ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 21 Μαΐου 2022

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ





Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Αγίου Νικολάου Βελιμίριβιτς:
<<Ομιλίες και Μελέτη για τα Σύμβολα και Σημεία>>, εκδόσεις <<Ορθόδοξη Κυψέλη>>, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 22-26.
Ο Άγιος Νικόλαος γενννήθηκε στις 23.12.1881 στο μικρό ορεινό χωριό Λέλιτς κοντά στο Βάλιεβο της Σερβίας. Οι γονείς του, Ντράγκομιρ και Κατερίνα, απλοί χωρικοί είχαν εννέα παιδιά από τα οποία το πρώτο ήταν ο Νικόλαος.
Βαπτίσθηκε στο μοναστήρι του Τσέλιε που τότε αποτελούσε τον ενοριακό ναό του χωριού. Η ξακουστή οικογένεια των Βελμίροβιτς κατάγεται από τη Σρεμπρένιτσα της Βοσνίας. Ο πατέρας του είχε σπάνια μόρφωση για χωρικό της εποχής του και ήταν ο γραμματικός της περιφερείας. Το Δημοτικό τελείωσε στο Σχολείο της μονής Τσέλιε και το Γυμνάσιο στο Βάλιεβο. Μετά την αποφοίτησή του από την Θεολογική Σχολή του Βελιγκραδίου, έλαβε υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Βέρνης στην Ελβετία.
Το διδακτορικό του θέμα ήταν: <<Η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού ως θεμελιώδες δόγμα της Αποστολικής Εκκλησίας>>. Στην συνέχεια με νέα υποτροφία σπούδασε φιλοσοφία στην Οξφόρδη της Αγγλίας. Μετά από την σωτηρία του από σοβαρή ασθένεια έταξε να ενδυθή το μοναχικό σχήμα και να θέση τον εαυτό του στην διακονία της Εκκλησίας και του λαού.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1909 έγινε μοναχός με το όνομα Νικόλαος. Κατόπιν επήγε για σπουδές στην φημισμένη Ακαδημία της Πετρούπολης στην Ρωσία... Στις 25 Μαρτίου του 1919 εξελέγη επίσκοπος Ζίτσης, κατόπιν μετατίθεται στην επισκοπή Αχρίδος και το 1934 επέστρεψε και πάλι στην επισκοπή Ζίτσης. Το 1941 συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς.
Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1944 τον μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου στη Γερμανία, από όπου απελευθερώθηκε στις 8 Μαϊου του 1945 από τον αμερικανικό στρατό... Εκοιμήθη ειρηνικά στις 18 Μαρτίου του 1956 ενώ προσευχόταν στην ρωσική μονή του Αγίου Τύχωνος στην Πενσυλβάνια των Η.Π.Α.
Στις 12 Μαΐου του 1991 τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Σερβία, στο μοναστήρι Λέλιτς. Στις 24 Μαΐου 2003 η Σύνοδος των Αρχιερέων της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ακολουθώντας τη συνείδηση του πληρώματός της, προέβη στην επίσημη ανακήρυξη της αγιότητος του επισκόπου Νικολάο και την αναγραφή του στο σερβικό αγιολόγιο. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Μαΐου.
(Από τον πρόλογο του βιβλίου)
Ευχόμαστε την «Καλή Ανάγνωση» και «πνευματική εντρύφηση» σε έναν σύγχρονο άγιο της εποχής μας, που τα κείμενά του παραστατικά, αισθαντικά και προπαντός δημιουργικά μας εισαγάγουν στον άρρητο, θαυμαστό και εύοσμο κόσμο της Θεολογίας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.



Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος


Παρασκευή 7 (20) Μαΐου 2022 εκκλ. ημ. + Εμφάνισις Τιμίου Σταυρού εν Ιεροσολύμοις







ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: «ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΑ» ΜΕΡΟΣ 1ον



ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ


Η αισιοδοξία ενός παράλυτου ανθρώπου είναι το σημερινό θέμα μου και στηρίζεται σ' ένα πραγματικό γεγονός. Υπάρχει ένας ανάπηρος άνθρωπος που είναι συγχρόνως και αισιόδοξος άνθρωπος, ένας βαριά ανάπηρος άνθρωπος που συγχρόνως είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος άνθρωπος! Ακούγεται παράδοξο, θα πείτε. Όχι δεν υπάρχουν παράδοξα. Αν ως τα πέρατα της οικουμένης βασιλεύει η λογική, δεν υπάρχει περιθώριο για παράδοξα. Πραγματικά δεν υπάρχει περιθώριο.


Τα παράδοξα υπάρχουν φαινομενικά. Αν όμως πιστεύουμε πως υπάρχουν, οι αιτίες της πίστης μας δεν είναι φανερές, ενώ οι συνέπειες της πίστης είναι φανερές.... Υπάρχει ένας ανάπηρος άνθρωπος γεμάτος αισιοδοξία, τον οποίο γνωρίζω και έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Είναι ένας στρατιώτης που πληγώθηκε στον τελευταίο πόλεμο. Μια εχθρική σφαίρα διαπέρασε το σώμα του, τον πλήγωσε δίπλα στη μέση του. Οι γιατροί του είπαν πως κόπηκαν πολλά νεύρα και πολλοί μυς καταστράφηκαν με αποτέλεσμα να παραλύσουν τα πόδια του. Ο άνθρωπος αυτός δεν αισθάνεται πια τα πόδια του.


Ακόμα κι αν του ρίξει κανείς αναμμένα κάρβουνα ή πάγο στα πόδια, δεν αισθάνεται τίποτα. Δεν καταλαβαίνει ούτε το ζεστό ούτε το κρύο. Με κάλεσε να τον επισκεφτώ. Αισθανόμουν λύπη ανάμεικτη με φόβο, όταν χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού του. Μου είχε γράψει για το δυστύχημά του και εγώ είχα την εντύπωση πως θα συναντήσω έναν μελαγχολικό, δυστυχισμένο άνθρωπο.


Την πόρτα άνοιξε η μητέρα του. Με υποδέχθηκε μ' ένα χαμόγελο. Τί να σήμαινε αυτό το χαμόγελο, αναρωτήθηκα. Μπήκαμε στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Σε μια μεγάλη καρέκλα με πλάτη, δίπλα στο παράθυρο καθόταν ο γνωστός μου. Το μαραμένο, κίτρινο πρόσωπό του, σαν με είδε άστραψε από χαρά.


Μου φάνηκε πως ένα φωτοστέφανο φώτιζε το κεχριμπαρένιο πρόσωπό του. Με κοίταξε και μου είπε: <<Κάθομαι εδώ από το πρωϊ μέχρι το βράδυ και καμμιά φορά από το ένα πρωϊ ως το άλλο πρωϊ. Η μητέρα μου περιποιείται αυτό το μισοσκότεινο δωμάτιο και η ζωή του δρόμου που παρατηρώ από το παράθυρο μου φαίνεται πιο ξεκάθαρη και πιο φωτεινή. 


Ξέρετε πως εάν ένας άνθρωπος βρεθεί μέσα σ' ένα άδειο πηγάδι και από εκεί παρατηρήσει μέρα μεσημέρι τον ουρανό, θα δει τα αστέρια του ουρανού; Και εγώ παρατηρώ μέσα από το μισοσκόταδό μου τους ανθρώπους που μου φαίνονται σαν αστέρια, λαμπερά που φέγγουν, κινούνται κυκλικά και αδιάκοπα.


Μοιάζουν με αστέρια που φωτίζουν και κινούνται το ένα πίσω από το άλλο και άλλοτε το ένα γύρω από το άλλο. Όσο συμμετείχα στον στρόβιλο της ζωής δεν ήξερα πως η ζωή ήταν τόσο ωραία και τόσο γλυκιά. Από τότε που έχασα τα πόδια μου, κέρδισα τα μάτια μου. Ναι, βλέπω αυτή τη ζωή από τότε που κάθισα σ' αυτήν την καρέκλα. Η ζωή είναι ωραία και γεμάτη αρμονία.


Η αρρώστια δεν είναι μεγάλο κακό και ο θάνατος επίσης δεν είναι ούτε μεγάλο ούτε μικρό κακό. Δεν αισθάνομαι τα πόδια μου καθόλου. Δεν στηρίζουνε αυτά εμένα, αλλά εγώ αυτά. Αλλά υπάρχει κάτι που στηρίζει και μένα, όπως εγώ κρατώ τα παράλυτά μου πόδια. Αν δεν υπήρχε αυτό θα ήμουν όλος παράλυτος.


Αυτό που με κρατά είναι η εσωτερική ψυχική μου αισιοδοξία. Η ψυχή μου για καιρό ήταν παράλυτη. Η οπτική της ψυχής μου κυρίως ήταν παράλυτη, επειδή δεν μπορούσε να βλέπει την ομορφιά και το νόημα αυτής της ζωής. Η ψυχή μου περιφερόταν στο σκοτάδι και της φαινόταν όλος ο κόσμος σκοτεινός.


Η μοναδική της δραστηριότητα ήταν η υποταγή στο σώμα, η σκλαβιά στο σώμα. Το σώμα μου έσερνε την ψυχή πίσω του, όπως τραβά ο κυνηγός τον σκύλο του από το λουρί. Η ψυχή μου χοροπηδούσε, χόρευε στη σκόνη και στη λάσπη ακολουθώντας το σώμα, υπακούοντας πάντα τη θέληση του σώματος. Ήμουν υγιής αλλά δεν το αισθανόμουν. Είχα μάτια, αλλά δεν έβλεπα.


Οι ακτίνες του ήλιου ενώ με άγγιζαν χαρούμενο, εγώ κατσούφιαζα και δεν τις έβλεπα. Τα αστέρια με έβλεπαν αλλά εγώ τα απεχθανόμουν και τα φοβόμουν. Σαν τυφλοπόντικας ήμουν, που κάποιος με έβγαλε έξω στο φως και στον αέρα και μπερδεμένος τριγύριζα από εδώ και από εκεί. Τρέμοντας έσκαβα τη γη για να ξεφύγω από τον ήλιο και να χωθώ πάλι στο σκοτεινό χώμα της γης.


Δόξα τω Θεώ έγινε αυτός ο πόλεμος! Και δόξα τω Θεώ ο εχθρός μ' αυτόν τον τρόπο με έκανε παράλυτο! Αυτός ο εχθρός είναι για μένα ο μεγαλύτερος ευεργέτης. Έχασα τα πόδια αλλά κέρδισα την ψυχή. Πόσο μεγάλη είναι η σοφία του Θεού! Χρησιμοποιεί και τα πιο αυστηρά μέσα για το καλό μας.


Εγώ έδωσα μόνο τα πόδια μου για την ψυχή. Πού να ξέρετε πόσο περισσότερο αξίζει η ψυχή από τα πόδια! Από τότε που κάθομαι σ' αυτήν την καρέκλα και παρατηρώ τον κόσμο από το παράθυρο, τακτοποίησα τις σκέψεις μου και τα αισθήματα μου. Για πολύ καιρό μέσα στο κεφάλι μου και στην καρδιά μου επικρατούσε χάος.


Ο άνθρωπος βρίσκει την αρμονία στην ζωή και στον κόσμο, μόνον όταν την βρει μέσα του.


Αυτήν την εσωτερική αρμονία μόλις τώρα την βρήκα. Απομάκρυνα το χάος και τον φόβο από μέσα μου. Παλιά αισθανόμουν φόβο ακόμη και για ένα απλό συνάχι...


Σήμερα υπάρχουν δίπλα μου δύο παράλυτα πόδια, που κάποτε ήταν βασικά μέλη του σώματος μου, και δεν φοβάμαι καθόλου. Μια ανατροπή συνέβη μέσα στην ψυχή. Τώρα που έγινα πιο άσχημος, ο κόσμος μου φαίνεται πιο όμορφος. Όταν με συμπονά όλος ο κόσμος, τότε αρχίζω να λυπάμαι όλο τον κόσμο>>.


Έτσι μου μίλησε ο παράλυτος άνθρωπος με τα νεκρά πόδια, που καταδικάστηκε από τον τραυματισμό να είναι ακίνητος σαν φυτό. Αυτός ο άνθρωπος είναι νέος, μόλις είκοσι πέντε χρονών και θα καταφέρει πιθανόν να ζήσει άλλα είκοσι πέντε χρόνια. Και αυτά τα υπόλοιπα είκοσι πέντε χρόνια που θα ζήσει, σημαίνει πως θα παραμείνει ακίνητος άλλες δυόμιση δεκαετίες. Θα παραμείνει καθισμένος στην πολυθρόνα, δίπλα στο παράθυρο, βλέποντας τη ζωή σαν σινεμά. Πόσοι από σας, αν βρίσκονταν στη θέση του δεν θα έλεγαν:


Εγώ στη θέση του θα αυτοκτονούσα, αν βρισκόμουν σ' αυτή την κατάσταση! Αναμφίβολα πολλοί. Ο αριθμός των αυτοκτονιών στην εποχή μας αυξάνει ανησυχητικά και για λόγους λιγότερο σοβαρούς από ό,τι είναι δύο παράλυτα πόδια. Η σκέψη της αυτοκτονίας περνάει από το μυαλό του καθενός μας. Ο μαθητής του γυμνασίου αυτοκτονεί για κακούς βαθμούς, η κοπέλα λόγω μελαγχολίας, ο γέροντας λόγω αρρώστιας. Τα τελευταία χρόνια είδαμε αυτοκτονίες γιατρών, καθηγητών, διευθυντών, δημοσίων υπαλλήλων ακόμη και αυτοκτονίες κληρικών.


Η αυτοκτονία έγινε ένα τόσο συνηθισμένο φαινόμενο στο σύγχρονο κόσμο, που και εγώ ο ίδιος άκουσα μια μέρα την παρακάτω συζήτηση ανάμεσα σε δύο φίλους: -Άκουσες ότι ο Ν.Ν. τελείωσε; -Πώς; Με φυσικό θάνατο; Η αγωγή και η διαπαιδαγώγηση παίζει σημαντικό ρόλο στο θέμα αυτό. Ο άνθρωπος διαπαιδαγωγείται ή για να γίνει αισιόδοξος ή για να γίνει αυτόχειρας.


Η γενιά μας έχει διαπαιδαγωγηθεί για το δεύτερο. Οι γονείς είναι οι πρώτοι που προετοιμάζουν τους αυτόχειρες. Η μάνα για παράδειγμα ψιθυρίζει κάθε πρωί στον γιό της: <<ο κόσμος αυτός είναι κακός>>. <<Οι άνθρωποι, συνεχίζει η μάνα, είναι εγωιστές, φθονεροί και ψεύτες>>. <<Απόφευγε τους ανθρώπους, γιε μου>>. «Να κοιτάς μόνο τον εαυτό σου>>. Μετά τη μάνα ο πατέρας επαναλαμβάνει στο γιό: <<Τί κακός καιρός για το χωράφι>. <<Πόσο άσχημη είναι η φύση>>. <<Πόσο αηδιαστικά είναι τα ανθρώπινα έργα>>. <<Πόσο βαρετός είναι ο ήλιος>>. <<Πόσο θλιβερή είναι η ζωή>>.


Ο πατέρας και η μάνα επαναλαμβάνουν στο γιο τους συχνά τα τρελά λόγια ενός απαισιόδοξου ποιητή: <<Αδελφέ μου, στον κόσμο δεν υπάρχει αγάπη>>. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη καταδίκη αυτού του κόσμου από αυτήν. Ο κόσμος επιβιώνει λόγω της αγάπης. Αν πει κανείς πως στον κόσμο δεν υπάρχει αγάπη, αυτό είναι η πιο φρικτή και ψευδής καταδίκη του κόσμου.


Με την παραπάνω φράση του αποτυχημένου και απαισιόδοξου ποιητή διαπαιδαγωγείται ολόκληρη η γενιά μας. Θα βρείτε εκατοντάδες νέους και ηλικιωμένους που δεν ξέρουν το <<Πάτερ ημών» και δεν διαβάζουν το Ευαγγέλιο, αλλά δεν θα βρείτε ούτε μερικές δεκάδες ανθρώπων, που δεν επαναλαμβάνουν καθημερινά: Αδελφέ μου, σ' αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει αγάπη.


Όποιος όμως επαναλαμβάνει αυτά τα λόγια, δεν σκέφτεται πως υπάρχει σ' αυτόν τον κόσμο το χαμόγελο και η χαρά. Πόσο ο κόσμος των πόλεων ο μορφωμένος ή ο ημιμαθής είναι δηλητηριασμένος από την απαισιοδοξία, το δείχνει καλύτερα η διάθεσή του μετά τους προηγούμενους πολέμους. Παρά τις απροσδόκητες και ονειρεμένες αποτυχίες μας στον τελευταίο πόλεμο, οι ποιητές μας συνέχισαν να γράφουν τους ίδιους απαισιόδοξους και χαοτικούς στίχους.


Χτυπημένοι από την απαισιοδοξία που είναι πολύ επικίνδυνη, δεν μπορούν αυτοί που πλάθουν στίχους να <<γιατρευτούν>> και να αρχίσουν να <<υμνούν>>. Οι γονείς συνεχίζουν να λένε στα παιδιά: Αδελφέ μου, στον κόσμο αυτό δεν υπάρχει αγάπη. Ακόμη και οι δάσκαλοι και οι καθηγητές συνεχίζουν να υποτιμούν τους μαθητές κρατώντας τους επίτηδες σε μια μεγάλη απόσταση απ’ αυτούς. Με μία λέξη σερνόμαστε και δεν προχωράμε.


Μελαγχολικοί, χλωμοί, συντετριμμένοι άνθρωποι περπατούν. Και αυτοί είναι οι περισσότεροι στην πλατεία μας, παρά στο Πικαντίλι του Λονδίνου ή σε μια πλατεία του Βερολίνου. Η χαρά μας είναι μισή λύπη. Το χαμόγελό μας δεν μοιάζει με το χρυσαφένιο φως του ηλίου, αλλά με το χλωμό, μελαγχολικό φως του φεγγαριού. Στον κόσμο της πόλης δεν αρέσει ούτε το φως, ούτε ο αέρας, ούτε η κίνηση. Είναι συνηθισμένοι περισσότερο στην κλειστή ζωή του δωματίου.


Δεν επισκέπτονται τα πάρκα ούτε την περίοδο των γιορτών -κάτι που συμβαίνει στη Δύση. Η διασκέδασή μας φθάνει στα όρια της αμαρτίας. Οι κακές μας συνήθειες είναι πιο πικρές, πιο μελαγχολικές από τις αμαρτίες του υπόλοιπου κόσμου. -Δεν είδα, μου είπε πρόσφατα ένας Γερμανός δημοσιογράφος, -δεν είδα λαό να έχει τόσο λίγη λαχτάρα για τη ζωή, τόση λύπη και μελαγχολία, όπως έχει ο σέρβικος λαός. Από πού πηγάζει αυτή η λύπη; Ένας μέρος της πηγάζει από τη διαρκή σκλαβιά των προγόνων μας.


Ο σκλάβος είναι πάντα λυπημένος και στενοχωρημένος. Πάντα σέρνεται αντί να προχωράει. Η μελαγχολία των προγόνων - σκλάβων μεταβιβάστηκε και στους ελεύθερους απογόνους. Η ψυχή κληρονομείται όπως και το σώμα. Το άλλο μέρος της στενοχώριας μας πηγάζει από το ανείπωτο βαρύ φορτίο, που σήκωσε ο λαός μας και το κράτος μας έναν ολόκληρο αιώνα και ειδικά τις τελευταίες δύο - τρεις δεκαετίες. Να ζει κανείς ή να μη ζει! 


Αυτό το δίλημμα βασάνισε το μυαλό μας από τη γέννησή μας μέχρι τις τελευταίες μέρες. Το τελευταίο και μεγαλύτερο μέρος της μελαγχολίας μας προέρχεται από τις εσωτερικές συνθήκες που επικρατούν στα σχολεία, στην εκκλησία, στην οικογενειακή και στη δημόσια ζωή. Δηλαδή εξαιτίας της αγωγής και της διαπαιδαγώγησής μας, ολόκληρη η χώρα μας ήταν <<παράλυτη>> για μερικές δεκαετίες. Ανάπηρο ήταν το σχολείο, η εκκλησία, η κοινωνική και πολιτική ζωή. Γι' αυτό το λόγο και η διαπαιδαγώγησή μας ήταν ανάπηρη.


Σ' αυτό οφείλεται η απαισιοδοξία μας, η μελαγχολία και η θλίψη μας, η έλλειψη χαράς Σπάνιο να βρει κανείς ένα παράλυτο που να είναι αισιόδοξος. Πολλοί νομίζουν ότι έτσι απλά κάποιος είναι αισιόδοξος και κάποιος απαισιόδοξος. Είχα την τιμή να γνωρίσω έναν άνθρωπο που έχει και τα δυο του πόδια παράλυτα, ζει με φρικτούς πόνους στη μέση, κάθεται στην αναπηρική καρέκλα του, δίπλα στο παράθυρο, παρατηρεί τη ζωή μέσα από το παράθυρο και παραμένει αισιόδοξος. Εμείς δεν παρατηρούμε τη ζωή μέσα από το παράθυρο. Γιατί τότε και εμείς δεν είμαστε αισιόδοξοι;



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Αγίου Νικολάου Βελιμίριβιτς:
<<Ομιλίες και Μελέτη για τα Σύμβολα και Σημεία>>, εκδόσεις <<Ορθόδοξη Κυψελη>>,
Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 11-18.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF