ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2022

Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΗΣ «ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΘΥΑΤΕΙΡΩΝ» ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ

 


Τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 1972, εἰς τὸν Ἱερὸν Καθεδρικὸν Ναὸν Ἁγίου Νικολάου Μοντρεάλλης Καναδὰ, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὑπὸ τὴν Προεδρείαν τοῦ Μητροπολίτου κ. Φιλαρέτου Συνοδικῶς ἀναθεμάτησε τὸν Οἰκουμενισμὸν καὶ τὸν Μοντερνισμὸν (Νεωτερισμὸν).


Δεκέμβριος 1975: Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος γράφη ἕτερο [Ἀντι-οικουμενιστικὸ] κείμενο, σχετικὰ μὲ τὴν λεγομένη «Ὁμολογία Θυατείρων», ἡ ὁποία εἶχε ἐκδοθῆ τότε ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Ἀθηναγόρα (Κοκκινάκη), μὲ ἔγκρισι τῆς συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλως, ἐπὶ πατριάρχου Δημητρίου, γιὰ νὰ καταδείξη ὅτι αὐτὴ ἡ οἰκουμενιστικὴ ἐπίσημη Ὁμολογία εἶναι ἕνα κείμενο ἐντελῶς αἱρετικοῦ πνεύματος, ποὺ προτρέπει σὲ συμπροσευχὴ καὶ μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς πάσης φύσεως αἱρετικούς, τοὺς ὁποίους ἀναγνωρίζει πλήρως καὶ ἐντάσσει στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ὁρίζη ὅρια εἰς αὐτήν!...


«κκλησις τοῦ Μητροπολίτου Φιλαρέτου πρὸς τοὺς Προκαθημένους τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τοὺς Σεβασμιωτάτους Ὀρθοδόξους Ἱεράρχας ΠΑΡΑΓΓΕΛΛΩΝ εἰς ἡμᾶς νὰ διατηρῶμεν σταθερῶς ἐν πᾶσι τὴν διακηρυχθεῖσαν Ὀρθόδοξον πίστιν ὁ ἅγιος Ἀπ. Παῦλος, ἔγραψε πρὸς τοὺς Γαλάτας:


«λλὰ καὶ ἂν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.» (Γαλ. αʹ 8) Τὸν μαθητήν του Τιμόθεον ἐδίδαξε νὰ παραμένῃ πιστὸς εἰς ὅσα τὸν ἐκατήχησε καὶ εἰς ὅσα ἐνεπιστεύθησαν εἰς αὐτόν, ὡς γνωρίζων καλῶς ὑπὸ ποίου ἐκατηχήθη ταῦτα (Βʹ Τιμ. γʹ 14).


Τὰ ἀνωτέρω συνιστοῦν ἕνα δείκτην, τὸν ὁποῖον ἕκαστος Ἱεράρχης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὀφείλει νὰ ἀκολουθῇ καὶ πρὸς τὸν ὁποῖον ὀφείλει ὑπακοὴν ἕνεκα τοῦ ὅρκου τῆς χειροτονίας του. Ὁ Ἀπόστολος γράφων σχετικῶς θέλει τὸν Ἐπίσκοπον:


«ντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν» (Τιτ. αʹ 9). Εἰς τὸν παρόντα καιρὸν τῆς παγκοσμίου ἀμφιβολίας, συγχύσεως καὶ διαφθορᾶς ἀπαιτεῖται εἰδικῶς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ ὁμολογῶμεν τὴν ἀληθῆ διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως τοῦ ποῖος θὰ ἀκούσῃ καὶ εἰς πεῖσμα τῆς κυκλούσης ἡμᾶς ἀπιστίας.


ὰν πρὸς χάριν τῆς προσαρμογῆς εἰς τὰς πλάνας τοῦ αἰῶνος τούτου σιγήσωμεν περὶ τῆς ἀληθείας, ἢ δώσωμεν μίαν διεφθαρμένην διδασκαλίαν χάριν τῆς εὐαρεστήσεως τοῦ κόσμου, τότε πράγματι θὰ δώσωμεν εἰς αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν τὴν ἀλήθειαν λίθον ἀντὶ ἄρτου.


σον ὑψηλότερα ἵσταται αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ παρομοίως, τόσον μεγαλύτερον εἶναι καὶ τὸ σκάνδαλον, τὸ ὁποῖον δημιουργεῖται ὑπ᾿ αὐτοῦ, καὶ μάλιστα αἱ συνέπειαί του. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν μεγίστην θλῖψιν μᾶς προεκάλεσεν ἡ ἀνάγνωσις τῆς καλουμένης «Ὁμολογίας Θυατείρων», ἡ ὁποία προσφάτως ἐκυκλοφορήθη εἰς τὴν Εὐρώπην μὲ τὴν ἰδιαιτέραν εὐλογίαν καὶ ἐπιδοκιμασίαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τοῦ Πατριάρχου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.


Γνωρίζομεν ὅτι ὁ συγγραφεὺς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Θυατείρων (Λονδίνου) Ἀθηναγόρας εἶχε παρουσιάσει εἰς τὸ παρελθὸν σημεῖα ὁμολογητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας, καὶ συνεπῶς οὐδόλως ἀνεμένομεν ἀπ᾿ αὐτὸν μίαν τοιαύτην ὁμολογίαν, ἡ ὁποία πόρρω ἀπέχει τῆς Ὀρθοδοξίας.


Παρὰ ταῦτα, ἐὰν τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦτο μόνον μία προσωπικὴ ἔκφρασις τοῦ ἰδίου, δὲν θὰ ἐγράφομεν. Παρεκινήθημεν εἰς τοῦτο περισσότερον, διότι ἐπὶ τῆς ἐργασίας αὐτῆς ἐναπόκειται ἡ σφραγὶς τῆς ἀποδοχῆς ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου καὶ τῆς Συνόδου του. Ἐπὶ εἰδικοῦ Πατριαρχικοῦ πρωτοκόλλου ἀπευθυνομένου πρὸς τὸν Μητροπολίτην Ἀθηναγόραν ἀναφέρεται, ὅτι ἡ ἐργασία του ἐξητάσθη ὑπὸ εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς.


Μετὰ τὴν ἀποδοχὴν αὐτῆς ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς, ὁ πατριάρχης συμφώνως πρὸς τὴν ἀπόφασιν τῆς Συνόδου, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν του διὰ τὴν ἔκδοσιν «τῆς λαμπρᾶς αὐτῆς ἐργασίας», ὡς γράφει. Συνεπῶς ἡ εὐθύνη διὰ τὸ ἔργον αὐτὸ μεταφέρεται τώρα ἀπὸ τὸν Μητροπολίτην Ἀθηναγόραν εἰς ὁλόκληρον τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως.


Αἱ προηγηθεῖσαι ἡμέτεραι Ἐπιστολαὶ τοῦ Πόνου ἔχουν ἤδη ἐκφράσει τὴν θλῖψιν ποὺ μᾶς κατέλαβεν, ὅταν ἀπὸ τὸν Θρόνον τῶν Ἁγίων Χρυσοστόμου, Πρόκλου, Ταρασίου, Φωτίου καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγίων Πατέρων, ἀκούομεν μίαν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν χωρὶς ἀμφιβολίαν οἱ ἀνωτέρω Ἅγιοι θὰ κατεδίκαζον καὶ θὰ παρέδιδον εἰς τὸ ἀνάθεμα.


Εἶναι θλιβερὸν νὰ γράφεται τὸ ἀνωτέρω. Πόσον θὰ ηὐχόμεθα νὰ ἠκούομεν ἀπὸ τὸν Θρόνον τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ἐγέννησε τὴν ἡμετέραν Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν, ἕνα μήνυμα τῆς χρηστότητος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁμολογίας τῆς ἀληθείας ἐν τῷ πνεύματι τῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν της. Μετὰ πόσης χαρᾶς θὰ ἀπεδεχόμεθα ἕνα τοιοῦτον μήνυμα, τὸ ὁποῖον θὰ μετεδίδαμε πρὸς οἰκοδομὴν καὶ εἰς τὸ ἡμέτερον Πλήρωμα.


ντιθέτως νῦν μία μεγάλη θλῖψις ἔχει προκληθῆ εἰς ἡμᾶς ἕνεκα ἀκριβῶς τῆς ἀνάγκης νὰ προειδοποιήσωμεν τὸ Ποίμνιόν μας, ὅτι ἀπὸ τὴν κάποτε πηγὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας νῦν προέρχεται ἕνα σκανδαλῶδες μήνυμα διαφθορᾶς (τῆς Ἀληθείας).


ὰν κανεὶς ξεφυλλίσῃ τὴν «Ὁμολογίαν Θυατείρων», ἀλλοίμονον! ὑπάρχουν τόσαι ἐσωτερικαὶ ἀντιφάσεις καὶ ἀντορθόδοξοι σκέψεις, ὥστε ἐὰν ἤθελε τὰς ἀριθμήσει θὰ ἔπρεπε νὰ γράψῃ ἕνα ὁλόκληρον βιβλίον. Νομίζομεν ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ τὸ πράξωμεν. Εἶναι ἱκανὸν δι᾿ ἡμᾶς νὰ ὑπογραμμίσωμεν τὸ κύριον σημεῖον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐρείδεται καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου προέρχεται ἡ ἀντορθόδοξος διδαχή, ἡ ὁποία περιέχεται εἰς τὴν ὁμολογίαν ταύτην.


Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας εἰς ἓν σημεῖον (σ. 60) γράφει πολὺ δικαιολογημένα, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία των εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἥτις καὶ κατέχει τὴν πληρότητα τῆς Καθολικῆς Ἀληθείας.


αὐτὸς ἐπίσης ἀναγνωρίζει, ὅτι αἱ ἄλλαι ὁμολογίαι δὲν ἔχουν διατηρήσει αὐτὴν τὴν Πληρότητα. Ἀλλὰ περαιτέρω, φαίνεται ὅτι ἐλησμόνησεν, ὅτι κάθε διδασκαλία, ἥτις ἀφίσταται τοῦ σεβασμοῦ τῆς Ἀληθείας, δι᾿ αὐτὸ καὶ μόνον εἶναι ἐσφαλμένη. Οἱ ἀνήκοντες εἰς θρησκευτικὴν κοινότητα ποὺ ὁμολογεῖ μίαν τοιαύτην διδασκαλίαν, εἶναι ἤδη χωρισμένοι τῆς μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας.


Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας βεβαίως τὸ ἀναγνωρίζει αὐτό, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τοὺς ἀρχαίους αἱρετικούς, ὡς ἦσαν οἱ Ἀρειανοί, ὅταν ὅμως ὁμιλῇ περὶ τῶν συγχρόνων του, δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ λάβῃ σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψει τὰ ἀνωτέρω. Ἀναφορικῶς λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς (τοὺς συγχρόνους), μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἔχωμεν ὡς ὁδηγοὺς οὐχὶ τὴν ἀρχαίαν Παράδοσιν καὶ τοὺς Κανόνας, ἀλλὰ «τὴν νέαν διάθεσιν, ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ σήμερον μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν» (σ. 12) καὶ «τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν» (σ. 11).


Τυγχάνει ὅμως αὐτὸ σύμφωνον πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ἂς ἀναμνησθῶμεν τοῦ αʹ Κανόνος τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος μᾶς δίδει ἕνα τελείως διαφορετικὸν κριτήριον ἀναφορικῶς πρὸς τὴν σκέψιν καὶ ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας μας. 


«Τοὺς τὴν ἱερατικὴν λαχοῦσιν ἀξίαν» γράφει, «μαρτύριά τε καὶ κατορθώματα αἱ τῶν Κανονικῶν Διατάξεών εἰσιν ὑποτυπώσεις». Καὶ περαιτέρω: «...τοὺς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἓξ Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· ἐξ ἑνὸς ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα».


ν ἀντιθέσει καὶ προκλήσει πρὸς τὴν ἀνωτέρω ἀρχήν, εἰς τὴν «Ὁμολογίαν Θυατείρων» ἡ ἔμφασις γίνεται συνεχῶς ἐπὶ «τῆς νέας διαθέσεως». «Οἱ Χριστιανοὶ σήμερον», γράφει, «ἐπισκέπτονται Ἐκκλησίας καὶ προσεύχονται μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς διαφόρων παραδόσεων, μὲ τοὺς ὁποίους εἰς τὸ παρελθὸν ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ σχετίζωνται, διότι ἐθεωροῦντο αἱρετικοί...» (σ. 12).


λλὰ ποῖος ἦτο προηγουμένως αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀπηγόρευεν αὐτὰς τὰς προσευχάς; Δὲν ἦτο ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι; Καὶ τὸ θέμα εἶναι ὅτι μόνον ἐκαλοῦντο αἱρετικοὶ καὶ δὲν ἐθεωροῦντο τοιοῦτοι καὶ εἰς τὴν πρᾶξιν;


αʹ Κανὼν τοῦ Μ. Βασιλείου παρέχει ἕνα διαυγῆ ὁρισμὸν τῆς ὀνομασίας τῶν αἱρετικῶν: «Οἱ παλαιοὶ (Πατέρες) ὠνόμασαν (αἱρετικοὺς) τοὺς παντελῶς ἀπερρηγμένους καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν πίστιν παντελῶς ἀπηλλοτριωμένους».


Δὲν ἀναφέρεται τοῦτο ἀκριβῶς εἰς ἐκείνας τὰς δυτικὰς ὁμολογίας, αἱ ὁποῖαι ἔχουν ἐκπέσει τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει ἡμῖν: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. γʹ 10), ἐνῶ ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» προσκαλεῖ ἡμᾶς εἰς μίαν μετ᾿ αὐτῶν προσευχητικὴν κοινωνίαν.


45ος Ἀποστολικὸς Κανὼν διατάσσει: «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω...». Ὁ 64ος Ἀποστολικὸς Κανὼν καὶ ὁ 33ος Κανὼν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας ἀπαγορεύει νὰ λαμβάνωμεν εὐλογίας ἐξ αἱρετικῶν.


«Ὁμολογία Θυατείρων» ἀντιθέτως καλεῖ ἡμᾶς εἰς συμπροσευχὴν μετ᾿ αὐτῶν καὶ προχωρεῖ μάλιστα ἔτι περαιτέρω, ὥστε νὰ ἐπιτρέπῃ εἰς Ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ λαμβάνουν θείαν Κοινωνίαν καὶ νὰ τὴν δίδουν εἰς αὐτούς.


ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας δίδει τὴν πληροφορίαν ὅτι, εἰς τὴν Ἀγγλικανικὴν Ὁμολογίαν μέγα μέρος ἐπισκόπων καὶ πιστῶν δὲν ἀναγνωρίζουν οὔτε τὸν ἐπισκοπικὸν βαθμόν, οὔτε τὴν ἁγιότητα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε τὴν μεταποίησιν τῶν Τιμίων Δώρων εἰς τὴν Θ. Λειτουργίαν, οὔτε ἄλλα Μυστήρια, οὔτε τὴν τιμὴν τῶν ἁγίων Λειψάνων. 


ἴδιος ὁ συγγραφεὺς τῆς «Ὁμολογίας» ὑποδεικνύει τὰ ἄρθρα τῆς Ἀγγλικανικῆς Ὁμολογίας, εἰς τὰ ὁποῖα τὰ ἀνωτέρω ἀναφέρονται. Εἰσέτι δὲ καταφρονῶν πάντα ταῦτα, ἐπιτρέπει εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς νὰ λαμβάνουν Θ. Κοινωνίαν ἀπὸ τοὺς Ἀγγλικανοὺς καὶ τοὺς Καθολικούς, καὶ εὑρίσκει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ μεταλαμβάνουν αὐτοὺς εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.


Ποῦ στηρίζεται αὐτὴ ἡ ἐνέργεια; Ἐπὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ἐπὶ τῶν Κανόνων; Οὐχί! Ἡ μόνη δικαιολογία δι᾿ αὐτὸ εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἀντικανονικότης αὕτη ὑφίσταται μέν, ἀλλὰ συγχρόνως ὑπάρχει καὶ μία «φιλία», ἡ ὁποία ἐξεδηλώθη ὑπὸ τῶν Ἀγγλικανῶν πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους.


ν τούτοις, ἀνεξαρτήτως ποῖαν θέσιν λαμβάνει κάποιος ποὺ ἐπιτρέπει μίαν ἀπαγορευμένην ὑπὸ τῶν Κανόνων πρᾶξιν, καὶ ἀνεξαρτήτως τί εἴδους φιλία ἔχει ἐμπνεύσει αὐτὴν τὴν ἐνέργειαν, αὐτὸ δὲν ἠμπορεῖ νὰ δικαιώσῃ μίαν πρᾶξιν καταδικαζομένην ὑπὸ τῶν Κανόνων. 


Τί ἀπάντησις θὰ δοθῇ εἰς τὸν οὐράνιον Κριτὴν ὑπὸ τῶν Ἱεραρχῶν ποὺ συμβουλεύουν τὰ πνευματικά των τέκνα νὰ λαμβάνουν ἀντὶ τῆς ἀληθοῦς Κοινωνίας, αὐτήν, τὴν ὁποίαν συχνὰ ὁ προσφέρων ταύτην δὲν ἀναγνωρίζει ὡς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ;


Μία τοιαύτη παρανομία προέρχεται ἀπὸ τὴν τελείως αἱρετικήν, Προτεσταντικὴν ἢ —διὰ νὰ ἐκφρασθῶμεν εἰς τὴν σύγχρονον γλῶσσαν— οἰκουμενιστικὴν διδασκαλίαν τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων» περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.


Δὲν βλέπει αὕτη ὅρια εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. «Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα» διαβάζομεν εἰς αὐτήν, «εἶναι περισσότερον δύναμις καὶ ἐνεργεῖ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Δι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὅρια, ἀλλὰ διηνεκῶς ἐπεκτείνονται· ἔχει θύρα, ἀλλὰ ὄχι τοίχους» (σ. 77).


λλὰ ἐὰν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνεργῇ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, τότε διατὶ ἦτο ἀναγκαῖον νὰ ἔλθῃ ὁ Σωτὴρ εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ τὴν ἱδρύσῃ; Ἡ φροντὶς διὰ τὴν διατήρησιν καὶ ὁμολογίαν τῆς αὐθεντικῆς ἀληθείας, μία φροντὶς ἡ ὁποία ἔχει διαβιβασθῆ εἰς ἡμᾶς διὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, καταντᾶ περιττὴ διὰ τῆς ἀνωτέρω ἐκδοχῆς.


Καίτοι ἡ «Ὁμολογία» λέγει, εἰς τὴν σελ. 60, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δύναται «δικαίως νὰ διεκδικήσῃ εἰς τὴν στιγμὴν αὐτὴν τῆς Ἱστορίας, ὅτι εἶναι ἡ Μία Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵδρυσεν ἐπὶ τῆς γῆς», δὲν βλέπει οὐδεμίαν ἀναγκαιότητα ἀδιαφθόρου διατηρήσεως τῆς Πίστεώς της, ἐπιτρέπων διὰ τοῦτο τὴν συνύπαρξιν Ἀληθείας καὶ πλάνης.


Εἰς πεῖσμα τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι ὁ Χριστὸς παρέστησεν Αὐτῷ ἑαυτὴν «ἔνδοξον τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τι τῶν τοιούτων» (Ἐφ. εʹ 27), ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» παρουσιάζει τὴν Ἐκκλησίαν ὡς ἑνοῦσαν ἐν ἑαυτῇ ἀμφότερα, Ἀλήθειαν καὶ ὅ,τι ἔχει ἡ ἰδία ἀναγνωρίσει ὡς ἀποστασίαν, δηλαδὴ τὴν αἵρεσιν, καίτοι ἡ τελευταία ἔκφρασις δὲν χρησιμοποιεῖται ἐνταῦθα.


ἀπόρριψις μιᾶς τοιαύτης διδασκαλίας ἔχει διαυγῶς ἐκφρασθῆ εἰς τὴν περίφημον «Ἐπιστολὴν τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς», ἀναφορικῶς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν: «Ὁμολογοῦμεν ἄνευ ἀμφιβολίας ὡς σταθερὰν πίστιν, ὅτι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν δύναται νὰ σφάλλῃ ἢ πλανηθῇ καὶ νὰ ἐκφέρῃ τὸ ψεῦδος εἰς τὴν θέσιν τῆς Ἀληθείας, διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πάντοτε ἐνεργοῦν διὰ μέσου τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι πιστῶς τὴν ὑπηρετοῦν, διατηρεῖ αὐτὴν μακρὰν πάσης πλάνης» (12).


συγγραφεὺς τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων», ὑπείκων εἰς τὸ νέον δόγμα τῆς εὐαρεστήσεως τῶν καιρῶν, λησμονεῖ τελείως τὴν παραγγελίαν τοῦ Σωτῆρος, τὴν λέγουσαν: «ἐὰν ὁ ἀδελφὸς καὶ τῆς Ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης» (Ματθ. ιηʹ 17), καὶ τὴν παρομοίαν παραγγελίαν τοῦ Ἀποστόλου: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. γʹ 10).


θεν μετὰ μεγίστης θλίψεως πρέπει νὰ παραδεχθῶμεν, ὅτι ἡ καλουμένη «Ὁμολογία Θυατείρων» ἀντηχεῖ ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως οὐχὶ τὴν φωνὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀληθείας, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν φωνὴν τῆς ὁσημέραι ἐπεκτεινομένης πλάνης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.


λλὰ τί θὰ γίνῃ τώρα μὲ αὐτοὺς ποὺ «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο Ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος;» (Πραξ. κʹ 28). Ἡ ἀνωτέρω ἐσφαλμένη διδαχή, ἐπισήμως διακηρυχθεῖσα ἐν τῷ ὀνόματι τῆς καθόλου Ἐκκλησίας τῆς Κων/λεως, θὰ παραμείνῃ χωρὶς διαμαρτυρίας ἐκ μέρους τῶν ἱεραρχῶν τοῦ Θεοῦ; Θὰ συνεχισθῇ εἰσέτι, κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἡ προδοσία τῆς ἀληθείας διὰ τῆς σιωπῆς;


Μὲ τὸ νὰ εἶμαι ὁ νεώτερος ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ προεδρεύουν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ηὐχόμεθα καὶ ἐπεθυμοῦμεν νὰ ἠκούομεν τὰς φωνὰς τῶν πρεσβυτέρων ἡμῶν, προτοῦ ὁμιλήσωμεν δημοσίᾳ. Ἀλλὰ μέχρι τῆς στιγμῆς ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν ἠκούσθη. Ἐὰν δὲν ἔχουν γνωρίσει εἰσέτι τὸ περιεχόμενον τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων», τοὺς ἱκετεύομεν νὰ μελετήσουν αὐτὴν προσεκτικῶς καὶ νὰ μὴ τὴν ἀφήσουν ἄνευ καταδίκης.


Εἶναι φοβερὸν καὶ μόνον τὸ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναφερθοῦν εἰς ἡμᾶς οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, οὓς ἀπηύθυνε πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Λαοδικείας: «Οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ, οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστὸς· οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (Ἀποκαλ. γʹ 15-6).


Προειδοποιοῦμεν τὸ Ποίμνιόν μας καὶ ἐνημεροῦντες τοὺς συμποιμενάρχας μας, καλοῦμεν αὐτοὺς εἰς ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας, ἕνεκα τῆς κοινῆς εὐθύνης διὰ τὸ Ποίμνιόν μας ἐνώπιον τοῦ Οὐρανίου Ἀρχιποίμενος. Ἱκετεύομεν αὐτοὺς νὰ μὴ καταφρονήσουν τὴν προειδοποίησίν μας καὶ οὕτω μία φανερὰ ἀκρωτηρίασις τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας παραμείνει χωρὶς κατηγορίαν καὶ καταδίκην.


εὐρεῖα κυκλοφορία τῆς «Ὁμολογίας» μᾶς παρεκίνησε νὰ πληροφορήσωμεν ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν διὰ τὴν θλῖψιν μας. Ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἐλπίζωμεν ὅτι ἡ κραυγή μας αὕτη θὰ εἰσακουσθῇ.




Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου τῆς ἐν Διασπορᾷ Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας,



† Μητροπολίτης Φιλάρετος



Νέα Ὑόρκη



6η Δεκεμβρίου 1975




*Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου <<Τράπεζα Ιδεών>> της 7.11.2022. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF