ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΗΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΔΕΙ ΤΙΜΑΝ ΤΑΣ ΕΟΡΤΑΣ





Μ
ία ἀθλία γυναῖκα, ἀπὸ συνεργίας τοῦ δαίμονος, δέκα καὶ ὀκτὼ χρόνους ἐπειράζετο ἀπὸ ἕνα πάθος τόσον βαρύ, ὅπου δὲν ἠδύνατο παντελῶς νὰ σηκώσῃ τὴν κεφαλήν· ὅθεν ἔπρεπε νὰ πηγαίνῃ πάντα συγκύπτουσα κάτω, μὲ πολὺν ἀγῶνα, καὶ ἦταν θέαμα ἐλεεινὸν νὰ τὴν βλέπωσιν. Ἐδίδασκεν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς τὴν Συναγωγήν, μίαν ἡμέραν Σαββάτου· τὴν εἶδε, τὴν ἐλυπήθη, τὴν προσκάλεσε, τὴν ἕγγιξε μὲ τὴν παντοδύναμον ἰαματικὴν δεξιάν Του καὶ τὴν ἰάτρευσε· ἡ γυναίκα, ὅλο χαρά, ἐδόξαζε τὸν Θεόν, πὼς ἰατρεύθη, «παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν».


λαὸς ὅπου εἶδε τὸ θαῦμα, ἐχαίρετο ὑπερβολικὰ εἰς τὰ ἔνδοξα κατορθώματα τοῦ θαυματουργοῦντος Δεσπότου. Τώρα, ποὺ ὁ Χριστὸς θαυματουργεῖ, διατὶ ἐκείνη ἡ γυναίκα τὸν εὐχαριστεῖ καὶ τὸν δοξάζει, καὶ ὁ λαὸς εὐφραίνεται εἰς τὴν διδασκαλίαν Του καὶ εἰς τὰ θαύματά του, οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὅμως, ὑποκριταὶ καὶ φθονεροί, σκανδαλίζονται, κι ὁ Ἀρχισυνάγωγος περισσότερον ἀπὸ ὅλους θυμωθείς, εὑρίσκει τάχα πρόφασιν καὶ λέγει πρὸς τὸν λαόν: «ἕξ ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔχετε νὰ ἐργάζεσθε· εἰς αὐτάς, λοιπόν, νὰ ἔρχεσθε νὰ ἰατρεύεσθε καὶ μὴ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, εἰς τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ φυλάττετε σχόλην».


«Καὶ καλά, ὁ νόμος τινας προστάζει τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου νὰ μὴ δουλεύῃ, ἀλλὰ δὲν ἐμποδίζει ἕνα ἄρρωστον νὰ ἰατρευθῆ! Ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ Θεοφύλακτος, ὁ Σατανᾶς ἀπὸ τὴν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν εἶχε πρῶτα δεμένην μὲ τὴν ἀσθένειαν, ἐπέρασεν εἰς τὸν ἀρχισυνάγωγον, καὶ τὸν ἔδεσε μὲ τὸν φθόνον· ὅθεν, αὐτὸς ἀγανακτεῖ εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ θαύματος, διατὶ φθονεῖ τὴν δόξαν τοῦ θαυματουργοῦντος.


στε, τοῦτο ὁποῦ λέγει, δὲν προέρχεται ἀπὸ ζῆλον εἰς τὸν νόμον, ἀλλὰ μάλιστα ἀπὸ τὸν φθόνον πρὸς τὸν Χριστόν. Ἀλλ’ ἐγὼ τοῦτο τὸ ἴδιον, ὁποῦ ὁ Ἀρχισυνάγωγος λέγει, διὰ σατανικὸν φθόνον, πρὸς τὸν λαὸν τῶν Ἰουδαίων, θέλω νὰ εἰπῶ, διὰ Εὐαγγελικὸν ζῆλον, πρὸς τὸν λαὸν τῶν χριστιανῶν. «Ἕξ ἡμέραι εἰσιν, ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου», ἤγουν, ἕξ ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔχετε νὰ κάνετε τὰ ἔργα σας καὶ τὰς ἐργασίας σας, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου, δηλαδὴ τὴν ἑορτήν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι σχόλη ἀπὸ πᾶσαν ὑπόθεσιν κοσμικήν…


Θεός, ὁποῦ εἶναι Κύριος πάντων, ὁποῦ ἡμπορεῖ νὰ προστάξῃ ὅ,τι θέλει, καὶ τινὰς δὲν δύναται νὰ τοῦ ἐναντιωθῇ, ἠμποροῦσε, ἐὰν ἤθελε, νὰ προστάξῃ ἀπὸ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, νὰ δουλεύωμεν δι’ Αὐτὸν ἕξ ἡμέρας καὶ μίαν μόνην δι’ ἡμᾶς. Μ’ ὅλον τοῦτο, διὰ ἄκραν συγκατάβασιν, ἕξι ἡμέρας ἐχάρισεν εἰς ἡμᾶς, διὰ τὴν ζωοτροφίαν μας, τὴν κυβέρνησιν τῆς οἰκογενείας μας, καὶ μίαν μόνην ἐκράτησε δι’ Αὐτόν, θέλοντας αὐτὴν τὴν ἡμέραν νὰ Τοῦ δουλεύωμεν, καὶ τοῦτο πάλιν εἶναι διὰ ἰδικόν μας καλόν. Διατὶ δουλεύοντες διὰ λόγου μας τὰς ἕξ ἡμέρας, κάμνομεν τὴν κυβέρνησιν τῆς ζωῆς μας εἰς τοῦτον τὸν κόσμον. Δουλεύοντες διὰ τὸν Θεὸν μίαν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς, ἐργαζόμεθα τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μας, διὰ τὸν Παράδεισον.


Θεὸς ἠδύνατο εἰς μίαν στιγμὴν νὰ κάμῃ ὅλον τὸν κόσμον ὁρατὸν καὶ ἀόρατον, πλὴν ἠθέλησε νὰ τὸν κάμῃ εἰς ἕξ ἡμέρας, διὰ νὰ μάθωμεν πὼς ἡ ἑβδόμη εἶναι ἡμέρα καταπαύσεως. Ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐδῶ, τρέχει ἡ ἑβδόμη ἡλικία ἀπὸ κτίσεως κόσμου, ἕως τῆς Μελλούσης Κρίσεως, καὶ μετὰ τὴν Μέλλουσαν Κρίσιν, θέλει ἀκολουθήση ἡ ὀγδόη ἡλικία, ὁ αἰὼν ὁ ἀπέραντος καὶ αἰώνιος.


Διὰ νὰ μάθωμεν πόσον εἶναι ἱερὸς καὶ σεβάσμιος ὁ ἕβδομος ἀριθμὸς καὶ κανὼν τῶν ἑορτῶν τῆς Παλαιᾶς καὶ σύμβολον τῶν ὑψηλοτέρων μυστηρίων τῆς Νέας Διαθήκης, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐγεννήθη τὸν ἕβδομον μῆνα τοῦ ἔτους καὶ ἀρχὴ τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους τῶν χριστιανῶν. Μὲ τὸν ἀριθμὸν ἐτοῦτον ἐχαρακτήρισεν ὁ Θεὸς τὴν Κυριακήν, ὅπου εἶναι ἡ ἑβδόμη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἁγίασε καὶ μὲ ἄλλα ἐξαίρετα προνόμια.


Διατί, Κυριακὴν ἄρχισε νὰ πλάθῃ τὸν κόσμον τῆς φύσεως καὶ Κυριακὴν ἀνέπλασε τὸν κόσμον διὰ τῆς χάριτος. Κυριακὴν ἐγεννήθη ὁ Χριστός, Κυριακὴν ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν, Κυριακὴν ἔπεμψε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὴν Ἁγίαν Πεντηκοστήν, Κυριακὴν ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ἀφιερωμένη εἰς δόξαν Αὐτοῦ, καὶ σιμὰ καὶ τὰς ἑορτὰς εἰς μνήμην τῶν ἁγίων, ὡσὰν ἡμέρας ἐδικάς Του, διὰ νὰ μὴ κάνωμεν κανένα ἄλλο ἔργον, παρὰ νὰ δοξάζωμεν Αὐτόν, τὸν Δεσπότην, καὶ νὰ τιμῶμεν τοὺς πιστοὺς δούλους Του.


ορτὴ θέλει νὰ εἰπῇ: ἡμέρα ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ. Καὶ λοιπόν, καθὼς μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν στεκόμασθε σεμνὰ καὶ εὐλαβητικά, διατὶ εἶναι οἶκος Θεοῦ, ἔτσι τὴν αὐτὴν σεμνότητα καὶ εὐλάβειαν πρέπει νὰ ἔχωμεν, τόσον καθήμενοι μέσα εἰς τὸ σπίτι, ὅσον καὶ περιπατοῦντες ἔξω εἰς τὸν δρόμον, τὴν ἑορτήν, διατὶ εἶναι ἡμέρα Θεοῦ. Μία ἁμαρτία ὅπου κάμνομεν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἶναι ἱεροσυλία, διατὶ αὐτὴ εἶναι τόπος Θεοῦ. Καὶ πάλιν, ἱεροσυλία εἶναι κάθε ἁμαρτία ὁποῦ κάμωμεν τὴν ἑορτήν, διατὶ αὐτὸς εἶναι καιρὸς τοῦ Θεοῦ.


Τὸ αὐτὸ εἶναι νὰ κλέψῃ ἤ νὰ πορνεύσῃ τινας μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ νὰ κλέψῃ ἤ νὰ πορνεύσῃ τὴν ἑορτήν· διατὶ ἐκείνη καὶ ἐτούτη εἶναι ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ. Ἑορτὴ θέλει νὰ εἰπῇ ἡμέρα ἁγία, τὴν ὁποίαν πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἁγιάζωμεν, νὰ γενώμεθα ἅγιοι, συντρέχοντες εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀκούοντες τὰς Ἀκολουθίας, μάλιστα τὴν Λειτουργίαν, τὴν ὁποίαν δὲν ἠμποροῦμεν νὰ τὴν ἀφήσωμεν, χωρὶς κρῖμα θανάσιμον. Ἀναγινώσκοντες τὴν θείαν Γραφὴν ἤ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, καὶ τὸ ἐπίλοιπον εἰς προσευχήν, ἐξομολογούμενοι καὶ μεταλαμβάνοντες τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, καθὼς ἔκαμαν οἱ παλαιοὶ χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι «ἦσαν προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν Ἀποστόλων, τῇ κοινωνίᾳ, τῇ κλάσει τοῦ Ἄρτου, καὶ ταῖς προσευχαῖς», τιμῶμεν τὸν Θεὸν καὶ ἁγιαζόμεθα.


ορτὴ τέλος πάντων θέλει νὰ εἰπῇ, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος: «ἀγαθῶν ἔργων ἐπίδειξις, ψυχῆς εὐλάβεια, πολιτείας ἀκρίβεια». Δηλαδή, νὰ δείξωμεν τὰ καλά μας ἔργα καὶ ὄχι τὰ καλά μας φορέματα. Ἀλλ’ ἡμεῖς, τότε μόνον ἀγωνιζόμεθα νὰ ἑορτάζωμεν ἑορτήν, ὅταν οἱ ἄνδρες φανῶσι στολισμένοι ὡσὰν καὶ αἱ γυναῖκες· αἱ γυναῖκες ὡσὰν εἴδωλα «περικεκοσμημέναι ὡς ὁμοίωμα ναοῦ», ὡς λέγει ὁ Προφήτης, ἤτοι, ἔρχονται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, περισσότερον διὰ νὰ προσκυνῶνται, παρὰ διὰ νὰ προσκυνήσωσι. Καὶ «ψυχῆς εὐλάβεια», ὅπου θέλει νὰ εἰπῇ, ὄχι μέθη, σπατάλη, ξεφαντώματα.


γὼ λυποῦμαι νὰ βλέπω καὶ ἐντρέπομαι νὰ εἰπῶ, μὲ ποῖον τρόπον ἐργάζουσιν οἱ χριστιανοὶ τὸν καιρὸν τοῦτον. Μά, καὶ εἰς τὰ πανηγύρια τί γίνεται; Τί θέλει ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ὁ Ἅγιος Δημήτριος κ.λπ.; Βλέποντες τοὺς χριστιανοὺς νὰ τοὺς ἑορτάζωσι πλέον μὲ τραγούδια, παρὰ μὲ ψαλμούς, μὲ θυσίας εἰδωλολατρικὰς εἰς τὰ καπηλεῖα, μὲ σπατάλην δαιμονιῶσαν, παρὰ χριστιανικὴν εὐλάβειαν καὶ χοροὺς χωρὶς φόβον Θεοῦ, ἡμεῖς ἔχομεν τὴν ἑορτὴν μάλιστα ἀφορμὴν διὰ νὰ κολάζωμεν περισσότερον τὴν ψυχήν μας. Εἰς τρόπον ὥστε ἠμπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ εἰπῇ ἐκεῖνο, ὅπου εἶπε μίαν φορὰν μὲ τὸ στόμα τοῦ Ἡσαΐου: «τὰς νεομηνίας ὑμῶν καὶ τὰ σάββατα μισεῖ ἡ ψυχή μου».


Δὲν λέγω ἄλλο, μόνο τοῦτο παρακαλῶ σας, ἀδελφοί: Τώρα ποὺ ἐβγαίνετε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τηρήσατε πολιτείας ἀκρίβεια καὶ τοῦτο θέλει νὰ εἰπῇ, πὼς ὅλας τὰς ἡμέρας πρέπει νὰ ζῶμεν μὲ φόβον Θεοῦ, ὡς καλοὶ χριστιανοί, ἐξαιρέτως δὲ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς, κατ’ ἀκρίβειαν, διὰ νὰ γινώμεθα χριστιανοὶ ἅγιοι, καὶ τούτην τὴν διδαχὴν νὰ εἰπῆτε εἰς ὅσους ὁ νοητὸς Φαραώ, ὁ διάβολος, τοὺς ἐκράτησε μακρὰν τῆς Ἐκκλησίας.



<<Διδαχαὶ καὶ Λόγοι>>, Ἐκδ. Ρηγοπούλου. 




Ψηφιακό κείμενο: 

Ορθόδοξος Τύπος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF