ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 



«Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν»

(Mατθ. 1,18)


Και πάλι, ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος μᾶς ἀξίωσε ν᾿ ἀκούσουμε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται…». Ἂς προσπαθήσουμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ πλησιάσουμε τὸ μέγα μυστήριο τῆς Γεννήσεως. Ὁ ὀφθαλμὸς τῆς πίστεως διακρίνει τρεῖς γεννήσεις τοῦ Χριστοῦ. ―Τρεῖς γεννήσεις; Μὰ μία εἶνε ἡ γέννησις. Καὶ ὅμως, ἀδελφοί· τρεῖς εἶνε οἱ γεννήσεις, ποὺ περικλείει τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. Τὴν πρώτη σαλπίζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, τὴν δευτέρα ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, καὶ τὴν τρίτη ὁ ἀπόστολος Παῦλος.


1. Ἡ πρώτη γέννησις τοῦ Κυρίου εἶνε ἡ ἄχρονος. Διότι ὁ Κύριός μας δὲν εἶνε ἁπλῶς ἄνθρωπος· εἶνε καὶ Θεός. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ζῇ ἐπὶ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα· ὑπάρχει λοιπὸν ἕνας χρόνος ποὺ δὲν ὑπήρχαμε, καὶ θὰ ὑπάρχῃ πάλι ἕνας χρόνος ποὺ δὲν θὰ ὑπάρχουμε ὡς σωματικὴ ὕπαρξις ἐπὶ τῆς γῆς. Ἀλλ᾿ ὁ Κύριός μας ἀποτελεῖ ἐξαίρεσι. Οἱ ὀρθόδοξοι λέμε, ὅτι δὲν ὑπῆρξε ποτέ χρόνος ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ὑπῆρχε. Σημειώσατέ το. Ἐδῶ εἶνε ἡ μεγάλη μάχη ποὺ ἔδωσε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐναντίον τοῦ Ἀρείου καὶ συνεχίζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἐναντίον τῶν ἰεχωβιτῶν καὶ ἄλλων αἱρετικῶν ποὺ λένε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε κτίσμα καὶ κάποτε ἦλθε στὴν ὕπαρξι.


δῶ εἶνε ἡ οὐσία τοῦ χριστιανισμοῦ. Δὲν ὑπῆρξε ποτέ στιγμή, χρόνος, ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ὑπῆρχε. Ναί, οὐδέποτε. Προτοῦ παρουσιαστῇ ἡ γῆ καὶ ὁ ἄνθρωπος, προτοῦ γίνουν οἱ γαλαξίες, πρὸ ἡλίου, πρὸ σελήνης, προχώρα μέσα στὸ ἄπειρο παρελθόν, ἂν μπορῇς νὰ προχωρήσῃς ―δὲν θὰ βρῇς ἄκρη―, ὑπάρχει ὁ Κύριος! Ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός. Καὶ πῶς ὑπάρχει; «Γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα». Δὲν ἐποιήθη, ὅπως οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλη ἡ δημιουργία, ἀλλὰ ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρός. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἐκ Πατρὸς ἄχρονος γέννησις. Καὶ αὐτὴν ὑπενθυμίζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία ὅταν ψάλλει «Ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε, ὤμοσε Κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται» (Ψαλμ. 109,3). Θέλει νὰ πῇ ἀκριβῶς, ὅτι πρὸ τῆς δημιουργίας τοῦ ἑωσφόρου, δηλαδὴ τοῦ αὐγερινοῦ, πρὸ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἐγεννήθη ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα.


Τὴν ἄχρονο γέννησι ψάλλουν σήμερα καὶ οἱ καταβασίες ὅταν λένε· «Τῷ πρὸ τῶν αἰώνων ἐκ Πατρὸς γεννηθέντι ἀρρεύστως Υἱῷ…». Καὶ ἀκόμη μεγαλοπρεπέστερα ψάλλει τὴν ἄχρονο γέννησι τοῦ Χριστοῦ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅταν λέει· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. 1,1).


2. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τῆς ἀχρόνου αὐτῆς γεννήσεως ἔχουμε καὶ μία ἄλλη γέννησι. Εἶνε ἡ ἐν χρόνῳ καὶ ἐν σαρκί, ἡ δευτέρα γέννησις, τῆς ὁποίας τὴν μνήμη ἑορτάζουμε. Τὴν γέννησι αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ περιγράφει πρὸ παντὸς ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ὅταν λέει· «Τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν…» (Ματθ. 1,18). Ναί. Ὁ ἄχρονος Θεὸς ἐνεφανίσθη ἐν χρόνῳ, ἱστορικῶς. Μπῆκε στὴν ἱστορία, γιὰ νὰ χωρίσῃ τὴν ἱστορία, γιὰ νὰ δημιουργήσῃ νέο κόσμο. Ἐγεννήθη ἐν χρόνῳ. Ἐγεννήθη ἐπὶ Αὐγούστου Καίσαρος. Ἐγεννήθη ἐπὶ Ἡρώδου θηριώδους. Ἐγεννήθη ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Μπῆκε ὡς βρέφος. Ἐγεννήθη ἐκ Παρθένου. Ἀλλ᾿ ὅταν τὰ πῇς αὐτά, ἔρχεται ἀμέσως ἡ ἀπιστία καὶ τί σοῦ λέει; ―Πῶς ἀπὸ παρθένο μπορεῖ νὰ γεννηθῇ ἄνθρωπος;


Σιώπα, φράξε τὸ στόμα σου, ἀπιστία! Διότι θὰ σ᾿ ἐρωτήσω κ᾿ ἐγώ· Πῶς ὁ πρῶτος ἄνθρωπος παρουσιάστηκε χωρὶς πατέρα καὶ χωρὶς μάνα; Πῶς; Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ μέγας Θεὸς δημιούργησε ἄνθρωπο χωρὶς γονεῖς ―καὶ ἡ δημιουργία χωρὶς γονεῖς εἶνε μεγαλύτερο θαῦμα ἐν σχέσει μὲ τὴ γέννησι μόνο ἀπὸ γυναῖκα―, πολὺ πιὸ εὔκολο ἦτο νὰ γεννηθῇ ἄνθρωπος ἀπὸ μία παρθένο. Ἀλλὰ ἡ ἀπιστία ἐπιμένει· ―Πῶς ὁ ἀπρόσιτος Θεός, ὁ ἄπειρος, ὁ ἄυλος καὶ ἀθάνατος, πῶς ἄγγιξε πάνω στὴ γῆ; Πῶς ἄγγιξε; Ἡ θερμοκρασία στὸν ἥλιο εἶνε χιλιάδες βαθμοὶ Κελσίου. Καὶ ὅμως ὁ ἥλιος ἀγγίζει ἀκινδύνως τὴ γῆ μὲ τὶς ἀκτῖνες του. Ἕνας ἥλιος αὐτὸς ἐπάνω στὸ στερέωμα. Κ᾿ ἕνας ἄλλος ἥλιος, ἀκόμα ὑψηλότερος, εἶνε ὁ Χριστός.


κούσατε; «…Σὲ προσκυνεῖν τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης…». Ὅπως λοιπὸν ὁ ἥλιος ἀγγίζει τὴ γῆ καὶ οὔτε ἡ γῆ καίγεται οὔτε ὁ ἥλιος μολύνεται ἀπὸ τὶς ἀκαθαρσίες τῆς γῆς, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστός, ὁ πνευματικὸς ἥλιος, ἀγγίζει τὴ γῆ. Καὶ ὅπως αἰσθάνεσαι τὸν ἥλιο, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, ὅταν πιστεύῃ, αἰσθάνεται τὸν ἥλιο Χριστό. ―Μὰ πῶς, πάλι, ἡ Παρθένος γέννησε υἱό; Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος· Εδατε τὸν ἥλιο; Οἱ ἀκτῖνες του περνᾶνε ἀπὸ τὸ κρύσταλλο, κι ὅμως αὐτὸ δὲν σπάει. Κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστὸς πέρασε διὰ τοῦ ἁγίου σώματος τῆς Παρθένου Μαρίας, διὰ τῶν παρθενικῶν ὑμένων, τῶν ὑαλίνων ὑμένων, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Κάπως ἔτσι πέρασε καὶ ὁ ἥλιος Χριστὸς ἀπὸ τὸ κρύσταλλο αὐτό, καὶ παρέμεινε ἄθραυστος ἡ παρθενία τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου.


λλὰ ποῦ σταματᾷ ἡ ἀπιστία! Ὅταν λὲς στὸν ἄπιστο, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε ψηλά, πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς οὐρανούς, σοῦ λέει· «Τόσο ψηλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸν δῶ». Ὅταν πάλι ὁ Θεὸς κατεβῇ κάτω στὴ γῆ, κοντά μας, πάλι δὲν βγαίνουμε νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε…


3. Ὑπάρχει ὅμως καὶ τρίτη γέννησις. Μιὰ φορὰ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς ἐκ τοῦ Πατρός. Ἄλλη μιὰ φορὰ γεννήθηκε ἐκ Παρθένου. Καὶ ἄλλη μιὰ φορὰ πρέπει νὰ γεννηθῇ. Ὤ, ἂν δὲν γεννηθῇ, εἰς μάτην οἱ γιορτές μας, εἰς μάτην θὰ περάσῃ ἡ ζωή μας στὸν κόσμο. Ἄλλη μιὰ φορὰ πρέπει νὰ γεννηθῇ. Ποῦ νὰ γεννηθῇ; Τὴν τρίτη γέννησί του ψάλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Κάπου ἐκεῖ στὶς ἐπιστολές του ἀκούω τὸν Παῦλο νὰ λέῃ· Πονῶ, κοπιάζω, μοχθῶ. Γιατί κοπιάζεις, Παῦλε; Γιὰ λεφτά, γιὰ κέρδη, γιὰ σπίτια, γιὰ τί; Κοπιάζω γιὰ νὰ γεννηθῇ καὶ νὰ μορφωθῇ ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά σας (βλ. Γαλ. 4,19). Καὶ πρὸς τοὺς Κορινθίους γράφει· «Ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α΄ Κορ. 4,15)· ὅτι δηλαδή, Εἶμαι ὁ πνευματικός σας πατέρας.


πάρχει λοιπὸν καὶ γέννησις πνευματική. Ναί. Ὅπου πίστις, ἁγιότης, εὐγενῆ αἰσθήματα, ἐκεῖ ἔχει γεννηθῆ καὶ κατοικεῖ ὁ Χριστός. Δὲν θέλω νὰ σᾶς λυπήσω, δὲν θέλω νὰ σκιάσω τὴ χαρὰ τῆς ἡμέρας. Δὲν εἶμαι προφήτης οὔτε υἱὸς προφήτου· ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος εἶμαι κ᾿ ἐγὼ καὶ ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας. Ἀλλὰ φοβοῦμαι, ἀδελφοί μου. Ἀπὸ μιὰ τρίχα κρέμεται ὁ κόσμος. Ποῦ ξέρετε, ἐὰν αὐτὰ εἶνε τὰ τελευταῖα Χριστούγεννα ποὺ ἑορτάζει ἡ ἀνθρωπότης; Γνωρίζουμε, ἐὰν θ᾿ ἀξιωθοῦμε νὰ ἑορτάσουμε ἄλλα Χριστούγεννα; Γι᾿ αὐτὸ βάζω τὸ χέρι στὴν καρδιὰ ―καὶ σᾶς παρακαλῶ ἀπόψε στὰ σπιτάκια σας βάλτε το κ᾿ ἐσεῖς― καὶ ἂς ἐρωτήσουμε· «Καρδιά, ποιός κατοικεῖ μέσα σου;». Ποιός εἶνε μέσα στὴν καρδιά μας, ἀδελφοί μου; Τί κυριαρχεῖ μέσα στὴν καρδιά μας;


Δὲν θέλω ν᾿ ἀπαντήσω. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ ποιός εἶνε μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου. Διότι θὰ ἔπρεπε νά ᾿χω κλειδὶ νὰ ξεκλειδώνω τὶς καρδιὲς τῶν μεγάλων καὶ τῶν μικρῶν, τῶν πλουσίων καὶ τῶν φτωχῶν, τῶν ἐγγραμμάτων καὶ τῶν ἀγραμμάτων, γιὰ νὰ δῶ τί ὑπάρχει μέσα. Εἶνε μέσα ὁ Χριστός; Εἶνε μέσα ἡ εἰκόνα του, οἱ ἰδέες του, ἡ ἀγάπη του, ἡ ἐλπίς του, τὰ ὄνειρά του, τὰ ἄστρα του, οἱ παλμοί του…; Ἀπαντῆστε, ἀδελφοί μου, στὸ ἐρώτημα αὐτό. Ποιός εἶνε μέσα στὴν καρδιά μας;


γαπητοί μου! Τὴν καρδιά μας ζητάει ὁ Θεός (πρβλ. Παροιμ. 23,26). Πέρα ἀπὸ τὶς πανηγύρεις, πέρα ἀπὸ τὶς ἑορτές, τὴν καρδιὰ στὸ Χριστό! Δὲν εἶνε μῦθος ὁ Χριστός μας· εἶνε θαῦμα, ζωή, δύναμις, εἶνε τὸ πᾶν γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὴν καρδιά σου, λοιπόν. Ἕνας ποιητής, ποὺ ἔψαλε τὸ μεγαλεῖο τῆς πατρίδος μας, εἶπε· «Κλεῖσε μέσα στὴν καρδιά σου τὴν Ἑλλάδα, καὶ θὰ αἰσθανθῇς κάθε εδους μεγαλεῖο». Κ᾿ ἐγὼ προχωρῶ περισσότερο καὶ λέω σ’ ὅλους· «Κλεῖστε, κλεῖστε μέσα στὴν καρδιά σας τὸ Χριστό, γιὰ νὰ αἰσθανθῆτε κάθε εδους μεγαλεῖο!».



Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.



ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος



Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία. Πρώτη ἐκφώνησις ἱ. ναὸς Γεννήσεως Χριστοῦ Χριστοκοπίδου – Ἀθηνῶν 25-12-1961.




Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF