ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΝΟΥΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ

 




πὶ τῇ ἑορτῇ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Χρυσάνθου καὶ Δαρείας (19 Γ΄), προβαίνουμε στὴν δημοσίευση πνευματικῶν νουθεσιῶν ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ μακαρίου Γέροντος Χρυσάνθου Βρέτταρου (+1981), ὅπως καὶ ἑνὸς θαυμαστοῦ περιστατικοῦ ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχουν διασωθεῖ καὶ καταγραφθεῖ.


Γέροντας Χρύσανθος ἀνεδείχθη μεγάλος Πνευματικὸς Πατέρας, Ἀσκητὴς καὶ συνεπὴς Μοναχός, ὁ ὁποῖος βοήθησε πάρα πολλοὺς ἀνθρώπους στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου. Ἦταν ἐφάμιλλος μὲ τοὺς παλαιοὺς νηπτικοὺς Πατέρες, ἀσκήθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μετέφερε ἐν συνεχείᾳ τὴν φιλοκαλικὴ παράδοση στὴν Ἀθήνα, ὅπου ὑπηρέτησε ἐπὶ δεκαετίες ὡς Κληρικὸς τῆς Ἐκκλησίας μας, Κτήτορας Μονῶν, καλλιεργητὴς ψυχῶν, στολισμένος ἔκδηλα μὲ θεῖα χαρίσματα ἕως τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του πρὶν ἀπὸ 40 ἀκριβῶς ἔτη. Ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία νὰ ἐπανέλθουμε στὴν ἱερὰ μορφή του, γιὰ τὴν στήριξη καὶ ὠφέλειά μας.

Πνευματικὴ Νουθεσία

«λθον ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐδῶ ὅπου μοῦ ἔστειλαν ἐπιστολὰς τὰς ὁποίας εἶχον στείλει πολλοί. Ἐκ τῶν πολλῶν εἶναι καὶ ἡ δική σου εἰς τὴν ὁποίαν ὡς πνευματικός σου πατὴρ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ σοῦ ἀπαντήσω.


Τὸ ἐξομολογητάριον ἔκανες πολὺ καλὰ ποὺ τὸ ἐδιάβασες. Οἱ Κανόνες εἶναι γραμμένοι εἰς αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν νηστευτήν· δὲν δύναται νὰ τοὺς ἐφαρμόσῃ ὁ ἀναγινώσκων αὐτοὺς ἄνευ ἐντολῆς Πνευματικοῦ, διότι θὰ πέσῃ εἰς ὑπερηφάνειαν καὶ κατόπιν εἰς δεινὰς ἀσθενείας μέχρι φυματιώσεως. Διὰ τοῦτο ὀφείλεις νὰ κάνῃς ὑπακοὴν καὶ νὰ ἀκολουθήσῃς τὸν μέσον δρόμον ὅπου ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας ὀνομάζεται βασιλικός.


Τὸν βασιλικὸν δρόμον τὸν ἤνοιξε καὶ τὸν ὑπέδειξεν ὁ Θεὸς ὅπου ἔγινεν ἄνθρωπος χωρὶς ἁμαρτίαν νὰ τὸν ἀκολουθῶμεν συμφώνως τῶν πνευματικῶν δυνάμεων. Ἐσύ, Χριστιανὸς εὐσεβής, εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ ταπεινώνεσαι καὶ ὅ,τι κακὸν γίνεται εἰς ὅλον τὸν κόσμον νὰ πιστεύῃς ὅτι αἱ ἁμαρτίαι σου τὸ ἔκαμαν τὸ κακόν. Ταπεινούμενος θὰ ἔχῃς μέσ’ τὴν καρδιά σου χαρὰν ὑπερβολικὴν ὅπου δὲν δύναται ἄνθρωπος νὰ τὴν ἀφαιρέσῃ, διότι βάσις αὐτῆς εἶναι τὸ ἅγιον Βάπτισμα.


Κατόπιν εἶναι ἡ ἀγάπη, ὅπου εἶναι ὑποχρεωμένος ἐκεῖνος ὅπου θέλει νὰ σωθῇ νὰ θυσιάζῃ τὸν ἑαυτόν του ὅσο μπορεῖ, μίαν τρίχαν εἰς τὸν βωμὸν τῆς ἀγάπης καὶ ἡ ἀγάπη ὡς θεολογικὴ ἀρετὴ τὸν ἀναβιβάζει εἰς τὴν ἐλπίδα καὶ ἐκείνη εἰς τὴν πίστιν, ἡ ὁποία εἶναι ἐλπιζομένων ὑπόστασις. Ἀλλὰ τί θὰ πῇ ἐλπιζομένων ὑπόστασις;


Δηλ. ἐκεῖνος ὅπου δίδει μιὰν σταλαγματιὰν νερὸν εἰς τὸν ἀδελφόν του διὰ τὴν ἀγάπην ἐδῶ, θὰ τὴν εὕρῃ μυριοπλάσια καὶ ἡ ψυχή του ἀγαλλομένη μὲ ἀνέκφραστον χαρὰν θὰ ἀναχωρήσῃ καὶ θὰ εὕρῃ νερὸν ἀθάνατον, ἐκ τοῦ ὁποίου θὰ πίνῃ ἀχόρταστα δοξάζουσα καὶ εὐχαριστοῦσα τὸν Τρισυπόστατον Θεὸν ὅπου εἰς μίαν τρίχαν εἶσαι πιστὸς καὶ ἡ ψυχή σου εὗρε εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ μυριοπλασίους.


Καλῶς κάνεις σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενά σου ποὺ τρῶς μιὰ φορὰν τὴν ἡμέρα Δευτέραν, Τετράδα καὶ Παρασκευήν, ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανευθῇς πρέπει τὸ πρωὶ νὰ πίνῃς ρόφημα νηστήσιμον, τὸ μεσημέρι φαγητὸ νηστήσιμον ὡσαύτως καὶ τὸ βράδυ. Τὸ δὲ ἄρτυμα [ἐννοεῖ προφανῶς τὴν ἐλεημοσύνη] κατὰ τοὺς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ δίδεται εἰς χεῖρας ἀδελφῶν Χριστιανῶν.


χι ὅμως εἰς ἀνθρώπους ὅπου μισοῦν τὴν ἐργασίαν, ὄχι εἰς ἀνθρώπους ὅπου κάθονται εἰς τὰ καφενεῖα, ἀλλὰ εἰς ἀνθρώπους ἀπόρους καὶ φτωχὰ παιδία, τὰ ὁποῖα μὴ ἔχοντα τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἀναγκάζονται νὰ δίδουν τὸν ἑαυτόν τους εἰς διαφθορεῖα καὶ λοιπὰ γενόμενα εἰς τὸν ὑπόκοσμον.


Καλῶς πράττεις ὅπου ἀπέχετε ὡς ἀνδρόγυνον. Ἀπέχοντες ἐὰν δὲν σᾶς ἔχουν βάλει κανόνα, νὰ κοινωνᾶτε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων κάθε ὀκτώ [προφανῶς, ἡμέρες]. Νὰ διαβάζῃς δὲ βιβλία θρησκευτικὰ καὶ πρὸ πάντων τὴν «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρίαν». Τὸ ὁποῖον βιβλίον εἶναι γραμμένον ἀπὸ τὸν Ἀγάπιον τὸν Κρητικὸν καὶ ἀφιερωμένον εἰς τὴν Κυρίαν ἡμῶν Θεοτόκον καὶ διὰ τὴν ἀφιέρωσιν αὐτὴν ὀνομάζεται ἁμαρτωλῶν Σωτηρία, δηλαδὴ Παναγία. Αὐτὸς εἶναι ὁδηγὸς κάθε ψυχῆς ποὺ θέλει νὰ σωθῇ.


Εἶναι ὁ καθρέπτης ὅπου παρουσιάζει καὶ τὴν παραμικρὰν τρίχαν τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες μας, Σπετσιῶτες, Ὑδραῖοι, Αἰγηνῖτες, εἶχον αὐτὸ τὸ βιβλίον εἰς τὸ μαξιλάριόν των, τὸ ὁποῖον τὸ ἐδιάβαζον καὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐδιάβαζον τὰ ἐφύλαττον. Πρόσεχε! Ὅ,τι βιβλίον διαβάζετε ὅλοι σας νὰ πλένετε καλὰ τὰ χέρια σας καὶ νὰ ἀνοίγετε λέγοντες αὐτὴν τὴν εὐχήν, καθὼς λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:


Χριστέ μου ὅπου ἐνεφανίζεσο εἰς τοὺς πρὸ νόμου Πατέρας ἡμῶν Ἀβραὰμ καὶ λοιποὺς καὶ εἶσαι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ὡμίλεις... εἰς αὐτοὺς τοὺς προπάτορας ἡμῶν καὶ αὐτοὶ Σὲ ἤκουον καὶ ἐπείθοντο εἰς τὰ λεγόμενά σου καὶ ἐσὺ ὁ προφορικὸς Λόγος ἔγινες γραπτὸς διὰ τοῦ Μωϋσέως καὶ ἐνεγράφης εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην. Αὐτὸς ἐσαρκώθης καὶ ἔγινες ἄνθρωπος δανεισθεὶς τὴν σάρκα ἐκ τῶν Παναχράντων αἱμάτων τῆς Παναγίας Σου Μητρὸς διὰ νὰ γίνῃς πλησιέστερος καὶ πλέον ἀγαπητὸς εἰς τοὺς εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς διὰ τῆς ἀναγνώσεως [τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου] καὶ συνεχοῦς Μεταλήψεως τῶν φρικτῶν σου καὶ ἁγίων Μυστηρίων, τὰ ὁποῖα μεταδίδεις διὰ τῆς Ἱερωσύνης εἰς τοὺς ἀγαπῶντας σε εὐσεβεῖς Χριστιανούς.


Φώτισόν μας νὰ σὲ ἀγαπήσωμεν καθὼς καὶ ὁ χορὸς ὅλων τῶν πρὸ ἡμῶν Πατέρων ὅπου σὲ ἠγάπησαν...”. Ὅταν αὐτὰ διαβάζῃς μὲ τὴν οἰκογένειάν σου καὶ τὰ ἐργάζεσαι, θὰ σοῦ ἀνοίξῃ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ τὸν νοῦν σου καὶ ὁ νοῦς θὰ κηρύσσῃ διὰ τοῦ λόγου τοῦ προφορικοῦ τὰ μεγαλεῖα τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Πίστεως, ἐκ τῆς ὁποίας πηγάζουν ὅλαι αἱ ἀρεταί, αἱ ὁποῖαι εἶναι σκάλα καὶ ἀναβιβάζουν τὴν διψῶσαν ψυχὴν εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Σὲ παρακαλῶ πολὺ παρακάλα τὴν Παναγίαν νὰ σώσῃ καὶ μένα τοῦ ἁμαρτωλοῦ τὴν ψυχήν μου καὶ ἀπολαύσω μικρόν τι τῆς Βασιλείας τοῦ Υἱοῦ Της!».



Διδαχαὶ Χρυσάνθου Ἱερομονάχου Ἁγιαναννίτου
Ἱ. Μονῆς Παναγίας Ὁδηγητρίας, Μῶλος Λοκρίδος, ἄ.χ., σελ. 5-6.



Θαυμαστὸ περιστατικό: «Θαῦμα προσευχῆς τοῦ προορατικοῦ Γέροντα»


«Εἶμαι ἡ ἀδελφὴ τῆς Αἰκατερίνης Ντ. καὶ ἔζησα ἕνα ζωντανὸ θαῦμα, ὅταν ἐγκυμονοῦσε ἡ ἀδελφή μου. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἐλευθερωθεῖ ἡ ἀδελφή μου. Πῆγε ἡ μαμμὴ στὸ σπίτι, ἀλλὰ δὲ μποροῦσε νὰ τὴν ξεγεννήσει. Ἀφοῦ πέρασαν τρεῖς μέρες, εἶπε ἡ μαμμὴ στὴ μητέρα μας νὰ πάει τὴν ἀδελφή μου στὸ μαιευτήριο, γιὰ νὰ μὴ πεθάνει μαζὶ μὲ τὸ παιδί της.


Πραγματικὰ τὴν πῆγαν στὸ μαιευτήριο Ἀλεξάνδρας ποὺ τότε ἦταν ἐκεῖ ὁ καλύτερος καθηγητής. Τὴν βάλανε στὸ χειρουργεῖο κι ὅμως γιὰ τρεῖς ἡμέρες δὲν μποροῦσε νὰ ἐλευθερωθεῖ. Τότε ἡ ἀδελφή μου παρακάλεσε μιὰ νοσοκόμα νὰ δώσει ἕνα σημείωμα στὴ μητέρα μας. Τὸ σημείωμα αὐτὸ ἔγραφε:


Μαμά, σὲ παρακαλῶ πάρα πολύ, πήγαινε νὰ βρεῖς τὸν Γέροντα Χρύσανθο νὰ κάνει μιὰ Λειτουργία γιὰ νὰ ἐλευθερωθῶ, γιατὶ θὰ πεθάνω. Ἡ μαμά μου ταράχθηκε πάρα πολὺ καὶ ἀμέσως εἰδοποίησε τὸν Γέροντα Χρύσανθο, ὁ ὁποῖος ἦρθε στὸ ἐκκλησάκι Ἅγιος Αὐγουστῖνος στὸ Μπραχάμι, στὴ γειτονιά μας, ὅπου λειτουργοῦσε. Ὁ Γέροντας εἶπε τότε στὴ μάνα μου:


πόψε θὰ κάνουμε Ἀγρυπνία γιὰ τὸ παιδί σου. Ἦταν ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου [μὲ τὸ Πάτριο], τὸν ὁποῖον ἀγαποῦσε πολὺ ὁ Γέροντας. Πραγματικὰ μαζευτήκαμε 20 ἄτομα καὶ κάναμε Ἀγρυπνία. Τὴ νύκτα 2 ἡ ὥρα περίπου, βγαίνει ὁ Γέροντας στὴν Ὡραία Πύλη καὶ λέει: – Σᾶς παρακαλῶ πάρα πολύ, γονατίστε ὅλοι κάτω καὶ κάντε προσευχὴ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἡ Αἰκατερίνα.


Πραγματικὰ ὅλοι γονατίσαμε κάτω καὶ ἀρχίσαμε μὲ κομποσχοίνι καὶ δάκρυα νὰ κάνουμε προσευχή! Μετὰ ἀπὸ μιὰ ὥρα βγαίνει ὁ Γέροντας στὴν Ὡραία Πύλη καὶ φωνάζει: –Ἑλένη, νὰ σοῦ ζήσουνε. Ἔκανε ἡ Αἰκατερίνα ἀγόρι καὶ κορίτσι! Ἐμείναμε ἄναυδοι ὅλοι ἐκείνη τὴ στιγμή!


Τέλειωσε ἡ Ἀγρυπνία καὶ ἤρθαμε στὰ σπίτια μας. Τότε ὑπῆρχε μόνο ἕνα τηλέφωνο σὲ περίπτερο κοντὰ στὴν Ἁγία Βαρβάρα, ἕνα χιλιόμετρο μακριά μας. Αὐτὸ τὸ τηλέφωνο εἴχαμε δώσει στὸ μαιευτήριο γιὰ νὰ μᾶς εἰδοποιοῦνε.
Τὸ πρωὶ 7 ἡ ὥρα ἦρθε ὁ περιπτερὰς ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ρεῦμα ποὺ μᾶς χώριζε καὶ φώναξε:


Κυρὰ Ἑλένη, ἡ κόρη σου γέννησε! Ἔκανε δίδυμα! Ἕνα ἀγόρι καὶ ἕνα κορίτσι! Νὰ σᾶς ζήσουν! Ἦταν ἕνα ζωντανὸ θαῦμα ποὺ ζήσαμε ὅλοι μας! Ἡ ἀδελφή μου ζήτησε ἐπίμονα ἀπὸ τὸν Γέροντα νὰ βαπτίσει τὰ νεογέννητα δίδυμα καὶ ὁ Γέροντας, ἄν καὶ δὲ συνήθιζε νὰ κάνει βαπτίσια καὶ γάμους, τελικὰ δέχτηκε καὶ τὰ βάπτισε στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου. Τὸ ἀγόρι τὸ ἔβγαλαν Ἰωάννη καὶ τὸ κορίτσι Ἑλένη καὶ ζοῦν μέχρι σήμερα.


ἀδελφή μου ἔλεγε στὰ παιδιά της αὐτά: –Νὰ ξέρετε ὅτι σᾶς βάπτισε ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος...



Γέροντας Χρύσανθος 1895-1981 – «Διηγοῦνται γιὰ τὸν Γέροντα»
Ἱ. Μονὴ Παναγίας Ὁδηγητρίας, Μῶλος Λοκρίδος, ἄ.χ., σελ. 62-64. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF