του Αγίου Ιωάννη του Σιναίτη ή της Κλίμακος,
έτσι όπως την κατέγραψε από την πατρολογία του Migne,
ο θεολόγος - συγγραφέας Ιωάννης Φωκυλίδης,
εκ του ορθοδόξου περιοδικού του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας
''Εκκλησιαστικός Φάρος'',
υπό τον τίτλο ''Ιωάννης ο της Κλίμακος''
τόμος δέκατος ένατος, σελ. 32-35,
Αλεξάνδρεια 1920.
Ο Ιωάννης αφηγείται, ότι ο ηγούμενος του μοναστηρίου, εν ω ην, ενετείλατο ληστή μετανοήσαντι, και τω αναχωρητικώ βίω μέλλοντι, ίνα προσέλθη, όπως δημοσία ποιήσηται των πεπραγμένων εξομολόγησιν.
Ούτος υπέσχετο, προσθείς, ότι ένε έτοιμος, αν θέλη, ίνα ποιήσηται αυτήν εν μέση Αλεξανδρεία. Ο Ιωάννης θαυμάζων ηρώτησε το αίτιον τούτου.
Ο δε ηγούμενος είπεν, ότι έπραξε τούτο δύο λόγων ένεκα. Πρώτον, ίνα εξομολογησάμενον διά της παρούσης αισχύνης, της μελλούσης απαλλάξη,
δεύτερον δε, ίνα εις εξομολόγησιν παρορμηθώσί τινες τον απ' αυτόν αναξαγόρευτα έχοντες πταίσματα, ''ης χωρίς ουδείς αφέσεως τεύξεται''.
Η εξομολόγησις, ην εντέλλεται η εκκλησία, οφείλει ίνα η μυστική΄ αλλά προκειμένου περί ανθρώπων δημοσία πλημμελησάντων, επετρέπετο, όπως ούτοι δημόσιον ποιήσωνται εξομολόγησιν.
Ο Ιωάννης ιστορεί τας θαυμασίας αναχωρητών τινων αρετάς. Παρ' αυτοίς η αγάπη ην δεσμός άλυτος, το δη θαυμαστότερον πάσης παρρησίας και αργολογίας απηλλαγμένη.
Προσείχον, όπως μη αδελφού, εν τινι, πλήξωσι την συνείδησιν. Εαν δε εφαίνετό τις μισάλληλος, τούτον ο ποιμήν εξώριζεν εν κεχωρισμένω μοναστηρίω, ως κατάκριτον.
Τόσον δε καλώς εγύμναζον εαυτούς τοις θείοις κατορθώμασιν, ώστε ουδεμίαν προεστηκότος ανάγκην είχον.
Εάν τις των αδελφών, του προεστώτος μη παρόντος, ελοιδόρει, κατέκρινεν ή αργολογία παρεδίδετο, έτερος των αδελφών, υπομιμνήσκων αυτόν,
νεύματι κρυφίω, το άτοπον της διαγωγής αυτού, επανήγεν εις τας της φρονήσεως τρίβους.
Εάν δε ο σφάλματι τούτω υποπίπτων, δεν αντελαμβάνετο του νεύματος, ο υπομνήσας, βαλών προ αυτού μετάνοιαν, απήρχετο.
Συνομιλούντες δ' αλλήλοις, απαύστως προ οφθαλμών είχον την μελέτην του θανάτου και την σκέψιν κρίσεως αιωνίου.
Βλέπων δε τον οψοποιόν, αεννάως σύννουν και αναλυόμενον εις δάκρυα, παρακάλει αυτόν, ίνα εξαγγείλη πόθεν ηξιώθη της τοιαύτης χάριτος.
Ούτος δε βιασθείς απεκρίνατο. ''Ουδέποτε, είπεν, ανθρώποις με δουλεύειν εννενόηκα, αλλά τω Θεώ΄ και της ησυχίας πάσης ανάξιον
εαυτόν καταδικάσας, αυτήν την του πυρός θείαν υπόμνησιν της μελλούσης φλογός διά παντός κέκτημαι''.
Εις δ' αυτών, Ισίδωρος καλούμενος, επί αξιώμασι εν τη Αλεξανδρέων διαπρέψας πόλει, εγένετο δεκτός εν τω κοινωβίω μετά την εξής δοκιμασίαν.
Ο ηγούμενος, βλέπων αυτών ''κακεντρεχή πάνυ και ωμόν, δεινόν τε και αγέρωχον'', ενετείλατο αυτώ, ίνα, στας εν τω πυλώνι της μονής, γονυκλισίαν ποιήσαται παντί εισερχομένω και εξερχομένω, λέγων.
''Εύξαι υπέρ εμού, πάτερ, ότι επιληπτικός είμι''. Ούτος δε υπήκουσεν. Επταετίαν δ' εν αυτή διατρίψαντα και εις βαθυτάτην ταπείνωσιν
και κατάνυξιν αφικόμενον, θεωρήσας υπεράξιον, τοις αδελφοίς συνηρίθμησε και χειροτονίας ηξίωσεν.
Ο Ιωάννης, θαυμάζων νεοπαγών τινων την πίστιν, την υπομονήν και την αδάμαστον καρτερίαν, ηρώτησεν, οικοδομής χάριν, μοναχόν τινα, Αββάκυρον τούνομα, δέκα και πέντε έτη εν τη μονή διατρίβοντα, υπό πάντων σχεδόν αδικούμενον, ενίοτε δε καθ' εκάστην διωκόμενον εκ της τραπέζης υπό των υπηρετών, διατί της τραπέζης καθ' ημέραν διωκόμενον βλέπει αυτόν και άδειπνον πολλάκις κοιμώμενον;
Ούτος δ' απεκρίνατο. ''Πίστευσόν μοι, πάτερ, ότι δοκιμάζουσί με οι πατέρες μου, εάν ποιώ μοναχόν, επεί ουκ εν αληθεία τούτο ποιούσι΄
καγώ λοιπόν, γινώσκων τον σκοπόν του μεγάλου και αυτών, υπομένω πάντα αταράχως.
Και ιδού δέκα πέντε έτη έχων τούτο λογιζόμενος, καθώς μοι και αυτοί εν τη εμή εισόδω έφησαν΄
ότι άχρι της τριακονταετίας δοκιμάζουσι τους αποτασσομένους. Χωρίς γαρ δοκιμής ο χρυσός ου τελειούται''.
Αποθνήσκων δε είπε τοις αδελφοίς. ''Ευχαριστώ, ευχαριστώ τω Κυρίω και υμίν, ότι διά το πειράζεσθαι εις σωτηρίαν μου εξ υμών, έμεινα εκ δαιμόνων απείραστος ιδού δέκα επτά έτη''.
Πλείστα δ' άλλα ταπεινότητος, αφηγείται, υπακοής παραδείγματα, παρατιθείς τους λόγους, ους είπον οι άγιοι εκείνοι άνδρες.
Σημειοί δε, ότι πλείστοι αυτών είχον πτυχία, κρεμάμενα εν τη ζώνη, εφ' ων, σημειούντες τους καθ' ημέραν λογισμούς, εξήγγελλον τω ποιμένι αυτών.
Εν μικρά δε της μεγάλης μονής αποστάσει, υπήρχε μόνη φυλακή λεγομένη, εν η οι εις παραπτώματα παραπίπτοντες ενεκλείοντο των μοναχών.
Εν αυτή δε δεν εφαίνετο ''καπνού σκιά'', ουδεμία δε οίνου βρώσις και ελαίου, άρτου δε μόνου και λαχάνων λεπτών, κατώκουν δε κατά μόνας
ή συν δύο και διά θαλλών φοινίκων κατασκεύαζον κάνιστρα, ίνα αποσκορακίσωσι την ακηδίαν!
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Απόσπασμα άρθρου του υπογραφομένου
θεολόγου και συγγραφέα Ιωάννη Φωκυλίδη,
εκ του ορθοδόξου περιοδικού του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας
''Εκκλησιαστικός Φάρος'',
υπό τον τίτλο ''Ιωάννης ο της Κλίμακος''
τόμος δέκατος ένατος, σελ. 32-35,
Αλεξάνδρεια 1920.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου