ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 30 Απριλίου 2024

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΝΟΥ: ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ - ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΕΚΑ ΠΑΡΘΕΝΕΣ

 


Ομιλία γ’


Θυμάστε άραγε πώς άρχισε ο προηγούμενος λόγος μου και πώς τελείωσε, ή από ποιο θέμα άρχισαν και σε ποιο κατέληξαν τα λόγια της προηγούμενης ομιλίας μου; Όμως νομίζω πως λησμονήσατε πώς τελείωσε ο λόγος μου, αλλά εγώ θυμάμαι και δεν σας κατακρίνω γι’ αυτό ούτε σας κατηγορώ. Γιατί ο καθένας από εσάς έχει γυναίκα, ασχολείται με τα παιδιά του, και φροντίζει για όλα τα πράγματα του σπιτιού. Και άλλοι ασχολούνται με τα στρατιωτικά, άλλοι είναι χειροτέχνες και ο καθένας σας ασχολείται με τις διάφορες ανάγκες του.


Εγώ όμως καταγίνομαι μ’ αυτά, αυτά μελετώ και μ’ αυτά περνώ τον χρόνο μου, ώστε δεν είσαστε αξιοκατάκριτοι γι’ αυτό, αλλά αξιέπαινοι για την προθυμία σας, αφού ούτε μια Κυριακή δεν εγκαταλείπετε την εκκλησία. Και αυτό είναι το μέγιστο εγκώμιο για την πόλη μας, όχι, δηλαδή, το να έχει θορύβους και προάστεια, ούτε ολόχρυσα σπίτια και αίθουσες για συμπόσια, αλλά το να έχει σπουδαίους και προσεκτικούς πολίτες.


Γιατί και το καλό δένδρο δεν το αναγνωρίζουμε από τα φύλλα του αλλά από τους καρπούς του. Και σίγουρα γι’ αυτό ξεχωρίζουμε από τα άλογα ζώα, για το ότι έχουμε λόγο και με τον λόγο επικοινωνούμε και αγαπούμε τον λόγο. Γιατί ο άνθρωπος που δεν αγαπά τον λόγο, είναι πιο άλογος και από τα κτήνη, μη γνωρίζοντας γιατί τιμήθηκε και από που έχει την τιμή. Και καλά έλεγε ο προφήτης: «Ο άνθρωπος πού ήταν τιμημένος, δεν το κατανόησε, αλλά αναμείχθηκε με τα ανόητα κτήνη κι έγινε όμοιος με αυτά» (Ψαλμ. μη’ 13). Ενώ είσαι λογικός άνθρωπος, δεν αγαπάς τον λόγο;


Πες μου, ποια συγχώρηση θα έχεις γι’ αυτό; Γι’ αυτό εσείς είσαστε πιο σπουδαίοι για εμένα, εσείς, δηλαδή, που έρχεστε να ακούσετε με προθυμία τον λόγο τής αρετής, και όλα τα θεωρείτε δεύτερα μπροστά στα θεία λόγια. Εμπρός, λοιπόν, κι εμείς ας αρχίσουμε το θέμα μας και ας πούμε τη συνέχεια εκείνων που είπαμε στην προηγούμενη ομιλία. Σας το χρεωστώ, και με ευχαρίστηση εξοφλώ το χρέος μου. Και η εξόφληση αυτή δεν μου στερεί κάτι, αλλά αντίθετα με πλουτίζει.


Στην περίπτωση, βέβαια των εκτός της εκκλησίας πραγμάτων, όσοι χρεωστούν αποφεύγουν τους δανειστές για να μην τους επιστρέψουν αυτά που τους χρεωστούν, αντίθετα εγώ σας κυνηγώ για να σας επιστρέψω όσα σας χρεωστώ, και πολύ εύλογα. Διότι στην περίπτωση των εκτός της εκκλησίας πραγμάτων, η επιστροφή των οφειλομένων προξενεί φτώχεια, ενώ στην περίπτωση του λόγου η ανταπόδοση της οφειλής φέρνει πλούτο. Και εννοώ το εξής: Χρεωστώ σε κάποιον χρήματα, και εάν του τα επιστρέψω, τα χρήματα δεν είναι δυνατόν να είναι και δικά μου και δικά του, αλλά έφυγαν από εμένα και έγιναν δικά του.


Εάν όμως προσφέρω λόγο, και εγώ τον έχω και όλοι εσείς τον έχετε. Εάν κρατήσω τον λόγο μόνο για εμένα, και δεν τον προσφέρω, τότε είμαι φτωχός, όταν όμως τον προσφέρω, τότε γίνομαι πλούσιος. Εάν δεν προσφέρω τον λόγο, τότε μόνον εγώ είμαι πλούσιος, εάν όμως τον προσφέρω, απολαμβάνω μαζί με όλους εσάς τον καρπό.


Εμπρός, λοιπόν, να εξοφλήσω το χρέος μου. Και ποιο ήταν αυτό; Στο θέμα της μετάνοιας περιστρεφόταν η προηγούμενη ομιλία, και λέγαμε πως είναι πολλοί και ποικίλοι οι δρόμοι τής μετανοίας, για να μας γίνει εύκολη η σωτηρία. Διότι, εάν ο Θεός μας έδινε έναν μόνο δρόμο μετανοίας, θα αναβάλλαμε τη μετάνοια και θα λέγαμε: «Δεν μπορούμε να τον βαδίσουμε, δεν μπορούμε να σωθούμε».


Τώρα όμως, βγάζοντας απ’ τη μέση την πρόφαση αυτή, δεν σου έδωσε μόνο έναν δρόμο, ούτε δύο και τρεις, αλλά πολλούς και διάφορους, ώστε με τον μεγάλο αριθμό τους να σου κάνει εύκολη την ανάβαση στον ουρανό.


Και λέγαμε στην προηγούμενη ομιλία μας πως είναι εύκολη η μετάνοια και πως δεν υπάρχει κανένα βάρος σ’ αυτήν. Είσαι αμαρτωλός; Έλα στην εκκλησία, πες ότι αμάρτησα και συγχώρεσες την αμαρτία. Διότι και για τον Δαβίδ αναφέραμε πως αμάρτησε και συγχωρήθηκε η αμαρτία του. Μετά παρουσιάσαμε δεύτερο δρόμο μετανοίας, το να πενθεί, δηλαδή, κανείς για την αμαρτία του, και λέγαμε πόσο κοπιαστικό είναι αυτό. Διότι δεν χρειάζεται να καταβάλεις χρήματα, ούτε να βαδίσεις πολύ δρόμο, ούτε να κάνεις κάτι το παρόμοιο, αλλά μόνο να πενθήσεις για την αμαρτία σου.


Και αναφέραμε παράδειγμα από την Αγία Γραφή αυτό, το ότι ο Θεός άλλαξε την απόφασή του για τον Αχαάβ, επειδή αυτός πένθησε και λυπήθηκε. Και αυτό είπε ο Θεός στον Ηλία: “Είδες πώς συμπεριφέρθηκε απέναντί μου ο Αχαάβ, πενθώντας και λοιπούμενος; Γι’ αυτό δεν θα πράξω σύμφωνα με τον θυμό μου” (Γ’ Βασ. κα’ 29).


Μετά παρουσιάσαμε τρίτο δρόμο μετανοίας και φέραμε παράδειγμα από την Γραφή τον Φαρισαίο και τον Τελώνη, ότι ο Φαρισαίος επειδή υπερηφανεύθηκε με αλαζονεία, έχασε τη δικαίωση, ενώ ο Τελώνης με την ταπεινοφροσύνη κατέβηκε από τον ναό με τους καρπούς της δικαίωσης, και χωρίς καθόλου να κοπιάσει έγινε δίκαιος. Λόγια ταπεινώσεως είπε και πήρε πραγματική συγχώρηση.


Εμπρός, λοιπόν, ας έλθουμε κι ας παρουσιάσουμε στη συνέχεια τον τέταρτο δρόμο τής μετάνοιας. Και ποιος είναι αυτός; Εννοώ, βέβαια, την ελεημοσύνη, τη βασίλισσα των αρετών, αυτήν που αμέσως ανεβάζει τους ανθρώπους στις ουράνιες αψίδες και είναι άριστος συνήγορος. Είναι μεγάλο πράγμα η ελεημοσύνη, γι’ αυτό ο Σολομώντας φώναξε: «Είναι μεγάλο πράγμα ο άνθρωπος, και άξιος τιμής ο άνθρωπος που δίνει ελεημοσύνη» (Παροιμ. κ’ 6). Είναι μεγάλα τα φτερά τής ελεημοσύνης. Διασχίζει τον αέρα, ξεπερνά τη σελήνη, πάει πιο πάνω από τις ακτίνες τού ήλιου, και φτάνει σ’ αυτές τις αψίδες των ουρανών.


Όμως δεν σταματά ούτε εκεί, αλλά διασχίζει και τον ουρανό, προσπερνά το πλήθος και τους χορούς των Αγγέλων και όλες τις ανώτερες δυνάμεις και στέκεται κοντά στον ίδιο τον βασιλικό θρόνο τού Θεού. Κι αυτό να το διδαχθείς από την ίδια την Αγία Γραφή που λέει: «Κορνήλιε, οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν μπροστά στον Θεό» (Πραξ. ι’ 4). Και το «μπροστά στον Θεό» θα πει, μη φοβάσαι κι αν ακόμη έχεις κάνει πολλές αμαρτίες, εφ’ όσον έχεις συνήγορο την ελεημοσύνη. Διότι καμμιά ουράνια δύναμη δεν της αντιστέκεται. Απαιτεί το χρέος και έχει δική της εξοφλητική απόδειξη που την κρατά στα χέρια της.


Επειδή τα ίδια τα λόγια τού Κυρίου είναι που λένε ότι «όποιος θα κάνει κάτι σε έναν από αυτούς τους ασήμαντους, το έκανε σ’ εμένα» (Ματθ. κε’ 40). Ώστε λοιπόν, όσες άλλες αμαρτίες έχεις, η ελεημοσύνη σου τις ισοφαρίζει όλες.


Ή μήπως δεν γνωρίζεις στο Ευαγγέλιο το παράδειγμα των δέκα Παρθένων, πως εκείνες που δεν είχαν ελεημοσύνη, άσκησαν όμως την Παρθενία, έμειναν έξω από τον νυμφώνα; Διότι, λέει, «ήταν δέκα παρθένες, πέντε μωρές και πέντε φρόνιμες» (Ματθ. κε’ 2). Και οι μεν φρόνιμες είχαν λάδι, οι δε μωρές δεν είχαν λάδι, και έσβηναν τα λυχνάρια τους. Και πήγαν τότε οι μωρές στις φρόνιμες και είπαν: «Δώστε μας λάδι από τα δοχεία σας» (Ματθ. κε’ 8). Ντρέπομαι και κοκκινίζω και δακρύζω, όταν ακούσω πως μια παρθένα είναι μωρή.


Ακούγοντας αυτόν τον χαρακτηρισμό κοκκινίζω, γιατί μέσα από τόσο μεγάλη αρετή, μετά από την άσκηση στην παρθενία, μετά από την ανύψωση του σώματος στον ουρανό, μετά από την άμιλλα για ομοίωση με τις ουράνιες δυνάμεις, μετά από την υπομονή στον καύσωνα και την καταπάτηση του καμινιού τής ηδονής, τότε άκουσαν να ονομάζονται μωρές. Και δίκαια ονομάστηκαν μωρές, διότι, ενώ κατόρθωσαν το μεγαλύτερο, νικήθηκαν από το μικρό. «Και ήλθαν» λέει στη συνέχεια «οι μωρές και είπαν στις φρόνιμες, δώστε μας λάδι από τα δοχεία σας.


Και εκείνες είπαν, δεν μπορούμε να σας δώσουμε, μήπως και δεν φτάσει και για εμάς» (Ματθ. κε’ 8-9). Δεν το κάνουν αυτό από ασπλαχνία, ούτε από κακία, αλλά γιατί υπήρχε στενότητα χρόνου, επειδή επρόκειτο να έλθει ο νυμφίος. Είχαν κι αυτές λυχνάρια, αλλά των φρονίμων τα λυχνάρια είχαν λάδι, ενώ τα δικά τους δεν είχαν. Γιατί η φωτιά είναι η παρθενία, ενώ το λάδι είναι η ελεημοσύνη. Και όπως ακριβώς η φωτιά, εάν δεν έχει λάδι να την τροφοδοτεί, σβήνει, έτσι και η παρθενία, εάν δεν έχει ελεημοσύνη, σβήνει. «Δώστε μας λάδι από τα δοχεία σας».


Και εκείνες τις απάντησαν, «δεν μπορούμε να σας δώσουμε». Κι αυτό δεν ήταν λόγος κακίας, αλλά λόγος φόβου. «Μήπως δεν φτάσει και για εμάς και για εσάς». Μήπως, θέλοντας όλες να μπούμε μέσα, μείνουμε όλες έξω. «Αλλά πηγαίνετε να αγοράσετε από τους πωλητές».


Και ποιοι είναι οι έμποροι αυτού του λαδιού; Οι φτωχοί, αυτοί που κάθονται μπροστά στην εκκλησία περιμένοντας την ελεημοσύνη μας. Και πόσο πρέπει να αγοράσω; Όσο θέλεις. Δεν ορίζω την ποσότητα, για να μη προβάλλεις για δικαιολογία τη φτώχεια. Όσο μπορείς, τόσο αγόρασε. Έχεις οβολό; Αγόρασε τον ουρανό. Όχι γιατί είναι φτηνός ο ουρανός, αλλά επειδή είναι φιλάνθρωπος ο Κύριος. Δεν έχεις οβολό; Δώσε ένα ποτήρι κρύο νερό. «Όποιος θα δώσει ένα ποτήρι κρύο νερό σε έναν από αυτούς τους ασήμαντους στο όνομά μου, δεν θα χάσει τον μισθό του» (Ματθ. ι’ 42). Εμπόριο και ανταλλαγή είναι ο ουρανός και εμείς αδιαφορούμε.


Δώσε ψωμί και πάρε παράδεισο. Δώσε μικρά πράγματα και πάρε μεγάλα. Δώσε θνητά και πάρε αθάνατα. Δώσε φθαρτά και πάρε άφθαρτα. Εάν ήταν πανηγύρι και υπήρχαν φτηνά και άφθονα τρόφιμα, και τα πολλά πουλούνταν με λίγα χρήματα, δεν θα πουλούσατε τις περιουσίες σας, και βάζοντας σε δεύτερη θέση όλα τα άλλα, δεν θα αποκτούσατε εκείνο το εμπόρευμα;


Και όπου τα πράγματα είναι φθαρτά, δείχνετε τόση προθυμία, όπου όμως το εμπόρευμα είναι αθάνατο, δείχνετε τόση ραθυμία και αδιαφορία; Δώσε στον φτωχό, ώστε, κι αν ακόμη εσύ σιωπάς, αμέτρητα στόματα να δίνουν λόγο για εσένα, καθώς θα είναι παρούσα εκεί και θα συνηγορεί η ελεημοσύνη. Η ελεημοσύνη είναι λύτρωση της ψυχής.


Γι’ αυτό, όπως ακριβώς βρίσκονται μπροστά στις θύρες τής εκκλησίας οι λουτήρες γεμάτοι με νερό για να πλύνεις τα χέρια σου, έτσι κάθονται έξω από την εκκλησία οι φτωχοί, για να πλύνεις τα χέρια τής ψυχής σου. Έπλυνες τα σωματικά σου χέρια με το νερό; Πλύνε τα χέρια τής ψυχής σου με την ελεημοσύνη. Μη παρουσιάζεις για δικαιολογία τη φτώχεια. Η χήρα που βρισκόταν στη χειρότερη μορφή φτώχειας φιλοξένησε τον Ηλία (Γ’ Βασ. ιζ’) και δεν έγινε εμπόδιο η φτώχεια, αλλά τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά. Και γι’ αυτό και απόλαυσε καρπούς αντάξιους τής φιλοξενίας, και θέρισε το στάχυ τής ελεημοσύνης.


Όμως ίσως ο ακροατής πει, «δος μου τον Ηλία για να τον φιλοξενήσω». Τι ζητάς τον Ηλία; Σου δίνω τον Κύριο του Ηλία, κι εσύ δεν τον τρέφεις. Εάν εύρισκες τον Ηλία, πώς θα τον φιλοξενούσες; Η απόφαση του Χριστού, του Κυρίου των όλων, είναι «όποιος θα κάνει αυτό σε έναν από αυτούς, τους ασήμαντους, το έκανε σ’ εμένα» (Ματθ. κε’ 40). Εάν ο βασιλιάς προσκαλούσε κάποιον σε δείπνο, και ενώ ήταν παρόντες οι υπηρέτες του τους έλεγε:


«Ευχαριστήστε αυτόν πολύ αντί για εμένα, γιατί αυτός όταν ήμουν φτωχός με έθρεψε και με φιλοξένησε, αυτός με ευεργέτησε πολλές φορές σε στιγμές θλίψεων», πώς δεν θα ξόδευε ο κάθε ένας όλα του τα χρήματα για εκείνον, για τον οποίον ο βασιλιάς ένιωσε τόση ευχαρίστηση; Πώς δεν θα τον υπολόγιζε;



Εκ του βιβλίου:
 ''Από την ανάσταση του Λαζάρου στην ανάσταση του Χριστού'', 
μετάφραση Γεωργίου Β. Μαυρομάτη, εκδόσεις Αρμός
Εκ του Ιστολογίου Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF