ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ




Το σημερινό Ευαγγέλιο μας μιλάει για την ημέρα της μελλούσης κρίσεως. Ποιός καλύτερος και ασφαλέστερος τρόπος ερμηνείας, από το να αφήσουμε να μιλήσουν και να ερμηνεύσουν οι άγιοι της εκκλησίας μας;


Γράφει ο Άγιος Χρυσόστομος: “Με ποιους λοιπόν οφθαλμούς θα ίδωμεν τον Χριστόν; Διότι εάν δεν μπορεί να δει κανείς τον πατέρα του, συναισθανόμενος ότι έσφαλε απέναντί του, Εκείνον που είναι απείρως πραότερος από τον Πατέρα πώς θα τον ατενίσουμε τότε; Πώς θα τον υποφέρουμε; Διότι θα παραστούμε εις το βήμα του Χριστού και θα γίνη λεπτομερής εξέταση όλων.”


Παρακάτω, παραθέτουμε τα σχόλια του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου για το σημερινό Ευαγγέλιο, όπως καταγράφονται στον 12ον τόμο της έκδοσης “Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας”, στην ΟΘ' ομιλία του.


«Όταν δε έλθη ο Υιός του ανθρώπου με όλην την δόξαν του Πατρός του και όλοι οι άγγελοι μαζί Του, τότε θα καθίση εις τον θρόνον της δόξης του και θα χω­ρίση τα πρόβατα από τα ερίφια και τους μεν πρώτους θα τους επιδοκιμάση, διότι όταν επεινούσε τον έθρεψαν, όταν εδιψούσε τον επότισαν, όταν ήτο ξένος τον περιεμάζεψαν, όταν ήτο γυμνός τον ενέδυσαν, όταν ήτο ασθενής τον επεσκέφθησαν και όταν ευρίσκετο εις την φυλακήν επήγαν και τον είδαν, και θα δώση την βασιλείαν Του εις αυτούς. Τους άλλους δε οι οποίοι έκαναν τα αντίθε­τα, θα τους αποδοκιμάση και θα τους στείλη εις το αιώνιον πυρ, που είναι ετοι­μασμένον δια τον διάβολον και τους αγγέλους του”.


Την περικοπή αυτή την τόσο ευχάριστη, στην οποίαν δεν παραλείπομε διαρκώς να επανερχόμαστε, και με την οποίαν, ως τελευταία, περαίνεται πολύ ορθώς ο λόγος, ας την ακούσουμε με κάθε προσοχή και κατάνυξη. Διότι εις αυτήν γίνεται πολύς λόγος περί φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης. Δι' αυτό και εις τα προηγούμενα μίλησε περί αυτής κατά διαφόρους τρόπους, και εδώ κάπως σαφέστερα και εντονώτερα, ανα­φέρων όχι δύο ή τρία πρόσωπα μόνον, αλλά ολόκληρον την οικουμένην· μολονότι εις την πραγματικότητα και οι προηγούμενες περικοπές, αι οποίες ανέφεραν δύο πρόσω­πα, δεν εννοούσαν δύο πρόσωπα, αλλά δύο κατηγορίας ανθρώπων, εκ των οποίων η μια παράκουε, η δε άλλη υπάκουε.


Εδώ όμως χρησιμοποιεί τον λόγον πιο φρικώδη και διαυγή. Δι' αυτό και δεν λέγει· “η Βασιλεία του Θεού ομοιάζει”, αλλά φανερά δείχνει τον εαυτόν Του λέγων· “όταν δε έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού”. Διότι τώρα ήλθε περιφρονη­μένος, ήλθε μέσα εις ύβρεις και προσβολές. Τότε όμως θα κάθεται εις τον ένδοξον θρόνο Του. Και μάλιστα τονίζει ιδιαιτέρως την δόξαν. Διότι, επειδή ήτο κοντά η σταύρωση, η οποία εθεωρείτο ατιμωτική, δι' αυτό ανυψώνει τον ακροατή και θέτει υπ' όψιν του το δικαστήριο και παρουσιάζει γύρω από αυτό ολόκληρον την οικου­μένην. Και δεν κάμνει τον λόγον τρομερό μόνον με τον τρόπον αυτόν, αλλά και με το να παρουσιάζει τους ουρανούς να αδειάζουν. 


Διότι όλοι οι άγγελοι θα παρευρίσκο­νται μαζί του, λέγει, και θα μαρτυρούν όσα έκαναν, όταν στελλόταν από τον Δε­σπότην δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Αλλά και από παντού θα είναι φρικτή η ημέρα εκείνη. Έπειτα “θα συναχθούν”, λέγει, “όλα τα έθνη”, δηλαδή ολόκληρον το ανθρώπινον γένος, “και θα διαχωρίσει τους μεν από τους δε, όπως ο βοσκός τα πρόβατα”. Διότι τώρα δεν είναι χωρισμένοι, αλλά ανακατεμένοι όλοι. Ο χωρισμός θα γίνη τότε με κάθε ακρίβεια. Και στην αρχή τους διαιρεί και τους φανερώνει από τον τόπο στον οποίον τους τοποθετεί· έπειτα όμως και από τα ονόματα που τους δίνει δείχνει την διαγωγή του καθενός, ονομάζο­ντάς τους, τους μεν ερίφια, τους δε πρόβατα, δια να φανερώσει την ακαρπία τους, διότι κανένας καρπός δεν θα μπορούσε να γίνει από τα ερίφια, και την μεγάλη καρ­ποφορία των άλλων, διότι τα έσοδα των προβάτων είναι πολλά και από το έριο και από το γάλα και από αυτά που γεννούν, από τα οποία τα ερίφια δεν προσφέρουν τί­ποτε.


Αλλά τα μεν άλογα ζώα από την φύσιν τους έχουν την ακαρπία ή την καρ­ποφορία, ενώ εκείνοι κατ' ελευθέρα εκλογή. Δι' αυτό και εκείνοι μεν τιμωρού­νται, αυτοί δε βραβεύονται. Και δεν τους τιμωρεί από την αρχή, μέχρις ότου τους δικάσει. Δι' αυτό αφού τους τοποθετήσει στη θέση τους, απαγγέλλει τα αμαρτήματά τους. Εκείνοι βεβαίως απολο­γούνται με καλωσύνη, αλλά αυτό σε τίποτε δεν τους ωφελεί, και πολύ ορθώς. Διότι παρέλειψαν τόσον σημαντικό πράγμα. Διότι και οι προφήται επάνω και κάτω το κή­ρυτταν, ότι “έλεον θέλω και ου θυσίαν”, και ο νομοθέτης με όλα εις αυτό προέτρε­πε, και με τα λόγια και με τα έργα, και η ιδία η φύση αυτό δίδασκε.


Πρόσεξε δε ότι αυτοί δεν στερούνται μόνον ένα και δύο, αλλά όλα. Διότι όχι μόνον δεν τον έθρεψαν όταν πεινούσε, ούτε τον ενέδυσαν όταν ήτο γυμνός, αλλά ούτε τον επεσκέφθησαν όταν ήτο άρρωστος, πράγμα που ήταν ευκολώτερο. Και παρατήρησε πόσον εύκολα πράγματα εντέλλεται.Δεν είπεν ήμουν εις την φυλακή και με απε­λευθερώσατε, ήμουν άρρωστος και με θεραπεύσατε· αλλά “επισκέψασθέ με” και “ήλθετε προς με”. Επίσης, ούτε όταν πεινούσε είχε μεγάλες απαιτήσεις. Διότι δεν ζη­τούσε πολυτελή τράπεζα, αλλά μόνον την απαραίτητη και αναγκαία τροφή, και την ζητούσε με τη μορφή ικέτου.


Ώστε όλα είναι αρκετά δια να τους καταδικάσουν· το απλούν αίτημα, διότι ήτο άρτος· η αξιολύπητος εμφάνιση εκείνου που ζητούσε, διότι ήτο πτωχός· η συμπάθεια της φύσεώς του, διότι ήτο άνθρωπος· η περιπόθητος υπόσχεση, διότι υπεσχέθη βασιλεία· η φοβερά τιμωρία, διότι απείλησε με γέεννα του πυρός· το αξίωμα αυτού που το έπαιρνε, διότι ήτο Θεός εκείνος που το έπαιρνε δια τους πτωχούς· η μεγάλη τιμή, διότι καταδέχθηκε να ταπεινωθεί τόσον πολύ· το δίκαιο της χορηγήσεως, διότι από τα ιδικά Του έπαιρνε.


Αλλά προς όλα αυτά η φιλαργυρία τύφλωσε καθ' ολοκληρίαν εκείνους που τους κυρίευσε και αυτό ενώ υπήρχε τόση απειλή. Διότι και πιο επάνω λέγει, ότι όσοι δεν δέχονται τους πτωχούς θα υποστούν χειρότερα από τα Σόδομα, και εδώ λέγει· “Εφ' όσον δεν τα κάνατε εις έναν από αυτούς τους ασήμαντους αδελφούς μου, ούτε εις εμένα δεν τα κάνατε”. Τι λέγεις; είναι αδελφοί σου· πώς λοιπόν τους αποκαλείς ελαχίστους; Διότι ακριβώς δι' αυτό είναι αδελφοί, επειδή είναι ταπεινοί, επειδή είναι πτωχοί, επειδή είναι περιφρονημένοι. Διότι αυτούς κατ' εξοχήν καλεί να κάμει αδελ­φούς, τους αφανείς, τους περιφρονημένους.


Δεν εννοεί μόνον τους μοναχούς και εκείνους που κατέφυγαν εις τα όρη, αλλά κάθε πιστό. Και αν είναι κοσμικός, αλλά εί­ναι πεινασμένος και λιμοκτονεί, και γυμνός και ξένος, θέλει να απολαύσει και αυτός κάθε φροντίδα. Διότι τον κάμνει αδελφόν το βάπτισμα και η συμμετοχή εις τα θεία μυστήρια. Έπειτα, δια να δεις και από άλλην πλευρά ότι η απόφαση είναι δίκαια, επαινεί κατ' αρχήν τους δικαίους και λέγει· “Ελάτε, οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομή­σατε την βασιλείαν, η οποία είναι ετοιμασμένη δι' εσάς από τον καιρόν της δημιουρ­γίας, διότι όταν πείνασα μου δώσατε να φάγω”, και όλα τα παρακάτω.


Διότι, δια να μη ισχυρίζονται οι αμαρτωλοί ότι “δεν είχαμε”, τους καταδικάζει με τους συναν­θρώπους των. Όπως καταδίκασε τας παρθένους με τας άλλες παρθένους και τον δούλον ο οποίος εμέθυε και έτρωγε υπερβολικά, με τον πιστό δούλον, και εκείνον που καταχώνιασε το τάλαντο, με τους άλλους που απέδωσαν τα διπλά, καταδικάζει και καθένα από τους αμαρτωλούς με τους δικαίους. Και αυτή η σύγκριση άλλοτε μεν γίνεται με ίσα κριτήρια, όπως εδώ και εις τας παρθένους, άλλοτε δε και με περισσότερα, όπως όταν λέγει· “Θα σηκωθούν οι Νινευίτες και θα κρίνουν την γε­νεάν αυτήν, διότι επίστευσαν εις το κήρυγμα του Ιωνά· ενώ εδώ πρόκειται δια κάτι μεγαλύτερο από τον Ιωνά”, και “Η βασίλισσα του νότου θα κρίνη την γενεάν αυτήν, διότι ήλθε να ακούσει την σοφίαν Σολομώντος, ενώ εδώ πρόκειται δια κάτι πολύ με­γαλύτερο από τον Σολομώντα”. Και δια τα ίσα κριτήρια πάλιν λέγει, ότι “αυτοί θα γί­νουν κριτές σας”, ενώ δια τα περισσότερα· “δεν γνωρίζετε ότι θα κρίνουμε αγγέλους; Πόσον μάλλον κοσμικές υποθέσεις”.


Και εδώ μεν τους κρίνει με ίσα κριτήρια· διότι αντιπαραβάλλει τους πλουσίους με πλουσίους και τους πτωχούς με πτωχούς. Αλλά δεν δείχνει μόνον με τον τρόπον αυ­τόν ότι η απόφαση είναι δικαία, με το ότι δηλαδή οι συνάνθρωποί των κατόρθωσαν την αρετή ενώ ευρίσκοντο στην ίδια με εκείνους κατάσταση, αλλά και με το ότι δεν έδειξαν υπακοή ούτε εις αυτά, εις τα οποία δεν αποτελούσε κώλυμα η πενία· όπως το να δώσουν ύδωρ εις τον διψασμένο, να ιδούν τον φυλακισμένο, να επισκε­φθούν τον άρρωστο. Αφού δε εγκωμίασε τους δικαίους, δείχνει ότι η προς αυτούς αγάπη προήρχετο άνωθεν. Διότι λέγει· “ελάτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κλη­ρονομήσατε την βασιλείαν που είναι ετοιμασμένη δι' εσάς από τον καιρόν της δη­μιουργίας”. Με πόσα αγαθά είναι ισάξιος ο χαρακτηρισμός αυτός, ότι είναι ευλογη­μένοι, και μάλιστα ευλογημένοι από τον Πατέρα;


Και από πού αξιώθηκαν τόσον μεγάλης τιμής; Ποια ήτο η αιτία; “Πείνασα και μου δώσατε να φάγω· δίψασα και με ποτίσατε” και τα εξής. Πόσην τιμήν δηλώνουν τα λόγια αυτά και πόσην μακαριότητα;Και δεν είπε λάβετε, αλλά “κληρονομήσατε”, ως οικογενειακά, ως πατρικά, ως ιδικά σας, ως κάτι που σας οφείλεται από παλαιά. Διότι πριν ακόμη γεννηθείτε, λέγει, αυτά είχαν ετοιμασθεί και τακτοποιηθεί προς χάρη σας, επειδή γνώριζα ότι θα γίνετε δίκαιοι. Και αντί ποιων πραγμάτων λαμ­βάνουν τόσα πολλά; Αντί στέγης, αντί ιματίου, αντί άρτου, αντί ψυχρού ύδατος, αντί επισκέψεως, αντί εισόδου εις την φυλακή. Ότι δηλαδή ήτο αναγκαίο εις κάθε περί­σταση. Υπάρχουν δε περιπτώσεις, που ούτε ανάγκη υπήρχε. Διότι, όπως είπα, ούτε ο άρρωστος, ούτε ο φυλακισμένος επιθυμούν μόνον αυτό, αλλά ο μεν ένας να αποφυ­λακισθεί, ο δε άλλος να απαλλαγή από την ασθένειαν. Αλλά αυτός, επειδή είναι κα­λοσυνάτος, ζητά ό, τι είναι δυνατό· ζητά μάλιστα και από αυτά που είναι δυνατό να γίνουν λιγώτερα, αφήνοντας εις ημάς να φιλοτιμηθούμε δια περισσότερα.


Εις εκείνους δε λέγει· “Φύγετε από κοντά μου, καταραμένοι” όχι πλέον από τον Πα­τέρα· διότι δεν τους καταράστηκε Αυτός, αλλά τα ιδικά τους έργα· “εις το πυρ το αιώνιον, που είναι ετοιμασμένο”, όχι δι' εσάς, αλλά “δια τον διάβολο και τους αγ­γέλους του”. Διότι, όταν μεν μιλούσε περί της βασιλείας λέγων “ελάτε, κληρονομή­σατε την βασιλείαν”, πρόσθεσε· “που είναι ετοιμασμένη δι' εσάς από τον καιρόν της δημιουργίας”. Όταν όμως ομιλεί περί του πυρός, δεν λέγει το ίδιο, αλλά “που είναι ετοιμασμένο δια τον διάβολο”. Διότι εγώ την μεν βασιλείαν την ετοίμασα προς χάριν σας, το δε πυρ όχι δι' εσάς, αλλά “δια τον διάβολο και τους αγγέλους του”. Επειδή όμως σεις περιελάβατε και τους εαυτούς σας, υπολογίζετε και τους εαυτούς σας.


Όχι μόνον δε με αυτά, αλλά και με όσα λέγει παρακάτω, ωσάν τρόπον τινά να απολογείται εις αυτούς εκθέτει και τις αιτίες, “διότι πείνασα και μου δώσατε να φάγω”. Διότι και εχθρός εάν ήτο αυτός που προσήλθε, δεν είναι αρκετά τα παθήματά του, η πείνα, το ψύχος, τα δεσμά, η γύμνια, η αρρώστια, το γεγονός ότι γυρίζει άστεγος παντού, να κάμψουν και να συντρίψουν και αυτόν τον άσπλαχνο; Διότι αυτά είναι εις θέση και την έχθρα να παύσουν. Αλλά σεις δεν τα κάνατε ούτε εις φίλο, ο οποίος ήτο και φίλος και ευεργέτης και Δεσπότης. Και σκύλον ακόμη αν δού­με να πεινά, συχνά λυγίζομε· και θηρίο αν δούμε, καμπτόμαστε· συ δε βλέπων τον Δεσπότην δεν κάμπτεσαι; Και πού είναι αυτά άξια απολογίας; Διότι και μόνον αυτό αν συμβαίνει, δεν είναι αρκετόν δι' ανάλογο ανταμοιβή; Παραλείπω το να ακούσης μιαν τέτοιαν φωνή μπροστά εις ολόκληρον την οικουμένην από Εκείνον που κάθεται εις τον θρόνο του Πατρός Του και να κερδίσεις την βασιλείαν· αλλά αυτό το γεγονός ότι εργάσθηκες δεν είναι αρκετόν να σε ανταμείψει;


Τώρα όμως και επί παρουσία της οικουμένης και ενώ φαίνεται η άρρητη εκείνη δόξα, σε ανακηρύσσει και σε στεφανώνει και σε αναγνωρίζει ως τον κατ' εξοχήν τροφέα και ξενοδόχο· και δεν εντρέπεται λέγων αυτά, δια να σου κάμει λαμπρότερη την τιμή. Δια τούτο λοιπόν και αυτοί δικαίως τιμωρούνται και εκείνοι βραβεύονται, κατά χάριν. Διότι και αν ακόμη έχουν κάνει άπειρα καλά, πάλιν κατά χάριν γίνεται η τιμητική διάκριση, αφού αντί τόσον μικρών και ευτελών πραγμάτων, τους δίδε­ται τόσος ουρανός και βασιλεία και τόσον μεγάλη τιμή».


Η ημέρα της Κρίσεως θα έρθει και θα σταθούμε ενώπιον του Κυρίου. Πού θα ανή­κουμε όμως; Στα πρόβατα ή στα ερίφια; Θα μας βάλει στα δεξιά Του ή στα αριστερά Του; Παραθέτουμε τα λόγια του Αγίου Αντωνίου, ο οποίος μας συμβουλεύει τα εξής: “Για να μην πέφτουμε σε αμέλεια και αφήνουμε την άσκηση, καλό είναι να μελετάμε πάντα τον αποστολικό λόγο: «Καθ' ημέραν αποθνήσκω» (Α' Κορ. 15:31). Γιατί αν έτσι ζούμε κι εμείς, με καθημερινή δηλαδή την αίσθηση τού θανάτου, δεν θ' αμαρτή­σουμε.


Αυτό πού λέω, σημαίνει τούτο: Κάθε πρωί πού ξυπνάμε, (να πιστεύουμε πώς δεν θα ζήσουμε μέχρι το βράδυ. Και όταν πέφτουμε για ύπνο,) να πιστεύουμε πώς δεν θα σηκωθούμε. Γιατί είναι άγνωστη, φυσικά, ή διάρκεια της ζωής μας και μετριέται κα­θημερινά από τη θεία πρόνοια. Αν λοιπόν είμαστε έτσι τοποθετημένοι εσωτερικά, ούτε θ' αμαρτήσουμε ούτε καμιά κακή επιθυμία θα έχουμε ούτε θα οργιστούμε ενα­ντίον κανενός ούτε θα μαζέψουμε θησαυρούς πάνω στη γη.


Αλλά, περιμένοντας καθημερινά το θάνατο, θα γίνουμε φτωχοί, και σε όλους θα τα συγχωρούμε όλα. Μα ούτε και γυναίκα θα ποθήσουμε ούτε κάποιας άλλης αισχρής ηδονής την απόλαυση θα κυνηγήσουμε, αλλά, σαν φευγαλέα πού είναι, θα τη σιχαθούμε, ζώντας συνεχώς με την αγωνία (της φρικτής απολογίας μας) και έχοντας μπροστά στα μάτια μας την μέρα της κρίσεως τού Θεού και τούτο γιατί ο μεγάλος φόβος και ή ταλαιπωρία των βασάνων διαλύει τη γλυκύτητα της ηδονής και ανασταί­νει την ψυχή όταν αρχίσει να πέφτει.” Ας προσέχουμε αδελφοί τον Κύριο και τον πλησίον μας, ας πεθαίνουμε κάθε μέρα για να ζήσουμε αιώνια και να σταθούμε άξιοι ενώπιον του φοβερού βήματος του Κυ­ρίου.


Κλείνουμε με τον Άγιο Χρυσόστομο, ο οποίος μας προτρέπει: «Ας γίνουμε λοιπόν νήπια ως προς την κακία και αφού αποφύγουμε την πονηρία, ας επιδιώξουμε την αρετήν, δια να επιτύχουμε και τα αιώνια αγαθά με την χάριν και φι­λανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύνα­μις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».



ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF