ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022

ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ: «ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ» - ΛΟΓΟΣ 6ος: «ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ»

 


Για την πνευματική εργασία. Και ποιά ήταν η εργασία των παλαιών αγίων. Και πώς μπορούμε να κατορθώσουμε αυτή την εργασία, για να γίνουμε και μέτοχοι του παναγίου Πνεύματος, όπως εκείνοι.


Αδελφοί και πατέρες, επειδή κάποιοι, με το να έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, που μακάρι να μην την είχαν, νομίζουν τους εαυτούς τους ότι είναι ως προς την πράξη και τη γνώση και την τελειότητα ίσοι με τους παλαιούς αγίους και θεοφόρους πατέρες μας, και του ίδιου πνεύματος, με το οποίο ζούσαν και κινούσαν εκείνοι,


με το να συνιστούν τους εαυτούς τους μόνο με τα λόγια και χωρίς τα έργα, διότι εξαπατήθηκαν από το πνεύμα της υπερηφανείας, θεώρησα καλό να μιλήσω σ’ αυτούς, στον καθένα χωριστά, με απλότητα και ταπεινό λόγο κάπως έτσι για τον Θεό, που έχει πει, «Και εσύ, όταν επιστρέψεις, διόρθωσε τους αδελφούς σου»,1 αλλά και για την κοινή αγάπη, που έχουμε εντολή να δείχνουμε στους πλησίον μας. Θα αρχίσω μάλιστα να μιλώ με απλό τρόπο και να παροτρύνω την αγάπη σας από εδώ.


Θέλεις λοιπόν να ακούσεις τί έκαναν οι πατέρες μας οι άγιοι, μένοντας στα κελλιά τους; διάβασε τους βίους τους και μάθε εσύ πρώτα τη σωματική άσκηση που έκαναν εκείνο τον καιρό, και εγώ στη συνέχεια θα σου αποκαλύψω την πνευματική εργασία που εκείνοι εργάζονταν. Διότι αυτοί, που συνέγραψαν τους βίους των αγίων, φανέρωσαν τις σωματικές τους εργασίες,


δηλαδή την ακτημοσύνη, τη νηστεία, την αγρυπνία, την εγκράτεια, την υπομονή, και στη σειρά τις άλλες εργασίες, για να μη μακρύνουμε το λόγο μας, απαριθμώντας όλα, αλλά την πνευματική τους εργασία φανέρωσαν κάτι λίγο και σαν μέσα σε καθρέπτη μ’ αυτά, ώστε αυτοί, που δείχνουν τους κόπους και την πίστη εκείνων από τα έργα τους, να γίνονται γνώστες και συμμέτοχοι και στα πνευματικά τους χαρίσματα με τα ίδια τα έργα, ενώ οι άλλοι ούτε καν να αξιωθούν να ακούσουν γι’ αυτά.


Επειδή όμως εμείς πέσαμε σε τόσο βυθό ανοησίας, ώστε να νομίζουμε ότι και χωρίς τα έργα, που εκείνοι εργάσθηκαν, αποκτήσαμε ίσα μ’ εκείνους τη χάρη, ελάτε, ας αναπτύξουμε το θέμα μας για εκείνους και ας φροντίσουμε απ’ αυτή τη στιγμή, αντλώντας τη βεβαιότητα από τα μαρτυρημένα γεγονότα, να βαδίσουμε στα ίχνη εκείνων, και αν ακόμη δεν θα μπορέσουμε να τους φθάσουμε. Αρχίζοντας λοιπόν το λόγο μας από τα αρχαία χρόνια και προχωρώντας λίγο λίγο, ας έρθουμε ως τις μέρες μας.


Τί λοιπόν έκανε ο μέγας Αντώνιος, μένοντας μέσα στο μνήμα, παρ’ όλο που ακόμη δεν γνώριζε διόλου την πνευματική εργασία; Δεν έκλεισε τον εαυτό του σαν νεκρό στο μνήμα, χωρίς να πάρει μαζί του κανέναν από τα πράγματα του κόσμου και χωρίς να έχει την οποιαδήποτε μέριμνα μέσα σ’ αυτό; Δεν ήταν ολότελα νεκρός από τον κόσμο και ενώ κείτονταν μέσα στο μνήμα, δεν ζητούσε τον Θεό, που έχει τη δύναμη να ζωοποιήσει και να αναστήσει; Δεν αρκούνταν μόνο στο ψωμί και στο νερό;


Δεν έπαθε πολλά κακά από τους δαίμονες και δεν κείτονταν μισοπεθαμένος από τον αβάσταχτο δαρμό; Όταν τον έφεραν στην εκκλησία σαν νεκρό, δεν επέστρεψε, μόλις συνήλθε, πάλι από μόνος του ενάντια στους αντιπάλους; Διότι, αν δεν επέστρεψε ενάντια σ’ εκείνους, αλλά έμενε μέσα στον κόσμο, και αν δεν υπέμενε με καρτερία ως το τέλος, παραδίδοντας τον εαυτό του στο θάνατο με την προθυμία και την προαίρεση, δεν θα αξιωνόταν για την πολυπόθητη θέαση του Δεσπότη του, δεν θα άκουγε τη γλυκιά φωνή Εκείνου.


Αλλά αυτός ζήτησε ολόψυχα, χτύπησε τη θύρα2 ακούραστα, υπέμεινε ως το τέλος, και έλαβε την ανταμοιβή, όπως του άξιζε. Διότι, με το να πεθάνει ως προς την προαίρεση για τον Χριστό, όπως ειπώθηκε, κείτονταν σαν νεκρός, ωσότου ήρθε αυτός, που ζωογονεί τους νεκρούς,3 και τον ανέστησε από τον άδη, εννοώ από το ψυχικό σκότος, και τον έβγαλε στο θαυμαστό φως του προσώπου του.4 Αυτό το φως όταν το είδε, και απαλλάχθηκε από εκείνα τα λυπηρά, και γέμισε από χαρά, έλεγε: «Κύριε, πού ήσουν ως τώρα;»5


Το ότι βέβαια είπε «πού ήσουν;» σήμαινε οπωσδήποτε ότι δεν γνώριζε που ήταν˙ το ότι όμως είπε «ως τώρα», φανέρωσε τη θέαση και αίσθηση και γνώση της παρουσίας του Δεσπότη. Αν λοιπόν δεν θέλουμε εμείς να απαρνηθούμε έτσι τον κόσμο, και αν δεν προτιμούμε να καρτερήσουμε παρόμοια μ’ εκείνον και να κάνουμε υπομονή, πώς θα γίνουμε άξιοι να δούμε τον Θεό εν Αγίω Πνεύματι, όπως τον είδε εκείνος, και να γεμίσουμε από αγαλλίαση; Με κανέναν τρόπο!


Αλλά όμως ας μεταφέρουμε το λόγο μας, αν νομίζετε, και σε άλλον άγιο. Τί έκανε ο μέγας Αρσένιος από την ίδια την αρχή της αναχώρησής του; Δεν εγκατέλειψε τα ανάκτορα και τους βασιλείς, τους μεταξοντυμένους δούλους και όλο τον πλούτο του, και δεν έφθασε μόνος σαν φτωχός και άπορος στο μοναστήρι, φροντίζοντας να κρύψει ποιος ήταν κάποτε, με το να αποφεύγει τη δόξα και τον ανθρώπινο έπαινο, για να δοξασθεί από τον Θεό; Τί, λοιπόν, μήπως έμεινε και αρκέσθηκε μόνο σ’ αυτά;


Ποτέ κάτι τέτοιο! Αλλά τί έκανε; Δεν ανέχθηκε να κατατάξει τον εαυτό του ως ένας τιποτένιος με τιποτένιους, αλλά λογάριασε τον εαυτό σαν ένα σκυλί. Διότι, όταν ο ηγούμενος του έριξε το ψωμί, και αυτό έπεσε στο χώμα, αυτός, πέφτοντας στα τέσσερα, άρπαξε το ψωμί σαν σκυλί, όχι με το χέρι αλλά με το στόμα, και έτσι το έφαγε.6 Αλλά και όταν καθόταν στο κελλί, όχι μόνο εργαζόταν, αλλά και δαπανούσε για τις ανάγκες του πολύ λιγότερα από το εργόχειρό του, και έπινε νερό που βρομούσε,7 όπως ο βούρκος.


Γι’ αυτό, και όταν εργαζόταν, και όταν προσευχόταν, έκλαιγε συνεχώς και βρεχόταν από τα δάκρυά του, αλλά και αρχίζοντας την προσευχή του από το βράδυ, στεκόταν όρθιος ως το πρωί, και υπέμεινε με καρτερία τη φτώχεια και τη στέρηση ως το τέλος της ζωής του.8 Γιατί το έκανε; Για να βιώσει οπωσδήποτε και να δει και ο ίδιος αυτό ακριβώς που αξιώθηκε να δει και να βιώσει ο μέγας Αντώνιος.


Πώς λοιπόν δεν έχει γραφεί και γι’ αυτόν ότι είδε τον Κύριο; Μήπως δηλαδή αυτός έκανε τους κόπους, αλλά δεν αξιώθηκε να δει τον Κύριο; Όχι, αλλά και αυτός αξιώθηκε να δει τον Θεό με τον ίδιο τρόπο, αν και δεν το ανέφερε τόσο φανερά εκείνος που συνέγραψε τον βίο του˙ και αν θέλεις να το μάθεις με ακρίβεια, διάβασε τα κεφάλαια που έχουν γραφεί από εκείνον τον ίδιο, εννοώ από τον Άγιο Αρσένιο, και θα γνωρίσεις απ’ αυτά ότι και αυτός είναι αληθινά θεόπτης.9


Εκείνος λοιπόν που μιμείται αυτούς με τα έργα και τους κόπους του θα αξιωθεί πραγματικά να λάβει την ίδια χάρη˙ αν όμως κάποιος δεν θέλει να μιμηθεί την ταπείνωσή τους και την υπομονή, γιατί λέει ότι είναι αδύνατο το πράγμα; Ποιός άλλωστε θα διηγηθεί τα κατορθώματα του Ευθυμίου10 και του Σάββα11 και των άλλων αγίων, που ξεπερνούν την ανθρώπινη δυνατότητα;


Διότι κανείς ως τώρα δεν απέφυγε το σκότος της ψυχής, ούτε είδε το φως του παναγίου Πνεύματος, είτε πριν να λάβει τη χάρη του Πνεύματος, είτε αφού έλαβε τη χάρη και μετά, χωρίς πολλούς κόπους και πόνους και ιδρώτες, χωρίς αγώνα και δυσκολία και θλίψη. Διότι η βασιλεία των ουρανών αποκτάται με αγώνα, και γι’ αυτό την αποκτούν οι αγωνιστές,12 επειδή και περνώντας μέσα από πολλές θλίψεις θα μπούμε στη βασιλεία των ουρανών.13


Η Βασιλεία των ουρανών άλλωστε είναι η μετοχή του αγίου Πνεύματος' διότι αυτό σημαίνουν τα λόγια, ότι η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας,14 για να φροντίσουμε να λάβουμε μέσα μας και να αποκτήσουμε το Άγιο Πνεύμα. Ας μη λένε λοιπόν αυτοί, που είναι έξω από τον αδιάκοπο αγώνα και τις δυσκολίες και τη στέρηση και τη θλίψη, ότι έχουμε μέσα μας το Άγιο Πνεύμα˙ διότι δεν δίνεται αυτή η αμοιβή σε κάποιους χωρίς έργα και χωρίς ιδρώτες και χωρίς κόπους για την αρετή. Γι’ αυτό μου φαίνεται ότι είναι σωστό και αυτό που λέγεται από πολλούς ως εξής: «Δείξε έργα, και ζήτα αμοιβή».


Διότι εγώ γνωρίζω έναν άνθρωπο, που με την ευθύτητα των σκέψεών του και την απλότητα της ψυχής του, πριν να κοπιάσει και να ασκήσει βία στον εαυτό του, εμβάθυνε στις θείες γραφές, και αγρύπνησε λίγες μέρες και λίγες νύχτες χωρίς κόπο, για να εκφραστώ έτσι, και προσευχήθηκε και φωτίσθηκε τόσο πολύ από την ουράνια χάρη, ώστε να νομίσει ότι βρέθηκε έξω από το σώμα και από το οίκημα και από όλο τον κόσμο – διότι ήταν νύχτα και έγινε σαν τέλεια μέρα -, αλλά, επειδή αυτός ο άνθρωπος έλαβε πλούτο, χωρίς να κοπιάσει, σύντομα τον καταφρόνησε.


Γι’ αυτό και επειδή έδειξε αμέλεια, έχασε όλο μαζί τον πλούτο, και σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη θυμάται διόλου ότι κάποτε είδε δει τέτοια δόξα. Απορώ λοιπόν πώς αυτοί, που δεν αξιώθηκαν ούτε να λάβουν κάποτε ή να δουν διόλου αυτή τη δόξα, λένε ότι την έχουν ολόκληρη μέσα τους. Αλλά, πόση πώρωση, πόσος σκοτισμός, πόση άγνοια και μάταιη αλαζονεία! Πού το έμαθαν ποτέ αυτό, και από ποιά βιβλία; Αληθινά, ματαιοπονούν με τις σκέψεις τους και σκοτίσθηκε η ασύνετη καρδιά τους και παρέμειναν στην Αίγυπτο, στο σκότος δηλαδή των παθών τους και την ηδονών.


Διότι αυτοί που πόθησαν να δουν τη γη της επαγγελίας,15 που αξιώνονται να τη δουν τα μάτια των πράων και των ταπεινών και των φτωχών, δέχονται κάθε δυσκολία και κάθε θλίψη και κάθε στέρηση, και αποφεύγουν με επιμονή κάθε λογής σωματική απόλαυση και τιμή και άνεση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και αποχωρίζονται από όλους τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, αποφεύγοντάς τους χωρίς μίσος, για να αξιωθούν να πατήσουν σ’ αυτή τη γη, προτού να διακοπεί η πορεία τους στο δρόμο της παρούσας ζωής.


Διότι, με το να ταπεινώνονται και να έχουν αληθινά τη συναίσθηση ότι είναι κακοί και ένοχοι σε πολλά αμαρτήματα, και όχι μόνο αυτό, αλλά και ότι είναι εχθροί και παραβάτες των εντολών του Θεού, περνούν τη ζωή τους σκυθρωποί και λυπημένοι, ποθώντας να μάθουν τι θα έπρεπε να κάνουν, για να συμφιλιωθούν με τον Δεσπότη Χριστό.


Γι’ αυτό λοιπόν ο Κύριος τους χαρίζει όχι μόνο να γνωρίσουν τι πρέπει να κάνουν, αλλά τους δίνει ο ίδιος και δύναμη και υπομονή, για να εκπληρώσουν όλα όσα πρέπει, ώστε να δουν και να αποκτήσουν εκείνον τον ίδιο, τον Θεό δηλαδή, που εξουσιάζει όλα και που κατοικεί μέσα σε όλα,16 αλλά και να ζουν από εκείνη τη στιγμή σαν να είναι στον ουρανό και σαν να έχουν εκεί την πατρίδα τους,17 είτε ζουν σε σπηλιές, είτε σε βουνά, είτε σε κελλιά, είτε αναστρέφονται μέσα στις πόλεις, και να τον υπηρετούν έτσι πάντοτε με χαρά και ευφροσύνη και ανείπωτη αγαλλίαση.


Αυτή λοιπόν είναι η εργασία των αγίων, αυτή είναι η πράξη εκείνων που οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού. Τέτοιος έγινε και στη δική μας γενεά ο άγιος και μακαριότατος ευλαβής Συμεών, που έλαμψε σαν ήλιος μέσα στην περίφημη Μονή των Στουδιτών˙ αυτός που έζησε κάποτε μέσα στον κόσμο και απαρνήθηκε όχι μόνο τα πράγματα του κόσμου και τους φίλους και τους συγγενείς, αλλά και τις φροντίδες και τις μέριμνες και τις απολαύσεις της ζωής τόσο πολύ, ώστε ούτε καν να τις θυμάται, αλλά να απομακρύνει από τον εαυτό του ακόμη και τη θύμησή τους˙ αυτός δηλαδή που αναστράφηκε ανάμεσα στο πλήθος των μοναχών και που είπε τότε εκείνη τη μακάρια φράση, λέγοντας:


«Ο μοναχός πρέπει να είναι στο μοναστήρι σαν να υπάρχει και σαν να μην υπάρχει και σαν να μη φαίνεται, ή, μάλλον, σαν να μη γνωρίζεται»˙ και που εξηγώντας τη φράση, έλεγε: «σαν να υπάρχει βέβαια ως προς το σώμα, αλλά σαν να μην υπάρχει ως προς το πνεύμα, και σαν να μη φαίνεται παρά μόνο με το Άγιο Πνεύμα σ’ αυτούς που είναι καθαροί ως προς την καρδιά, και σαν να μη γνωρίζεται, για το λόγο ότι δεν έχει καμία σχέση με κάποιον».


Ω μακάρια λόγια, που μ’ αυτά διακηρύσσεται η υπεράνθρωπη αγγελική πολιτεία του˙ που μ’ αυτά ομολόγησε ότι απέκτησε ο ίδιος για τον εαυτό του στους ουρανούς, με το Άγιο Πνεύμα, τη νέα πατρίδα18˙ που μ’ αυτά έδειξε τη ζωή μας με τον Θεό, λέγοντας ότι «δεν έχει καμία σχέση με κάποιον». Αυτό δεν μπορεί να το κατορθώσει ή να το πει κανείς με βεβαιότητα, αν δεν ενωθεί ολοκληρωτικά με όλο τον Θεό˙ αλλά, και αν το πει, εξαπατά τον εαυτό του. Διότι αυτός που λέει ότι δεν αμαρτάνει είναι τυφλός και δεν βλέπει,19 εκείνος όμως που έχει τον Θεό δεν μπορεί να αμαρτάνει, διότι μένει μέσα του σπέρμα Θεού,20 όπως λέει ο Ιωάννης, η θεολογικότατη βροντή21 των αποστόλων.


Ότι όμως εκείνος είχε όλο τον Θεό μέσα του και όταν ζούσε το έλεγε, αλλά και αφού πέθανε, το φωνάζει δυνατά με την ιδιόχειρη γραφή του, λέγοντας: «Κάνε τον Θεό φίλο σου και δεν θα χρειαστείς ανθρώπινη βοήθεια»˙ και ακόμη: «Απόκτησε τον Θεό και δεν χρειαστείς βιβλίο». Και αυτό φανέρωσε με τα ίδια του τα έργα, με το να συγγράψει βιβλίο, αντλώντας από τον προσωπικό του κόπο, ή, καλύτερα, αντλώντας από το Πνεύμα, που κατοίκησε μέσα του, αν και ήταν αμέτοχος στη μάθηση των γραμμάτων.


Ομολογούμε και εμείς μάλιστα, σύμφωνα με την μαρτυρία του αγίου πατέρα μας, και χωρίς να κρύβουμε την ευεργεσία, από φόβο μήπως θεωρηθούμε από κάποιους αλαζόνες, ότι, όπως ακριβώς μία δεξαμενή, που γεμίζει από τρεχούμενο νερό, έτσι και ο άγιος πατέρας μας έλαβε από το πλήρωμα22 του Δεσπότη μας Χριστού και γέμισε από τη χάρη του Πνεύματός του, που είναι ζωντανό νερό23˙ και ότι, όπως επίσης παίρνει κάποιος από τη δεξαμενή το νερό, που υπερχείλισε και χύνεται απ’ έξω, ωσότου να χορτάσει, έτσι και εμείς, από τον πατέρα μας τον άγιο, τη χάρη που υπερχείλισε και χύνεται πάντοτε απ’ αυτόν, είδαμε και πήραμε και ήπιαμε και νίψαμε μ’ αυτό τα μάτια μας, τα χέρια μας και τα ίδια μας τα πόδια, και στη συνέχεια εντελώς όλο μας το σώμα και την ίδια μας την ψυχή μ’ εκείνο το αθάνατο νερό. Πόσο παράδοξο και θαυμαστό μυστήριο, αδελφοί!


Και μην απιστήσετε σ’ αυτό˙ διότι ο λόγος δεν είναι δικός μου μόνο, ούτε συνέβη μόνο σ’ εμένα, αλλά άκου τον ευαγγελιστή Ιωάννη τι λέει γι’ αυτό το νερό, ή, καλύτερα, άκου τον ίδιο τον Υιό και Λόγο το ζωντανού Θεού, από τον οποίο έχει λάβει ως πλούτο το λόγο του και ο Ιωάννης: «Αυτός λοιπόν που πίνει», λέει, «από το νερό αυτό», δηλαδή από το αισθητό νερό, «θα διψάσει πάλι˙ όποιος όμως θα πιεί από το νερό που εγώ θα του δώσω δεν θα διψάσει ποτέ πια, αλλά το νερό αυτό θα γίνει μέσα του πηγή νερού που θα αναβλύζει, χαρίζοντας την αιώνια ζωή».24


Και εξηγώντας αυτό ο ευαγγελιστής, λέει: «Αυτό το έλεγε ο Χριστός για το Πνεύμα, που θα λάμβαναν εκείνοι που θα πίστευαν σ’ αυτόν».25 Διότι μ’ αυτό το νερό πλένεται σαν ρύπος η κακία από την ψυχή˙ χωρίς όμως αυτό, και αν ακόμα κάποιος κοπιάσει πολύ, δεν θα έχει καμία ωφέλεια.


Γι’ αυτό μάλιστα, επειδή δεν μπορούμε διόλου να κρύψουμε εμείς το χάρισμα του Δεσπότη και να μην αναγγείλουμε τη δωρεά του Θεού, που έγινε σ’ εμάς, ομολογούμε φανερά το έλεος του Θεού, ότι δηλαδή εμείς οι ανάξιοι ήπιαμε άφθονα από το νερό, που λάβαμε από τον Θεό με τη μεσολάβηση του πατέρα μας, και ότι φάγαμε αχόρταγα, για να δοξασθεί το άγιο όνομά του, και ότι σαν τελευταίοι και άχρηστοι, ανάλογα με τη δυνατότητά μας, δοξάσαμε, αλλά και τώρα δοξάζουμε τον Θεό, που δόξασε τον άγιο πατέρα μας, και που με τη μεσολάβησή του δόξασε εμάς τους ταλαίπωρους και ανάξιους.


Ας μη νομίσει λοιπόν κάποιος ότι ψεύδομαι και ότι μιλώ σε βάρος της ψυχής μου και του πνευματικού μου πατέρα, επειδή με θεωρεί καυχησιολόγο και λογοπλόκο, διότι γνωρίζω ότι ο Θεός θα εξολοθρεύσει όλους εκείνους που ψεύδονται26˙ και αυτό διδάσκει να το κάνω ο θείος Παύλος, λέγοντας: «Ας είναι ευλογημένος ο Θεός και πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που είναι ευλογημένος στους αιώνες˙ λέω την αλήθεια και δεν ψεύδομαι. Διότι γνώρισα άνθρωπο πριν από δεκατέσσερα χρόνια κτλ.».27 Και ακόμη ο θείος Παύλος διδάσκει λέγοντας:


«Εμείς όμως δεν λάβαμε το πνεύμα του κόσμου, αλλά λάβαμε το Πνεύμα που εκπορεύεται από τον Θεό, για να δούμε εκείνα που μας χαρίσθηκαν από τον Θεό, αυτά δηλαδή που κηρύττουμε»28. Αλλά και τι θα ωφελήσω με τους επαίνους τον εαυτό μου ή τον πατέρα μου τον άγιο έστω και λίγο; Οπωσδήποτε, δεν θα ωφελήσω διόλου. Αλλά όπως, μιλώντας προηγουμένως για τους άλλους αγίους, δεν ωφέλησα διόλου εκείνους με τα λόγια μου, αλλά μόνο παρακίνησα σε προθυμία τους ακροατές και τους παρότρυνα στη μίμηση εκείνων, έτσι μίλησα και για τον άγιο Συμεών, και δεν θα σταματήσω να μιλώ˙ επειδή όμως αυτό μου επιβάλλεται ως ανάγκη, μιλώ, αν και δεν θέλω, και για τον εαυτό μου τον ανάξιο. 


Διότι η απιστία των πολλών, που λένε, για να βλάψουν αυτούς που ακούν, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατό να υπάρχει τώρα κάποιος τέτοιος, ούτε να φθάσει κάποιος με τα έργα του τα κατορθώματα των μεγάλων πατέρων, ούτε να αξιωθεί να δεχθεί τα χαρίσματα που δόθηκαν σ’ εκείνους, με αναγκάζει, και χωρίς να το θέλω, να λέω αυτά που ποτέ δεν θα ήθελα να λέω, και να κάνω πραγματικά γνωστή αληθινά τη φιλανθρωπία του Θεού, για να αποδεικνύεται η οκνηρία και η ραθυμία εκείνων που λένε αυτά.


Ο μακάριος πατέρας μας και άγιος Συμεών κοπίασε, ώστε να ξεπεράσει πολλούς από τους παλαιούς αγίους πατέρες, αλλά και υπέμεινε τόσες πολλές θλίψεις και πειρασμούς, ώστε να εξισωθεί με πολλούς από τους ονομαστότερους μάρτυρες. Γι’ αυτά λοιπόν δοξάστηκε από τον Θεό, και έγινε απαθής και άγιος, και έλαβε μέσα του, για να εκφραστώ έτσι, όλο τον Παράκλητο˙ και τότε, όπως ένας πατέρας δίνει δωρεάν κληρονομία στο γιο του, έτσι γέμισε και εμένα τον ανάξιο δούλο του ακοπίαστα και δωρεάν με Άγιο Πνεύμα. Διότι, πές μου, ποιός από σας, να μην πω βέβαια ότι έκανε, αλλά ότι μπορεί να αντιληφθεί καλά, όσο είναι δυνατό, ακόμη και αυτά, που εκείνος έπραξε και είπε:


Διότι πρώτος από όλα έγραψε με μορφή διδασκαλίας αυτό, λέγοντας τα εξής: «Αδελφέ, να θεωρείς ότι τέλεια αναχώρηση από τον κόσμο ονομάζεται αυτή, η ολοκληρωτική δηλαδή απονέκρωση του δικού μας θελήματος». Ω για το μακάριο λόγο, ή, καλύτερα, για την ψυχή, που αξιώθηκε να γίνει τέτοια και να χωρισθεί από όλο τον κόσμο! Σ’ αυτούς λοιπόν και τους τέτοιους ανθρώπους ο Δεσπότης Χριστός λέει: «Εσείς δεν είστε από τον κόσμο, αλλά εγώ σας διάλεξα από τον κόσμο.29 Ελάτε σ’ εμένα και εγώ θα σας ξεκουράσω».30 Διότι εκείνοι που βαδίζουν με κάποιον άλλο τρόπο, ακολουθώντας τα θελήματά τους έστω και λίγο, ή κάποια θελήματα καλά κατά τη γνώμη τους, αυτοί δεν θα δουν τη ζωή, που βλέπουν εκείνοι που χωρίσθηκαν από τον κόσμο και πέθαναν ως προς το θέλημά τους.


Αν λοιπόν εσύ, αδελφέ, δεν δέχεσαι να ταπεινωθείς και να υποταχθείς, αν δεν δέχεσαι να θλιβείς και να ατιμασθείς, να καταφρονηθείς και να χλευασθείς και να γίνεις σαν ένας από τους άσημους και ανόητους και τιποτένιους και παραβάτες, αλλά ούτε δέχεσαι να καταφρονηθείς από οποιονδήποτε άνθρωπο και να θεωρηθείς σαν ένας από τους επιληπτικούς και αυτούς που ζητιανεύουν στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης, πες μου, πώς θα μπορέσεις να αποξενωθείς από το θέλημά σου;


Διότι, αν αυτά που έρχονται για δοκιμασία και άσκηση, ο Θεός πρόσταξε σε όλους εμάς να τα υποφέρουμε με υπομονή, ή, καλύτερα, αυτά που μας επισκέπτονται όχι για δοκιμασία και άσκηση αλλά για την κάθαρση των ψυχών μας, εμείς δεν θέλουμε να τα υπομείνουμε, αλλά ζει μέσα μας η άρνηση να τα υποστούμε, αυτό ακριβώς που είναι το γήινο φρόνημα της σάρκα, τότε πώς θα γίνουμε νεκροί; Με κανένα τρόπο! Αν όμως δεν θα γίνουμε νεκροί για τον κόσμο και για τα πράγματα του κόσμου, πώς εμείς, που δεν γίναμε νεκροί για χάρη του Θεού, θα ζήσουμε τη ζωή, που είναι κρυμμένη στον Χριστό;31 Πώς, όπως είπε ο άγιος Συμεών, θα δούμε τον Θεό να κατοικήσει σαν φως μέσα μας; Με κανένα τρόπο δεν θα τον δούμε, αδελφοί, ας μη σας πλανά κανείς.


Αλλά θεωρείς ανόητο τον μακάριο Συμεών και ντρέπεσαι να μιμηθείς τις πράξεις του; Μιμήσου τον Χριστό τον Θεό. Δέξου να πάθεις και εσύ ο ίδιος για την δική σου σωτηρία, όπως ο Χριστός έπαθε για σένα. Διότι τον ονόμαζαν, όπως ακούς, δαιμονισμένο, πλανευτή, φαγά και κρασοπότη. Διότι έλεγαν: «Έχεις δαιμόνιο»32˙ και ακόμη έλεγαν: «Να άνθρωπος φαγάς και κρασοπότης, φίλος με τους τελώνες και τους αμαρτωλούς».33 Αυτά άκουσε για χάρη μας, ή, μάλλον, εξαιτίας μας και ο μακάριος πατέρας μας, εννοώ ο άγιος Συμεών. Μαζί μ’ αυτά ακούς ακόμη ότι ο Κύριος συρόταν δεμένος34 σαν φονιάς και κακούργος, και ότι στάθηκε μπροστά στον Πιλάτο35 σαν ένας από τους τιποτένιους, ότι καταδέχθηκε ράπισμα από ένα δούλο,36 ότι ρίχθηκε στη φυλακή και βγήκε από τη φυλακή, ότι συνοδεύθηκε από ραβδούχους στρατιώτες, ότι παραδόθηκε στο λαό από τον Πιλάτο, που είπε: «Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον».37


Σκέψου λοιπόν, πώς ήταν, όταν αφέθηκε ανάμεσά τους, αυτός που είναι επάνω από όλους τους ουρανούς και που κρατά με το χέρι του τα πάντα, με το να τον σπρώχνουν από εδώ και από εκεί, να τον γρονθοκοπούν, να τον ραπίζουν,38 να τον περιγελούν,39 να τον μαστιγώνουν,40 να τον δένουν στο στύλο, να δέχεται σαράντα μετρημένα χτυπήματα, που φανέρωναν τη θανατική απόφαση˙ και στη συνέχεια, σε ρωτώ, τι ακολούθησε; Να του φορούν δηλαδή περιπαικτικά την κόκκινη πορφύρα,42 να τον ραπίζουν στο κεφάλι και να τον ρωτούν:


«Ποιός σε χτύπησε;»,43 να του βάζουν στο κεφάλι αγκάθινο στεφάνι, να τον προσκυνούν και να τον περιπαίζουν,44 να τον φτύνουν και να τον ειρωνεύονται λέγοντας: «Να, ο βασιλιάς των Ιουδαίων»,45 να του φορούν πάλι τα δικά του ενδύματα,46 να δένουν το λαιμό του με σχοινί και να τον οδηγούν στο θάνατο˙ και στη συνέχεια να φορτώνεται έτσι το σταυρό του,47 και να φθάνει στον τόπο της σταύρωσης,48 και να βλέπει το σταυρό να τον μπήγουν στη γη, και να εγκαταλείπεται μόνος49 από τους φίλους και τους μαθητές˙


και ύστερα απ’ αυτά, να τον ξεγυμνώνουν πάλι˙ να τον κρεμούν επάνω στο ξύλο του σταυρού, να καρφώνουν οι στρατιώτες τα χέρια και τα πόδια του και να τον αφήνουν να κρέμεται˙ να τον ποτίζουν με χολή,50 να τον κεντούν με λόγχη,51 να τον βλασφημεί ο ληστής,52 να τον χλευάζουν λέγοντας: «Εσύ που θα γκρέμιζες τον ναό και θα τον ανοικοδομούσες σε τρεις μέρες, σώσε τον εαυτό σου και κατέβα από τον σταυρό»˙ και ακόμη: «Αν είναι Υιός του Θεού, ας κατεβεί τώρα από τον σταυρό, και θα πιστέψουμε σ’ αυτόν».53 Και έτσι, μετά από όλα αυτά τα πάθη, που υπέφερε, ακούς να ευχαριστεί και να προσεύχεται γι’ αυτούς που τον φόνευσαν,54 αλλά και να παραδίδει την ψυχή του στα χέρια του Πατέρα Του.55


Δεν σου είναι αρκετά όλα αυτά, αδελφέ, για να τον μιμηθείς, αλλά ντρέπεσαι να τα πάθεις με τον ίδιο τρόπο; Με ποια όμως άλλα έργα ή πώς θα δοξασθείς μαζί του; Διότι ο Χριστός λέει: «Όποιος θα ντραπεί για μένα και για τα λόγια μου, θα ντραπώ56 και εγώ γι’ αυτόν μπροστά στον Πατέρα μου, που είναι στους ουρανούς». Γι’ αυτό και ο Παύλος λέει: «Αν πάσχουμε μαζί του και θα δοξασθούμε μαζί του».57 Αν όμως τα πάθη του, που έπαθε για χάρη μας, ντρεπόμαστε να μιμηθούμε και να πάθουμε, όπως εκείνος έπαθε, είναι ολοφάνερο ότι δεν θα γίνουμε συμμέτοχοι ούτε στη δόξα του˙ διότι, με το να είμαστε σε τέτοια κατάσταση, δεν είμαστε πιστοί με έργα, αλλά μόνο με λόγια˙ όταν όμως δεν προστεθούν τα έργα, η πίστη μας είναι νεκρή.58


Γι’ αυτό λοιπόν λέω, και δεν θα σταματήσω να λέω, ότι αυτοί, που δεν μιμήθηκαν τα πάθη του Χριστού με τη μετάνοια και την υπακοή, και δεν έγιναν συμμέτοχοι στο θάνατό του, όπως πιο επάνω έδειξα με λεπτομέρειες, δεν θα γίνουν συμμέτοχοι ούτε στην πνευματική ανάστασή του, ούτε θα λάβουν Άγιο Πνεύμα˙ διότι με το Άγιο Πνεύμα γίνεται η ανάσταση όλων.


Και δεν εννοώ την ανάσταση των σωμάτων, που θα γίνει στη συντέλεια του κόσμου, διότι θα σαλπίσει τότε ο άγγελος και θα αναστηθούν τα νεκρά σώματα,59 αλλά εννοώ την πνευματική αναγέννηση και ανάσταση των νεκρών ψυχών, που γίνεται με πνευματικό τρόπο κάθε μέρα, αυτή, που δίνει με το Άγιό του Πνεύμα εκείνος που πέθανε μία φορά και αναστήθηκε, και που ανασταίνεται μαζί με όλους και μέσα σε όλους αυτούς, που ζουν άξια, και που ανασταίνει μαζί του τις ψυχές, που με τη διάθεση και την πίστη πέθαναν μαζί του,60 δωρίζοντας έτσι σ’ αυτές από εδώ ακόμη τη βασιλεία των ουρανών, που μακάρι να την επιτύχουμε όλοι εμείς, με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο αρμόζει κάθε δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.





Υποσημειώσεις



1. Λουκ. 22, 32
2. Πρβ. Ματθ. 7, 7. Λουκ. 11, 9
3. Πρβ. Ρωμ. 4, 17.
4. Πρβ. Α’ Πέτρ. 2, 9.
5. Βλ. βίο αγίου Αντωνίου, 17 Ιανουαρίου.
6. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, εγκώμιον εις τον άγιον Αρσένιον, 6, PG99, 853AB.
7. Γεροντικό, αββάς Αρσένιος 18 (όπου όμως αναφέρεται στο νερό που χρησιμοποιούσε για το εργόχειρό του).
8. Γεροντικό, αββάς Αρσένιος 41 (δάκρυα). 30 (προσευχή), 4 (φτώχεια).
9. Ίσως ο άγιος Συμεών το συμπεραίνει αυτό από τον λόγο του αββά Αρσενίου: Αν ζητήσουμε τον Θεό, θα μας εμφανιστεί (Γεροντικό, αββάς Αρσένιος 10).
10. Ευθύμιος ο Μέγας, 20 Ιανουαρίου.
11. Άγιος Σάββας, 5 Δεκεμβρίου.
12. Πρβ. Ματθ. 11, 12.
13. Πρβ. Πράξ. 14, 22.
14. Πρβ. Λουκ. 17, 21
15. Γη της επαγγελίας˙ εδώ, η θέαση της θείας δόξας (πρβ. Εβρ. 11, 9).
16. Πρβ. Εφ. 4, 6
17. Πρβ. Φιλιπ. 3, 20
18. Πρβ. Φιλιπ. 3, 20
19. Πρβ. Β’ Πέτρ. 1, 9
20. Πρβ. Α’ Ιω. 3, 9
21. Πρβ. Μάρκ. 3, 17
22. Πρβ. Ιω. 1, 16
23. Πρβ. Ιω. 4, 10
24. Ιω. 4, 13-14
25. Ιω. 7, 39
26. Πρβ. Ψαλμ. 5, 7
27. Β. Κορ. 1, 3˙ 11, 31. 12,2
28. Α’ Κορ. 2, 12-13
29. Ιω. 15, 19
30. Ματθ. 11, 28
31. Πρβ. Κολ. 3, 3
32. Ιω. 7, 20. 8, 48
33. Ματθ. 11, 19. Λουκ. 7, 34
34. Πρβ. Ιω. 18, 12
35. Ματθ. 27, 11. Μάρκ. 15, 1. Λουκ. 23, 1
36. Ιω. 18, 22
37. Ιω. 19, 6
38. Ματθ. 26, 67
39. Ματθ. 27, 29. Μάρκ. 15, 20. Λουκ. 23, 36
40. Ματθ. 27, 26. Μάρκ. 15, 15
41. Ιω. 18, 28
42. Ματθ. 27, 28
43. Ματθ. 26, 68
44. Ματθ. 27, 29
45. Μάρκ. 15, 26. Λουκ. 23, 38
46. Ματθ. 27, 31
47. Ιω. 19, 17
48. Λουκ. 23, 33
49. Ματθ. 26, 56
50. Ματθ. 27, 34
51. Ιω. 19, 34
52. Λουκ. 23, 39
53. Ματθ. 27, 40
54. Λουκ. 23, 34
55. Λουκ. 23, 46
56. Μάρκ. 8, 38. Λουκ. 9. 26.
57. Ρωμ. 8, 17
58. Πρβ. Ιακ. 2, 17 και 26
59. Πρβ. Α’ Κορ. 15, 52
60. Πρβ. Ρωμ. 6, 8. Β’ Τιμ. 2, 11



*Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση). Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017. Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη. *Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου <<Ορθόδοξη Πορεία>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF