( Ε κ τ ο υ π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο υ )
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΑ'
Μία Οπτασία
Την Μεγ. Παρασκευήν, όπου έπαθεν ο Δεσπότης μας είδεν η Οσία θαυμασίαν έκστασιν. Καθώς έψαλλαν, αι αδελφαί τα Άγια Πάθη με πολλήν κατάνυξιν, βλέπει και ήλθαν εις την εκκλησίαν
ασπροφόροι αναρίθμητοι, όλοι νέοι ωραιότατοι και φωτοειδέστατοι και κρατούντες εις τας χείρας κιθάρας έψαλλον ύμνους εις δόξαν Χριστού με μελωδίαν εναρμόνιον, γλυκυτάτην και θαυμασίαν.
Εβαστούσαν δε και φιάλας, γεμάτες μύρα και τα εσκόρπισαν εις την αγίαν Τράπεζαν. Τότε ο Άγγελος, όπου εκαρτέρει εις το θυσιαστήριον, εφώναξε προς τον μέγαν εκείνον με πολλήν λύπην και κατήφειαν, λέγοντας' έως πότε Κύριε; και ηκούσθη φωνή λέγουσα'
Έως να έλθη ο δεύτερος Σολομών, να ενωθώσι τα άνω με τα κάτω, να γένουν το ένα αμφότερα, τότε και ο Κύριος εις τούτον τον τόπον να υψωθή και να μεγαλυνθή της δούλης του το μνημοσυνον.
Ενώ ηκούετο η φωνή έψαλλαν οι ασπροφόροι το <<δόξα εν υψίστοις Θεώ>>. Και ούτως ανήλθον εις τα ουράνια. Η δε Αγία συλλογιζομένη, τί εδηλούσαν, εκατάλαβεν, ότι η όρασις εφανέρωσε, πως μήτε αυτή θέλει δοξασθή
ούτε το Μοναστήριον, έως να ζουν αι ταύτης μαθήτριαι, καθώς αυτή προ ολίγων ημερών παρεκάλεσε τον Κύριον, να μην την δοξάση εις τους ανθρώπους εδώ πρόσκαιρα, αλλά μόνον εις την Βασιλείαν του αιώνια.
Και τούτο εδίδασκε και εις τας αδελφάς, λέγουσα: <<Φεύγετε την τιμήν των ανθρώπων όσον δύνασθε. Ότι η ψυχή, όπου ορέγεται τιμήν ανθρωπίνην, δεν αξιώνεται να την δοξάση ο Κύριος.
Άλλην φοράν την παρακάλεσε μία αδελφή άρρωστη με απλότητα να της δώση την υγείαν του σώματος' η Οσία εσύναξεν όλην την αδελφότητα και τους λέγει:
Πιστεύσατέ μου, ότι εάν είχα παρρησίαν τινα προς τον Θεόν, θα τον παρεκάλουν να είμεθα όλαι άρρωστοι, διότι ηξεύρω πόση ωφέλειαν έχει η ψυχή από την ασθένειαν του σώματος. Και μάλιστα όταν ευχαριστή τον Θεόν ο άρρωστος και Τον δοξάζη και ομολογή ότι δικαίως παιδεύεται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΒ'
Προστάτις αδικουμένων
Αλλά ας ειπούμεν άλλο ένα ή δύο θαύματα, όπου ετέλεσεν έτι ζώσα, και να τελειώσωμεν και την διήγησιν με την τελείωσιν της Οσίας. Τινές κακότροποι άνθρωποι διέβαλον προς τον βασιλέα, διά τον φθόνο τους, ένα συγγενή της Αγίας μεγάλον άρχοντα, όστις ήτον εις την αξίαν ένδοξος και εις το γένος λαμπρός και περιφανέστατος.
Τον εφυλάκωσαν εις τόπον σκοτεινόν του παλατίου. Επρόκειτο δε ο Βασιλεύς να τον βυθίση εις την θάλασσαν, να μην ακουσθή ολότελα ούτε να αξιωθή ενταφιάσεως, διότι του είπον ψέμματα, πως επιβουλεύετο αυτόν και εγύρευε να τον φονεύση.
Μη δυνάμενοι να τον βοηθήσουν με άλλον τρόπον οι συγγενείς και φίλοι του, έδραμον εις την Αγίαν κατακοπτόμενοι. Και προσπίπτοντες εις τους πόδας αυτής, εδέοντο με θερμότατα δάκρυα, να λυπηθή τον συγγενή, και αγαπημένον της, να τον λυτρώση από τον άδικον θάνατον.
Η δε στενάξασα ως συμπαθής εδάκρυσε, και τους επαρηγόρησε λέγουσα: Μη λυπήσθε, αλλά υπάγετε εις τον οίκον σας, ελπίζοντες εις τον Κύριον, και αυτός του δίνει βοήθειαν.
Εκλείσθη λοιπόν εις το κελλίον της, και εδέετο του Θεού να βοηθήση του αδικοχαμένου τάχιστα. Ο Κύριος όπου κάμνει το θέλημα των δούλων αυτού, παρευθύς της επήκουσε, και ελύτρωσε τον άρχοντα με τούτον τον τρόπον θαυμασιώτατα.
Όταν εκοιμάτο ο Βασιλεύς το μεσονύκτιον, είδε την Αγίαν Ειρήνην πρώτον εις το όνειρό του. Έπειτα την βλέπει φανερά, και του λέγει ταύτα, με μεγάλην φωνήν φοβερίζουσα:
-Βασιλεύ, σπεύσε παρευθύς, να λυτρώσης εκείνον όπου εφυλάκωσες άδικα, διότι ψέμματα τον διέβαλον οι συκοφάνται διά τον φθόνον τους. Ει δε και δεν μου ακούσεις, εγώ θα κινήσω τον Βασιλέα των Ουρανών κατά σου να σε θανατώση και να δώση των θηρίων και πετεινών τας σάρκας σου.
Ταύτα ακούσας ο Βασιλεύς εθυμώθη, και λέγει τις: Τίς είσαι όπου με φοβερίζεις, και πώς ετόλμησες, να έλθης τοιαύτην ώραν εις την στρωμνήν μου με τόσην προπέτειαν;
Εγώ είμαι η Ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου, Ειρήνη ονόματι. Και ταύτα ειπούσα δύο φορές τον εκέντησεν εις την πλευράν. Όθεν από τον πόνον εξύπνησεν οργιζόμενος και βλέπει την (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Παντοδύναμε) έμπροσθεν αυτού και του λέγει πάλιν τα ίδια.
Είτα εβγήκεν από την θύραν και ανεχώρησεν. Ο δε Βασιλεύς φοβηθείς εφώναξε και προσελθόντες οι δούλοι του, ηρώτα τον παρακοιμώμενον, εάν είδε μοναχήν όπου εβγήκε την ώραν ταύτην από την κάμαραν;
Ούτος εθαύμασε και του ώμοσεν, ότι ήσαν όλαι αι θύραι κλεισμέναι, και τα κλειδιά εις το στρώμα του. Τότε ο Βασιλεύς εκατάλαβε πως ήταν από τον Θεόν η δράσις και το πρωί φέροντες τον κατάδικον τον ηξήτασε, διατί έκαμνε την νύκτα μαντείας να φύγη τον θάνατον.
Ούτε μαντείαν έπραξα πώποτε, ούτε την βασιλείαν σου επιβουλεύθηκα' μάρτυς μου ο Κύριος. Τότε επράϋνε τον θυμόν ο Βασιλεύς και του λέγει ήμερα: Γνωρίζεις την Ηγουμένην του Χρυσοβαλάντου;
-Ναι, συγγενής μου είναι, και δούλη του Χριστού ενάρετος. Και ο Βασιλεύς: -Τάχα την ευρίσκω εκεί, να στείλω άνθρωπον; -Δεν βγαίνει από το Μοναστήριον πώποτε.
Τότε έστειλε μερικούς μεγιστάνας και άρχοντας, με ένα ζωγράφον επιδέξιον, να χαιρετήσουν την Αγίαν εντίμως και να ζωγραφήσουν την όψιν της, διά να βεβαιωθή την αλήθειαν.
Τον κατάδικον εφυλάκωσεν. Αυτά όλαι ήξευρε και η Αγία από την Χάριν του Πνεύματος. Όθεν, όταν ετελείωσαν τον Όρθρον, είπεν εις τας αδελφάς: Ταύτην την νύκτα είδον όνειρον,
πως έστειλεν εδώ ο Βασιλεύς τόσους άρχοντας, όπου εγέμισεν η αυλή πλήθος άπειρον, και μη φοβηθήτε όταν έλθωσιν, ότι ο Κύριος οικονομά το συμφέρον μας.
Εις ολίγην ώραν και οι απεσταλμένοι έφθασαν. Η Οσία εισήλθεν εις τον ναόν και μηνά των αρχόντων να υπάγουν εκεί να συνομιλήσουν. Και πηγαίνοντες την προσκύνησαν, και καθώς ηγέρθησαν εβγήκεν από το πρόσωπό της αστραπή όπου έπεσαν εις τα οπίσω οι άρχοντες μη υποφέροντες την λαμπρότητα.
Η δε Αγία τους ήγειρε λέγουσα: Μη φοβείσθε τέκνα μου, και εγώ άνθρωπος είμαι ασθενής, ως του λόγου σας. Αλλά διατί να σας βάλλη εις κόπον ο άπιστος εκείνος όπου σας έστειλεν;
Ειπέτε του πάλιν εκείνα όπου του είπα εις το όνειρον, να βγάλη από την φυλακήν τον άνθρωπον διότι δεν του έπταισε, ειδέ και παρακούση μου, θέλει πάθει όσα του επροφήτευσα.
Ότι δεν αργεί ο Κύριος, αλλά είναι πλησίον εις όσους τον επικαλούνται με αλήθειαν. Ταύτα ακούσαντες οι άρχοντες εφοβήθησαν περισσότερον λέγοντες: Ούτω θα ειπούμεν εις τον Βασιλέα κατά την αγίαν σου πρόσταξιν.
Πλην, παρακαλούμεν σε, να καθίσης ολίγον να μας διδάξης λόγον ψυχωφελή και σωτήριον. Τούτο δε είπον διά να την ιστορήση και ο ζωγράφος ακριβέστερον, τούτου γενομένου λαβόντες αυτής το ομοίωμα, υπέστρεψαν εις τον Βασιλέα, απαγγέλλοντες αυτώ όσα είδον και ήκουσαν, και του έδειξαν την εικόνα της.
Ενώ δε την έβλεπεν, εβγήκε αστραπή από ταύτην, και του εκτύπησε τα όμματα. Όθεν από τον φόβον, έμεινεν έντρομος, ταύτα φωνάζοντας: Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος'
και έστεκεν ώραν πολλήν ως εξεστηκώς, και θαυμάζων και στοχαζόμενος την εικόνα έλεγε πως ωμοίαζε εκείνης, όπου τον επεσκέφθη. Αμέσως λοιπόν, βγάζει τον άρχοντα, και ζητώντας του συγχώρησιν, ηυχαρίστει τον Κύριον, όπου τον ελύτρωσεν από τα δεινά, όπου έμελλε να του έλθωσι διά τον άδικον θάνατον.
Έγραψε δε και προς την Οσίαν επιστολήν, ούτως έχουσαν. <<Ελυτρώσαμεν, κατά την Αγίαν σου πρόσταξιν, δούλη του Θεού, τον ανεύθυνον, και ευχαριστούμεν σοι, όπου μας εγλύτωσες από τον κίνδυνον και ας έχωμεν συγχώρησιν εις ό,τι εσφάλαμεν εις την αγιωσύνην σου, επειδή δεν επιστεύσαμεν από το πρώτον την όρασιν, αλλά σου εδώσαμεν ενόχλησιν.
Παρακαλεί τον Θεόν διά λόγου μας. Παρακαλούμε εγώ και η Βασίλισσα να κοπιάσης έως εδώ, να μας ευλογήσης με τας αγίας χείρας σου, ει δε και δεν ορίζεις νά' ρθης, ερχόμεθα ημείς να λάβωμεν την ευλογίαν σου>>. Ταύτην την επιστολήν της έστειλεν ο Βασιλεύς' και με βασιλικά μαζί δωρήματα.
Η Αγία ούτως απήντησεν: <<Ο Θεός συγκαταβαίνει ω Βασιλεύ, εις τας ασθενείας μας ως φιλάνθρωπος και δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού αλλά την μετάνοιαν. Λοιπόν όχι εμένα, αλλά Εκείνον ευχαρίστει και δόξαζε' πλην ούτε η Βασιλεία σου είναι πρέπον να έλθη εδώ, ούτε εγώ εις τα Βασίλεια.
Δεν χρειάζεται ευλογίαν από αμαρτωλόν και πενιχρόν γύναιον, ότι έχεις τον Αγιώτατον Πατριάρχην, τους άλλους Αρχιερείς της Εκκλησίας, και τους πνευματικούς Πατέρας των Μοναστηρίων.
Και εάν ακούσης αυτών τας νουθεσίας, θέλεις θεραπεύσει τον Θεόν, να κυβερνήσης την Βασιλείαν ευσεβώς, σωφρώνως και δικαίως. Ει δε και δεν κάμνεις τον λόγον μου, αλλά βουληθής να έλθης δεν σου βγαίνη εις καλόν, και μόνον τον Θεόν παροργίζεις.
Ει δε και ακούσεις μου η δεξιά του Υψίστου να σε σκεπάση και να σε λυτρώση από κάθε πειρασμόν πάντοτε>>. Ταύτα εγράψασα εσφράγισε το γράμμα και του το έστειλε με κάποια πράγματα ευλογίας.
Ο Βασιλεύς ευλαβώς εδέχθηκεν, αλλά περισσώς ελυπήθηκε, πως δεν τον ηξίωσε να ιδή το Άγιον αυτής πρόσωπον. Πλην διά να μην την σκανδαλίση δεν την επείραξε. Μόνον πολλάκις της έστειλε μετάνοιαν και δωρεάς με άνθρωπον.
Και αυτή εκείνου, και απήλαυσε πολλήν παράκλησιν και βοήθειαν από λόγου της. Ο δε συγγενής της, όταν ελυτρώθη από τον κίνδυνον έπεσεν εις τους πόδας αυτής, και έκλαυσεν, όπου τους έπλυνε με τα δάκρυα.
Αυτή δε τον ενουθέτησε να φυλάττη τας εντολάς του Θεού διά να μη του έλθη άλλην φοράν πειρασμός όμοιος απ' αυτόν που μας ευρίσκουν, διά παίδευσιν των αμαρτιών μας. Αφού τον εδίδαξεν ικανώς εδοξολόγησαν τον Κύριον διά την σωτηρίαν της ψυχής και του σώματος και τον απέλυσε χαίροντα χαίρουσα.
( Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου
της Ιεράς Μονής Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου
Καρελλάς Κορωπίου Αττικής,
''Βίος και Ακολουθία
της Οσίας Μητρός ημών Ειρήνης Ηγουμένης Μονής Χρυσοβαλάντου'',
σελ. 79-82, Οκτώβριος 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου