ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΗΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΕΙΡΗΝΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΜΟΝΗΣ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟΝ ΕΚΤΟΝ

 



Ε κ  τ ο υ  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο υ )




ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΑ'

Μία Οπτασία


Την Μεγ. Παρασκευήν, όπου έπαθεν ο Δεσπότης μας είδεν η Οσία θαυμασίαν έκστασιν. Καθώς έψαλλαν, αι αδελφαί τα Άγια Πάθη με πολλήν κατάνυξιν, βλέπει και ήλθαν εις την εκκλησίαν


ασπροφόροι αναρίθμητοι, όλοι νέοι ωραιότατοι και φωτοειδέστατοι και κρατούντες εις τας χείρας κιθάρας έψαλλον ύμνους εις δόξαν Χριστού με μελωδίαν εναρμόνιον, γλυκυτάτην και θαυμασίαν.


Εβαστούσαν δε και φιάλας, γεμάτες μύρα και τα εσκόρπισαν εις την αγίαν Τράπεζαν. Τότε ο Άγγελος, όπου εκαρτέρει εις το θυσιαστήριον, εφώναξε προς τον μέγαν εκείνον με πολλήν λύπην και κατήφειαν, λέγοντας'  έως πότε Κύριε; και ηκούσθη φωνή λέγουσα'


Έως να έλθη ο δεύτερος Σολομών, να ενωθώσι τα άνω με τα κάτω, να γένουν το ένα αμφότερα, τότε και ο Κύριος εις τούτον τον τόπον να υψωθή και να μεγαλυνθή της δούλης του το μνημοσυνον.


Ενώ ηκούετο η φωνή έψαλλαν οι ασπροφόροι το <<δόξα εν υψίστοις Θεώ>>. Και ούτως ανήλθον εις τα ουράνια. Η δε Αγία συλλογιζομένη, τί εδηλούσαν, εκατάλαβεν, ότι η όρασις εφανέρωσε, πως μήτε αυτή θέλει δοξασθή


ούτε το Μοναστήριον, έως να ζουν αι ταύτης μαθήτριαι, καθώς αυτή προ ολίγων ημερών παρεκάλεσε τον Κύριον, να μην την δοξάση εις τους ανθρώπους εδώ πρόσκαιρα, αλλά μόνον εις την Βασιλείαν του αιώνια.


Και τούτο εδίδασκε και εις τας αδελφάς, λέγουσα: <<Φεύγετε την τιμήν των ανθρώπων όσον δύνασθε. Ότι η ψυχή, όπου ορέγεται τιμήν ανθρωπίνην, δεν αξιώνεται να την δοξάση ο Κύριος.


Άλλην  φοράν την παρακάλεσε μία αδελφή άρρωστη με απλότητα να της δώση την υγείαν του σώματος'  η Οσία εσύναξεν όλην την αδελφότητα και τους λέγει:


Πιστεύσατέ μου, ότι εάν είχα παρρησίαν τινα προς τον Θεόν, θα τον παρεκάλουν να είμεθα όλαι άρρωστοι, διότι ηξεύρω πόση ωφέλειαν έχει η ψυχή από την ασθένειαν του σώματος. Και μάλιστα όταν ευχαριστή τον Θεόν ο άρρωστος και Τον δοξάζη και ομολογή ότι δικαίως παιδεύεται.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΒ'
Προστάτις αδικουμένων


Αλλά ας ειπούμεν άλλο ένα ή δύο θαύματα, όπου ετέλεσεν έτι ζώσα, και να τελειώσωμεν και την διήγησιν με την τελείωσιν της Οσίας. Τινές κακότροποι άνθρωποι διέβαλον προς τον βασιλέα, διά τον φθόνο τους, ένα συγγενή της Αγίας μεγάλον άρχοντα, όστις ήτον εις την αξίαν ένδοξος και εις το γένος λαμπρός και περιφανέστατος.


Τον εφυλάκωσαν εις τόπον σκοτεινόν του παλατίου. Επρόκειτο δε ο Βασιλεύς να τον βυθίση εις την θάλασσαν, να μην ακουσθή ολότελα ούτε να αξιωθή ενταφιάσεως, διότι του είπον ψέμματα, πως επιβουλεύετο αυτόν και εγύρευε να τον φονεύση.


Μη δυνάμενοι να τον βοηθήσουν με άλλον τρόπον οι συγγενείς και φίλοι του, έδραμον εις την Αγίαν κατακοπτόμενοι. Και προσπίπτοντες εις τους πόδας αυτής, εδέοντο με θερμότατα δάκρυα, να λυπηθή τον συγγενή, και αγαπημένον της, να τον λυτρώση από τον άδικον θάνατον.


Η δε στενάξασα ως συμπαθής εδάκρυσε, και τους επαρηγόρησε λέγουσα: Μη λυπήσθε, αλλά υπάγετε εις τον οίκον σας, ελπίζοντες εις τον Κύριον, και αυτός του δίνει βοήθειαν. 


Εκλείσθη λοιπόν εις το κελλίον της, και εδέετο του Θεού να βοηθήση του αδικοχαμένου τάχιστα. Ο Κύριος όπου κάμνει το θέλημα των δούλων αυτού, παρευθύς της επήκουσε, και ελύτρωσε τον άρχοντα με τούτον τον τρόπον θαυμασιώτατα.


Όταν εκοιμάτο ο Βασιλεύς το μεσονύκτιον, είδε την Αγίαν Ειρήνην πρώτον εις το όνειρό του. Έπειτα την βλέπει φανερά, και του λέγει ταύτα, με μεγάλην φωνήν φοβερίζουσα:


-Βασιλεύ, σπεύσε παρευθύς, να λυτρώσης εκείνον όπου εφυλάκωσες άδικα, διότι ψέμματα τον διέβαλον οι συκοφάνται διά τον φθόνον τους. Ει δε και δεν μου ακούσεις, εγώ θα κινήσω τον Βασιλέα των Ουρανών κατά σου να σε θανατώση και να δώση των θηρίων και πετεινών τας σάρκας σου.


Ταύτα ακούσας ο Βασιλεύς εθυμώθη, και λέγει τις: Τίς είσαι όπου με φοβερίζεις, και πώς ετόλμησες, να έλθης τοιαύτην ώραν εις την στρωμνήν μου με τόσην προπέτειαν;


Εγώ είμαι η Ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου, Ειρήνη ονόματι. Και ταύτα ειπούσα δύο φορές τον εκέντησεν εις την πλευράν. Όθεν από τον πόνον εξύπνησεν οργιζόμενος και βλέπει την (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Παντοδύναμε) έμπροσθεν αυτού και του λέγει πάλιν τα ίδια.


Είτα εβγήκεν από την θύραν και ανεχώρησεν. Ο δε Βασιλεύς φοβηθείς εφώναξε και προσελθόντες οι δούλοι του, ηρώτα τον παρακοιμώμενον, εάν είδε μοναχήν όπου εβγήκε την ώραν ταύτην από την κάμαραν;


Ούτος εθαύμασε και του ώμοσεν, ότι ήσαν όλαι αι θύραι κλεισμέναι, και τα κλειδιά εις το στρώμα του. Τότε ο Βασιλεύς εκατάλαβε πως ήταν από τον Θεόν η δράσις και το πρωί φέροντες τον κατάδικον τον ηξήτασε, διατί έκαμνε την νύκτα μαντείας να φύγη τον θάνατον.


Ούτε μαντείαν έπραξα πώποτε, ούτε την βασιλείαν σου επιβουλεύθηκα' μάρτυς μου ο Κύριος. Τότε επράϋνε τον θυμόν ο Βασιλεύς και του λέγει ήμερα: Γνωρίζεις την Ηγουμένην του Χρυσοβαλάντου;


-Ναι, συγγενής μου είναι, και δούλη του Χριστού ενάρετος. Και ο Βασιλεύς: -Τάχα την ευρίσκω εκεί, να στείλω άνθρωπον; -Δεν βγαίνει από το Μοναστήριον πώποτε.


Τότε έστειλε μερικούς μεγιστάνας και άρχοντας, με ένα ζωγράφον επιδέξιον, να χαιρετήσουν την Αγίαν εντίμως και να ζωγραφήσουν την όψιν της, διά να βεβαιωθή την αλήθειαν.


Τον κατάδικον εφυλάκωσεν. Αυτά όλαι ήξευρε και η Αγία από την Χάριν του Πνεύματος. Όθεν, όταν ετελείωσαν τον Όρθρον, είπεν εις τας αδελφάς: Ταύτην την νύκτα είδον όνειρον,


πως έστειλεν εδώ ο Βασιλεύς τόσους άρχοντας, όπου εγέμισεν η αυλή πλήθος άπειρον, και μη φοβηθήτε όταν έλθωσιν, ότι ο Κύριος οικονομά το συμφέρον μας.


Εις ολίγην ώραν και οι απεσταλμένοι έφθασαν. Η Οσία εισήλθεν εις τον ναόν και μηνά των αρχόντων να υπάγουν εκεί να συνομιλήσουν. Και πηγαίνοντες την προσκύνησαν, και καθώς ηγέρθησαν εβγήκεν από το πρόσωπό της αστραπή όπου έπεσαν εις τα οπίσω οι άρχοντες μη υποφέροντες την λαμπρότητα.


Η δε Αγία τους ήγειρε λέγουσα: Μη φοβείσθε τέκνα μου, και εγώ άνθρωπος είμαι ασθενής, ως του λόγου σας. Αλλά διατί να σας βάλλη εις κόπον ο άπιστος εκείνος όπου σας έστειλεν;


Ειπέτε του πάλιν εκείνα όπου του είπα εις το όνειρον, να βγάλη από την φυλακήν τον άνθρωπον διότι δεν του έπταισε, ειδέ και παρακούση μου, θέλει πάθει όσα του επροφήτευσα.


Ότι δεν αργεί ο Κύριος, αλλά είναι πλησίον εις όσους τον επικαλούνται με αλήθειαν. Ταύτα ακούσαντες οι άρχοντες εφοβήθησαν περισσότερον λέγοντες: Ούτω θα ειπούμεν εις τον Βασιλέα κατά την αγίαν σου πρόσταξιν. 


Πλην, παρακαλούμεν σε, να καθίσης ολίγον να μας διδάξης λόγον ψυχωφελή και σωτήριον. Τούτο δε είπον διά να την ιστορήση και ο ζωγράφος ακριβέστερον, τούτου γενομένου λαβόντες αυτής το ομοίωμα, υπέστρεψαν εις τον Βασιλέα, απαγγέλλοντες αυτώ όσα είδον και ήκουσαν, και του έδειξαν την εικόνα της.


Ενώ δε την έβλεπεν, εβγήκε αστραπή από ταύτην, και του εκτύπησε τα όμματα. Όθεν από τον φόβον, έμεινεν έντρομος, ταύτα φωνάζοντας: Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος'


και έστεκεν ώραν πολλήν ως εξεστηκώς, και θαυμάζων και στοχαζόμενος την εικόνα έλεγε πως ωμοίαζε εκείνης, όπου τον επεσκέφθη. Αμέσως λοιπόν, βγάζει τον άρχοντα, και ζητώντας του συγχώρησιν, ηυχαρίστει τον Κύριον, όπου τον ελύτρωσεν από τα δεινά, όπου έμελλε να του έλθωσι διά τον άδικον θάνατον.


Έγραψε δε και προς την Οσίαν επιστολήν, ούτως έχουσαν. <<Ελυτρώσαμεν, κατά την Αγίαν σου πρόσταξιν, δούλη του Θεού, τον ανεύθυνον, και ευχαριστούμεν σοι, όπου μας εγλύτωσες από τον κίνδυνον και ας έχωμεν συγχώρησιν εις ό,τι εσφάλαμεν εις την αγιωσύνην σου, επειδή δεν επιστεύσαμεν από το πρώτον την όρασιν, αλλά σου εδώσαμεν ενόχλησιν.


Παρακαλεί τον Θεόν διά λόγου μας. Παρακαλούμε εγώ και η Βασίλισσα να κοπιάσης έως εδώ, να μας ευλογήσης με τας αγίας χείρας σου, ει δε και δεν ορίζεις νά' ρθης, ερχόμεθα ημείς να λάβωμεν την ευλογίαν σου>>. Ταύτην την επιστολήν της έστειλεν ο Βασιλεύς' και με βασιλικά μαζί δωρήματα.


Η Αγία ούτως απήντησεν: <<Ο Θεός συγκαταβαίνει ω Βασιλεύ, εις τας ασθενείας μας ως φιλάνθρωπος και δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού αλλά την μετάνοιαν. Λοιπόν όχι εμένα, αλλά Εκείνον ευχαρίστει και δόξαζε'  πλην ούτε η Βασιλεία σου είναι πρέπον να έλθη εδώ, ούτε εγώ εις τα Βασίλεια.


Δεν χρειάζεται ευλογίαν από αμαρτωλόν και πενιχρόν γύναιον, ότι έχεις τον Αγιώτατον Πατριάρχην, τους άλλους Αρχιερείς της Εκκλησίας, και τους πνευματικούς Πατέρας των Μοναστηρίων.


Και εάν ακούσης αυτών τας νουθεσίας, θέλεις θεραπεύσει τον Θεόν, να κυβερνήσης την Βασιλείαν ευσεβώς, σωφρώνως και δικαίως. Ει δε και δεν κάμνεις τον λόγον μου, αλλά βουληθής να έλθης δεν σου βγαίνη εις καλόν, και μόνον τον Θεόν παροργίζεις.


Ει δε και ακούσεις μου η δεξιά του Υψίστου να σε σκεπάση και να σε λυτρώση από κάθε πειρασμόν πάντοτε>>. Ταύτα εγράψασα εσφράγισε το γράμμα και του το έστειλε με κάποια πράγματα ευλογίας.


Ο Βασιλεύς ευλαβώς εδέχθηκεν, αλλά περισσώς ελυπήθηκε, πως δεν τον ηξίωσε να ιδή το Άγιον αυτής πρόσωπον. Πλην διά να μην την σκανδαλίση δεν την επείραξε. Μόνον πολλάκις της έστειλε μετάνοιαν και δωρεάς με άνθρωπον.


Και αυτή εκείνου, και απήλαυσε πολλήν παράκλησιν και βοήθειαν από λόγου της. Ο δε συγγενής της, όταν ελυτρώθη από τον κίνδυνον έπεσεν εις τους πόδας αυτής, και έκλαυσεν, όπου τους έπλυνε με τα δάκρυα.


Αυτή δε τον ενουθέτησε να φυλάττη τας εντολάς του Θεού διά να μη του έλθη άλλην φοράν πειρασμός όμοιος απ' αυτόν που μας ευρίσκουν, διά παίδευσιν των αμαρτιών μας. Αφού τον εδίδαξεν ικανώς εδοξολόγησαν τον Κύριον διά την σωτηρίαν της ψυχής και του σώματος και τον απέλυσε χαίροντα χαίρουσα.




 Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου 
της Ιεράς Μονής Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου 
Καρελλάς Κορωπίου Αττικής,
 ''Βίος και Ακολουθία 
της Οσίας Μητρός ημών Ειρήνης Ηγουμένης Μονής Χρυσοβαλάντου'', 
σελ. 79-82, Οκτώβριος 2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF