ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ: ''Η ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ Η ΡΩΣΙΔΑ, Η ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ'' (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ)






(Σ υ ν έ χ ε ι α  α π ό   τ ο  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο)


Έτσι λοιπόν και η αγία Ξένη, μετά από οκτώ χρόνια μαθητείας στο σχολείο της ερήμου, γεμάτη από τα χαρίσματα του Θείου Παρακλήτου, επιστρέφει στην αγία Πετρούπολι, για να συνεχίση τον αγώνα της εναντίον του σατανά ανάμεσα στους ανθρώπους και να τους βοηθήση να αναγεννηθούν εν Χριστώ. Φόρεσε μια από τις παλιές στολές του συζύγου της και ισχυριζόταν ότι ο άνδρας της δεν απέθανε, αλλά ζη και είναι αυτή η ίδια!...


Ποτέ δεν απαντούσε σε κανέναν όταν την εφώναζαν Ξένη Γρηγορίεβνα, αλλά αντιθέτως με ευχαρίστησι αποκρινόταν σε όποιον την ωνόμαζε με το όνομα του συζύγου της Ανδρέα Θεοδώροβιτς. Πρέπει να σημειωθή ότι η σαλότητα της Ξένης είχε κάτι το εντελώς ιδιαίτερο και βαθύτερο από τις γνωστές μας περιπτώσεις. Η όλη της προσπάθεια διαποτιζόταν από την βαθειά πνευματική αγάπη προς τον σύζυγό της. Είχε την ελπίδα, κατά κάποιον τρόπο, ότι σηκώνει επάνω της το βάρος των αμετανοήτων αμαρτημάτων του νεαρού Ανδρέα, ο οποίος απέθανε χωρίς να έχη μεταλάβη τα Άχραντα Μυστήρια.


Η Ξένη, πενθώντας για τις ιδικές της αμαρτίες και του συζύγου της, εγκατέλειψε το σπιτικό της και άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους της Αγίας Πετρουπόλεως, ιδιαιτέρως δε στην φτωχότερη συνοικία της πόλεως που λεγόταν Στορονά. Πολύ συχνά την εύρισκαν στην περιοχή της ενορίας του αγίου Ματθαίου, όπου ζούσαν οι πιο φτωχοί μέσα σε πενιχρές καλύβες. Στην αρχή, οι κάτοικοι της Στορονά νόμιζαν ότι αυτή η παράξενη γυναίκα ήταν μια αγαθούλα ζητιάνα και οι πονηροί άνθρωποι, ιδίως τα αλητόπαιδα, συχνά την κυνηγούσαν και την περιγελούσαν. Με πλήρη πραότητα η Ξένη είχε πάντοτε προ των οφθαλμών της την μορφή του πολυπαθούς Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος αγόγγυστα άκουσε όλες τις κατηγορίες, υπέφερε όλους τους διωγμούς, βασανίστηκε τρομερά και τελικά σταυρώθηκε για την αγάπη και σωτηρία των ανθρώπων.


Έχοντας ως παράδειγμα το μαρτύριο του Σωτήρος μας Χριστού, η ευλογημένη Ξένη αντιμετώπιζε με πραότητα, ανεξικακία και σιωπή τις κακουχίες, τις κατηγορίες και τους κατατρεγμούς των ανθρώπων. Η προσευχή της ήταν εκείνη του Κυρίου μας: ''Πάτερ, άφες αυτοίς' ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν!''. Μόνο μια φορά ωργίσθηκε, όταν τα αλητόπαιδα δεν αρκέσθηκαν να την κοροιδεύουν και υβρίζουν, αλλά άρχισαν να τις ρίχνουν λάσπες, πέτρες και χώματα. Τότε η  Ευλογημένη σήκωσε το μπαστουνάκι της, που δεν αποχωριζόταν ποτέ, και τα πήρε στο κυνήγι. Μετά από αυτό το γεγονός, οι κάτοικοι της Στορονά άρχισαν να σέβωνται την Ξένη... 



''Ουδέν έστι κρυπτόν, ο ου γνωσθήσεται'' 


Προοδευτικά ο κόσμος άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι δεν είχε μπροστά του μια απλή ζητιάνα, αλλά κάτι περισσότερο΄ ότι δεν επρόκειτο για μια αγαθούλα άξια περιφρονήσεως, αλλά για μια φωτισμένη ύπαρξι, για ένα δοχείο της θείας Χάριτος, για ένα φως Χριστού. Σιγά - σιγά άρχισαν όλοι να της φέρωνται με ευσπλαχνία και προσπαθούσαν να την βοηθήσουν. Την προσκαλούσαν στα σπίτια τους και της έδιναν χρήματα και ζεστά ρούχα, για ν' αντιμετωπίση τον φοβερό χειμώνα της Πετρουπόλεως. Το καφτάνι (ποδήρης χιτώνας με μακρυά μανίκια) και η καμιζόλα της (φαρδύς γυναικείος χιτώνας) είχαν γίνει πλέον κουρέλια και έπεφταν από πάνω της.


Μετά άρχισε να φορή διάφορα άλλα ράκη, χειμώνα - καλοκαίρι. Τα πόδια της ήταν πρησμένα από το κρύο, διότι τα κατατρυπιασμένα παπούτσια της στην πραγματικότητα δεν της εχρησίμευαν σε τίποτε. Παρ' όλα αυτά δεν δέχτηκε να ντυθή με τα ρούχα που της πρόσφεραν. Προτίμησε να φορή ράκη και, εξακολουθώντας την σαλότητά της, χρησιμοποιούσε μια κόκκινη ζακέτα και μια πράσινη φούστα ή τελείως το αντίθετο, διότι αυτά ήταν τα χρώματα της στολής του συζύγου της. Επίσης η Μακαρία δεν δεχόταν χρήματα, εκτός από ωρισμένες ειδικές περιπτώσεις, όταν εγνώριζε ότι αυτοί που της πρόσφεραν την ελεημοσύνη είχαν καθαρή καρδιά.


Συνήθως δεχόταν μόνο τα μικρά χάλκινα νομίσματα (pennies), τα λεγόμενα ''Ο Βασιλεύς έφιππος'', διότι απεικονιζόταν στην μία όψι τους ένας ιππέας. Δεν τα κρατούσε όμως για τον εαυτό της, αλλά τα μοίραζε στους φτωχούς, λέγοντας ταυτοχρόνως κάποια προφητεία με την μυστηριώδη γλώσσα και το κάλυμμα της σαλότητας, για να κρύψη το χάρισμα του Θεού. Κάποτε η Ξένη συνάντησε μια θεοσεβή γυναίκα στον δρόμο. Της έδωσε ένα νόμισμα και της είπε: ''Πάρε αυτό το ''πεντάδραχμο''. Σ' αυτό είναι ο Βασιλεύς ιππέας... Θα σβησθή!...''.


Η γυναίκα δέχθηκε το νόμισμα και εξακολούθησε τον δρόμο της, συλλογιζόμενη την σημασία του λόγου της Μακαρίας. Προχωρώντας, είδε από μακρυά το σπίτι της μέσα στις φλόγες. Αμέσως έτρεξε και έφθασε μόλις η φωτιά σβηνόταν. Τότε κατάλαβε την πρόβλεψι της Οσίας κάτω από τα περίεργα λόγια της. Κρύβοντας η οσία Ξένη τον θησαυρό των αγίων αρετών της από τον κόσμο και περιφρονώντας την μάταιη δόξα και τις τιμές των ανθρώπων ή μάλλον εμπαίζοντας τους τρεις μεγάλους εχθρούς της σωτηρίας μας, τον κόσμο, τον διάβολο και την σάρκα, προχωρούσε διά της πτωχείας και της κακοπαθείας την στενή και τεθλιμμένη οδό προς τον Παράδεισο.


Για πολύ καιρό κανείς δεν ήξερε που η παράξενη ζητιάνα περνούσε τις νύκτες. Οι κάτοικοι της Στορονά και οι Αρχές ενδιαφέρθησαν να μάθουν και η έρευνα απεκάλυψε ότι η Ξένη προσευχόταν όλη την νύκτα γονατιστή έξω στα χωράφια κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Το πρωί σηκωνόταν και έκανε μετάνοιες προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος. Είναι πράγματι θαύμα πως ημπόρεσε να επιζήση κατά τους φοβερούς χειμώνες της Αγίας Πετρουπόλεως. Μερικές νύκτες υπέβαλλε τον εαυτό της σε άλλο είδος κακουχίας.


Κάποτε, το 1794, μια καινούρια Εκκλησία κτιζόταν στο Κοιμητήριο του Σμολένσκ. Οι εργάτες παρατήρησαν ότι παραδόξως κατά την διάρκεια της νύκτας κάποιος κουβαλούσε σωρούς από τούβλα στην κορυφή του κτιρίου, όπου εχρειάζοντο. Θαύμασαν και απεφάσισαν να ανακαλύψουν ποιος ήταν αυτός ο ακατάβλητος εργάτης. Τοποθέτησαν ένα φρουρό και ανεκάλυψαν ότι ο ακούραστος μεταφορέας ήταν η γηραιά πλέον δούλη του Θεού Ξένη!



''Ο Θεός ταπεινοίς δίδωσι χάριν''


Η Ευλογημένη Ξένη έδωσε ''αίμα'' και έλαβε ''πνεύμα''. Κουράσθηκε, αφάνταστα στον καλό αγώνα να υποτάξη την σάρκα το πνεύμα και την ψυχή στον Κύριο και Θεό της. Ταπεινώθηκε και κακοπάθησε πολύ για χάρι του πτωχεύσαντος για την σωτηρία μας Ιησού Χριστού και γι' αυτόν τον λόγο ο φιλάνθρωπος Σωτήρας μας την αντιδόξασε. Πλούσια τα χαρίσματα της θαυματουργίας και της προοράσεως άρχισαν να ξεχύνωνται από την Μακαρία και οι άνθρωποι ανεγνώριζαν πλέον σ' αυτήν, την χαρισματούχο ''διά Χριστόν Σαλή''.


Οι κάτοικοι της Στορονά με πολλή και ειλικρινή χαρά εδέχοντο την Οσία στα σπίτια τους, διότι είχε γίνει αντιληπτό ότι η επίσκεψις αυτή θα έφερνε στην οικογένεια θεία ευλογία, ειρήνη και ευτυχία. Οι γονείς που είχαν ασθενή παιδιά, έτρεχαν να εύρουν και να φέρουν στο σπιτικό τους την Μακαρία, διότι αρκούσε αυτή να χαιδέψη το κεφαλάκι τους και να τα φιλήση ή να τα κουνήση στο κρεβατάκι τους για να γίνουν καλά. Οι μαγαζάτορες και οι έμποροι, όταν έβλεπαν την δούλη του Θεού να πλησιάζη, έτρεχαν έξω για να την συναντήσουν και της πρόσφερναν κάτι από την πραμάτεια τους.


Εάν δεχόταν το δώρο ή αν απλώς το ευλογούσε  με μια κίνησι ακουμπώντας το, ο έμπορος εκείνος θα έκανε χρυσές δουλειές όλη την ημέρα. Οι αμαξάδες λαχταρούσαν να την οδηγήσουν όπου εκείνη ήθελε, έστω και για μερικά μέτρα, ή την παρακαλούσαν μόνο να καθήση στην άμαξά τους για λίγες στιγμές. Τούτο, διότι σε οποιαδήποτε άμαξα ανέβαινε, ερχόταν η ευλογία στον αμαξά και είχε την καλύτερη δουλειά της ημέρας. Καμμιά φορά που επισκεπτόταν κάποιον η Οσία, συζητούσε για λίγο και μετά ξαφνικά έπεφτε σε σιγή σαν να άκουγε κάτι. Κατόπιν σηκωνόταν και έφευγε γρήγορα. Εάν η οικοδέσποινα ερωτούσε, γιατι έφευγε και που πήγαινε, η Ευλογημένη κουνούσε το μπαστουνάκι της στον αέρα και έλεγε: ''Πρέπει να βιαστώ, κάπου με χρειάζονται!''. 



Η Παρασκευή Αντώνοβα και ο γυιος της


Κάποια ημέρα η Παρασκευή Αντώνοβα καθόταν στο σπίτι της, το οποίο της είχε δωρήσει η οσία Ξένη, και έρραβε. Η Μακαρία την επισκέφθηκε εκείνη την στιγμή και με ανησυχία της είπε: ''Εσύ κάθεσαι εδώ ράβοντας κουμπιά και δεν γνωρίζεις ότι ο Θεός σου χάρισε έναν γυιο. Πήγαινε αμέσως στο κοιμητήριο του Σμολένσκ''. Η Αντώνοβα, η οποία ήξευρε ότι η Οσία είναι αληθινή δούλη του Θεού και ότι δεν θα έβγαινε μάταιη λέξι από το στόμα της, ούτε καν αναρωτήθηκε γι' αυτήν την παράξενη διαταγή, αλλά πίστεψε αμέσως ότι κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο πρόκειται να γίνη και αμέσως έτρεξε στο Νεκροταφείο.


Εκεί κοντά σ' ένα δρόμο είδε ένα μεγάλο πλήθος κόσμου. Πλησίασε από περιέργεια για να ιδή τι γένεται. Κάποιος αμαξάς έρριξε κάτω μια έγκυο γυναίκα, η οποία ξεγέννησε επί τόπου και ευθύς μετά απέθανε. Γεμάτη συμπόνοια για το βρέφος η Παρασκευή το πήρε σπίτι της ως θετό γυιο της, διότι όλες οι προσπάθειες της Αστυνομίας της Πετρουπόλεως για να ανακαλυφθή η ταυτότης της μητέρας ή για να ευρεθή ο πατέρας ή άλλα συγγενικά πρόσωπα του ορφανού, απέβησαν μάταιες.


Η Αντώνοβα ανάθρεψε το παιδί ''εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου'' και το αγαπούσε σαν να ήταν ιδικό της. Τελικά ο νέος έγινε ένας έξοχος δημόσιος λειτουργός και περιποιήθηκε με πολλή στοργή την θετή μητέρα του στα γηρατειά της. Επίσης είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην δούλη του Θεού Ξένη, η οποία είχε δείξει πολλή καλωσύνη στην θετή μητέρα του και είχε παίξει τέτοιο ρόλο στην εξέλιξι της ζωής του.



(Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι)


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου του αειμνήστου Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού Α'
''Η Οσία Ξένη η Ρωσίδα, η διά Χριστόν Σαλή'', 
έκδοση Ιεράς Μονής Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, Φυλής Αττικής, 
1993, σελ. 23-30.
Από τις αναρτήσεις έχουν απαλειφτεί οι σχετικές παραπομπές του βιβλίου 
-με ευθύνη του επιμελητή του ιστολογίου- 
προκειμένου το κείμενο να καταστεί περισσότερο στρωτό και ευανάγνωστο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF