ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ;





<<...Εἴμαστε σύμφωνοι μὲ ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα καταπάτησης τοῦ μεγαλύτερου δώρου τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τῆς ἐλευθερίας,
εἴτε πρόκειται γιὰ ἡλεκτρονικὸ ἔλεγχο προσωπικῶν δεδομένων, εἴτε γιὰ ἀκούσιο, ὑποχρεωτικὸ ἐμβολιασμό.
Ὡστόσο, δὲν θὰ ἀποσύρουμε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ νὰ διδάσκουμε περὶ τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων.
Δὲν περιμέναμε τὸν κορωνοϊὸ γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι αὐτὲς κυβερνοῦν τὸν κόσμο.
Ὅπως ἐπίσης, δὲν περιμέναμε τὸν κορωνοϊὸ γιὰ νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὰ ἔσχατα.
Θυμίζουμε ὅτι γιὰ τοὺς ἔσχατους καιρούς -τὸ προσδοκώμενο γιὰ ἑμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς γεγονός- ἐτοιμαζόμαστε συνεχῶς καὶ ἀκαταπαύστως, ἐμπλουτίζοντας τὴν ψυχή μας μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου κι ὅ,τι συνδέεται καὶ ἀπορρέει ἀπὸ αὐτήν>>.





«Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἄλας τῆς γῆς»


Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Δεσπότης Χριστὸς καθιστᾶ φανερὸ ὅτι ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν ὡς τέκνα ἀγάπης, ἔχοντας βαπτιστεῖ στὸ ὅνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀποτελοῦν γιὰ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων τὸ καλὸ παράδειγμα. Οἱ μαθητὲς τοῦ Φωτός εἶναι γιὰ τὸν κόσμο τὸ Φῶς ποὺ προσφέρει χαρά, ἀσφάλεια καὶ πρόοδο. Εἶναι, ἐπίσης, τὸ ἀλάτι ποὺ διατηρεῖ τὰ χρηστὰ καὶ χριστιανικὰ ἤθη σὲ μὶα κοινωνία πτώσης, ἐνῶ παράλληλα προσφέρει οὐσία καὶ νόημα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, τοὺς μεταμορφώνει πρὸς τὸ καλύτερο.


Ποιοι, ὅμως, εἶναι μαθητὲς Ἐκείνου; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει ὁ Ἴδιος: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστὲ ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». Ξεκάθαρος ὁ Διδάσκαλος τῆς Ἀγάπης∙ ἡ μεταξὺ μας ἀγάπη καὶ κοινωνία μᾶς καθιστᾶ μαθητές Του. Ἐπομένως, ὅσοι δὲν ἐκφράζουν ἀγάπη τὶ εἶναι; Σίγουρα ὄχι μαθητὲς Ἐκείνου καὶ, ἐπομένως, ὄχι φῶς. Καὶ ἄν δὲν εἶναι φῶς, κατὰ συνέπεια δὲν μεταδίδουν στὸν κόσμο τὴ χαρά, τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν πρόοδο, ἀλλὰ τὸ σκοτάδι, τὸν τρόμο καὶ, τελικά, τὴν ἀπώλεια. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν μεταδίδουν Χριστό, ἀλλὰ ἀντί-Χριστό.


Εἶναι ἀρκετὲς οἱ φορὲς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ φαινόμενα καταιγιστικά, ὅπως αὐτὸ τῆς διαρκῶς μεταλλασσόμενης μεταδοτικῆς ἀρρώστιας ποὺ ταλαιπωρεῖ τὴν ἀνθρωπότητα τὰ τελευταῖα δύο χρόνια, μᾶς θυμίζουν τοὺς ἔσχατους καιρούς. Τότε ἑμεῖς, μὲ τὴν «πεποίθηση» τῆς ἰσχυρῆς μας πίστης καὶ τῆς βαθιᾶς μας γνώσης, σὰν ἄλλοι προφῆτες, βγαίνουμε νὰ προειδοποιήσουμε τὸν κόσμο, πανικοβάλλουμε, τρομοκρατοῦμε, σπείρουμε τὸν πανικό, διχάζουμε. Μήπως, ἀδελφοί, μετατρεπόμαστε σὲ φορεῖς φόβου, ἀγωνίας κι ἀπελπισίας, κι ὄχι παρηγοριᾶς, στήριξης καὶ ἀλληλοσυμπαράστασης; Μήπως, ἀντὶ γιὰ φῶς, σκορπᾶμε τὸ σκοτάδι; Ἄν ναι, τότε ἡ πεποίθηση περὶ πίστεως, εἶναι μάλλον ψευδαίσθηση.


Στὸ σημεῖο αὐτό, τονίζω ὅτι δὲν εἴμαστε σύμφωνοι μὲ ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα καταπάτησης τοῦ μεγαλύτερου δώρου τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τῆς ἐλευθερίας, εἴτε πρόκειται γιὰ ἡλεκτρονικὸ ἔλεγχο προσωπικῶν δεδομένων, εἴτε γιὰ ἀκούσιο, ὑποχρεωτικὸ ἐμβολιασμό. Ὡστόσο, δὲν θὰ ἀποσύρουμε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ νὰ διδάσκουμε περὶ τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων.


Δὲν περιμέναμε τὸν κορωνοϊὸ γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι αὐτὲς κυβερνοῦν τὸν κόσμο. Ὅπως ἐπίσης, δὲν περιμέναμε τὸν κορωνοϊὸ γιὰ νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὰ ἔσχατα. Θυμίζουμε ὅτι γιὰ τοὺς ἔσχατους καιρούς -τὸ προσδοκώμενο γιὰ ἑμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς γεγονός- ἐτοιμαζόμαστε συνεχῶς καὶ ἀκαταπαύστως, ἐμπλουτίζοντας τὴν ψυχή μας μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου κι ὅ,τι συνδέεται καὶ ἀπορρέει ἀπὸ αὐτήν.


Θὰ ἔλεγα ὅτι ἤδη πρὶν ἀπὸ σαράντα χρόνια μὲ διάφορες νέες τεχνολογικὲς ἀνακαλύψεις ποὺ εἰσάγονταν στὴν καθημερινή μας ζωή, πολὺς κόσμος φώναζε ὅτι ἦρθε ὁ ἀντίχριστος. Σκέφτομαι, ὅμως, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης ἔγραψε περὶ αὐτοῦ πρὶν δύο χιλιάδες χρόνια ὅτι «ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη». Ὁ δὲ Πρωτοκορυφαῖος Πέτρος ἔγραψε «πάντων τὸ τέλος ἤγγικεν».


Καὶ ὅμως, δύο χιλιάδες χρόνια μετὰ, ἀκόμη δὲν ἔχει ἔρθει. Ἐκείνοι, ὅμως, δὲν τὰ ἔγραψαν γιὰ νὰ τρομοκρατήσουν τοὺς πιστούς, οὔτε γιὰ νὰ μαζέψουν ὀπαδοὺς παριστάνοντας τοὺς σωτῆρες (ἀλίμονο ἄν κάποιος πιστέψει ὅτι πέραν τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ἄλλος σωτήρας). Βλέποντας τὴν κατάπτωση τῆς κοινωνίας, οἱ Ἀπόστολοι τὰ ἔγραψαν γιὰ νὰ παροτρύνουν τοὺς πιστοὺς σὲ «σωφροσύνη, σὲ νήψη μέσω τῆς προσευχῆς καὶ προπάντων σὲ ἀγάπη, ἡ ὁποία καλύψει πλῆθος ἀμαρτιῶν» (Α΄ Πε 4,7-8).


Οἱ συνωμοσιολογίες ἔχουν κουράσει τοὺς πάντες. Ἐὰν συνεχίσουν, θὰ ὲπαναλάβουν τὸν μύθο μὲ τὸν βοσκό, τὸν λύκο καὶ τὰ πρόβατα. Στὸ τέλος, θὰ ἔρθει τὸ κακό καὶ κανείς δὲν θα δίνει σημασία. Ὁ κόσμος -ὅταν θὰ πρέπει- θὰ εἶναι ἀποστασιοποιημένος καὶ ἀπροστάτευτος.


Βεβαίως, καλὸ εἶναι νὰ προστατευθοῦμε ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς δυνάμεις τῆς κάθε ἐποχῆς. Κυρίως, ὅμως, πρέπει νὰ προστατευθοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλές μας ἐπιθυμίες καὶ τὶς κακὲς πράξεις, διότι καὶ ἄν ἀκόμη δὲν ζήσουμε τὰ ἔσχατα, ἀναμφισβήτητα θὰ βιώσουμε τὸν προσωπικὸ θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι κοντὰ καὶ ἔρχεται ἀπροσδόκητα. Τότε, ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου, τὸν Παράδεισο θὰ μᾶς ἐξασφαλίσουν μόνο οἱ κατὰ Θεὸν πράξεις καὶ ἡ εἰλικρινὴς πίστη μας. Εἴμαστε ἔτοιμοι γιὰ τὸ προσωπικό μας κριτήριο;


Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ κρίνω, οὔτε νὰ ἀπαξιώσω κανέναν. Γράφω μὲ λύπη, διότι αἰσθάνομαι ὅτι… ξεφύγαμε. Οἱ ἄνθρωποι, οἱ λίγοι ποὺ παρέμειναν πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἔρχονται στὴν Ἐκκλησία, ἔρχονται γιὰ νὰ λάβουν παρηγοριὰ στὶς θλίψεις καὶ τὰ καθημερινὰ προβλήματα. Ἔρχονται γιὰ νὰ γεμίσουν Φῶς, Χαρὰ καὶ Ἐλπίδα. Σὲ κάθε περίπτωση δὲν πρέπει νὰ ἐπιστρέφουν στὰ σπίτια τους ἀπογοητευμένοι, φοβισμένοι ἤ ὀργισμένοι, διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι συνώνυμα μὲ τὸ σκοτάδι.


Εὐαγγελίζουμε τὸν κόσμο; Ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν Κάθαρση, τὸν Φωτισμό καὶ τὴν Θέωση τῆς ψυχῆς μας ἤ μόνο ξέρουμε νὰ κατακρίνουμε καὶ νὰ στιγματίζουμε τὰ λάθη τῶν ἄλλων; Κατηγοροῦμε τὸν αἱρετικὸ πάπα καὶ τὸ παπικὸ πρωτεῖο, μὰ ἄν κοιτάξουμε μὲ νηφαλιότητα γύρω μας, θὰ δοῦμε ὅτι μάλλον ἀπὸ τὸν μικρότερο ἴσως καὶ ὡς τὸν μεγαλύτερο, λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ -μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἐγὼ- μάλλον «διεκδικοῦμε» τὸ ἀλάθητο. Πιστεύουμε ὅτι κατέχουμε μία προνομιοῦχο θέση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ «παπίζουμε» στὴν ἀκοινώνητη μοναξιά μας, ἀνεξἐλεγκτοι ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀρχή, τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ, γενικότερα, τὴν Ἱερὰ Σύνοδο.


« ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με». Καὶ μετὰ νομίζουμε ὅτι ὑπηρετοῦμε Χριστό…


Μὲ λύπη γράφω. Μὲ λύπη, ἀλλὰ χάρην τοῦ καθήκοντος ποὺ περιέχει τὸ ὕψιστο Ἀρχιερατικὸ Ἀξίωμα. Μπροστὰ στὴν τήρηση τῆς εὐταξίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς νομιμότητας δὲν χωροῦν συμβιβασμοί μὲ τὸν οἱονδήποτε ποὺ θέλει νὰ ἐπιβάλλει τὰ «θέλω» του μέσα στὴ ζωὴ καὶ τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας.


Γιὰ κάποιους μπορεῖ νὰ εἶναι αὐστηρὰ τὰ γραφόμενα. Ἀς κοιτάξουν πώς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀντιμετώπιζε ὅσους ξέφευγαν ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου ἐπηρρεάζοντας τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Λέει στὸν μαθητή του, Τιμόθεο: «Τινες […] περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν […] οὓς παρέδωκα τῷ Σατανᾷ ἵνα παιδευθῶσιν».


λλοτε, πάλι, λέει στοὺς Κορινθίους: «ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω». Σκληρή, ἀλλὰ δίκαιη ἡ γλώσσα τῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία μᾶς διδάσκει ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ ὁ καθένας νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, νὰ ἀθετεῖ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἡ ὁποία καὶ ἔχει ἐπωμισθεῖ τὸ βάρος τῆς διαχείρησης ὅλων τῶν δύσκολων περιστάσεων.


ξίζει νὰ σημειωθεῖ πρὸς ἐνημέρωσιν καὶ συναίσθησιν ὅτι, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες, τὰ ἔσχατα θὰ ἔλθουν ὅταν πάψει τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐπομένως, ἄν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας θέτουν ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τους τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀγωνίζονται καρδιακὰ νὰ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν νὰ φοβηθοῦν τίποτα.


Κλείνοντας, ἐπαναλαμβάνω τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «σωφρονήσατε οὔν καὶ νήψατε εἰς τὰς προσευχάς». Ἀς βάλουμε καλὴ ἀρχὴ γιὰ νὰ μάθουμε πρῶτα νὰ λέμε τὸ «Κύριε Ἰησού Χριστέ ἐλέησον με» καὶ ὕστερα θὰ μᾶς φωτίσει ὁ Κύριος γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ζοῦμε ὡς Χριστιανοί καὶ πῶς νὰ ἀντιμετωπίζουμε κάθε ἀναφυόμενη δυσκολία.


χρόνος κυλάει, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Ἀς ἔλθουμε εἰς ἐαυτοὺς καὶ ὰς εὐτρεπίσουμε μὲ πολλὴ ταπείνωση τὴ φάτνη τῆς ψυχῆς μας, μήπως καὶ ἀξιωθοῦμε νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης.




† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος




Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Βοιωτίας

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF