ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ: ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 4ον)

 


Ο αοίδιμος Αγιορείτης Γέροντας π. Αββακούμ (1894-1978) υπήρξε ένα σκεύος εκλογής της Θείας Χάριτος, που λάμπρυνε την Ορθοδοξία στο <<Περιβόλι της Παναγίας μας>>, χάριν της επίμονης και αδιάλειπτης ασκήσεώς του, αλλά και της ορθοτομημένης πνευματικής του στάσης έναντι των Καινοτόμων του εορτολογικού <<πραξικοπήματος>>. Πράος, πρόσχαρης, ταπεινός, προσευχητικός, ασκητικότατος, με μία γνήσια και ανόθευτη κατά Θεόν ευγένεια προς όλους, πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σε ένα μικρό αυτοσχέδιο κελλάκι του Αγίου Φανουρίου στη Βίγλα. Εκεί με άλλους ζηλωτές της εποχής του επιδίδετο σε μεγάλες προσευχητικές ασκήσεις, ώστε το αγαπημένο του, χοντρό και μάλλινο κομποσκοίνι του να βρίσκεται συνεχώς επάνω του. Ο π. Αββακούμ είχε αποστηθίσει εντός του εξ' ολοκλήρου την Αγία Γραφή με ένα θαυμαστό και υπερκόσμιο τρόπο, ώστε ν' αναγκάσει κάποτε και αυτόν τον Νικόλαο Λούβαρη (γνωστό Οικουμενιστή θεολόγο) να υποκλιθεί στην ακατάληπτη πνευματική του κατάσταση. Ο π. Αββακούμ είχε εξορισθεί (τρις) από την Μονή της Μεγίστης Λαύρας λόγω του ιερού ζήλου του προς τις ιερές Παραδόσεις, μέχρι να κατασκευάσει το ταπεινό ησυχαστήριό του στη Βίγλα, αλλά και κάποιες φορές είχε παρεξηγηθεί από πολλούς συνασκητές του, επειδή από ευγένεια ανταπέδιδε τους ασπασμούς που του έκαναν Μοναχοί της Καινοτομίας. Ο π. Αββακούμ ανήκε σε αυτήν την κάστα των διακριτικών Μοναχών, που δεν ταύτιζε επ' ουδενί την Αποτείχιση με την Απομόνωση, την αγάπη προς τα Παραδεδομένα με τον Φανατισμό και την Οίηση. Με τα χρόνια έγινε γνωστή η εξαϋλωμένη και αποστεωμένη εμφάνισή του, η άνευ ορίων ταπεινότητά του και η γνήσια αγαπητική του προσέγγιση προς τους πάσχοντες αδελφούς του -λαϊκούς και κληρικούς- τους οποίους θεωρούσε Όλους αμέτρως ανωτέρους απ' αυτόν! Στο θαυμάσιο βιβλίο του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+2007) που αναφερόμαστε, υπό τον τίτλο <<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>, καταγράφουμε ενδεικτικά την κατάθεση ψυχής ενός ανωτέρου δικαστικού, που τον γνώρισε από κοντά, και γεύθηκε σιμά του τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος! Σημειώνει: <<Ήτο, (ο π. Αββακούμ) όσα ερχότανε τότε με τόση χάρι, αφέλεια και βαθυτάτη ταπείνωση να μου εμπιστευθή, ανεπιτήδευτα, φυσικά, με τα γλυκά φωτεινά του μάτια, τα εξαϋλωμένα από τη νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη ευχή, για να με στηρίξη και μένα, εικοσάχρονο παιδόπουλο τότε, και αφού πάντα μού' βαζε <<μετάνοια>>, μ' αγκάλιαζε με άψογη οικειότητα, μ' αποκαλούσε <<πατέρα του>>. Πράγματι με καθήλωνε! [...] Άκακος, αμόλυντος, παιδικός, αρνησίκοσμος, ακτήμων με συναίσθηση μελλοθανάτου, με δίαιτα συνήθως <<κουκίων βρεγμένων και αγρίου μέλιτος>> μαγνήτευε κόσμο παρά το ψυχρό, πενιχρό ξυλοκρέββατό του, με σανίδια κι ένα σκαμνί κι ένα φτωχό πάγκο για διάβασμα - γράψιμο, γιατί ήτανε σοφός κι είχε μάθει, ότι καταχώνεται σε βάραθρο ή βόθρο η ψυχή που ποθάει υλικά, γήινα, φθαρτά. Ιδού το απαστράπτον ιδανικόν του, η παραδεισιακή του τέρψη, τρυφή, μακαριότητα>>! Μέσα σε λίγα λόγια, μια ενδεικτικά αδρή <<προσωπογραφία>> του αειμνήστου Γέροντος, που μέσα από τις σελίδες του εν λόγω βιβλίου θα οσμιστούμε το αυθεντικό άρωμα της Ορθοπραξίας και θα γευθούμε τα κεχαριτωμένα εκχυλίσματα της Αγιοπνευματικής Χάριτος. Δόξω τω Θεώ πάντων ένεκεν!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος





( Ε κ  τ ο υ  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο υ )

Κατόπιν αφού εχάραξε τον λίθον που του πρόσφερε ο Αντώνιος με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, τον έθεσε εις τα θεμέλια επιλέγων: <<Επί την ασάλευτον, Χριστέ, πέτρα των εντολών Σου, την Εκκλησίαν Σου στερέωσον>>.


Ο Μάστρο Κώστας άρχισε το κτίσιμο με τους βοηθούς του όλο κέφι. Την τέταρτη ημέρα τα τείχια του ναϋδρίου είχαν φθάσει στο ύψος που θα έπρεπε να τεθή ο λίθος. Εκεί σταμάτησαν.


Κατέβηκαν στα σπίτια τους και έφτιαξαν τα καλούπια για την καμάρα. Εν τω μεταξύ ο Αντώνιος εφρόντισε ν' αγοράση 100 μόδια Σαντορινιό χώμα απαραίτητο για τον θόλο του Ναού.


Η δεύτερη επιχείρησις είχε ως αποτέλεσμα το αποτελείωμα του κτίσματος. Έλειπε τώρα το τέμπλον και η διακόσμησις γενικά η εσωτερική. Αυτά όμως δεν θ' αργήσουν να γίνουν, μια και ο κτήτωρ είναι φίλεργος και ζηλωτής.


Το μεγάλο εμπόδιο για την αξιοποίησι όλης αυτής της προσπαθείας ήτο η απαγόρευσις του αρχιερατικού και συνεπώς η μη δυνατότης να γίνη αγιασμός διά την κανονικήν λειτουργίαν του ναϋδρίου.


Με την ελπίδα εις τον Θεόν και τον Άγιον ο Αντώνιος δεν απέκαμε. Με την συνεχή εργασία του ήλπιζε να οικονομίση συντόμως τα έξοδα που έλειπαν, ώστε το κτίσμα να λάβη την τελική του μορφή.


Τα υπόλοιπα θα τα τακτοποιούσε ο Άγιος. Και το νέον θαύμα δεν άργησε να γίνη! Μια μέρα επιστρέφοντας κουρασμένος από τα χωράφια συναντήθηκε με τον παπα-Σωτήρη.


-Έμαθες τα νέα, Αντώνιε; Τον Άγιο Φανούριον θα σου τον εγκαινιάσουν των Αγίων Πάντων. Να ετοιμάσης! -Ποιά η αιτία; ερωτά όλος αγωνία ο Αντώνιος. 


-Να, ο αρχιερατικός και ο Δήμαρχος σκέφτηκαν να εγκαινιάσουν τον Άγιον Φανούριον και επί τη ευκαιρία να πουλήσουν στην συγκέντρωσι του κόσμου και τις ομολογίες για το νέο βαπόρι που γίνεται στον Πειραιά. 


Έτσι θα γίνουν δυο καλά. Μόνο απορούσαν αν θα το δεχθή ο νοικοκύρης. -Και όσα μου δώσουν οι γυναίκες δικά μου, θα τα δώσω και κείνα, ήτο η απάντησις του αφιλάργυρου αγιογράφου.


Πρώτη Ιουνίου 1914. Μια κοσμοθάλασσα έχει περικυκλώσει τον Άγιο Φανούριο. Χιλιάδες πιστοί ετίμησαν τα εγκαίνια (αγιασμόν). Τριάκοντα άρτοι διενεμήθησαν εις τους προσκυνητάς μετά την Θ. Λειτουργίαν.


Τα σκεύη του ιερού, τον πολυέλαιον, τα λάβαρα, φανάρια κ.λ.π., τα είχε δανεισθή ο Αντώνιος από την <<Λεμονίτισσα>>, διότι δεν είχε αποκτήσει δικά του. Συνεχώς κουβαλούσε νερό για τον κόσμο.


Στο τέλος πέρασαν όλοι και τον συνεχάρησαν προσωπικώς. Οι γυναίκες του έβαζαν συνεχώς στα χέρια και στις τσέπες ευλογίες. Μάζεψε 60 μετζίτια, τα οποία μαζί με 5-6 ιδικά του τα πρόσφερε ευλογία στην ερανική επιτροπή για το πλοίο!


Γι' αυτόν έφθανε και περίσσευε η ψυχική ικανοποίησις που δοκίμασε εκείνη την ημέρα. Μεσημέρι πια άρχισε ο κόσμος να σκορπά προς την χώρα, ενώ ο Αντώνιος παρέμεινε μόνος κοντά στον προσφιλή Άγιό του.


Δυο μήνες προτού κοιμηθή θα διηγείται: <<Εγώ έμεινα επάνω μόνος. Χαρά και αγαλλίασις...>>.



Ε': <<Και εμελέτων εν ταις εντολαίς σου, ας ηγάπησα σφόδρα>>.


Όπως γίνεται φανερόν από τις προφορικές διηγήσεις του π. Αββακούμ μετά τα εγκαίνια του ναϋδρίου όλη την ημέρα του την διήρχετο στον Άγιο Φανούριο.


Η ησυχία και η έρημος ήτο το φυσικό περιβάλλον που ανέπαυε την απλή και αθώα ψυχή του. Τα γράμματά του, όπως είπαμε στην αρχή, ήταν ολίγα, γι' αυτό και τον περισσότερον χρόνον τον αφιέρωνε στην προσευχή, στις ακολουθίες του.


Μελέτη Αγίας Γραφής και Πατέρων δεν είχε γνωρίσει μέχρι την ώρα που υπηρέτησε, γι' αυτό ο πειρασμός! Όντως <<τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν>>.


Ένα ήσυχο απόγευμα επισκέφθηκαν το ησυχαστήριό του δυο μαθηταί του σχολαρχείου, οι οποίοι χωρίς πολλές περιστροφές άρχισαν να λένε στον Αντώνιο λόγους ασεβείας και αθεϊας.


Ποιός ξέρει ποιό ρυπαρό έντυπο είχαν διαβάσει, ώστε να φθάσουν σε τέτοια κατάπτωσι μέσα στην νειότη τους. Ο πειρασμός τους χρησιμοποίησε τώρα για να ταράξη την ήσυχη και γαλήνια ψυχή του Αντωνίου,


μια και δεν μπόρεσε ο ίδιος διά της φαντασίας να μολύνη την καρδίαν και τον νουν του αγαθού και νεαρού κτήτορος.


Η αντίδρασις εκ μέρους του υπήρξε άμεσος. -Παλιάνθρωποι, τους λέει, είσθε και του Σχολαρχείου. Τί λέτε; Είσθε άθεοι! Δεν φοβάσθε για τις λέξεις αυτές; Δεν ντρέπεσθε;


-Έτσι μας λέει ο λογισμός, του απάντησαν εκείνοι. -Ο λογισμός είναι πλανεμένος. Γρουσούζηδες, παλιάνθρωποι. Μπρος, έξω απ' εδώ. <<Τί να κάνω, λοιπόν, θα βρω και άλλους τέτοιους>>


σκέφθηκε ο αγαθός ερημίτης και αμέσως αποφασίζει να ζητήση την βοήθεια του παπα - Μελετίου, του ιερομονάχου, ο οποίος ήτο και <<υποψήφιος δεσπότης>> κατά τους λόγους του π. Αββακούμ.


Εκείνος τον έστειλε αμέσως σε κάτι πλουσίους χωριανούς του να προμηθευτή δύο Παλαιές Διαθήκες και άρχισαν αμέσως τα μαθήματα. Ερμηνεία και απομνημόνευσι ολοκλήρων κεφαλαίων, ενώ παραλλήλως τον εδίδασκε και στοιχεία Γραμματικής.


Όλος επιθυμία και δίψα για την γνώσι των Θείων ευρήκε τώρα την ευκαιρία να ξεδιψάση στον λόγον του Θεού. Πρωϊ και βράδυ από τότε θα τον εύρισκες με τα άγια βιβλία στα χέρια, ώστε να εφαρμοσθή και σ' αυτόν το ψαλμικόν:


<<Μακάριος ανήρ ος ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών..., αλλ' η εν το νόμω Κυρίου το θέλημα αυτού και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός>>.


Με ευγνωμοσύνη και απλότητα θα διηγείται λίγες μέρες πριν κοιμηθή, ότι ο π. Μελέτιος στάθηκε ο πρώτος του δάσκαλος στα θεία γράμματα. <<Εκείνος μου τα έμαθε>> έλεγε χαρακτηριστικά.


<<Από τότε, όλη η θεία Χάρις! Τα ξέρω όλα απ' έξω! Και την Καινή, άστα πια. Έτσι ήμουν έτοιμος κήρυκας και κήρυττα στον κόσμο πριν να έλθω εδώ ακόμα>>.


Όταν δε το 1975 δυο νεαροί φοιτηταί τον προέτρεψαν να βγη στον κόσμο να κηρύξη, ώστε να ωφεληθούν και άλλοι, αφού έχει τέτοιο χάρισμα και τάλαντο, τους απήντησε με απλότητα και σοβαρότητα:


<<Τα κηρύγματα τα έκανα στην νεότητά μου>>. Και συνέχισε, ότι τώρα πρέπει να προσεύχεται για όλους, και του αρκούν οι 30 και 40 πολλάκις που τον επισκέπτονται καθημερινώς, ιδίως το καλοκαίρι, προκειμένου να τον συμβουλευθούν.


Την δόξα του κόσμου την απέφευγε συστηματικώς. Γι' αυτό άλλως τε δεν βγήκε από το Όρος ούτε μία φορά, φοβούμενος την βλάβη των επαίνων, καθώς ο ίδιος το εξωμολογήθη στον αγαπητό π. Εφραίμ, τον εκκλησιαστικόν της Λαύρας. 


ΣΤ'. Η εκ του κόσμου αναχώρησις


Από το 1914 μέχρι το 1919 η συνεχής του Αντωνίου φροντίς ήτο ο <<Άγιος Φανούριος>>. <<Κάθε μέρα παπάς>> λέει κάπου στις βιογραφικές του αναμνήσεις, εννοώντας ότι καθημερινώς θα είχε Θ. Λειτουργία ή εσπερινόν.


Πόση αληθώς φλόγα αγάπης προς τον Θεόν θα πρέπει να εκρύπτετο εις τα νεανικά στήθη του νεαρού νησιώτη! Η λατρεία του Θεού τον έτρεφε. Η συνομιλία του με τον Θεόν ήτο γι' αυτόν κάτι το αναγκαίον και φυσικόν, όπως η τροφή και το νερό για το σώμα.


Σύντομα όμως ήλθε και η μεγάλη στιγμή για την αναχώρησι. Ο αετός δεν μπορούσε πλέον να αναπαυθή στην ιδιωτική του άσκησι και ευσέβεια'  επεθύμει να δοκιμασθή <<αθλών νομίμως>>,


όπως μας παρέδωκαν οι άγιοι Πατέρες, εν υπακοή και μακράν του κόσμου, στην ησυχία της ερήμου, την μητέρα και τροφόν όλων των μεγάλων ψυχών.


Την πρώτη του γνωριμία με τον μοναχισμόν την οφείλει σε μία μοναχή της Σύμης, η οποία έδρασε σημαντικώς στην ζωή του. Διηγείτο ο ίδιος, ότι κατά την ανακομιδήν των λειψάνων της παρετήρησε <<εξαίσια ευωδία στα οστά της>>.


Αυτή είναι η Ορθοδοξία μας, γεύσις ουρανού που αποκτάται με άσκησι και αγιασμόν και μεταδίδεται με το παράδειγμα κυρίως, όπως το άναμα δυο κεριών.


Η όντως ιερά νεότης του Αντωνίου, η οποία εκύλισε ανάμεσα στις Θ. Λειτουργίες, την αγιογραφία, τις εκδρομές στα ερημοκκλήσια, ανάμεσα δηλαδή στην χάρι των Μυστηρίων,


στην ευωδία του θυμιατού, των λουλουδιών του αγρού και της θαλάσσης, προεδήλωνε την μέλλουσα χαρισματική ζωή του.


Αυτήν την γεύσιν του ιερού θ' αυξήση αργότερα στην μοναχική του ζωή και θα την μεταδίση αυθόρμητα και απλόχερα στους πολυαρίθμους επισκέπτας και θαυμαστάς του' 


γεύσι απλότητος, μυσταγωγίας και προσευχής, γεύσις ασκήσεως και ζήλου διά τα θεία, το περιβάλλον δηλαδή στο οποίο ανεπαύετο και κολυμβούσε νοερός ο μυστικός δελφίν της Μ. Λαύρας.


Το καλοκαίρι του 1919 αναχωρεί διά τα Ιεροσόλυμα, για να μονάση στην ξακουστή Μονή του Αγίου Σάββα. Η δίψα του για τον Θεόν τον τραβούσε 


προς τα μεγάλα κεφαλάρια της ασκητικής πολιτείας, εκεί όπου επίγειοι άγγελοι ύμνησαν τον Θεόν εν υπομονή και θλίψει και ασκήσει πολλή.


Η πρώτη του στάσις ήτο ή Ρόδος, προκειμένου να τακτοποιήση τα χαρτιά του. Μια ανωμαλία του καιρού γίνεται αιτία να παραμείνη κοντά στον τότε Μητροπολίτη Απόστολο επί ένα χρόνο.


<<Έσκαβα στον κήπο, βοηθούσα στα αρχιερατικά τον Δεσπότη, διηγείται στην προφορική αυτοβιογραφία του. Τέλος ήλθε και η ώρα της αναχωρήσεως, αλλά πού χρήματα;


Ο ανάργυρος ασκητής προτού φύγη από το νησί του, τα είχε δώσει όλα ευλογία για το ομολογιακό δάνειο. Μακάριες ψυχές, που φανερά δείχνουν ότι 


όποιος αγαπά ειλικρινά τον Θεόν, μόνον αυτός μπορεί ν' αγαπήση παρόμοια και τον άνθρωπο, και την πατρίδα του, και ό,τι ευγενές και ωραίο.


Η θεία όμως πρόνοια αγρυπνούσε... Μερικοί πιστοί είχαν πληροφορηθή ότι ο νεαρός κηπουρός του επισκόπου γνωρίζει να ζωγραφίζη εικόνες.


Έτσι τον παρακαλούν ν' αναλάβη την αγιογράφησι του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Αναστασίας, ως και μερικές άλλες μικροτέρου μεγέθους. Η αμοιβή του θα ήτο 40 μετζίτια.


<<Όσα έδωκα ελεημοσύνη, διπλά και τρίδιπλα>>, επεξηγεί με καμάρι ο γερο Αββακούμ. Έτσι όταν μπήκε στο καράβι για Ιεροσόλυμα είχε πλέον των χιλίων δραχμών μαζί του.


Όταν το πλοίο άραξε στην Ιόππη ο καπετάνιος ζήτησε να δη τα χαρτιά του Αντωνίου. Δυστυχώς ήσαν ακατάλληλα! Δεν μπορούσε να κατέβη,


διότι δεν είχε πάρει την απαραίτητη βίζα από το Αγγλικό προξενείο της Ρόδου, μια που στην εποχή εκείνη όλη σχεδόν η Μ. Ανατολή ήτο Βρεττανική αποικία.


Έτσι αναγκάζεται να προχωρήση προς την Αλεξάνδρεια. Ανήμερα του Πάσχα κατέβηκε στο λιμάνι της. Επειδή τον είδαν ότι δεν έχει τροφές μαζί του,


το είπαν στον πατριάρχη Φώτιο και εκείνος του έστειλε 15 αυγά και τρία ψωμιά με αναγνώστη του.


Το ίδιο βράδυ αναχώρησε διά το Τριέστι με αυστριακό πλοίο. Όταν πλησίασαν στην Κρήτη, άκουσε τους ναύτες να λέγουν: Κάντια, Κάντια. 


Ρωτώντας τον καπετάνιο, ο οποίος γνώριζε ελληνικά, έμαθε ότι είναι η Κρήτη και τους παρακάλεσε να τον ξεμπαρκάρουν εκεί.


Το πλοίο σταμάτησε στο Ηράκλειο και έτσι ο Αντώνιος την ίδια μέρα επεσκέφθη τον Μητροπολίτη Τίτο.


Αμέσως έγινε αγαπητός από τον επίσκοπον, ο οποίος μάλιστα ηθέλησε να τον στείλη στο Μοναστήρι της Αγκαράθου, όπου και εκείνος είχε γίνει μοναχός.


Τα παιδιά όμως της γειτονιάς εξήγησαν στον Αντώνιον ότι εκεί μόνον Σαββατοκύριακο θα φορά τα ράσα του, διότι τις λοιπές ημέρες οι μοναχοί δουλεύουν με βράκες και σκούφους στα χωράφια.


Ο υποψήφιος μοναχός δεν πληροφορείται ότι του ταιριάζει μια τέτοια ζωή και δεν αποφασίζει. Επάνω στον αγώνα των λογισμών του τον πλησιάζει ένας γερο - Κρητικός και του λέει:


-Γιατί δεν πας στο Άγιον Όρος; -Και πώς να πάω στο Άγιον Όρος, ρωτά όλος αγωνία ο Αντώνιος. Όταν του εξήγησε εκείνος εσκίρτησε από χαρά, τον αγκαλιάζει και του δίδει και 50 ευλογία.



( Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )


Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Σειρά αναρτήσεων εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+ 2007),
<<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>,
εκτύπωση - βιβλιοδεσία ΑΘΗΝΑ Α.Ε., έκδοσις δ', σελ. 17-23, Αθήναι 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF