ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ: ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 8ον)

 


Ο αοίδιμος Αγιορείτης Γέροντας π. Αββακούμ (1894-1978) υπήρξε ένα σκεύος εκλογής της Θείας Χάριτος, που λάμπρυνε την Ορθοδοξία στο <<Περιβόλι της Παναγίας μας>>, χάριν της επίμονης και αδιάλειπτης ασκήσεώς του, αλλά και της ορθοτομημένης πνευματικής του στάσης έναντι των Καινοτόμων του εορτολογικού <<πραξικοπήματος>>. Πράος, πρόσχαρης, ταπεινός, προσευχητικός, ασκητικότατος, με μία γνήσια και ανόθευτη κατά Θεόν ευγένεια προς όλους, πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σε ένα μικρό αυτοσχέδιο κελλάκι του Αγίου Φανουρίου στη Βίγλα. Εκεί με άλλους ζηλωτές της εποχής του επιδίδετο σε μεγάλες προσευχητικές ασκήσεις, ώστε το αγαπημένο του, χοντρό και μάλλινο κομποσκοίνι του να βρίσκεται συνεχώς επάνω του. Ο π. Αββακούμ είχε αποστηθίσει εντός του εξ' ολοκλήρου την Αγία Γραφή με ένα θαυμαστό και υπερκόσμιο τρόπο, ώστε ν' αναγκάσει κάποτε και αυτόν τον Νικόλαο Λούβαρη (γνωστό Οικουμενιστή θεολόγο) να υποκλιθεί στην ακατάληπτη πνευματική του κατάσταση. Ο π. Αββακούμ είχε εξορισθεί (τρις) από την Μονή της Μεγίστης Λαύρας λόγω του ιερού ζήλου του προς τις ιερές Παραδόσεις, μέχρι να κατασκευάσει το ταπεινό ησυχαστήριό του στη Βίγλα, αλλά και κάποιες φορές είχε παρεξηγηθεί από πολλούς συνασκητές του, επειδή από ευγένεια ανταπέδιδε τους ασπασμούς που του έκαναν Μοναχοί της Καινοτομίας. Ο π. Αββακούμ ανήκε σε αυτήν την κάστα των διακριτικών Μοναχών, που δεν ταύτιζε επ' ουδενί την Αποτείχιση με την Απομόνωση, την αγάπη προς τα Παραδεδομένα με τον Φανατισμό και την Οίηση. Με τα χρόνια έγινε γνωστή η εξαϋλωμένη και αποστεωμένη εμφάνισή του, η άνευ ορίων ταπεινότητά του και η γνήσια αγαπητική του προσέγγιση προς τους πάσχοντες αδελφούς του -λαϊκούς και κληρικούς- τους οποίους θεωρούσε Όλους αμέτρως ανωτέρους απ' αυτόν! Στο θαυμάσιο βιβλίο του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+2007) που αναφερόμαστε, υπό τον τίτλο <<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>, καταγράφουμε ενδεικτικά την κατάθεση ψυχής ενός ανωτέρου δικαστικού, που τον γνώρισε από κοντά, και γεύθηκε σιμά του τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος! Σημειώνει: <<Ήτο, (ο π. Αββακούμ) όσα ερχότανε τότε με τόση χάρι, αφέλεια και βαθυτάτη ταπείνωση να μου εμπιστευθή, ανεπιτήδευτα, φυσικά, με τα γλυκά φωτεινά του μάτια, τα εξαϋλωμένα από τη νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη ευχή, για να με στηρίξη και μένα, εικοσάχρονο παιδόπουλο τότε, και αφού πάντα μού' βαζε <<μετάνοια>>, μ' αγκάλιαζε με άψογη οικειότητα, μ' αποκαλούσε <<πατέρα του>>. Πράγματι με καθήλωνε! [...] Άκακος, αμόλυντος, παιδικός, αρνησίκοσμος, ακτήμων με συναίσθηση μελλοθανάτου, με δίαιτα συνήθως <<κουκίων βρεγμένων και αγρίου μέλιτος>> μαγνήτευε κόσμο παρά το ψυχρό, πενιχρό ξυλοκρέββατό του, με σανίδια κι ένα σκαμνί κι ένα φτωχό πάγκο για διάβασμα - γράψιμο, γιατί ήτανε σοφός κι είχε μάθει, ότι καταχώνεται σε βάραθρο ή βόθρο η ψυχή που ποθάει υλικά, γήινα, φθαρτά. Ιδού το απαστράπτον ιδανικόν του, η παραδεισιακή του τέρψη, τρυφή, μακαριότητα>>! Μέσα σε λίγα λόγια, μια ενδεικτικά αδρή <<προσωπογραφία>> του αειμνήστου Γέροντος, που μέσα από τις σελίδες του εν λόγω βιβλίου θα οσμιστούμε το αυθεντικό άρωμα της Ορθοπραξίας και θα γευθούμε τα κεχαριτωμένα εκχυλίσματα της Αγιοπνευματικής Χάριτος. Δόξω τω Θεώ πάντων ένεκεν!




Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος







Ε κ  τ ο υ  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο υ )


Ι'. Εργάτης της εγκρατείας


Ένας καλός εργάτης της προσευχής, ως ήτο ο π. Αββακούμ, ήτο δυνατόν να μη εγκρατεύεται; <<ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται>>, γράφει ο θείος Παύλος, ο δε εκ νεότητός του αναλωθείς εις την υπηρεσίαν των θείων ασκητής της Βίγλας, ήτο πολύ φυσικόν να έχη ισόβιον σύντροφον την εγκράτειαν.


Λίγο ριζάκι βρασμένο, και πολλάκις ανάλαδο, ήτο από τα πιο συνήθη του γεύματα. - Γέροντα, θέλει πλύσιμο, του είπε καποτε ένας αδελφός της Λαύρας, όταν τον είδε να ρίχνη το ρύζι στην κατσαρόλα, χωρίς να το πλύνη προηγουμένως.


-Όλα άγια με την προσευχή, ήτο η απάντησις του π. Αββακούμ, ο οποίος εφήρμοζε και εις το σημείον αυτό τον λόγον της Γραφής: <<Παν κτίσμα Θεού καλόν, και ουδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενον αγιάζεται γαρ διά λόγου Θεού και εντεύξεως>>.


Η συνεχής βία εις όλα, και ιδιαιτέρως εις το φαγητόν και τον ύπνον ήτο το σύνθημά του. Ο παράδελφός του και κατόπιν γενόμενος Επίσκοπος Λήμνου Διονύσιος, τον χαρακτηρίζει ως <<μέγαν νηστευτήν>>, διότι τον έζησε χρόνια και είχε πείραν προσωπικήν του πράγματος.


Το αυτό άλλως τε ομολογούν και όλοι οι Λαυριώται πατέρες. Εις την βίαν του αυτήν τον εβοηθούσε και ο σιδερένιος οργανισμός του. Ουδέποτε είπε την λέξιν <<κουράστηκα>>, καίτοι έκανε εργασία για δυο και τρία άτομα, ούτε ποτέ του ησθένησε.


Όταν έγινε τραπεζάρης η Λαύρα είχε περίπου 150 πατέρες, εκτός των εργατών που ξύλευαν τα δάση τους. Σ' όλους ετοίμαζε και έδινε το ανάλογο μερίδιο ψωμιού και κρασιού, μαζί με τον πνευματικό λόγο και το παιδικό του χαμόγελο.


Στις αγρυπνίες που εγίνοντο κάθε χρόνο στην κορυφή του Άθω (6 Αυγούστου), ως και εις το σπήλαιον του Αγίου Αθανασίου (Σάββατον της <<Ακαθίστου>>) αυτός ήτο ο μάγειρας και ο οικονόμος.


Αυτός πάλι μόνος του πατούσε στο μεγάλο πατητήρι των 35 τόννων το κρασί της Μονής για όλον τον χρόνο, έργο υπεράνθρωπο, το οποίο εκτελούσε με περισσό ζήλο και διάθεσι.


Αυτός επίσης έφτιαχνε το ρακί της χρονιάς, που τόσο συνηθίζεται σαν κέρασμα στο Όρος, για τους προσκυνητές και τους εργάτες. Όταν μάλιστα άρχισε να φτιάχνη και το ησυχαστήριόν του


στην Βίγλαν (1953 και εξής), εφρόντιζε και τους εργάτες τους δικούς του με φαγητό και όλα τα χριώδη, και πρόφθαινε τα πάντα με την ευχή στο στόμα!


Ένας μοναχός που τον εγνώριζε πολύ καλά, μας είπε το εξής χαρακτηριστικό, για να δείξη το πόσο εργάσθηκε για την μετάνοιά του ο αείμνηστος Γέροντας.


Όσο αξίζουν, είπε, τα κτήρια της Λαύρας, άλλο τόσο κάνουν και τα μεροκάματα του Αββακούμ που εργάσθηκε γι' αυτήν! Το κελλάκι του ήταν πτωχό και απέριττο, αλλ' αυτός το ονόμαζε παλάτι!


Η σύντροφος κακοπάθεια του βίου του τον είχε κάνει να ασκείται στα ελάχιστα, και το πνεύμα της ευγνωμοσύνης τον εδίδασκε να τα θεωρή και αυτά πολλά και τον εαυτόν του ανάξιον για τόσες ευλογίες.


Παντού εκυκλοφορούσε ανυπόδητος, παρεκτός των περιπτώσεων που εισήρχετο εις Εκκλησίαν ή επήγαινε στο Συνοδικόν, όπου εγίνοντο οι Συνάξεις των Γερόντων.


Εδώ θα πρέπη να σημειωθή, ότι εκ νεότητός του εφύλαξε μετά μεγάλης προσοχής την αρετήν της παρθενίας. Όταν μάλιστα κάποτε πατούσε τα σταφύλια της χρονιάς, κάποιος μοναχός τον παρετήρησε ότι δεν ήσαν τα πόδια του καθαρά όσο έπρεπε, και ο απλούς Γέροντας έσπευσε ν' αποκριθή: 


<<Καθαρά είναι'  είμαι παρθένος, μη στενοχωριέσαι>>. Στα γεράματά του, γύρω στα 65, είχε σφοδρούς σαρκικούς λογισμούς, πράγμα που τον εξέπληξε και τον εστενοχώρησε, διότι ούτε στον ύπνον του είχε αισχράς φαντασίας. 


Επεδόθη τότε εις περισσοτέραν προσευχήν, με μετάνοιες και επικλήσεις της Κυρίας Θεοτόκου και του Αγίου Φανουρίου, αλλά η ανακούφισις ήτο προσωρινή. Μετ' ολίγον ο πειρασμός επανήρχετο!


Πέντε έτη κράτησε αυτή η δοκιμασία του, ως ο ίδιος το διηγήθη εις παράδελφόν του. Τελικώς ο πειρασμός υπεχώρησε και ο ταπεινός Γέροντας ευχαρίστησε τον Θεόν εκ καρδίας.


Η βία και η άσκησις τόσων δεκαετιών είχαν αφήσει έντονα τα σημεία τους στην όλη εμφάνιση και διαγωγή του. Όταν μια φορά ένας αδελφός της Λαύρας ωμιλούσε με μια ομάδα


γερμανών επισκεπτών στην αυλή του Μοναστηριού, συνέβη την ώρα εκείνη να εισέρχεται στην Μονήν, επιστρέφων από την Βίγλαν, ο γερο - Αββακούμ.


Αμέσως τότε επί τη θέα του οι γερμανοί εγκατέλειψαν τον συνομιλητή τους και περιεκύκλωσαν μετά θαυμασμού τον ρακοφορούντα μοναχόν, επαναλαμβάνοντες με τα ολίγα ελληνικά τους: <<Αυτό πραγματικό ασκητή>>!


ΙΑ'. Άνθρωπος αγάπης και παρακλήσεως


Όλοι όσοι τον έζησαν, ή έστω δι' ολίγον εγνώρισαν, τον άνθρωπον του Θεού, τον απέριττον π. Αββακούμ, όλοι τους μ' ένα στόμα ομολογούν, ότι επρόκειτο για ζωντανό παράδειγμα ανθρώπου αγάπης και παρακλήσεως.


<<Όταν μιλούσες μαζί του έφευγαν όλα>>, διηγείται χαρακτηριστικώς ένας από τους νυν Λαυριώτας πατέρας. <<Εις το πρόσωπόν του είδον ένα Γέροντα με καρδίαν μικρού παιδιού>>, γράφει έτερος εκ του κόσμου αρχιμανδρίτης, ο οποίος τον επεσκέπτετο συχνά εις το πτωχικό του κελλάκι της Λαύρας. 


Άλλος δε θαυμαστής του γράφει προς αυτόν: <<Πότε θα βρεθώ και πάλιν κοντά Σας να κλαύσω καθορών το απλούν και χαρμόσυνον και υπερκόσμιον γέλιο σου>>.


Ένας γερμανός λόγιος θα γράψη γι' αυτόν: <<Το βέβαιο είναι ότι αυτός ο άνθρωπος τραβούσε τους συνανθρώπους του, όπως μια ιαματική πηγή. Στη παρουσία του όλα εφαίνοντο φωτεινότερα.


Ήτο κάτι που ανάγκαζε τον λυπημένο να ζητά το πλησίασμά του και ένα μέρος από το πλημμύρισμα της χαράς του>>. Ο συμμοναστής του επίσκοπος Τρίκκης Διονύσιος, επιθυμών να περιγράψη εις σχετικόν άρθρον του μοναχούς αγάπης εν Αγίω Όρει, σημειώνει τα εξής διά τον ασκητήν της Βίγλας.


<<Ο π. Αββακούμ, νηστευτής μέγας, κατέχων την Αγίαν Γραφήν όσον ολίγοι, ακάματος εργάτης του καλού, με πολλήν την αυταπάρνησιν και την αυτοθυσίαν, εδέχθη εις το κελλίον του και περιποιήθη στοργικώς επί μήνας πολλούς, νέον τινα με προχωρημένην πνευμονικήν φυματίωσιν.


Κατέφυγεν ο δυστυχής εις την Μονήν. Είχε κηρίνην την όψιν, αποστεωμένον το σώμα, ανεσκαμμένας τας παρειάς, βαθουλωμένους τους οφθαλμούς... Ήμην αρχοντάρης.


Μοι εξέθεσε με ειλικρίνειαν την κατάστασίν του. Τελείως απογοητευμένος, ίστατο εις το χείλος της αβύσσου της απελπισίας. Εζήτει μετά δακρύων προστασίαν. Άλλως... Την στιγμήν εκείνην εσκέφθην, ποίον;


Τον π. Αββακούμ. Με πόσην συγκίνησιν το ήκουσεν! Εδέχθη με χαράν να τον προστατεύση. Τον παρέλαβε εις το κελλίον του και τον εφρόντιζε ως φιλόστοργος μήτηρ.


Ενήστευεν αυτός, έτρεφεν όμως με κρέας και άλλας δυναμωτικάς τροφάς τον ασθενή του. Επάλαιψε σκληρώς με την ασθένειαν του νέου. Ο θάνατος τον παρέλαβεν από τας στοργικάς του αγκάλας εν μετανοία και εξομολογήσει>>.


Ολίγον προτού κοιμηθή τον έκανε μοναχόν, ονομάσας αυτόν Φανούριον. Δεν υπήρξε προσκυνητής που να τον επεσκέφθη για κάποιο ζήτημα και να μη φύγη από κοντά του εν πνευματική ευθυμία και ηλλοιωμένος, την καλήν του πνεύματος αλλοίωσιν.


Σου μιλούσε ώρες, χωρίς να κουράζεται, για τα μεγαλεία του Θεού και την αγάπην Του προς τους ανθρώπους. Κάθε λίγο δε, όταν ωμιλούσε για κάτι το σημαντικόν, ρωτούσε: <<είδες τί ωραίο; Ε ε ε, τί ωραίο!>>.


Όντως η ψυχή του διετήρησε την καθαρότητα της παιδικής ηλικίας, γι' αυτό και ήτο δέκτης ευαίσθητος των μεγαλείων του Θεού, συνεχώς θαυμάζων τον Κύριον και Δημιουργόν του,


είτε βλέπων την φύσιν, είτε περιγράφων την αγάπην και το έλεος του Θεού προς τον άνθρωπον, είτε ψάλλων τα μεγαλεία Του και την δικαιοσύνην Του.


Ουδέποτε ηθέλησε να λυπήση άνθρωπον, ακόμη και εχθρόν του, ως συνέβη κάποτε με κάποιον λαϊκόν που του έφτιαξε κουφώματα στο κελλάκι του στη Βίγλα και του εκράτησε 3.000 δρχ. περισσότερον από τα συμφωνηθέντα. 


Επειδή εν συνεχεία εργάσθηκε στην Λαύρα, όταν επρόκειτο να πληρωθή, ηρώτησαν τον π. Αββακούμ εάν ήθελε να αφαιρέσουν από το ποσόν της αμοιβής του τις 3.000 δρχ. που του είχε εκείνος κατακρατήσει, και απήντησε: 


<<Όχι, τα χαρίζω>> μην τα κρατήσετε, διότι αισθάνομαι πολλήν χαράν>>. 




Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )


Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Σειρά αναρτήσεων εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+ 2007),
<<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>,
εκτύπωση - βιβλιοδεσία ΑΘΗΝΑ Α.Ε., έκδοσις δ', σελ. 38-44, 
Αθήναι 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF