ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ




Ἀπόστιχα ἰδιόμελα


«Δεῦτε, πιστοί, ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ· νέμει γάρ τοῖς δούλοις τόν πλοῦτον καί ἀναλόγως ἕκαστος, πολυπλασιάσωμεν τό τῆς χάριτος τάλαντον· ὁ μέν σοφίαν κομιείτω δι᾽ ἔργων ἀγαθῶν· ὁ δέ λειτουργίαν λαμπρότητος ἐπιτελείτω· κοινωνείτω δέ τοῦ λόγου πιστός τῷ ἀμυήτῳ καί σκορπιζέτω τόν πλοῦτον πένησιν ἄλλος· οὕτω γάρ τό δάνειον πολυπλασιάσομεν καί ὡς οἰκονόμοι πιστοί τῆς χάριτος δεσποτικῆς χαρᾶς ἀξιωθῶμεν· αὐτῆς ἡμᾶς καταξίωσον, Χριστέ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος».


λᾶτε, πιστοί, νά δουλέψουμε πρόθυμα στό Δεσπότη· διότι μοιράζει ἀπό ἀγαθότητα τόν πλοῦτο στούς δούλους, καί ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητές του ἄς πολλαπλασιάσουμε τό τάλαντον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἕνας ἄς παρουσιάσει σοφία μέ ἔργα ἀγαθά, ὁ ἄλλος ἄς προσφέρει (στό σύνολο) ὑπηρεσίες λαμπρές· ὁ πιστός ἄς μεταδίδει τό θεῖο λόγο σ᾽ αὐτόν πού τόν ἀγνοεῖ καί ὁ ἄλλος ἄς σκορπίζει τόν ὑλικό πλοῦτο του στούς φτωχούς. Διότι ἔτσι, ὡς πιστοί οἰκονόμοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, θ᾽ ἀξιωθοῦμε νά λάβουμε τή δεσποτική θεία χαρά. Αὐτή ἀξίωσέ μας ν᾽ ἀποκτήσουμε, Χριστέ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος.


καλλιέργεια τῶν ταλάντων πού δίνει ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, γίνεται κατά πολλούς τρόπους ἀνάλογα μέ τήν προθυμία, τίς ἰδιαίτερες συνθῆκες καί τίς δυνατότητες πού διαθέτουν οἱ ἄνθρωποι. Ὅλοι δέν εἴμαστε τό ἴδιο. Ὁ καθένας μας φέρει τή δική του ἀτομικότητα, τό δικό του χαρακτήρα, τίς δικές του δεξιοτεχνίες καί τίς ἰδιαίτερες κοινωνικές συνθῆκες, στίς ὁποῖες βρίσκεται καί λειτουργεῖ.


Τό ἰδιόμελο κάνει θαυμάσια τήν ἐξειδίκευση. Τονίζει ποικίλες μορφές τοῦ ἔργου στό ὁποῖο οἱ πιστοί μποροῦν νά ἐκτελέσουν τό χρέος, ὡς οἰκονόμοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καί δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἔχουν πάντοτε ἐμφανή χαρίσματα καί κλίσεις γιά νά εἶναι διάκονοι τοῦ Χριστοῦ, νά εἶναι λόγου χάρη διάσημοι θεολόγοι καί ἱεράρχες. Καί μέ τό λίγο πού διαθέτουν μποροῦν νά ὑπηρετήσουν τόν Κύριο. Τό λίγο τό ἀποδέχεται ὁ Θεός, τό εὐλογεῖ καί τό πολλαπλασιάζει μέ τήν ἄφατη χρηστότητά του.


Μπορεῖ κάποιος νά ἐκπέμπει σοφία πνευματική, μέ τή συνετή διαγωγή του καί τά ἐνάρετα ἔργα του διδάσκοντας τούς ἀνθρώπους νά δοξάζουν τό Θεό. Ἄλλος πάλι μπορεῖ νά ὑπηρετήσει τό κοινωνικό σύνολο μέ τή φωτεινή δραστηριότητά του. Ἐνῶ ἄλλος μπορεῖ νά μεταδώσει τήν πίστη σ᾽ αὐτούς πού δέν τή γνωρίζουν, νά λέγει λόγια καλά καί ἐποικοδομητικά στό περιβάλλον του. Τέλος διά τῆς ἐλεημοσύνης μπορεῖ ὁ πλούσιος πιστός νά ὑπηρετήσει τόν Κύριο, σκορπίζοντας τόν πλοῦτο του στούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, αὐτούς πού δέν ἔχουν νά φᾶνε.


λοι οἱ δουλευτές τῆς ἀρετῆς εἶναι οἰκονόμοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι διαπιστευμένοι στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου. Τό ἀξίωμά τους εἶναι πολύ μεγάλο. Σάν δοῦλοι τῆς χάριτος, ἔχουν ἀμοιβή ἀπό τή χάρη. Ὄχι βέβαια ὅτι δουλεύουν γιά τήν ἀνταμοιβή. Ἐπιτελοῦν ἐλεύθερα τό χρεός καί ἡ Χάρη ἀνταμείβει πλούσια τούς δουλευτές της. Εἶναι δέ ἡ ἀνταμοιβή αὐτή ἡ δεσποτική χαρά, στήν ὁποία θά εἰσέλθουν ὅσοι δούλεψαν παραγωγικά τά τάλαντά τους, ἡ ἄυλη μακαριότητα στούς φωτεινούς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἡ αἰώνια εὐφροσύνη στό νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτῆς ἀξιώσέ μας, Χριστέ, ὡς φιλάνθρωπος.


«ταν ἔλθῃς ἐν δόξῃ μετ᾽ ἀγγελικῶν δυνάμεων καί καθίσῃς ἐν θρόνῳ, Ἰησοῦ, διακρίσεως, μή με, Ποιμήν ἀγαθέ, διαχωρίσῃς· ὁδούς δεξιάς γάρ οἶδας, διεστραμμέναι δέ εἰσίν αἱ εὐώνυμοι· μή οὖν ἐρίφοις με τόν τραχύν τῇ ἁμαρτίᾳ συναπολέσῃς, ἀλλά τοῖς ἐκ δεξιῶν συναριθμήσας προβάτοις, σῶσον με, ὡς φιλάνθρωπος».


ταν ἔλθεις ἐνδόξως (κατά τή Δευτέρα Παρουσία) συνοδευόμενος ἀπό ἀγγελικές δυνάμεις καί καθίσεις σέ θρόνο κρίσεως, Ἰησοῦ, μή μέ διαχωρίσεις ἀπό κοντά σου, Ποιμήν ἀγαθέ· διότι γνωρίζες ὅτι εἶναι καλές οἱ δεξιές ὁδοί, ἐνῶ οἱ ἀριστερές εἶναι κακές καί διαστραμμένες. Μή λοιπόν, καταστρέψεις μαζί μέ τά (πονηρά) ἐρίφια ἐμένα, πού ἡ ἁμαρτία μέ ἔχει κάνει σκληρό καί ἄγριο, ἀλλά ἀφοῦ μέ συναριθμήσεις μέ τά πρόβατα, πού βρίσκονται στά δεξιά σου, σῶσε με, ὡς φιλάνθρωπος.


ὑπόθεση τῶν ταλάντων εἶναι συνδεδεμένη μέ τή μέλλουσα κρίση. Τότε θά γίνει ἡ ὁριστική ἀνταπόδοση. Ὁ Χριστός θά ἔλθει στή γῆ μέ δύναμη καί λαμπρότητα, συνοδευόμενος ἀπό τά φωτεινά λειτουργικά του πνεύματα. Θά καθίσει πάνω σέ λαμπρό θρόνο καί θά διαχωρίσει τούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους θά κρίνει, σέ δύο ὁμάδες, στά πρόβατα (τούς καλούς) πού θά εἶναι στά δεξιά τοῦ θρόνου, καί τά ἐρίφια, τούς κακούς, πού θά βρίσκονται στ᾽ ἀριστερά. Θά τούς κρίνει μέ βάση τά ἔργα τους.


Οἱ πονετικοί πρός τό συνάνθρωπο, ὅσοι καλλιέργησαν τό τάλαντο τῆς ἀγάπης, θά εἰσέλθουν στή χαρά τῆς θείας Βασιλείας. Ἀντίθετα οἱ σκληροί καί ἀνάλγητοι, ὅσοι ἔχωσαν τό τάλαντο τῆς φιλανθρωπίας στή γῆ καί ἔζησαν ἀδιάφοροι γιά τόν πόνο καί τήν κακοπάθεια τοῦ πλησίον, θά ριχθοῦν στήν αἰώνια κόλαση, στό πὺρ τό ἄσβεστο.


Πολλοί γκρινιάζουν γι᾽ αὐτά τά πράγματα. Εἶναι δυνατόν ὁ ἀγαθός Θεός νά τιμωρήσει αἰώνια τά πλάσματά του; Ναί, εἶναι δυνατόν, γιατί οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὄντα ἐλεύθερα καί λογικά, εἶναι πλάσματα τοῦ Θεοῦ, καί κανένα πλάσμα δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἀποκομμένο ἀπό τόν Πλάστη του. Μπορεῖ νά σταθεῖ ἕνας καρπός δέντρου, νά ζήσει καί ν᾽ ἀναπτυχθεῖ ἄσχετα ἀπό τή ρίζα του; Ὁ ὅποιος ἄνθρωπος ζεῖ καί κινεῖται στό χῶρο τοῦ Δημιουργοῦ του. Δέ γίνεται νά τόν ἀποφύγει. Ἡ σχέση ὅμως μέ τό Θεό δημιουργεῖ κατάσταση ἔλλογη καί ἠθική. Εἶναι φυσικό.


ποιος ζεῖ στό χῶρο τοῦ ἁγίου Θεοῦ, πρέπει νά μιμεῖται κι αὐτός τήν ἁγιότητα ἐκείνου. Ἀλλιώτικα δέν εἶναι ἄνθρωπος σωστός, εἶναι καρικατούρα ἀνθρώπου. Αὐτό δυστυχῶς συμβαίνει στή βάση τῆς λογικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά πεῖ ὄχι στό Θεό, νά φύγει ἀπό τή φυσικότητά του καί νά γίνει ἕνα κινούμενο λάθος. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει ἡ ἁμαρτία. Εἶναι μιά μεγάλη κατάχρηση, μιά διαστροφή, ἕνα ψέμα. Εἶναι κάτι πού φθείρει τή φύση.


ς κακό δέ γίνεται νά μείνει ἀτιμώρητο ἀπό τό Θεό. Νά σκεφτεῖτε ὅτι γιά τήν κατάργησή του καί τόν ἀφανισμό τῆς τιμωρίας πέθανε ὁ Θεός ἐπάνω στό σταυρό. Στή διάσταση τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος λυτρώνεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν ποινή τήν ὀφειλόμενη σ᾽ αὐτή, διά τῆς μετανοίας. Ἄν ὅμως καί μετά ταῦτα ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθήσει πεισματικά νά μή θέλει τό Θεό καί ν᾽ ἀγαπᾶ τήν ἁμαρτία, τότε περιέρχεται ὁριστικά στά χέρια τῆς θείας δικαιοσύνης. Καμιά θεραπεία δέν ὑπάρχει πιά.


Μήπως τό ξερόκλαδο πού κόβεται ἀπό τό δέντρο, μπορεῖ νά ζωογονηθεῖ καί νά βλαστήσει; Ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπόλυτα δίκαιη, τόσο περισσότερο ὅσο ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τίς ἀλήθειες αὐτές. Σέ περίπτωση πού τίς ἀγνοεῖ θά ἔχει ἐλαφρυντικά. Ἄν πάλι μοῦ πεῖτε, γιατί ὁ Θεός δέν ἀφανίζει τούς ἁμαρτωλούς ἤ γιατί ἐπέτρεψε νά γεννηθοῦν, γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων τήν τελική κατάντια τους, δέν μπορῶ νά σᾶς ἀπαντήσω. Δέ γνωρίζω τά μυστικά τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζω μόνο ὅ,τι μᾶς φανέρωσε ὁ Πατήρ μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ του.


« Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος παρά πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς πρός ἑστιάσιν πνευματικήν τοῦ νυμφῶνός σου, τήν δυσείμονά μου μορφήν τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου, καί στολήν δόξης κοσμήσας τῆς σῆς ὡραιότητος, δαιτυμόνα φαιδρόν ἀνάδειξον τῆς Βασιλείας σου ὡς εὔσπλαγχνος».


σύ, Νυμφίε Χριστέ, πού εἶσαι πιό ὄμορφος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ὁ ὁποῖος μᾶς κάλεσες ὅλους νά μετάσχουμε στό πνευματικό συμπόσιο τοῦ νυμφώνα σου, ἀφαίρεσέ μου διά τῆς συμμετοχῆς στά παθήματά σου τήν ἄσχημη μορφή τῶν πταισμάτων μου, καί, ἀφοῦ μέ ντύσεις μέ τήν ἔνδοξη στολή τῆς ὡραιότητάς σου, ἀνέδειξέ με χαρούμενο συνδαιτυμόνα τῆς βασιλείας σου, ὡς εὔσπλαχνος.


στροφή τῆς ψυχῆς γίνεται πρός τό Χριστό. Σέ ποιόν τάχα ἄλλον; Εἶναι Νυμφίος ἐράσμιος, πιό ὄμορφος ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Νά ἦταν ἄραγε πιό ὄμορφος καί κατά τήν ἐξωτερική σωματική του ἐμφάνιση; Τίποτε δέν μπορεῖ ν᾽ ἀποκλειστεῖ, ἄν καί δέν ἔχουμε εἰδήσεις γιά τούς σωματικούς χαρακτῆρες του. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ πνευματική ὀμορφιά τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀσύγκριτη καί ἀπαράμιλλη. Εἶχε ἀστραφτερή ψυχή καί σῶμα ὁλοκάθαρο. Καμιά κηλίδα ἁμαρτίας δέν κάθισε στήν ὑπόστασή του.


ταν ὁ ἕνας καί μοναδικός, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἄστραφτε στό πλήρωμά της ἡ ὀμορφιά τοῦ Θεοῦ, ἑνωμένη μέ τήν καθαρότητα τοῦ ἀνθρώπου στήν ὑπέρτατη λαμπρότητά της . Ἦταν τό ἀσπάσιο κάλλος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παρθένου, ἡ συντριπτική ὀμορφιά καί καλλονή τοῦ Θεανθρώπου!


πιστεύουσα ψυχή θέλγεται ἀπό τήν καλλονή τοῦ ἐπουράνιου Νυμφίου της. Σιγοτρέμει μπροστά στή γλυκύτητά του. Θέλγεται, ἀναπολούσα τήν μετ᾽ Ἐκείνου ἕνωση! Τόν ἐρωτεύεται παράφορα καί μυστικά. Σκέφτεται τό συμπόσιο, τίς ἡδύτητες καί τούς γλυκασμούς, στούς ὁποίους τήν προσκαλεῖ Ἐκεῖνος στήν ἐπουράνια χαρά του, καί ἐκστασιάζεται. Ἐντούτοις σκέφτεται τό δικό της πνευματικό κατάντημα, τή δική της ἀσχήμια. Βλέπει ὅτι δέν εἶναι καθαρή. Ὅτι ἡ στολή της εἶναι κακόμορφη καί μελανή, βουτηγμένη στούς ρύπους καί τίς σπιλάδες τῆς ἀκαθαρσίας.


λήθεια, πῶς εἶναι δυνατόν αὐτή, ἡ ἐναγής καί ἄσχημη, νά ἑνωθεῖ μέ τόν καθαρότατο καί ἄσπιλο; Ἡ μόνη της δυνατότητα εἶναι νά πέσει στά πόδια τοῦ Κυρίου της, νά τόν παρακαλέσει νά τῆς ἀφαιρέσει τήν ἀκάθαρτη στολή της, νά τήν ντύσει μέ μιά ἄλλη ἀστραφτερή καί ἔνδοξη, κι ἔτσι νά τήν καταστήσει ἄξια τῆς θείας εὐωχίας τοῦ νυμφώνα, ἄξια τῆς ἑστιάσεως τῆς πνευματικῆς, τῆς θείας Βασιλείας!


«δού σοι τό τάλαντον ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει, ψυχή μου· φόβῳ δέξαι τό χάρισμα, δάνεισαι τῷ δεδωκότι, διάδος πτωχοῖς καί κτῆσαι φίλον τόν Κύριον· ἵνα στῇς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ ὅταν ἔλθῃ ἐν δόξη, καί ἀκούσῃς μακαρίας φωνῆς· Εἴσελθε, δοῦλε, εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς ἀξίωσόν με, Σωτήρ, τόν πλανηθέντα, διά τό μέγα σου ἔλεος».


δού, ψυχή μου, ὁ Δεσπότης σοῦ ἐμπιστεύεται τό τάλαντο· μέ φόβο δέξε τό χάρισμα δάνεισε αὐτόν πού σοῦ τό ἔδωσε· δῶσε στούς φτωχούς (ἀπό τά ἀγαθά σου) καί κάνε φίλο σου τόν Κύριο, γιά νά σταθεῖς στά δεξιά του, ὅταν ἔλθει (στή γῆ) μέ δόξα καί ἀκούσεις τή μακαρία του φωνή: Εἴσελθε, δοῦλε, στή χάρη τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς ἀξίωσε κι ἐμένα, Σωτήρα μου, τόν πλανηθέντα, διά τό μέγα σου ἔλεος.


πό τό νυμφώνα ὁ ὑμνωδός περνᾶ στά τάλαντα. Αὐτά τά δύο εἶναι ἀλληλένδετα. Ἡ αὔξηση καί ὁ πολλαπλασιασμός τῶν ταλάντων εἶναι ἡ βασική προϋπόθεση εἰσόδου στό νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ράθυμες καί ἀμελεῖς ψυχές δέν ἔχουν πρόσβαση στή μυστική θεία εὐχωχία. Γιαυτό ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἀπό τόν Θεό τό τάλαντο, πρέπει νά φοβᾶται. Πρέπει νά ἔχει αἴσθηση τῆς σπουδαιότητας τῆς ὑποθέσεως καί ἀπόφαση νά δουλέψει γιά τή σωτηρία του, νά φανεῖ ἄξιος τῆς μεγάλης δωρεᾶς, ν᾽ ἀνταποκριθεῖ στήν ἐμπιστοσύνη καί τήν προσδοκία τοῦ Κυρίου του.


Πρέπει νά δώσει στούς φτωχούς ἀπό τά ἀγαθά του, γιά νά ἔχει φίλο του τόν Κύριο. Νά δανείσει αὐτόν (τό Θεό) πού τοῦ ἔδωσε τά πάντα, τή ζωή, τίς δεξιότητες καί τά χαρίσματα. Γιατί οἱ φτωχοί καί καταφρονεμένοι εἶναι πολύ τιμημένοι –ἔστω κι ἄν δέν τό γνωρίζουν–, εἶναι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐκεῖνος πού βοηθεῖ τό φτωχό, δανείζει τόν ἴδιο τό Θεό. Ἔτσι θά κάνει φίλο του τό Χριστό.


Κι ὅταν Ἐκεῖνος ἐπιστρέψει ἔνδοξος στή γῆ γιά νά κρίνει τόν κόσμο, ὁ πιστός δοῦλος δέ θ᾽ ἀντικρίσει πρόσωπο ἀπότομο καί αὐστηρό, ἀλλά φιλική φωνή τοῦ Κυρίου, πού θά τοῦ λέγει: Φίλε, πιστέ καί καλέ, εἴσελθε στή χαρά τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς εἴθε ν᾽ ἀξιώσει ὁ Σωτήρας ὅλους τούς πλανηθέντας ἁμαρτωλούς. Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας!



Εκ του βιβλίου του Ανδρέα Θεοδώρου
<<Προς τό εκούσιον Πάθος>>
Ερμηνευτικό σχόλιο στην Υμνογραφία της Μεγάλης Εβδομάδος,
έκδοση <<Αποστολικής Διακονίας>>, Δεκέμβριος 1988
Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου <<Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέα>>.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF