Το γεγονός που αφηγείται σήμερα το Ευαγγέλιο είναι θαυμαστό. Ο Κύριος, αφού τελείωσε τη διδαχή Του στη συναγωγή, θεράπευσε μια γυναίκα που υπέφερε από κύρτωση για πολλά χρόνια Έτσι, αν δεν είχαν καταλάβει Ποιος ήταν από τα λόγια Του, θα το καταλάβαιναν από το θαύμα Του·
αν δεν είχαν αναγνωρίσει τον Θεό από τα λόγια εκείνα, που οδηγούσαν στην αιώνια ζωή, όπως Τον αναγνώρισε κάποτε ο άγιος Πέτρος, θα αναγνώριζαν τουλάχιστον έναν άνθρωπο του Θεού από το θαύμα, όπως Τον αναγνώρισαν κάποτε ο Νικόδημος και ο τυφλός που απέκτησε το φως του.
Το θέαμα της άρρωστης γυναίκας ήταν παράδοξο, θλιβερό και συνάμα διδακτικό. Ο αποστάτης άγγελος, με τον οποίο είχε έλθει σε κοινωνία και στον οποίο είχε υποταχθεί η ανθρώπινη φύση μετά την προπατορική πτώση, είχε προξενήσει στη γυναίκα μια πάθηση παράξενη και πολύ βασανιστική, μια βαθιά κύρτωση, όπως είπαμε, εξαιτίας της οποίας το σώμα της είχε γίνει σαν ένα κουβάρι.
Για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει τα μέλη της και να τα ανακουφίσει, διορθώνοντας την αφύσικη και οδυνηρή θέση τους. Όταν, λοιπόν, την είδε ο Κύριος, τη φώναξε και της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου».
Έβαλε πάνω της τα χέρια Του, και αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξασε τον Θεό. Και ενώ η γυναίκα, που μέσα σε μια στιγμή λυτρώθηκε από τον βαρύ ζυγό της, δόξαζε έκπληκτη τον Θεό, ενώ ο λαός, που βρισκόταν στη συναγωγή, δίκαια χαιρόταν για την απαλλαγή της από την τυραννική πάθηση με ολοφάνερη ενέργεια της θείας χάριτος, ο αρχισυνάγωγος αγανάκτησε.
Αυτός δεν είδε το θαύμα, δεν είδε τη θεραπεία, δεν είδε το Άγιο Πνεύμα να ενεργεί, δεν είδε τον Λυτρωτή και Σωτήρα των ανθρώπων, δεν είδε καν έναν άνθρωπο του Θεού. Τα μάτια του νου του είχαν τυφλωθεί από κάποιαν ανεξήγητη δύναμη του άδη.
Στην ενέργεια του Θεού, λοιπόν, είδε παράβαση του θείου νόμου! Στη θεραπεία της άρρωστης γυναίκας, που πραγματοποιήθηκε στιγμιαία και θαυματουργικά, δίχως εργασία και κόπο, εκείνος, μέσα στην πλάνη του, βρήκε σοφιστικά παράβαση της εντολής του Θεού, που απαγόρευε την εργασία το Σάββατο. Την απαγόρευση αυτή επικαλέστηκε εναντίον της θεραπείας:
«Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς· μέσα σ’ αυτές να έρχεστε και να θεραπεύεστε, όχι το Σάββατο». Η πραγματική αιτία, όμως, της αγανακτήσεως και της διαμαρτυρίας του αρχισυνάγωγου ήταν άλλη: Όντας Φαρισαίος, τουλάχιστον ως προς την ψυχική διάθεση, μόλις είδε έναν άνθρωπο του Θεού να επισφραγίζει τον δυνατό του λόγο μ’ ένα θαύμα, άναψε από φθόνο.
Ο φθόνος ήταν γέννημα της υπερηφάνειας και της κενοδοξίας του: Ήθελε να έχει εκείνος το προβάδισμα στην εκτίμηση του κόσμου για την επίγεια δικαιοσύνη του. Το προβάδισμα αυτό το πήρε άκοπα μέσα σε μια στιγμή η ουράνια δικαιοσύνη.
Ο αρχισυνάγωγος, για να το αποκτήσει πάλι, στράφηκε εναντίον της ουράνιας δικαιοσύνης και προσπάθησε να τη συκοφαντήσει. Καλύπτοντας την κακοβουλία του με το προσωπείο του δικαίου, παρουσιάστηκε ως υπερασπιστής του θείου νόμου. Ο καρδιογνώστης Κύριος, όμως, τον ξεσκέπασε. Έδειξε την υποκρισία του.
«Πώς μπορείτε εσείς να πιστέψετε», έλεγε ο Κύριος στους Ιουδαίους, από τους οποίους οι περισσότεροι είχαν μολυνθεί από τον φαρισαϊσμό, «αφού αποζητάτε τον έπαινο ο ένας του άλλου και δεν επιδιώκετε τον έπαινο του μοναδικού Θεού;».
Ο αρχισυνάγωγος, που μνημονεύεται στο σημερινό Ευαγγέλιο, απέδειξε την ανικανότητα του υποκριτή να πιστέψει στον Χριστό, να δεχθεί τον Λυτρωτή. Αυτή η κενόδοξη ψυχή, που διψούσε για τον έπαινο και την τιμή των ανθρώπων, θεωρώντας πως ήταν άξια γι’ αυτόν τον έπαινο κι αυτή την τιμή, δεν μπόρεσε να ανεχθεί το ότι η προσοχή και ο θαυμασμός του λαού ελκύστηκαν από το θαύμα που είχε γίνει μπροστά του. Αυτή η ψυχή έβραζε από φθόνο. Να αρνηθεί το θαύμα ήταν αδύνατο.
Η αρχή της μεταστροφής μας στον Χριστό είναι η αναγνώριση της αμαρτωλότητάς μας, η αναγνώριση της πτώσεώς μας. Όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιήσει την κατάστασή του αυτή, νιώθει την ανάγκη του Λυτρωτή. Και τότε πλησιάζει τον Χριστό μέσω της πίστεως, της ταπεινώσεως και της μετάνοιας.
Ο υποκριτής, όμως, που έχει πάθη όχι αρκετά εμφανή —την κενοδοξία, την υπερηφάνεια, τη φιλαργυρία, τον φθόνο, την πονηρία, το μίσος— τα καλύπτει με την υποκρισία και την προσποίηση. Γι’ αυτό δεν είναι ικανός, όπως ακριβώς και ο σατανάς, ν’ αναγνωρίσει την αμαρτωλότητά του.
Πηγή: https://alopsis.gr
Απόσπασμα από τις ''Ασκητικές ομιλίες Β' ''
του Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας,
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου