…Χτες, ο λαός τραγουδούσε τους ψυχωμένους ιερείς, σήμερα οικτίρει τους λιπόψυχους ανθρώπους της Εκκλησίας…
Γράφει ο Μέτοικος
«Ο τελευταίος ενσκήψας εν Αστραχάν λοιμός και οι φόβοι οίτινες εξεφράσθησαν εν Ευρώπη εις το άκουσμα τούτο, ανέμνησαν ημίν την ιστορίαν…» του παπαΣυναδινού, που, τρομοκρατημένος, όταν στα Σέρρας «άναψεν η πανούκλα» το καλοκαίρι του 1642, έφυγε λάθρα από την πόλη και μόνασε σε μια αποθήκη στο χωριό του.
Ταυτόχρονα, «ανέμνησαν ημίν την ιστορίαν» και προσφορά, τη χριστιανική προσφορά όσων εφημέριων, σε αντίθεση με τον παπαΣυναδινό, δεν εγκατέλειψαν την ώρα της δοκιμασίας το λογικό ποίμνιο του Κυρίου και έμειναν στην πόλη των Σερρών το 1642 όταν «άναψεν η πανούκλα»˙ των ιερέων, αιωνία η μνήμη τους: «παπα κυρ Γεράκο» που, χωρίς να υπολογίζει το τι θα απογίνουν τα ανήλικα παιδιά του «θάφτη εις όλον το κάστρον… τους επτωχούς…», τον «παπα κυρ Γεώργη του Κυριαζή [που και αυτός μέσα στο κάστρο] θάπτη και καλά έκαμεν τους επτωχούς», τον «παπα κυρ Μπατζή του Κομνιανάκη [που ] θάφτη˙ και καλά έκαμεν, ο Θεός να τον βοηθήση», τον «παπα κυρ Εζεκιήλ [τον ] Σιναΐτη» που εξομολογούσε και έθαφτε τους άρρωστους ανθρώπους!
Ο παπα-Συναδινός, που μετά την λοιμική νόσο «ήλθε εις εαυτόν», και για συγχώρεση των αμαρτιών του ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα, ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα της Εκκλησίας των Σερρών που, εάν ήταν και παθολογικός ψεύτης, βασικό «πλεονέκτημα» των μεγαλόσχημων κληρικών που «εν ήθει φιλικώ δόλον υποκρύπτουν», οι προσωπικές του δυνατότητες στη συνωμοσία, τη φιλαρχία, τη φιλοχρηματία, την προσχηματική διάθεση για παροχή βοήθειας στους ανθρώπους που θλίβονται από πειρασμούς, μεταφερμένες στο παρόν και, μάλιστα, συνδυασμένες με το φόβο του θανάτου, θα τον τοποθετούσαν ως όμοιο δίπλα σε δεκάδες προβεβλημένους και εξουσιολάγνους επισκόπους, αρχιμανδρίτες και παπάδες, που σήμερα σαν τον «Δημά εγκατέλειψαν το Χριστό αγαπήσαντες τον νυν αιώνα».
Η ενεστώσα πανδημία του κορωνοϊού, φέρνει στον νου υπαρκτά γεγονότα που μεταπλάθει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Η Μετανάστις». Ο καπετάνιος του πλοίου «Σωτηρία», που μετέφερε στη Σμύρνη Έλληνες από τη Μασσαλία στον λοιμό του 1720 διηγείται την προσφορά ενός ορθόδοξου ιερέα που, τον καιρό της λοιμικής: «πάσι τοις εν ασθενεία και μακρονοσία διάγουσιν», προσέφερε «άφεσιν αμαρτιών [και] ψυχικήν ίασιν» και κάποιου χριστιανού γιατρού που, όπως και ο ιερέας, με κίνδυνο της ζωής του θεράπευε τους συγχωριανούς του καπετάνιου από τα χρόνια πάθη της σαρκός και την αδόκητη νόσο της λοιμικής.
Στη «χώρα Ν…. [που] κείται εις υψηλόν μέρος, αντικρύ της θαλάσσης…», όταν ενέσκηψε το θανατικό, διηγείται ο καπετάνιος της «Σωτηρίας», «όλοι οι άνθρωποι επήραν τα βουνά.… Εις την πόλιν δεν έμειναν [παρά μόνον] δύο πρόσωπα ζώντα και κινούμενα ˙ ταύτα ήσαν ο ιερεύς και ο ιατρός. Ο ιερεύς… άγιος άνθρωπος! Όσον δια τον ιατρόν, αντί να ζητή πληρωμήν, ευχαρίστως θα επλήρωνεν αυτός…αν ηδύνατο να σώση ένα μόνον άνθρωπόν»!
Μάλιστα, ο λαός, που δεν αγνοεί την άδολη προσφορά και τη θυσία, επιβράβευσε τους δύο ήρωες με τραγούδια. Του ιερέα το τραγούδι έλεγε: «Ἒ σύ, ὅ,τι καί ἂν εἶσαι, φάντασμα, πέτρα, δαίμονας, ἐγώ δέν σέ φοβοῦμαι· εἶναι σκληρότερη ἀπό σέ, σκληρότερη ἡ καρδιά μου, στῆς Παναγιᾶς τήν ἐκκλησιά πενῆντα χρόνια τώρα, τό σήμαντρο τῆς προσευχῆς βαρῶ πρωί καί βράδυ. Πενήντα χρόνια ἀπ᾽ τό λαιμό κρεμῶ τό πετραχήλι· ὅσους καλούς χριστιανούς ἀπό πενῆντα χρόνια τό χῶμα τοῦτο δέχθηκεν ἐγώ τούς ἔχω θάψει, καί μέ γνωρίζει ἡ γῆς αὐτή καθώς γνωρίζει ἡ σκύλα τό χέρι πὄνα κόκκαλο καθημερνά τῆς ρίχνει. Ἐλπίζω, σάν μέ καταπιῇ, τήν χάρη νά μέ κάμῃ, ὀγλήγορα τήν σάρκα μου νά λυώσῃ, νά χωνέψῃ».
Χτες, ο λαός τραγουδούσε τους ψυχωμένους ιερείς, σήμερα οικτίρει τους λιπόψυχους ανθρώπους της Εκκλησίας. Σήμερα οι ιερείς ούτε «τό σήμαντρο τῆς προσευχῆς βαρούν πρωί καί βράδυ», μα μήτε και «ἀπ᾽ τό λαιμό κρεμούν τό πετραχήλι»! Οι «διάδοχοι» των Αποστόλων αγνόησαν την προτροπή του Κυρίου: «μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού», καθώς: «ουκ ίσχυσαν μιαν ώραν γρηγορήσαι μετ’ Αυτού», αλλά με καταβαρυνόμενους οφθαλμούς παρέδωσαν την Εκκλησία Του στους σταυρωτές! «Εξεκυλίσθησαν της ευαγγελικής ποιμαντορίας», καθώς, οι «διάδοχοι» περιφρόνησαν το λόγο του Αποστόλου Ιακώβου˙Αδελφοί: «Ασθενεί τις εν υμίν; προσκαλεσάσθω τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν επ’ αυτόν αλείψαντες αυτόν ελαίω εν τω ονόματι του Κυρίου και η ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα, και εγερεί αυτόν ο Κύριος».
Όσες προφάσεις και εάν υπάρξουν από τη Διοικούσα αρχή της Εκκλησίας, το γεγονός της εγκατάλειψης των χριστιανών, η πραγματικότητα πως: «ώρυξαν εαυτώ φρέαρ συντετριμμένον», θα παραμείνει εις τον αιώνα˙ ποτέ πια δεν θα ξεδιψάσουν ! Καμία δικαιολογία από τον επαγγελματία στη διαστρέβλωση της αλήθειας δεν θα απαλύνει τον πόνο από τη βεβαιότητα πως ο χριστεπώνυμος του Θεού λαός έμεινε χωρίς παραμυθία και έλεος, τα σωτήρια φάρμακα που θεραπεύουν τη νοσούσα ψυχή του ανθρώπου από τον πειρασμό την ώρα της δοκιμασίας. Σήμερα, μοναδικοί πρωταγωνιστές στο δράμα του λαού, οι γιατροί. Ασυντρόφευτοι από τον έως και χθες συναγωνιστή τους στην καταπολέμηση των νόσων, πασχίζουν με αυτοθυσία να θεραπεύσουν το σώμα, αφού ο υπεύθυνος για τη θεραπεία της ψυχής έχει λακίσει!
Μόνοι τους! Χωρίς την παρουσία ιερέων δίπλα τους, που, αντί να προσφέρουν τον εαυτό τους: «Εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος» των ανθρώπων, κατά το παράδειγμα του Κυρίου που: «βήματι Πιλάτου παρέστη και σταυρόν υπέμεινε δια την του κόσμου σωτηρίαν», προτίμησαν, όπως και ο ιερέας της παραβολής του καλού Σαμαρείτη, να αντιπαρέλθουν τον «ημιθανή τυγχάνοντα» άνθρωπο. Χθες και σήμερα ο ευγνώμων λαός των γιατρών την αυτοθυσία και προσφορά τραγουδά ως δώρο, με το άσμα: «Εμέ πανούκλα και αστρακιά, εμέ ευλογιά φοβάται, Εμέν’ αρρώστιες τρέμουνε και όσες κακιές ανάγκες» ˝Εμέ δεν γονατίζουνε οι κορωνοϊοί του κόσμου Εμέν’ αγάπες σκέπουνε και όσες καλές φιλίες.˝
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός πως οι ιστορικές πληροφορίες του παπαΣυναδινού στη χρονογραφία του, τόσο για την αυτοθυσία των Ορθοδόξων ιερέων, όσο και για τις κοινωνικές αντιδράσεις εξ αιτίας της λοιμικής, ταυτίζονται με όσα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης διηγείται, εκατοντάδες χρόνια αργότερα, στα έργα του: «Η Μετανάστις», «Ο Βαρδιάνος στα Σπόρκα» και «Η Χολεριασμένη», που ως θέμα τους έχουν την πολύπλευρη και πολυεπίπεδη δοκιμασία των ανθρώπων από λοιμική νόσο. Γράφει ο παπαΣυναδινός: «Τω αυτώ χρόνω όλον τον χειμώνα [του 1641 που άρχισε η πανούκλα στα Σέρρας] πολλές δεήσεις έκαμαν οι ιερείς, πάσα εις τον μαχαλάν (ενορία) του, από πέντε έξι βολές (φορές). Ομοίως έκαμαν και εις την μητρόπολιν όλοι οι ιερείς μαζί, και ελειτουργούσαν τέσσερις και πέντε δέησες ολονύκτιον, αγρυπνίες και λιτανείες και έψαλλαν τον κανόνα της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων και της λοιμικής νόσου… [ό,τι δηλαδή, σήμερα, δεν κάνουν οι επίσκοποι και, κατ’ ανάγκη, οι ορθόδοξοι ιερείς].
Και ήταν όλοι οι Χριστιανοί νήστεις αφ’ εσπέρας, και το μεσονύκτιον έκαμαν αγιασμόν και έβγαιναν όλοι οι Χριστιανοί με κηρία αναμμένα, μικροί τε και μεγάλοι, άνδρες τε και γυναίκες και ο ιερεύς με πετραχήλι και με το φελόνι, με τον σταυρόν εις το ζερβόν το χέρι και με το δεξί τον βασιλικόν και εράντιζεν τες στράτες και τα οσπίτια, και ο διάκος με το θυμιατόν, με τα μανουάλια, με τες εικόνες, με το άγιον Ευαγγέλιον και με τα λείψανα Αγίων, και περιτρογύριζαν τον μαχαλάν όλον τρογύρου και έψαλλαν την παράκληση της Παναγίας. Έπειτα ήρχουνταν πάλιν εις την εκκλησίαν και ετελείωναν την ακουλουθίαν, έπειτα την θείαν ιερουργίαν και εις το χερουβικόν και εις το κοινωνικόν όλοι άναφταν τα κερία τους και τα βαστούσαν εις τα χέρια τους».
Και ω! Του θαύματος! Η νόσος στην χριστιανική χώρα σταμάτησε! Στους τούρκικους μαχαλάδες, γράφει στη χρονογραφία του ο παπαΣυναδινός : «πολλοί Τούρκοι τον χειμώνα απεθήνησκαν και οι Χριστιανοί ουδέ ποσώς! και εθαύμαζαν οι Τούρκοι και όσοι δεν εγνώριζαν [Χριστό το Θεό] έλεγαν ότι οι Χριστιανοί έκαμαν μαγείες να μην πεθαίνουν και έριξαν το κακόν εις τους Τούρκους και δια τούτο πεθαίνουν», και οι δυνάστες απαγόρευσαν κάθε δημόσια ιερουργία! Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στο διήγημά του «Η Χολεριασμένη» γράφει: «Σάν ἦρθε ἡ φοβερή χρονιά (1854), πού ἔφερε τήν κατοχή τῶν Ἀγγλογάλλων καί τήν χολέρα· πού βάσταξε τρεῖς μῆνες, κ᾽ ἔπαψε τήν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ὕστερα ἀπό μεγάλη λιτανεία καί δέηση πού ἔκαμε ὁ λαός μέ τούς παπάδες, μέ τά εἰκονίσματα, μέ Σταυρούς καί μέ ξεφτέρια»! Διακόσια δώδεκα χρόνια, μετά την πανούκλα στα Σέρρας, ο λαός των Αθηνών, όπως και οι Σερραίοι, στη φοβερή μάστιγα της χολέρας, είχαν ανοιχτές τις εκκλησίες!
«Ο τελευταίος ενσκήψας εν Αστραχάν λοιμός… ανέμνησεν ημίν την ιστορίαν…» του ιερομόναχου Χρύσανθου Κουτσουλογιαννάκη, που για μια δεκαετία, στο νησί των «ζωντανών νεκρών» τη Σπιναλόγκα, εξομολογούσε τους ασθενείς˙ κάθε Κυριακή τελούσε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, κοινωνούσε τους λεπρούς, έδινε το αντίδωρο στο χέρι τους και πάντα κατάλυε τη Θεία Κοινωνία χωρίς να κολλήσει λέπρα! Δεν έκανα τίποτα παρά αυτό που πρέπει να κάνει «κάθε λειτουργός του Υψίστου, κάθε χριστιανός. Βοήθησα, όσο μπορούσα, συνανθρώπους μας να σηκώσουν τον σταυρό στον γολγοθά τους. Έπειτα, η αρρώστια δεν μεταδίδεται με τη Θεία Κοινωνία, με το σώμα και το αίμα του Χριστού», δήλωσε ο άγιος των λεπρών παπαΧρύσανθος.
Σήμερα, η Διοικούσα αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος, έχει «σπορκαρισθῇ ἑκουσίως», όμως, θα ‘ρθει ο καιρός που το χριστεπώνυμο πλήρωμα θα τη βάλει «λαζαρέτο**» για να αναρρώσει. Με τη βοήθεια της Παναγίας Μητέρας η Εκκλησία, που δοξολογεί, το Θεό της Αγάπης, θα ξαναβρεί τη λάμψη που πρέπει και της ταιριάζει.
Πηγή: https://katanixi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου