ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ: ΘΑΝΑΤΟΣ=ΓΕΝΝΗΣΙΣ!





ορτὴ θεομητορικὴ ἔχουμε, ἀγαπητοί μου. Εἶνε τὰ γενέθλια τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μὲ ἀφορμὴ αὐτὴν ἂς θίξουμε ἕνα θέμα. Ἡ τάξις, τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας - τῆς Ὀρθοδοξίας μας, εἶνε, οἱ ἅγιοι νὰ ἑορτάζουν –πότε; Τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκαν ἢ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου τους; Ἔχει σημασία αὐτό. Πότε ἑορτάζουμε ἐμεῖς; Τὸ κανονικὸ εἶνε νὰ ἑορτάζουμε τὴν ἡμέρα ποὺ ἑορτάζει ὁ ἅγιός μας. Ἐὰν κάποιος λέγεται Ἀντώνιος, νὰἑορτάζῃ τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου· ἂν λέγεται Νικόλαος, τοῦ ἁγίου Νικολάου· ἂν λέγεται Ἀθανάσιος, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Δυστυχῶς τώρα δὲν τὸ κάνουν αὐτό· ἑορτάζουν τὰ γενέθλια τῆς κορούλας τους, τὰ γενέθλια τοῦ παιδιοῦ τους.


Αὐτὸ δὲν εἶνε ὀρθόδοξο· εἶνε φράγκικο. Αὐτὸ τὸ ἔχουν τὰ ξένα ἔθνη, οἱ Γάλλοι,οἱ Ἄγγλοι, οἱ Ἀμερικᾶνοι ἰδίως. Οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πρέπει νὰ δίνουν ὀνόματα χριστιανικά, ὀνόματα ἁγίων ποὺ ὑπάρχουν στὸ ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ νὰ ἑορτάζουντὴν ἡμέρα ποὺ ἑορτάζει ὁ ἅγιός τους, ὄχι στὰγενέθλια. Πότε ἑορτάζουν οἱ ἅγιοι;


Συνήθεια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας εἶνε, οἱ ἅγιοι νὰ ἑορτάζουν ὄχι τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκαν ἀλλὰ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου - τῆς κοιμήσεώς τους καὶοἱ μάρτυρες τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τους.Λόγου χάριν ἑορτάζουμε τὸν ἅγιο Βασίλειο τὴν 1η Ἰανουαρίου. Εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε; Ὄχι. Εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ παρέδωσε τὴνψυχή του στὸν Πλάστη, εἶνε ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Ἑορτάζουμε τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ στὶς 24 Αὐγούστου. Εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε; Ὄχι. Εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ μαρτύρησε. Αὐτὸ γίνεται πάντοτε· ἑορτάζουμε τοὺς ἁγίους τὴν ἡμέρα ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ εἰσῆλθαν στὴν αἰώνιο ζωή.


Γιατί ἆραγε ἡ Ἐκκλησία ἡ ὀρθόδοξος δίδει τόση σημασία στὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου; τιμᾷ τὸ θανάτο περισσότερο ἀπὸ τὴ γέννησι; Περίεργο πρᾶγμα. Γιατί; Ἔχει σημασία αὐτό. Προτοῦ νὰ ᾿ρθῇ ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, οἱ εἰδωλολάτρες ἔτρεμαν τὸ θάνατο· προσπαθοῦσαν νὰ σβήσουν ἀπ᾿ τὸ μυαλό τους τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου. Διότι θεωροῦσαν, ὅτι ὁ θάνατος εἶνε τέρμα· ὅτι ἐκεῖ, μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη, τελειώνει πλέον ἡ ζωή.


Χριστὸς ὅμως ἔδειξε, ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶνε τέρμα,εἶνε ἀρχή! Αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη διαφορά. Ἡἁγία μας Ἐκκλησία στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως διακηρύττει «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἀμήν». Τί εἶνε ὁ θάνατος; Ὁ θάνατος, γι᾿ αὐτὸν ποὺ πιστεύει στὸ Χριστὸ πραγματικά, ὄχι ψεύτικα, εἶνε ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς, ὡραίας ζωῆς. Ὁ θάνατος εἶνε μία θύρα, μιὰ πόρτα. 


πως ἀνοίγεις τὴν πόρτα καὶ μπαίνεις μέσα σ᾿ ἕνα ὡραῖο σπίτι ἢ ὡραῖο σαλόνι, ἔτσι καὶ ὁ θάνατος εἶνε μιὰ πόρτα ποὺ τὴν ἀνοίγεις καὶ δὲν πέφτεις στὸ χάος, ἀλλὰ μπαίνεις σὲ νέα ζωή. Ὁ θάνατος ἀκόμη εἶνε εἶδος μεταναστεύσεως. Ἦρθε πρὸ καιροῦ ἀπὸ ἕνα χωριὸ ἐδῶ κάποιος χαρούμενος στὴ μητρόπολι. –Φεύγω, λέει, ἀπὸ τὴ Φλώρινα. –Καὶ δὲν στενοχωριέσαι. Ποῦ πᾷς; –Ἔχω ἕνα θεῖο στὸ Τορόντο· ἔχει ἐκεῖ μεγάλη περιουσία καὶ μοῦ ᾿γραψε· «Ἔλα στὸν Καναδᾶ· θὰ σὲ κάνω κληρονόμο, θὰ σοῦ ἀφήσω τὰ ὑπάρχοντά μου, θὰ ζήσῃς εὐτυχισμένος». Καὶ ἔφυγε μὲ χαρά.


ρθε σήμερα καὶ μιὰ κοπέλλα ἀπὸ τὸν Ἀκρίτα καὶ ἔλαμπε. Λέω· –Χαρούμενη σὲ βλέπω. –Ναί, μοῦ λέει, παντρεύομαι. –Καί ποιόν παίρνεις; –Μὲ ζήτησε κάποιος μετανάστης καὶ θὰ πάω μαζί του στὴν Ἀμερική· θὰ ζήσω ἐκεῖ καλύτερα… Ὅπως λοιπὸν ὅταν φεύγῃ κανεὶς ἀπὸ τὴ Φλώρινα καὶ πηγαίνῃ σὲ ἄλλα μέρη ἡ μετανάστευσις δὲν θεωρεῖται συμφορά, ἔτσι εἶνε καὶ ὁ θάνατος. Μιὰ μετανάστευσις εἶνε.


Μεταναστεύουμε ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν, ἀπὸ τὴ μικρὴ αὐτὴ χώρα στὸν οὐράνιο κόσμο ποὺ είνε γεμᾶτος ὀμορφιὰ καὶ χάρι καὶ ἡδονή. Τὸ πιστεύουμε; Ἂν τὸ πιστεύουμε, νὰ μὴν κλαῖμε καὶ θρηνοῦμε ὅταν κάποιος δικός μας φεύγῃ στὸν ἄλλο κόσμο. Ἐὰν πιστεύουμε, ὁ θάνατος δὲν εἶνε τέρμα· εἶνε μιὰ θύρα, εἶνε μιὰ μετανάστευσις. Εἶνε ἀκόμα ὁ θάνατος –ν᾿ ἀναφέρω ἕνα πατερικὸ παράδειγμα– μία δευτέρα γέννησις , μιὰ δεύτερη γέννα. Ἐξηγῶ. Τὸ παιδάκι, πρὶν γεννηθῇ, εἶνε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας.


πως τὸ ψάρι κολυμπάει μέσ᾿ στὴ θάλασσα, ἔτσι τὸ ἔμβρυο – ἀηδία εἶνε ὁ ἄνθρωπος– κολυμπάει μέσα στὰ αἵματα τῆς γυναίκας. Ποιος θέλει νὰ μείνῃ ἐκεῖ διὰ παντός; Κανείς. Ἐκεῖ εἶνε σὰν σὲ φυλακή. Μένει ἐκεῖ ἐννιὰ μῆνες, καὶ ὕστερα, ὅπως τὸ πουλάκι σπάει τὸ τσώφλι καὶ βγαίνει ἔξω καὶ κελαηδάει, ἔτσι καὶ τὸ παιδάκι ἀνοίγει τὰ σπλάχνα τῆς μάνας καὶ βγαίνει, κι ἀκούγεται τὸ κλάμα του, καὶ χαίρονται ὅλοι.


Γέννησις εἶνε καὶ ὁ θάνατος. Ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, ποὺ εἶνε ἡ σκοτεινὴ «κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,6) . Μὲ τὸ θάνατο βγαίνουμε ἀπὸ τὸ σκοτάδι σὲ νέα ὡραία ζωή, στὸ φωτεινὸ κόσμο τοῦ οὐρανοῦ. Γι᾿ αὐτὸ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ καὶ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίαςμας θεωροῦν τὸ θάνατο ὡς ἡμέρα νέας γεννήσεως. Ὁ θάνατος τοῦ δικαίου ἑωρτάζετοὡς ἡμέρα νίκης καὶ θριάμβου. Ὁ θάνατος ἀπὸ τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς θεωρεῖται, τέλος, σὰν ἕνας ὕπνος. Στὰ μνήματα δὲν ἔγραφαν «ἀπέθανε».


Σήμερα γράφουν «ἀπέθανε». Ἂν πᾶτε στὴ Ῥώμη κ᾿ ἐπισκεφθῆτε τὶς κατακόμβες, τοὺς ὑπόγειους ἐκείνους διαδρόμους ὅπου ἔθαβαν τὰ σώματατῶν μαρτύρων, δὲν θὰ βρῆτε τὴ λέξι «ἀπέθανε». Θὰ δῆτε γραμμένο·«Ἐκοιμήθη»,«ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ». Κι ὅπως τὸ βρέφος κοιμᾶται στὴν κούνια καὶ ἡ μάνα δὲν κλαίει, γιατὶ ξέρει ὅτι τὸ πρωὶ θὰ ξυπνήσῃ δροσᾶτο, ἔτσι καὶ οἱ πιστοὶ δὲν ἔκλαιγαν, ὅπως ἔκλαιγαν οἱ εἰδωλολάτρες. Ἤξεραν, ὅτι οἱ κεκοιμημένοι τους μιὰ μέρα θὰ ξυπνήσουν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε·


«Τί εἶνε ὁ ὕπνος; ἕνας μικρὸς θάνατος· καὶ τί εἶνε ὁ θάνατος; ἕνας μεγάλος ὕπνος». Ἀπὸ τὸν ὕπνο αὐτόν,ποὺ διαρκεῖ ὄχι μερικὲς ὧρες ἀλλὰ μερικὰ χρόνια, θὰ μᾶς ξυπνήσῃ ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀρχαγγέλου, ἡ σάλπιγγα τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ νὰ κριθοῦμε κατὰ τὰ ἔργα μας. Ἰδού λοιπὸν γιατί ἡ διδασκαλία καὶ ἡ τάξις τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχουν τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου ὡς ἡμέρα ἑορτῆς · ἑορτάζουμε τοὺς ἁγίους τὴν ἡμέρα ποὺ πέθαναν.


λλὰ καὶ γιὰκάθε πιστὸ στὴ νεκρώσιμο ἀκολουθία ἡ Ἐκκλησία ψάλλει·«Μακαρία ἡ ὁδὸς ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως». Ἡ πίστις αὐτὴ ἔχει ἀτονήσει δυστυχῶς σήμερα. Οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ δὲν πιστεύουν ὅπως οἱ παλαιοί. Αὐτὸ δείχνουν τὰ λόγια καὶ ἡ στάσι τους ἀπέναντι στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Τυπικοὶ Χριστιανοί, Χριστιανοὶ στὴνταυτότητα μόνο. Ἄχ, πότε νὰ χωριστῇ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ κράτος! Ἐγὼ δὲν θὰ προλάβωνὰ τὸ δῶ. Θὰ γίνῃ ὁπωσδήποτε αὐτό, θὰ χωριστῇ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ κράτος.


Κι ἅμα χωριστῇ, χαρᾶς εὐαγγέλια τότε. Ἀπὸ τοὺς δέκαχιλιάδες Χριστιανοὺς δὲν θὰ μείνουν οὔτε πεντακόσοι. Ὅσοι ὅμως μείνουν, θὰ ἀξίζουν.Αὐτοὶ θὰ πιστεύουν. Οἱ ἄλλοι ἂς εἶνε ἐλεύθεροι νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν· ροταριανοί, μασόνοι, φράγκοι, ὅ,τι θέλουν ἂς εἶνε, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει. Ὅσοι μείνουν, θὰ εἶνε πραγματικὰ Χριστιανοί.


Αὐτοὶ θ᾿ ἀποτελέσουν τὴν ζῶσακαὶ ἀκατάλυτη δύναμι τοῦ χριστιανισμοῦ καὶτοῦ ἑλληνισμοῦ. Διότι θὰ εἶνε τὸ ζυμάρι. Ὅπως μιὰ χούφτα ζυμάρι ζυμώνει ὁλόκληρησκάφη, ἔτσι θὰ εἶνε καὶ οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοί, ὅσοι θὰ μείνουν τότε. Ἐνῷ τώρα Χριστιανὸς λέγεται καὶ ὁ ἕνας, Χριστιανὸς λέγεται καὶ ὁ ἄλλος κι ἂς μὴν πιστεύῃ τίποτα. Τὸν ῥωτᾷς γιὰ τὸ θάνατο, καὶ σοῦ λέει πὼς ὁ ἄνθρωπος ψοφάει σὰν τὸ ζῷο… Ἔτσι ἐκφράζονται, δὲν πιστεύουν πλέον στὴν αἰώνιο ζωή.


λλ᾿ ἐνῷ, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ὡς κανόνα νὰ ἑορτάζουμε τοὺς ἁγίους τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως ἢ τοῦ μαρτυρίου τους, ὁ κανὼν αὐτὸς ἔχει τρεῖς ἐξαιρέσεις .Σὲ τρεῖς περιπτώσεις ἑορτάζουμε καὶ τὰ γενέθλια. Ποιά γενέθλια; Πρῶτον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (στὶς 25 Δεκεμβρίου). Δεύτερον τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου (στὶς 24 Ἰουνίου). Καὶ τρίτον τὰ γενέθλια τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου (σήμερα 8 Σεπτεμβρίου). Γιατί τὰ ὥρισε ἔτσι ἡ Ἐκκλησία;


Πρῶτον διότι οἱ γεννήσεις τοῦ Προδρόμου καὶ τῆς Παναγίας προμηνύουν τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐσήμανε ὁριστικῶς τὴ σωτηρία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Καὶ δεύτερον διότι ὁ μὲν Κύριος εἶνε ὁ Θεὸς ὅλων, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶνε ὁ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Ματθ. 11,11) ποὺ ἔρχεται νὰ ἑτοιμάσῃ τὸ δρόμο γιὰ τὸ Χριστό, ἡ δὲ Παναγία μας εἶνε ἀνωτέρα ἀνθρώπων, ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων· ἂν δὲν ἐγεννᾶτο ἐκείνη, δὲν θὰ ἐγεννᾶτο ὁ Χριστός.



Εκ του ιστολογίου ''Ζωηφόρος''

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF