ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ - ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ





ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ!


Κύ­ρι­ός μας ἔ­πει­τα ἀ­πό με­γά­λη ὁ­δοι­πο­ρί­α φθά­νει κα­τά­κο­πος μέ­σ’­τό κα­τα­με­σή­με­ρο κοντά στήν πό­λι τῆς Σαμα­ρείας Συ­χάρ. Καθώς οἱ μα­θη­ταί φεύ­γουν στήν πό­­­λι γι­ά νά ἀ­γο­ρά­σουν τρό­φι­μα, ὁ Κύ­ρι­ος κά­θε­ται μό­νος του πλά­ϊ σ’ ἕ­να πη­γά­δι πού πρίν ἀ­πό αἰ­ῶ­νες εἶ­χε ἀ­νοί­ξει ὁ Ἰ­α­κώβ.


Σέ λί­γο ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἡ­συ­χί­α δι­α­κό­πτε­ται κα­­­θώς πλη­σι­ά­ζει ἐ­κεῖ μι­ά γυ­ναῖ­κα Σα­μα­ρεί­τι­δα μέ τή στά­μνα της γι­ά νά πά­ρῃ νε­ρό. Ξα­φνι­ά­ζε­ται κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ὅ­ταν ἀ­κού­ῃ τόν Κύ­ρι­ο νά τῆς ζη­τᾷ λί­γο νε­ρό γιά νά πι­ῇ· γι’ αὐ­τό καί ἀ­μή­χα­νη τόν ρω­τᾶ μέ ἀ­πο­ρί­α:


Πῶς ἐ­σύ ἕ­νας Ἰ­ου­δαῖ­ος ζη­τᾶς ἀ­πό ἐμέ­να, μι­ά Σα­μα­ρεί­τι­δα νά σοῦ δώ­σω νε­ρό; (Δι­ό­τι οἱ Ἑ­βραῖ­οι καί οἱ Σα­­μα­ρεῖ­τες εἶ­χαν με­γά­λη ἔ­χθρα με­τα­ξύ τους­).


­άν γνώ­ρι­ζες, ἀ­πα­ντᾶ ὁ Κύ­ρι­ος, τήν δω­ρε­ά τοῦ Θε­οῦ καί ποι­ός σοῦ ζη­τᾶ νε­ρό, ἐ­σύ θά μοῦ ζη­τοῦ­σες νά σοῦ δώ­σω νε­ρό τρε­χού­με­νο πού δέν στε­ρεύ­ει πο­τέ.


Κύ­ρι­ε, λέ­γει ἔκ­πλη­κτη ἡ Σα­μα­ρεί­τι­δα, ἐ­σύ οὔ­τε δο­χεῖ­ο ἔ­χεις καί τό πη­γά­δι εἶ­ναι βα­θύ. Ἀ­πό ποῦ λοι­πόν ἔ­χεις τό τρε­χού­με­νο νε­ρό; Καί ἡ ἀ­πά­ντη­σι τοῦ Χρι­στοῦ μας ἀ­κα­τα­νό­η­τη καί συ­γκλο­νι­στι­κή: Κά­θε ἄν­θρω­πος πού πί­νει ἀ­π’ τό νε­ρό αὐτό τοῦ πῆ­γα­δι­οῦ, θά δι­ψά­σῃ καί πά­λι. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού θά πι­ῇ ἀ­πό τό νε­ρό πού ἐ­γώ θά τοῦ δώ­σω, δέν θά δι­ψά­σῃ πο­τέ, ἀλ­λά τό νε­ρό αὐ­τό θά γί­νῃ μέ­σα του πη­γή ὕδατος πού θά ἀναβλύζῃ δι­αρ­κῶς καί θά τοῦ με­τα­δί­δῃ αἰ­ώ­νι­ο ζω­ή.


Καί ἡ γυ­ναῖ­κα μέ λα­χτά­ρα τοῦ λέ­γει: – Δός μου Κύ­ρι­ε, ἀ­π’ αὐ­τό τό νε­ρό, γι­ά νά μήν δι­ψῶ πλέ­ον καί νά μήν ἀ­να­γκά­ζο­μαι νά ἔρ­χω­μαι ἐ­δῶ γι­ά νά βγά­ζω νε­ρό.Ἡ κρί­σι­μη στι­γμή λοι­πόν ἔ­χει φθά­σει καί ὁ Κύ­ρι­ος μέ μί­α ἀ­προσδόκητη προτροπή ξυ­πνᾶ τή ναρ­κω­μέ­νη συ­νεί­δη­σί της: – Πή­γαι­νε, τῆς λέ­γει, στόν ἄν­δρα σου κι ἐ­λᾶ­τε μα­ζί γι­ά πά­ρε­τε αὐ­τό τό νε­ρό.


γυ­ναῖ­κα τώ­ρα ἀ­μή­χα­νη ἀρ­χί­ζει νά κα­τα­λα­βαί­νῃ πώς ὁ Κύ­ρι­ος κι­νεῖ­ται στούς μυστικούς κό­σμους τῆς ζω­ῆς της γι’ αὐ­τό καί προ­σπα­θεῖ νά ξε­φύ­γῃ. – Δέν ἔ­χω ἄν­δρα, ἀ­πα­ντᾷ.


Κα­λά εἶ­πες πώς δέν ἔ­χεις ἄν­δρα, ἐπιβεβαιώνει ὁ Κύ­­­ρι­ος. Δι­ό­τι ἕ­ως τώ­ρα πέ­ντε ἄν­δρες εἶ­χες, ἀλ­λά καί αὐτόν πού τώρα ἔχεις δέν εἶναι νό­μι­μος σύ­ζυ­γός σου. Εἶ­ναι ἀ­λή­θει­α αὐ­τό πού εἶ­πες.


Ας διακόψουμε ὅμως ἐδῶ γιά λίγο τήν εὐαγ­γε­λι­κή διήγησι, γιά νά ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας σέ μία μεγάλη ἀλήθεια, πού ἀνέπτυξε ὁ Κύριος πρός τήν Σαμα­ρεί­τιδα καί πρός ὅλους ἐμᾶς· ὅτι ὁ Κύ­ριος χα­ρί­ζει στούς πι­στούς του νερό ἀθάνατο πού δέν στε­ρεύ­ει ποτέ, πού ξεδιψᾶ γιά πά­ντα, πού με­τα­δί­δῃ ζω­ή αἰ­ώ­νι­ο. Δέν πρόκειται βέβαια γιά τό ἀθάνατο νερό τῶν πα­ρα­μυθιῶν καί τῶν θρύλων.


λλά γιά κάτι ἀληθινό, γνή­σιο καί ὑπερφυσικό. Τό ἀθά­νατο νερό τῆς ζωῆς πού μόνον ὁ Θεός μᾶς προ­­σ­φέ­ρει, μᾶς ἐξηγοῦν οἱ ἱεροί Πα­τέ­ρες, εἶναι ἡ Χά­ρις ἡ ἀκατάβλητη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Εἶναι τά νά­μα­τα νέας ζωῆς πού πλη­μ­­μυ­ρίζουν τήν ψυχή μας ἰδιαιτέρως ὅταν προ­σ­ερχόμαστε στά ζω­ο­πά­ροχα μυστήρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί κυρίως στήν Ἱερά Ἐξομολόγησι καί τή Θεία Κοινωνία.


μως ἐδῶ θά πρέπει νά προσέξουμε κάτι πολύ ση­μα­ντι­κό γιά τό θέμα μας. Ὁ Κύριος δέν προσφέρει αὐ­τό τό νε­ρό στήν Σαμαρείτιδα, ἀκόμη καί ὅταν αὐτή μέ πόθο τό ζητᾷ. Ἀλλά πρῶτα τῆς λέγει νά φωνάξῃ τόν ἄν­δρα της, τήν βοη­θᾷ δηλαδή νά ἔλθῃ πρῶτα σέ συ­ν­αί­­σθη­σι τῆς ἁ­μαρ­τωλό­τητός της.


Καί μᾶς διδάκει ἔτσι ὁ Κύριός μας πώς δέν προ­σφέρει τό νερό αὐτό τῆς ζω­ῆς ἀμέσως, ἀκόμη καί ὅταν τοῦ τό ζη­τή­σου­με, ἀλλά θέ­λει πρῶτα νά ἀπο­κτή­σου­με ἐπί­γνω­σι τῆς ἁ­μα­ρ­­τω­­λό­­τητος καί ἀναξιότητός μας­· καί ταυ­τό­χρο­να νά ἐ­κτι­μήσουμε τό μεγα­λεῖ­ο τῆς θείας δωρεᾶς. Ἀλ­λι­ῶς κιν­δυ­νεύ­ουμε νά μέ­νου­με γιά πάντα δι­ψα­σμέ­νοι καί ἄ­δει­οι, ἐ­νῶ γύρω μας τόσοι ἄλλοι θά ξεδιψοῦν ἀπό τό νερό αὐ­­τό τῆς ἀθανασίας· ὅπως τό ἔ­κα­νε καί ἡ Σα­μα­ρείτιδα στή συνέχεια τῆς ζωῆς της.


2. ΦΤΕΡΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ


Σα­μα­ρεί­τι­δα λοιπόν ἔκ­πλη­κτη μπρο­στά στίς συ­ν­τα­­ρα­κτι­κές αὐ­τές ἀ­πο­κα­λύ­ψεις τοῦ Χριστοῦ δι­αι­σθά­νε­ται ὅ­τι δέν ἔ­χει ἐ­μ­πρός της ἕ­ναν τυ­χαῖ­ο ἄν­θρω­πο. Γι’ αὐ­τό καί ὁ­μο­λο­γεῖ συ­γκλο­νι­σμέ­νη: Κύ­ρι­ε, κα­τα­λα­βαί­νω ὅ­τι εἶ­σαι προ­­φή­της. Πές μου, λοι­πόν, ποῦ εἶ­ναι σω­στό νά λα­τρεύ­­ῃ κα­νείς τόν Θε­ό, ἐ­δῶ στό ὄ­ρος Γα­ρι­ζείν, ὅ­πως τόν λα­τρεύ­ουν οἱ πα­τέ­ρες μας Σα­μα­ρεῖ­τες, ἤ στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὅ­πως λέ­τε ἐ­σεῖς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι;


Πί­στε­ψέ με, τῆς ἀ­πο­κρί­νε­ται ὁ Κύ­ρι­ος, φθά­νει μι­ά νέ­α ἐ­πο­χή, πού οὔ­τε στό ὄ­ρος Γα­ρι­ζείν οὔ­τε στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, θά λα­τρεύ­ε­τε ἀ­πο­κλει­στι­κά τόν Θε­ό. Δι­ό­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι πνεῦ­μα, καί αὐ­τοί πού τόν λα­τρεύ­ουν θά πρέ­πει νά τόν κά­νουν αὐ­τό «ἐν πνεύ­μα­τι καί ἀ­λη­θεί­ᾳ» μέ ἀ­φο­σί­ω­σι ψυ­χῆς καί ἐ­πί­γνω­σι. Ἡ Σα­μα­ρεί­τι­δα τώ­ρα ἔ­χο­ντας πλέ­ον σα­γη­νευ­θῆ ἀ­πό τά φο­βε­ρά καί πα­ρά­ξε­να λό­γι­α τοῦ Κυ­ρί­ου λέ­γει:


Γνω­ρί­ζω Κύ­ρι­ε, ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ Χρι­στός, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά μᾶς τά ἐ­ξη­γή­σῃ ὅ­λα. «Ἐ­γώ εἰ­μί, ὁ λα­λῶν σοι». Ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ Μεσ­σί­ας πού πε­­ρι­μέ­νεις, τῆς ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὁ Κύ­ρι­ος. Ἐ­κεί­νη ὅ­μως τή στι­γμή ὁ δι­ά­λο­γος δι­α­κό­πτε­ται, δι­ό­τι ἔ­φθα­σαν οἱ μα­θη­ταί, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­ξε­πλά­γη­σαν βλέ­πο­ν­τας τόν Κύ­ρι­ο νά συ­νο­μι­λῇ μέ μί­α γυ­ναῖ­κα, κάτι πού οἱ ραβ­βί­νοι ἀ­πό πε­ρι­φρό­νη­σι ἐ­πι­με­λῶς τό ἀ­πέ­φευ­γαν. 


Σα­μα­ρεί­τι­δα ὅ­μως κα­τα­γο­η­τευ­μέ­νη ἀ­πό τή συ­ν­αρ­­πα­στι­κή αὐ­τή συ­νο­μι­λί­α της, ἄ­φη­σε τή στά­μνα της ἐ­κεῖ στό πη­γά­δι καί ἄρ­χι­σε νά τρέ­χῃ στήν πό­λι καί νά φω­νά­ζοντας στούς συ­μπο­λί­τες της. – Ἐ­λᾶ­τε νά δῆ­τε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο μο­να­δι­κό, πού ξέ­ρει ὅ­λα τά μυ­στι­κά τῆς ζω­ῆς μου, μήπως εἶ­ναι αὐ­τός ὁ Μεσ­σί­ας;... 


Σέ λίγο ἄρ­χι­σαν νά κα­τα­φθά­νουν οἱ κά­τοι­κοι τῆς πό­­λε­ως ἐκεῖ στό πηγάδι γι­ά νά δοῦν τόν Κύ­ρι­ο. Τό­σο μά­­­λι­στα ἐν­θου­σι­ά­στη­καν ἀ­πό τή δι­δα­σκα­λί­α του, ὥ­στε τοῦ ζή­τη­σαν μέ θέρ­μη καί ἔ­μει­νε στήν πό­λι τους δύ­ο ἡ­μέ­ρες. Ἔ­λε­γαν μά­λι­στα στήν γυ­ναῖ­κα ὅ­τι τώ­ρα δέν πι­στεύ­ου­με μό­νον ἐ­πει­δή ἐ­σύ μᾶς μί­λη­σες γι’ Αὐ­τόν ἀλ­λά ἐ­πει­δή οἱ ἴδιοι δι­α­πι­στώ­σα­με ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Σω­τήρ τοῦ κό­σμου, ὁ Χρι­στός.


Μοναδική ἦταν πραγματικά ἡ συνάντησι τῆς Σα­μαρεί­τι­δος μέ τόν Κύριο ἐκεῖνο τό καταμεσήμερο στό πηγάδι τῆς Συχάρ. Ἀλλά καί ἀποφασιστική γιά τή ζωή της. Πῶς ἄλλα­ξαν ὅλα μέσα σέ λίγες στιγμές! Συ­ν­ά­ν­τη­σε τόν Κύριο, ἀντί­κρυ­σε τήν θεϊκή του μορφή, γο­η­τεύ­τηκε ἀπό τά ὑπέροχα λό­για του, ἄκουσε τίς φο­βε­ρές του ἀποκαλύψεις, αἰσθάν­θηκε ὅτι ἔχει μπροστά της τόν Μεσσία.


Τίποτε πλέον δέν μπο­ρεῖ νά τήν συ­γ­κρα­τήσῃ. Ὁ Χριστός ἔβαλε φωτιά στήν ψυ­χή της κι αὐ­τή φτερά στά πόδια της. Δέν σκέφτεται πλέ­­ον οὔτε τή στά­μνα της, οὔτε τήν προ­η­γού­μενη ἁμαρτωλή ζωή της.


Αὐ­­τή ἕνα μό­νο ζεῖ, ἕνα μό­νο τήν συγκλονίζει: Εἶδε τόν Μεσσία. Καί θέλει νά τό πῇ αὐτό σ’ ὅλους τούς συμ­πο­λῖ­τες της, σ’ ὅλο τόν κόσμο. Κι ἀλλάζει ζωή. Γί­νεται πλέον ἡ Ἁ­γί­α Φω­­τει­νή ἡ ἰσα­πό­στο­λος. Καί, ὅ­πως μᾶς λέει ἡ παρά­δο­σι, κη­ρύτ­τει τόν λα­τρευτό της Κύ­ριο στά πέρα­τα τοῦ κό­σμου· φθά­νει μέ­χρι τήν Ἀ­φρι­κή καί τή Ρώμη.


Καί γι’ Αὐ­τόν θυ­σι­ά­ζει ἀκόμη καί τή ζωή της μαζί μέ τίς πέ­ν­τε ἀδελφές της καί τούς δύ­ο γι­ούς της.Σέ κάποιο ἄλλο πνευματικό πηγάδι κι ἐμεῖς ἀ­σφα­λῶς αἰ­σθα­νθήκαμε τή παρουσία τοῦ Κυρίου στή ζωή μας, γευθή­καμε τήν ἀγάπη του, μᾶς συνεπῆρε ἡ μορ­φή του.


ς ἀφή­σουμε λοιπόν κι ἐμεῖς τίς στάμνες τῶν βιοτικῶν μας μερι­μνῶν κι ἄς τρέξουμε στούς γύρω μας νά ἐκδηλώσουμε τήν ἀμέτρητη χα­ρά μας γι’ αὐτό τό θαῦμα πού ζήσαμε, γιά τήν ὑπέροχη ζωή πού ζοῦμε κοντά στόν Χριστό μας. Ἡ Ἁγία Φωτεινή μᾶς δίνει τό παράδειγμα. Οἱ διψασμένοι ἀμέτρητοι γύρω μας…





 Περιοδικό <<Ο ΣΩΤΗΡ>>


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF