παράδειγμά του, τους ιερείς, τους άρχοντες και όλο του τον λαό. Ο Θεός ήθελε την επιστροφή του ασεβούς βασιλέως, γι’ αυτό πλειστάκις απέστελλε τον προφήτη Ιερεμία, καθώς και άλλους προφήτες να τον νουθετήσουν, ώστε να επιστρέψη. Ο Ιερεμίας το έπραττε με τόσο πολύν πόθο, που δεν έπαυε ημέρα και νύχτα, κρυφά και φανερά, άλλοτε να τον προσκαλή εις μετάνοιαν, άλλοτε να τον ελέγχη και άλλοτε να τον φοβερίζη. Όμως, όπως λέγει και το Άγιον Πνεύμα «όταν ο ασεβής έλθη εις βάθος κακών καταφρονεί».


Η καρδιά του Σεδεκία εσκληρύνθη πολύ. Δεν φοβόταν τον Θεό, δεν ντρέπονταν τον Ιερεμία, περιγελούσε τους υπόλοιπους προφήτες, παρέμενε αμετάβλητος στο κακό˙«και ουκ απεστράφη από προσώπου Ιερεμίου και ην μυκτηρίζων και εξουθενών τους λόγους αυτού και εσκλήρυνε την καρδίαν αυτού μη επιστρέψαι προς Κύριον». Ναι, αλλά όλα αυτά έως πότε; Έως ότου άναψε, τελικώς, εις ύψη η θεία οργή και δεν υπήρχε πλέον καιρός γιατριάς˙ «έως ου ανέβη θυμός Κυρίου και ουκ ήν ίαμα». Ξεσήκωσεν ο Θεός τον μεγαλύτερο τύραννο της οικουμένης, τον Ναβουχοδονόσορα, τον βασιληά των Ασσυρίων. Ήλθε με πολυάριθμο στράτευμα και περικύκλωσε την Ιερουσαλήμ. Τότε μόνο θυμήθηκε τον Θεό και τους προφήτες ο Σεδεκίας.


Έστειλεν ανθρώπους προς τον Ιερεμία παρακαλώντας τον να δεηθή για να τον λυτρώση ο Θεός από τον επικίνδυνο αντίπαλο˙«και απέστειλεν ο βασιλεύς Σεδεκίας προς Ιερεμίαν λέγων˙ δεήθητι υπέρ ημών Κυρίου του Θεού». Τί συμβαίνει όμως; Ο Ιερεμίας δεν παρακαλεί, ο Θεός δεν βοηθεί. Εισήλθεν ο τύραννος στην αγία Πόλι, κατεπάτησε τον ναό, άρπαξε τα ιερά σκεύη, πέρασε εν στόματι μαχαίρας όλους τους κατοίκους από μεγάλο μέχρι μικρό, συνέλαβε τον ίδιο τον βασιληά, έσφαξε μπροστά στα μάτια του τα παιδιά του όλα, τον ετύφλωσε και σιδηροδέμιο τον μετέφερε αιχμάλωτο, μαζί με τους υπολειφθέντας στην Βαβυλώνα. Το πράγμα φαίνεται παράδοξο! Δεν δέχεται ο Θεός του Σεδεκίου την μετάνοια; Όχι! Τόσες και τόσες φορές κατεφρόνησεν ο Σεδεκίας τον Θεόν, οπότε τελικώς και ο Θεός εγκατέλειψε τον Σεδεκία. 


Άραγε μήπως μερικές φορές εγκαταλείπει και ο Θεός; Ναι! Μα πότε; «Όταν ανέβη θυμός Κυρίου», όταν ανάψη στο έπακρον η θεία Του οργή. Τότε δεν υπάρχει καμμία γιατριά, καμμία˙ «ουκ έστιν ίαμα». Όμως εδώ φαίνεται ότι ο Σεδεκίας μετενόησε. Ωστόσο «ουκ ην ίαμα, καίτοι έστειλεν ανθρώπους προς τον Ιερεμία για να δεηθή προς τον Θεό. Μ’ όλα ταύτα «ουκ ήν ίαμα». Και γιατί; Γιατί «ανέβη ο θυμός Κυρίου». Γιατί όταν ο Θεός χάση την υπομονή Του «ουκ έστιν ίαμα». Οπότε, όπως ο Σεδεκίας τότε που μπορούσε δεν ήθελε, έτσι ήλθεν ο καιρός να θέλη και να μη μπορή.


Και καθώς κάποτε του έλλειψεν η θέλησις, έτσι στο τέλος του έλλειψεν η Χάρις. Δίχως άλλο «ούτως η δικαία του Θεού κρίσις ταις ημετέραις διαθέσεσιν εξομοιούται˙ οίαπερ τα παρ’ ημίν ή, τοιαύτα ημίν εκ των ιδίων παρέχουσα». Ω, τι φοβερό παράδειγμα, το οποίον δεν μπορώ να εξηγήσω! Θέλω να σιωπήσω και να σας αφήσω να το καταλάβετε. Εσείς από μόνοι σας. Θέλω να σιωπήσω διότι τα λόγια που έπρεπε να πω γι’ αυτή την υπόθεσι, ξεσχίζουν την ψυχή αυτού που θα τα ακούση!


Συνεχίζεται



Επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων Ηλίας Μηνιάτης (1669-1714)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF