ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ ''ΕΣΤΑΥΡΩΘΗΣ ΔΙ' ΕΜΕ''





Χάριτι Θεού, προβαίνουμε στη μεταφορά στο διαδίκτυο δύο Λόγων του ιεροτάτου Επισκόπου Κερνίτσης και Καλαβρύτων Ηλία Μηνιάτη (1669-1714) στην Αγία και Μεγάλη Παρασκευή, εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Τατάρνας Ευρυτανίας ''Εσταυρώθης δι' εμέ''. Ο Επίσκοπος Ηλίας Μηνιάτης δίκαια θεωρήθηκε ο μεγαλύτερος και δεινός ρήτορας κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και γι΄αυτό τον αποκάλεσαν ''Χρυσόστομο της Τουρκοκρατίας''. Κατά τον μακαριστό Μητροπολίτη π. Αυγουστίνο Καντιώτη, ''ήτο... ο μεγαλύτερος εκκλησιαστικός ρήτωρ της υποδούλου Ελλάδος΄ με δημοσθένειαν ρητορείαν εκήρυξε τα μεγαλεία του Θεού''. Ο λόγος του απλός, λιτός, θερμά καρδιακός και επί ζήλω οθοδοξότατος ''ακουμούσε'' ησύχως στη καρδιά του συμπασχόντος καταπιεσμένου από την Ενετοκρατία ποιμνίου του. Ένα μικρό δείγμα αυτού, που επιλέξαμε: ''Ψυχή του καλού μας Πατρός, του θείου Εσταυρωμένου μας Ιησού, τι λες; "Άφες αυτοίς' ου γαρ οίδασι τι ποιούσι". Πώς; "Άφες αυτοίς". Ναι, γλυκύτατέ μου Ιησού, "άφες αυτοίς" αυτήν την ώρα. Ας δοθή εις όλους συγχώρησις. Ίσως δουν τώρα το σφάλμα τους και διορθωθούν. "Άφες αυτοίς"! Ας έλθη συγχώρησις, λοιπόν, συγχώρησις! Μα ωστόσο ας παύσουν τα βέλη, ας τελειώσουν οι αμαρτίες, ας φανή ένα σημάδι μετανοίας΄ ένας αναστεναγμός΄ ένα δάκρυ! Καρδιά του Ιησού μου, τι λες; "Άφες αυτοίς, Πάτερ". Καρδιά του αμαρτωλού τι αποκρίνεσαι; "Μνήσθητί μου, Κύριε! Μνήσθητί μου όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου"! Αμήν''. Ευχόμαστε την ''Καλή Ανάγνωση'' στους αναγνώστες μας, με την προτροπή της εκκίνησης της μετανοίας, της επιδαψίλευσης του Θείου Έρωτος, της αφετηρίας της γλυκητάτης άθλησης στο πνευματικό στίβο της εγκοσμίου ζωής. Σ' αυτό, που όλοι πρέπει να αγωνιζόμαστε, ώστε να λάβουμε ''απολυτήριο'' με ''Διαγωγή -κατά Χριστόν- Κοσμιωτάτη''! Εύχεσθε!



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ




Λόγος Α'
Εις το Σωτήριον Πάθος
τη Αγία και Μεγάλη Παρασκευή



Μέρος 3ον


Μέρος Α'


Και λοιπόν, τι απέγιναν αυτά τα αργύρια; Αργύρια, που ήσαν πληρωμή μιας προδοσίας; Αργύρια, που ήσαν το κέρδος μιας φιλαργυρίας; Αργύρια, που έγιναν αφορμή να παραδοθή στον θάνατο ένας αθώος άνθρωπος, άρα αργύρια του θανάτου; Κατήντησαν όχι σε ζωντανούς, αλλά σε πεθαμένους. Μ' αυτά αγοράσθηκε ένα χωράφι, που έγινε κοινοτάφιο για να θάπτωνται εκεί οι νεκροί. Και μάλιστα όχι οι εντόπιοι, αλλά οι ξένοι΄ ''ηγόρασαν εξ' αυτών τον αγρόν του κεραμέως, εις ταφήν τοις ξένοις''28. 


Ω αφορισμένα αργύρια με τα οποία πούλησεν ο Ιούδας τον Χριστό! Πρώτον΄ δεν ωφέλησαν σε τίποτε τον Ιούδα. Δεύτερον΄ δεν εθεώρησεν άξια να ξοδευτούν για τις ανάγκες του Ναού. Τρίτον΄ μ' αυτά αγοράσθηκαν μνήματα, τάφοι, όλα νεκρικά κι' αυτά για ξένους'  ''εις ταφήν τοις ξένοις''. Ω δυστυχισμένα αργύρια, με τα οποία πούλησεν ο Ιούδας τον Χριστό! Και παρομοίως δυστυχισμένα, αφορισμένα, καταραμένα είναι εκείνα τα αργύρια, με τα οποία εμείς πουλάμε τον Χριστό, πουλάμε την θεία χάρι, πουλάμε τα Μυστήρια! 


Τέτοιου είδους αργύρια, κατά πρώτον, σε τι μας ωφελούν; Σε τίποτε! Οι κατάρες και οι αφορισμοί, που ακολουθούν σ' αυτά τα αργύρια, δεν μας αφήνουν να τα χαρούμε. Όχι! Μάλιστα εξ' αιτίας αυτών, μας πνίγει μια κακιά αρρώστεια, μια αιφνίδια συμφορά σ' αυτή την ζωή. Στην δε άλλη μας περιμένει η αιώνιος κόλαση! Κατά δεύτερον΄ τέτοια λογής αργύρια ο Θεός δεν τα θέλει για τον Ναό του, για την Εκκλησία του΄ ''ουκ έξεστι βαλείν αυτά εις τον κορβανάν''. Με τέτοιου είδους αργύρια, που είναι προιόντα συμωνίας29, κέρδη της φιλαργυρίας μας, αφορμή της ιεροσυλίας μας' με κλεψιές (γιατι και ο Ιούδας κλέπτης ην και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταξε''30 άρα ληστής των εκκλησιαστικών εισοδημάτων) δεν ανακαινίζονται εκκλησίες, δεν χτίζονται μέγαρα, δεν αγοράζονται κτήματα, αλλά μνημεία και τάφοι! 


Αυτά δεν ωφελούν τους δικούς μας, παρά μόνον κάποιους ξένους, τους ξένους΄ ''εις ταφήν τοις ξένοις''... Μα εγώ βλέπω, ότι ο ανεξίκακος Ιησούς υποδέχεται τον Ιούδα και δεν αποστρέφεται το δόλιόν του φίλημα. Μάλιστα με πολλή συμπάθεια τον ονομάζει φίλο΄ ''εταίρε εφ' ω πάρει''31  Όμως τότε, για ποιον λέγει ''περίλυπός έστιν η ψυχή μου έως θανάτου;''. Ίσως για το ράπισμα, που του έδωσεν τολμηρός και αχρείος υπηρέτης. Συρόμενος από όλη την σπείρα32, από τον χιλίαρχο33 και από πλήθος υπηρετών, δεμένος με τα χέρια πίσω σαν κατάδικος, οδηγείται ο Ιησούς. 


Πρώτα στο παλάτι του αρχιερέως Άννα 34 και απ' εκεί στον Καιάφα. Όλοι Γραμματείς35, Φαρισαίοι36, Πρεσβύτεροι37, το Συνέδριο της Συναγωγής, με ένα στόμα έτοιμοι για κάθε κατηγορία. Όλοι με καρδιά φαρμάκι από το μίσος, όλοι με μια σύμφωνη γνώμη, πως αυτός ο άνθρωπος είναι άξιος θανάτου, άξιος να πεθάνη΄ ''ένοχος θανάτου έστι''38. Σας παρακαλώ, Χριστιανοί, σκεφθείτε με πολλήν προσοχή: Οι ιερείς και οι Φαρισαίοι μισούσαν πολύ τον Χριστό, γιατι τον φθονούσαν. Αυτοί ήσαν τυφλοί, ''οδηγοί τυφλών''39, και γι' αυτό δεν μπορούσαν να βλέπουν την ζωή του Χριστού, ούτε να ακούν την διδασκαλία του, η οποία ήταν ένα ουράνιο φως, το ''φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον''40. 


Όμως ο απλούς λαός τον αγαπούσε: έβλεπεν εκστατικός τα θαύματά του΄ άκουγε με πολλήν χαρά την διδασκαλία του. Μάλιστα οσάκις οι Φαρισαίοι έβαλαν σκοπό να τον θανατώσουν ''εφοβούντο τον λαόν''41. Τώρα, στον καιρό του πάθους, όλου ευρέθησαν σύμφωνοι. Ιερείς και Φαρισαίοι, όλος ο κοινός λαός, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροντες, όλοι τον θέλουν πεθαμένον'  ''ένοχος θανάτου έστι''. Τί παρεκίνησε τον απλό λαό, τι τον παραπλάνησε εναντίον του Χριστού; 


Τίποτε άλλο παρά μόνον η υποκρισία των Ιερέων και των Φαρισαίων. Οι Φαρισαίοι όντες φιλάργυροι και υπερήφανοι, δεν θεωρούσαν αμαρτία το να κατατρώγουν ολόκληρες οικίες χηρών και ορφανών. Δεν λογάριαζαν για αμαρτία το να επιζητούν πρωτοκαθεδρίες και προσκυνήματα των ανθρώπων42. Όμως αυτή η φιλαργυρία, αυτή η υπερηφάνεια ήσαν κρυφές και ο κοινός λαός δεν τις έβλεπε. Οι Φαρισαίοι εξ' άλλου προσηύχοντο στις πλατείες των πόλεων, φορούσαν μακρυά ενδήματα και πλατειά στο στήθος φυλαχτά 43. Αυτά όλα ήσαν φανερά και τα έβλεπεν ο απλός λαός. Οι Φαρισαίοι όμως, ποτέ δεν ελάμβαναν υπ' όψιν τις μεγάλες εντολές του Νόμου. 


Ήθελες κάποιον για ψευδομάρτυρα; Αυτός θα ήταν ο Φαρισαίος. Αποδεκατούσαν44 όμως το άνηθο και το κύμινο45. Αλλ' εκείνες οι μεγάλες και απηθινές παρανομίες παρέμειναν κρυφές, ενώ τούτες οι μικρές και ψεύτικες αρετές ήσαν φανερές. Γι' αυτό και ο αθώος λαός τους προσκυνούσε σαν αγίους. Οι Ιερείς πάλι, όντες τυφλοί λόγω αμαθείας ήσαν γεμάτοι φαρμάκι από τον φθόνο. Μα όλα ήσαν απόκρυφα και δεν τα έβλεπεν ο κοινός λαός. Τουναντίον΄ εφαίνοντο μεγάλοι ζηλωτές του Νόμου. Όταν ο Ιούδας τους έριξε τα αργύρια, δεν τα άγγιξαν, γιατι ήσαν αντίτιμο αίματος΄ ''ουκ έξεστι βαλείν αυτά εις τον κορβανάν, επεί τιμή αίματος έστι''. 


Δεν εισήλθαν στο Πραιτώριο46 από φόβο μήπως μολυνθούν47, ''αυτοίδε ουκ εισήλθον εις το Πραιτώριον ίνα μη μιανθώσιν, αλλ' ίνα φάγωσι το Πάσχα''48. Αυτά όλα ήσαν φανερά και ο ευλαβής λαός που τα έβλεπε, προσκυνούσε και αυτούς ως αγίους. Προσκυνούσε σαν αγίους ανθρώπους φιλαργύρους, υπερηφάνους, αμαθείς, φθονερούς, ανθρώπους που μελετούσαν τον πιο άδικο φόνο, τον πιο παράνομο φόνο από όσους έγιναν στην γη, που ήθελαν να σταυρώσουν τον Υιό του Θεού! Ένα είναι το απολύτως βέβαιο. Ο λαός επλανάτο από την υποκρισία τους. 


Αυτοί οι Φαρισαίοι μας είναι άγιοι, έλεγεν ο ταλαίπωρος λαός. Αυτοί οι Ιερείς μας είναι άγιοι. Αυτοί μας διδάσκουν, πως αυτός ο Χριστός είναι ένας λαοπλάνος49 και κακοποιός. Επομένως έχουν δίκιο. Αυτοί οι άγιοι τον θέλουν πεθαμένο. Άρα είναι άξιος θανάτου΄ ''ένοχος θανάτου έστι''. Ω υποκρισία, υποκρισία των Φαρισαίων και των Ιερέων εκείνης της εποχής! Και ποσο μπορείς να παραπλανήσης τον απλό λαό, ο οποίος βλέπει μόνον τα μακρυά ενδύματα, τα κράσπεδα50 του ιερού σχήματος και δεν βλέπει την κρυφή υπερηφάνεια και φλαργυρία; 


Πού βλέπει κάποιες μικρές και ψεύτικες αρετές και δεν αντιλαμβάνεται τις μεγάλες και αληθινές κακίες; Ας είναι άπταιστος, ας είναι προφήτης, ας είναι θαυματουργός ένας άνθρωπος, όταν οι υποκριτές τον παρουσιάζουν σαν λαοπλάνο και κακοποιό, όταν τον θέλουν πεθαμένο, το ίδιο λέγει και ο ανίδεος λαός΄ ''ένοχος θανάτου έστι''. Υπάρχει και κάτι άλλο χειρότερο, το οποίο με στοχασμό λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος. Αυτός ο λαός των Εβραίων δεν είναι ο ίδιος, τον οποίον ο Χριστός εχόρτασε με πέντε άρτους  στην έρημο; 


Εκείνος ο τόπος ήταν μια ερημιά και δεν ευρίσκετο κανένα είδος φαγητού. Ο λαός ήτο πέντε χιλιάδες (''χωρίς γυναικών και παιδίων''51). Δεν βρέθηκαν παρά μόνον πέντε ψωμιά. Πείνα μεγάλη, απορία μεγάλη. Αλλ' ο φιλάνθρωπος Θεός ευλόγησε εκείνα τα πέντε ψωμιά και μ' αυτά εχόρτασε πέντε χιλιάδες άνδρες. Μεγάλη ήταν η ευεργεσία! Γι' αυτό ο λαός θέλησε να κάμη τον Χριστό βασιλέα διά της βίας. Αυτός όμως έφυγε΄ ''γνους δε ο Ιησούς ότι μέλλουσιν έρχεσθαι και αρπάζουσιν αυτόν, ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα, ανεχώρησεν εις το όρος αυτός μόνος''52. 


Αυτός ο ίδιος λαός, που τόσο πολύ τον αγαπούσε, ώστε να τον κάνη βασιλέα, τώρα τόσο τον εμίσησε και τον θέλει πεθαμένο'  ''ένοχος θανάτου έστι''. Ναι, τότε τον ήθελαν για βασιλέα, διότι τους έδωσε να φάνε΄ τώρα δεν έχει να τους δώση και τον θέλουν πεθαμένο. Αναφωνεί ο Χρυσορρήμων διδάσκαλος΄ ''Ω γαστριμαργίας η τυραννίς!''53  Ω, ποσον ευμετάβλητος η γνώμη! Λαέ λαίμαργε, λαέ αχόρταγε, λαέ αχάριστε! 


Όταν έχω να σου δώσω να φας, θέλεις να με ανεβάσεις στον θρόνο για βασιλιά και όταν δεν έχω να σου δώσω να φας, θέλεις να με ανεβάσης στον Σταυρό σαν ληστή΄ ''ένοχος θανάτου έστι''... Και ποια είναι η αφορμή του φθόνου τους; Η αφορμή το, ότι ο Χριστός είχε μαθητάς και εδίδασκε. Για το οποίο και τον ερωτούν΄ ''ο ουν αρχιερεύς ηρώτησε τον Ιησούν περί των μαθητών αυτού και περί της διδαχής αυτού''54. Και είναι αυτό φταίξιμο, το να φωτίζη και να νουθετή τους ανθρώπους; Αχ, φθονεροί Ιουδαίοι! 


Αληθώς, εσείς είσθε τυφλοί και οδηγοί τυφλών και γι' αυτό μισείτε αυτό το ουράνιο φως ''το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον''. Αυτός ''παρρησία ελάλησεν εν τω κόσμω''55. Αυτός φανερά εδίδασκε στην Συναγωγή και στο Ιερό, όταν συνηθροίζοντο οι Ιουδαίοι. Κρυφά δεν εδίδαξε τίποτε. Φωνάξτε αυτούς, που τον άκουσαν, εξετάστε μάρτυρες και θα ακούσετε, ότι ''αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στώματι αυτού''56.



Συνεχίζεται



Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου ''Εσταυρώθης δι' εμέ'', 
περιέχον ''Δύο Λόγους του Ηλία Μηνιάτη +1717 εις την Αγίαν και Μεγάλην Παρασκευήν'', 
υπό αρχιμανδρίτου Δοσιθέου.
Έκδοση της ''Ιεράς Μονής Παναγίας Τατάρνης'' Ευρυτανίας, 2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF